Περίληψη
Το σύγχρονο φαινόμενο της ομιλοποίησης-διεθνοποίησης των επιχειρήσεων διαμορφώνει νέα πρωτόγνωρα δεδομένα για τις εργασιακές σχέσεις και επηρεάζει καταλυτικά - μεταξύ άλλων - και τα συμμετοχικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η παρούσα διατριβή αναζητά τους λόγους που επιβάλλουν από δικαιοπολιτική άποψη την καθιέρωση μηχανισμών συμμετοχικής παρέμβασης των εργαζομένων σε διεθνικό επίπεδο και διερευνά το εάν οι Οδηγίες 94/45/ΕΚ και 2001/86/ΕΚ, που αποτελούν το κύριο αντικείμενο της διατριβής, αλλά και οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση τους στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών (εν προκειμένω για την Ελλάδα το Π.Δ. 40/1997 και το Π.Δ. 91/2006) μπορούν πράγματι - και εάν ναι σε ποιο βαθμό - να συμβάλλουν στην ουσιαστική ενίσχυση των διεθνικών συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στους μεγάλους υπερεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ειδικότερα η μελέτη εξετάζει: Εάν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη θέσπιση και εφαρμογή των εν ...
Το σύγχρονο φαινόμενο της ομιλοποίησης-διεθνοποίησης των επιχειρήσεων διαμορφώνει νέα πρωτόγνωρα δεδομένα για τις εργασιακές σχέσεις και επηρεάζει καταλυτικά - μεταξύ άλλων - και τα συμμετοχικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η παρούσα διατριβή αναζητά τους λόγους που επιβάλλουν από δικαιοπολιτική άποψη την καθιέρωση μηχανισμών συμμετοχικής παρέμβασης των εργαζομένων σε διεθνικό επίπεδο και διερευνά το εάν οι Οδηγίες 94/45/ΕΚ και 2001/86/ΕΚ, που αποτελούν το κύριο αντικείμενο της διατριβής, αλλά και οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση τους στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών (εν προκειμένω για την Ελλάδα το Π.Δ. 40/1997 και το Π.Δ. 91/2006) μπορούν πράγματι - και εάν ναι σε ποιο βαθμό - να συμβάλλουν στην ουσιαστική ενίσχυση των διεθνικών συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στους μεγάλους υπερεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ειδικότερα η μελέτη εξετάζει: Εάν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη θέσπιση και εφαρμογή των εν λόγω Οδηγιών) μπορεί πράγματι να εξασφαλίσει στους ευρωπαίους εργαζομένους τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχικής παρέμβασης κατά τη διαδικασία λήψης των επιχειρηματικών αποφάσεων ή παρέχει απλά στους εργοδότες το άλλοθι για την εφαρμογή ακόμη σκληρότερων μέρων και μάλιστα με τη «συναίνεση» ή την «ανοχή» των εργαζομένων. Ποια είναι η νομική δεσμευτικότητα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων και κατά πόσον αυτές, πέραν της όποιας κοινωνιολογικής ή πολιτικής τους σημασίας, είναι και από νομική άποψη σημαντικές. Ποια μέσα εξαναγκασμού της εργοδοσίας διαθέτουν οι εργαζόμενοι, ώστε τα συγκεκριμένα δικαιώματά τους να τύχουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Υπάρχουν και εάν ναι ποια συγκεκριμένα κενά ή αδυναμίες στις ισχύουσες ρυθμίσεις. Απαιτούνται και εάν ναι ποιες διορθωτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, εθνικού και κοινοτικού. Το συμπέρασμα της διατριβής είναι ότι το κοινοτικό δίκαιο της συμμετοχής των εργαζομένων, ιδίως στους τομείς της ενημέρωσης και της διαβούλευσης, έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, συμβάλλοντας στην αναγνώριση και την εμπέδωση των σχετικών δικαιωμάτων σε όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και σε εκείνα όπου οι συμμετοχικοί θεσμοί ήταν μέχρι πρότινος σχεδόν άγνωστοι (όπως π.χ. στο HB και την Ιρλανδία). Παρά όμως τα θετικά βήματα που έγιναν, η προστασία των συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων σε διεθνικό επίπεδο, σε επίπεδο δηλαδή επιχειρήσεων και ομίλων με σύνθετη - διεθνική δομή και διασυνοριακή δράση, δεν είναι ακόμη ούτε πλήρης ούτε επαρκής. Οι σχετικές κοινοτικές Οδηγίες έχουν περιορισμένο μόνο πεδίο εφαρμογής, εμφανίζουν δε σημαντικές αδυναμίες και ελλείψεις, οι οποίες αναλύονται διεξοδικά στα επί μέρους κεφάλαια της διατριβής. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά ειδικά το ζήτημα της εκπροσώπησης των εργαζομένων στα όργανα εποπτείας και διοίκησης των «Ευρωπαϊκών Εταιρειών», των «Ευρωπαϊκών Συνεταιρισμών» και των εταιρειών που προκύπτουν από διασυνοριακές συγχωνεύεις κεφαλαιουχικών εταιρειών, ούτε η Οδηγία 2001/86/ΕΚ ούτε και οι σχετικές Οδηγίες 2002/73/ΕΚ και 2005/56/ΕΚ προβλέπουν την καθιέρωση κάποιου συγκεκριμένου είδους ή ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων, αλλά αποσκοπούν απλά και μόνον στη διατήρηση των κεκτημένων συμμετοχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από ήδη ισχύουσες -κατά την ημερομηνία σύστασης των νομικών αυτών προσώπων-διαδικασίες και ρυθμίσεις. Το ζητούμενο, λοιπόν σήμερα, με βάση τα πορίσματα της διατριβής, είναι η επέκταση των δικαιωμάτων για ενημέρωση, διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων σε όλες τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κάθε νομικής μορφής που δραστηριοποιούνται σε κοινοτικό έδαφος και η εξάλειψη των σημαντικών αδυναμιών και ελλείψεων που εμφανίζουν οι ισχύουσες στον τομέα αυτό νομοθετικές ρυθμίσεις. Προς τούτο απαιτείται - κατά το συγγραφέα - μια σειρά συγκεκριμένων θεσμικών παρεμβάσεων, για το είδος και το περιεχόμενο των οποίων γίνεται εκτενής αναφορά στα κατ' ιδίαν κεφάλαια της μελέτης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The current phenomenon of internationalization of business signifies an unprecedented new situation on industrial relations which affects dramatically - inter alia - the employee participation rights in enterprises. The present thesis examines the reasons behind the imposition of participatory mechanisms at transnational level and investigates whether the directives 94/45/EC and 2001/86/EC - which constitute the main subject of this thesis - could possibly contribute towards substantial strengthening of transnational participatory rights in large supranational groups of undertakings. Specifically, the study examines: If the current institutional framework (as it has been developed after the adoption and implementation of the above Directives) can indeed ensure that European workers will be finally able to exert a genuine participatory intervention in decision making What is actually the legal effect of these arrangements. What gaps or weaknesses could someone identify in existing provi ...
The current phenomenon of internationalization of business signifies an unprecedented new situation on industrial relations which affects dramatically - inter alia - the employee participation rights in enterprises. The present thesis examines the reasons behind the imposition of participatory mechanisms at transnational level and investigates whether the directives 94/45/EC and 2001/86/EC - which constitute the main subject of this thesis - could possibly contribute towards substantial strengthening of transnational participatory rights in large supranational groups of undertakings. Specifically, the study examines: If the current institutional framework (as it has been developed after the adoption and implementation of the above Directives) can indeed ensure that European workers will be finally able to exert a genuine participatory intervention in decision making What is actually the legal effect of these arrangements. What gaps or weaknesses could someone identify in existing provisions. Is there a possible corrective action that it could be proposed for the improvement of the existing legal framework. According to the thesis conclusions, the Community law on employee participation has been improved in recent years, particularly in the areas of information and consultation where the relative legislation has already significantly contributed to the identification and consolidation of information and consultation rights in all Member States, even in those Member States where such participatory institutions were virtually unknown (as was the case of UK and Ireland). However, despite the positive steps taken, the protection of participation rights in a transnational level (in enterprises and groups with a complex transnational structure) is still incomplete and inadequate at European level, since all relevant EU Directives adopted so far remain limited in scope and have significant weaknesses. As far as the specific issue of employee participation on the supervisory and/or administrative body of the "European Companies", the "European Cooperative Societies", and of the limited liability companies involved at cross border mergers is concerned, nor the Directive 2001/86/EC neither the similar Directives 2002/73/EC and 2005/56/EC provide for a certain type or level of participation, and their only aim is to the preserve the already acquired and existed participatory schemes. Consequently, the challenges of today is firstly the extension of employee information, consultation and participation rights to all multinational companies and corporations of all legal types without exceptions and secondly the elimination of the significant weaknesses and shortcomings detected in current legislation. These tasks require a series of specific legislative initiatives and interventions, the type and the content of which is thoroughly presented in each of the relevant chapters of the thesis.
περισσότερα