Περίληψη
Ως αυτόματη αποβολή ορίζεται η πρώιμη έξοδος ή απομάκρυνση του νεκρού ή ζωντανού κυήματος από τη μήτρα, πριν το έμβρυο καταστεί βιώσιμο, στην 24η εβδομάδα. Υποστηρίζεται ότι τουλάχιστον 15-20% όλων των κυήσεων καταλήγουν σε αυτόματη έκτρωση. Οι γυναίκες που εξετάσθηκαν προέρχονται από τα εξωτερικά ιατρεία της Δ’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Α.Π.Θ. στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης από το 2004 έως το 2008, με ομαλή πορεία εγκυμοσύνης αλλά και από τις γυναίκες που νοσηλεύτηκαν στην Δ’ Μαιευτική Κλινική του Α.Π.Θ. με συμπτώματα αυτόματης αποβολής. Όλες οι προαναφερθείσες γυναίκες ανήκαν περίπου στην ίδια κοινωνικοοικονομική ομάδα. Στην ομάδα ελέγχου (ομάδα α) ήταν 70 γυναίκες με φυσιολογική πορεία της εγκυμοσύνης και χωρίς σημεία παθολογίας κύησης. Την ομάδα μελέτης (ομάδα β) αποτέλεσαν 180 γυναίκες από την 6η έως την 12 εβδομάδα κύησης οι οποίες παρουσίασαν συμπτώματα αυτόματης αποβολής, τεκμηριωμένα μετά από κλινική και υπερηχογραφική εκτίμηση. Έγινε αιμοληψία 20 ml ...
Ως αυτόματη αποβολή ορίζεται η πρώιμη έξοδος ή απομάκρυνση του νεκρού ή ζωντανού κυήματος από τη μήτρα, πριν το έμβρυο καταστεί βιώσιμο, στην 24η εβδομάδα. Υποστηρίζεται ότι τουλάχιστον 15-20% όλων των κυήσεων καταλήγουν σε αυτόματη έκτρωση. Οι γυναίκες που εξετάσθηκαν προέρχονται από τα εξωτερικά ιατρεία της Δ’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Α.Π.Θ. στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης από το 2004 έως το 2008, με ομαλή πορεία εγκυμοσύνης αλλά και από τις γυναίκες που νοσηλεύτηκαν στην Δ’ Μαιευτική Κλινική του Α.Π.Θ. με συμπτώματα αυτόματης αποβολής. Όλες οι προαναφερθείσες γυναίκες ανήκαν περίπου στην ίδια κοινωνικοοικονομική ομάδα. Στην ομάδα ελέγχου (ομάδα α) ήταν 70 γυναίκες με φυσιολογική πορεία της εγκυμοσύνης και χωρίς σημεία παθολογίας κύησης. Την ομάδα μελέτης (ομάδα β) αποτέλεσαν 180 γυναίκες από την 6η έως την 12 εβδομάδα κύησης οι οποίες παρουσίασαν συμπτώματα αυτόματης αποβολής, τεκμηριωμένα μετά από κλινική και υπερηχογραφική εκτίμηση. Έγινε αιμοληψία 20 ml και μετά την πήξη ακολούθησε φυγοκέντρηση και ο ορός διαχωρίσθηκε και εδώ σε τέσσερα (4) φιαλίδια, τα οποία στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε θερμοκρασία κατάψυξης (-20°C). Οι ορμονικοί προσδιορισμοί και ο προσδιορισμός των προσταγλανδινών πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο της Β΄ Μαιευτικής Γυναικολογικής κλινικής Α.Π.Θ., με την μέθοδο της ενισχυμένης χημειοφωταύγιας σε αυτόματο αναλυτή στον Kryptor της εταιρείας BRAHM-S. Τέλος ο προσδιορισμός των μετάλλων έγινε στο εργαστήριο της αναλυτικής χημείας του Α.Π.Θ. Ο τρόπος δε προσδιορισμού ήταν η μέθοδος «Ατομική φασματοσκοπία (φασματομετρία ατομικής εκπομπής (I.S.B.) και φασματομετρία ατομικής απορρόφησης». Για τις αναλύσεις Ca, Cu, και Mg χρησιμοποιήθηκε η φασματομετρία ατομικής εκπομπής με επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα. Το όργανο που χρησιμοποιήθηκε ήταν του οίκου Perkin Elmer μοντέλο OPTIMA 3300DV. Για τις αναλύσεις Cd, Pb χρησιμοποιήθηκε η φασματομετρία ατομικής απορρόφησης. Στη περίπτωση αυτή χρησιμοποιήθηκαν δύο τύποι οργάνου του οίκου Perkin Elmer. Το φασματόμετρο 5100PC με διορθωτή υποβάθρου σήματος Zeeman και εγκάρσια θερμαινόμενη κυψελίδα ατομοποίησης (transversely heated graphite tube atomizer, THGA) και το φασματόμετρο ΑΑ300 με αποσπώμενο φούρνο HG800 και διορθωτή υποβάθρου σήματος λυχνίας βολφραμίου. Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό SPSS (v.13.0, SPSS inc, Chicago, III). Επί του συνόλου των μετρήσεων των ορμονών παρατηρείται ότι μόνο οι μέσες τιμές των προσταγλανδινών με 18,61 pg/ml ήταν υψηλότερη στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με 11,26 pg/ml, ενώ οι τιμές της προγεστερόνης (11,4 mg/ml), της β χοριακής γοναδοτροπίνης (40,04 mIU/L) και της προλακτίνης (33,43 mIU/ml) είναι χαμηλότερες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (33,98 mIU/ml). Επί του συνόλου των μετρήσεων των μετάλλων παρατηρείται ότι οι μέσες τιμές του ασβεστίου (83,64 mg/L), του μαγνησίου (18,24 mg/L) και του μολύβδου (118,5 μg/L) είναι υψηλότερες στην ομάδα μελέτης από την ομάδα ελέγχου με τις τιμές αντίστοιχα να βρίσκονται 81,66 mg/L για το ασβέστιο, 14,16 mg/L για το μαγνήσιο και 86,7 μg/L για τον μόλυβδο. Αντίθετα η μέση τιμή του χαλκού είναι χαμηλότερη στην ομάδα μελέτης (9,15 mg/L) από ότι στην ομάδα ελέγχου (9,26 mg/L). Τέλος όσον αφορά το κάδμιο παρατηρείται ότι είναι παρόμοιο και στις δύο ομάδες, καθώς αυτό δεν ανιχνεύθηκε σε καμία από τις εβδομάδες κύησης. Η στατιστική ανάλυση μεταξύ της ομάδας ελέγχου και της ομάδας μελέτης έδειξε σημαντική στατιστική διαφορά στις τιμές των προσταγλανδινών, του μαγνησίου και του μολύβδου (student’s T test). Το επίπεδο σημαντικότητας για τις προσταγλανδίνες ήταν p<0,05 και του μαγνησίου και του μολύβδου p<0,005. Στην ανάλυση που έγινε ανά εβδομάδα κύησης το T test έδειξε σημαντικές στατιστικά διαφορές ανάμεσα στα επίπεδα της χοριακής γοναδοτροπίνης, της προγεστερόνης, της προλακτίνης, του ασβεστίου, του χαλκού, του μαγνησίου και του μολύβδου στην 6η εβδομάδα της κύησης (p<0,05). Στην 7η εβδομάδα υπήρχε μόνο στο μόλυβδο ενώ για την προλακτίνη και το μαγνήσιο υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στην 8η εβδομάδα της εγκυμοσύνης (p<0,05). Στην 9η εβδομάδα κύησης η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική για την προλακτίνη, το ασβέστιο και τον μόλυβδο, ενώ για την 10η εβδομάδα, εκτός από το ασβέστιο βρέθηκε διαφορά στο μόλυβδο και στη προστακυκλίνη. Η μόνη σημαντική στατιστική διαφορά για την 11η εβδομάδα κύησης αφορούσε το μαγνήσιο, ενώ όσον αφορά την 12η εβδομάδα κύησης υπήρχε στα επίπεδα της προγεστερόνης, του χαλκού και του μολύβδου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσης μελέτης μπορούν να προκύψουν οι παρακάτω διαπιστώσεις που αφορούν τον ενδεχόμενο κίνδυνο για αυτόματη έκτρωση. Έτσι, συνοψίζοντας οι χαμηλές τιμές της β χοριακής γοναδοτροπίνης, της προγεστερόνης, της προλακτίνης καθώς και του χαλκού πιθανώς να επηρεάζουν αρνητικά την εξέλιξη της εγκυμοσύνης στο πρώτο τρίμηνο. Επίσης οι υψηλές τιμές του μολύβδου, καθώς και του μαγνησίου αποτελούν αρνητικούς προγνωστικούς παράγοντες, όμως για το μαγνήσιο συγκεκριμένα, αυτό αφορά μόνο για τις πρώτες δέκα εβδομάδες της εγκυμοσύνης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Spontaneous miscarriage is the abortion of either a live or non-living embryo or fetus before it could be considered as viable, which is from the 24th gestational week and after that. It is estimated that at least 15-20% of all gestations could lead into a spontaneous miscarriage. The patients who were examined and took part in this research were patients of outpatient gynaecological clinic of the 4th Gynaecology & Obstetrics Clinic of Aristotle University in Thessaloniki from 2004 since 2008, who had an uneventful pregnancy, and also those patient who were hospitalized and treated for spontaneous miscarriage in the same clinic. All the above mentioned patients belonged in the same social and economic group. In the control group (group a) there were 70 women with an uneventful course of pregnancy and no signs of any kind of pathology in pregnancy. In the study group (group b) there were 180 patients from the 6th to the 12th gestational wee, all of which were presenting symptoms of spon ...
Spontaneous miscarriage is the abortion of either a live or non-living embryo or fetus before it could be considered as viable, which is from the 24th gestational week and after that. It is estimated that at least 15-20% of all gestations could lead into a spontaneous miscarriage. The patients who were examined and took part in this research were patients of outpatient gynaecological clinic of the 4th Gynaecology & Obstetrics Clinic of Aristotle University in Thessaloniki from 2004 since 2008, who had an uneventful pregnancy, and also those patient who were hospitalized and treated for spontaneous miscarriage in the same clinic. All the above mentioned patients belonged in the same social and economic group. In the control group (group a) there were 70 women with an uneventful course of pregnancy and no signs of any kind of pathology in pregnancy. In the study group (group b) there were 180 patients from the 6th to the 12th gestational wee, all of which were presenting symptoms of spontaneous miscarriage, which was verified after clinical and ultrasonographic evaluation. In all the patients there was a blood sampling of 20 ml and after the coagulation of the blood sample then it was followed by centrifuge and the serum was separated into four (4) vials, all of which were placed in a refrigerator set in freezing temperature (-20°C). All the hormonal and prostaglandin measurements were made in the laboratory of the 2nd Gynaecology & Obstetrics Clinic of Aristotle University in Thessaloniki in an automatic Kryptor analyzer of BRAHM-S company. Finally the measurements of the trace and heavy metals was performed in the laboratory of the analytical chemistry department of Aristotle University in Thessaloniki. The method used was atomic spectrophotoscopy and spectrophotometry of atomic absorption. A model OPTIMA 3300DV of the Perkin Elmer company was used for the measurements of Ca, Cu and Mg. For the analysis of Cd and Pb specifically phasmatometry of atomic absorption was used. In this case two different types of organs by the company Perkin Elmer were used. The 5100PC spectrophotometer with transversely heated graphite tube atomizer, THGA, and the spectrophotometer AA300 with a detached furnace HG800. For the statistic processing of the results the statistical SPSS program was used (v.13.0, SPSS inc, Chicago, III). According to the total results of the hormones in this study, only the levels of the prostaglandins were higher in the study group, measuring a mean value of 18,61 pg/ml, compared to 11,26 pg/ml in the control group. On the other hand the mean values of progesterone (11,4 mg/ml), of β chorionic gonadotropin (40,04 mIU/L) and of prolactin (33,43 mIU/ml) were significantly lower in the study group compared to the control group. The mean values for these hormones respectively were 17,6 mg/ml for progesterone, 51,25 mIU/L for β chorionic gonadotropin and 33,98 for prolactin. According to the total results of the trace minerals and the heavy metals in the study, the mean values for calcium was 83,64 mg/L, of magnesium 18,24 and of lead 118,5 μg/L, all of which were higher in the study group than in the control group, where the mean values of these mineral and heavy metal were respectively 81,66 mg/L, 14,16 mg/L and 86,7 μg/L. On the contrary, the mean value of copper was lower in the study group with 9,15 mg/L, than in the control group where it was found to be 9,26 mg/L. Finally, cadmium was not traced in any of the women of both study and control groups, therefore it was the same in both of them. The statistical analysis for every gestational week separately showed according to the T test statistically important differences in the levels of β chorionic gonadotropin, progesterone, prolactin, calcium, magnesium and lead in the 6th gestational week (p<0,05). In the 7th gestational week the only statistical difference was in lead, while for prolactin and magnesium there was statistical difference in the 8th gestational week (p<0.05). In the 9th gestational week there was a statistically significant difference in the values of prolactin, calcium and lead and in the 10th gestational week there was statistically significant difference in the values of calcium, lead and in prostacycline. The only statistically significant difference noted for the 11th gestational week was in magnesium, whereas in the 12th gestational week there was a statistically significant difference noted in the values of progesterone, copper and lead. In conclusion, according to the results of the present study, there is a number of findings which could be noted and regard the possibility for a spontaneous miscarriage. Therefore, the low values of β chorionic gonadotropin, progesterone, prolactin and copper as well, could influence in a negative way the outcome of an early pregnancy. Also high values of lead and magnesium as well can influence in a negative way to the course of pregnancy, but as far as magnesium is concerned, this statement involves only the first ten gestational weeks.
περισσότερα