Περίληψη
Η διατριβή αυτή στηρίχθηκε στη Θεωρία Ανθρώπινου Κεφαλαίου και εξέτασε μια σειρά ζητημάτων, που απασχολούν την οικονομική της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εκπαίδευση αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του ανθρώπινου κεφαλαίου, που ένα άτομο ενσωματώνει ή, αλλιώς, της παραγωγικής του ικανότητας και, κατά συνέπεια, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποδοχών του σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας. Αξιοποιήσαμε στατιστικά δεδομένα, που προέρχονται από τις Ελληνικές Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) των ετών 1974, 1988, 1994 και 1999 και το Ευρωπαϊκό Πάνελ Νοικοκυριών (European Community Household Panel - ECHP) για μια ομάδα κρατών - μελών της Ε.Ε.: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Φινλανδία. Με αυτόν τον τρόπο συγκρίναμε τις χώρες μεταξύ τους και προσδιορίσαμε τη σχετική θέση της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, συγκρίναμε τα αποτελέσματα για τη χώρα μας από τη χρήση των δύο διαφορετικ ...
Η διατριβή αυτή στηρίχθηκε στη Θεωρία Ανθρώπινου Κεφαλαίου και εξέτασε μια σειρά ζητημάτων, που απασχολούν την οικονομική της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εκπαίδευση αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του ανθρώπινου κεφαλαίου, που ένα άτομο ενσωματώνει ή, αλλιώς, της παραγωγικής του ικανότητας και, κατά συνέπεια, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποδοχών του σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας. Αξιοποιήσαμε στατιστικά δεδομένα, που προέρχονται από τις Ελληνικές Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) των ετών 1974, 1988, 1994 και 1999 και το Ευρωπαϊκό Πάνελ Νοικοκυριών (European Community Household Panel - ECHP) για μια ομάδα κρατών - μελών της Ε.Ε.: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Φινλανδία. Με αυτόν τον τρόπο συγκρίναμε τις χώρες μεταξύ τους και προσδιορίσαμε τη σχετική θέση της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, συγκρίναμε τα αποτελέσματα για τη χώρα μας από τη χρήση των δύο διαφορετικών πηγών δεδομένων. Αφού παραθέσαμε στο πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου τις βασικές αρχές και έννοιες της Θεωρίας Ανθρώπινου Κεφαλαίου, προχωρήσαμε στην παρουσίαση της κλασσικής εξίσωσης αποδοχών του Mincer (1974), η οποία συσχετίζει την εκπαίδευση και τα έτη εργασιακής εμπειρίας με το λογάριθμο των αποδοχών του ατόμου και αποτελεί μία από τις βασικότερες και πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους υπολογισμού των ιδιωτικών αποδόσεων της εκπαίδευσης. Η εξίσωση αυτή χρησιμοποιείται από όλες τις δημοσιευμένες μελέτες για τις αποδόσεις της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκαν στο δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου. Ο υπολογισμός των αποδόσεων της εκπαίδευσης τόσο γενικά όσο και κατά βαθμίδα αποτελεί τον στόχο της πλειοψηφίας των μελετών αυτών, ενώ εξετάζονται και διάφορα άλλα σχετικά ζητήματα, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος (εκπαιδευτικό επίπεδο πατέρα) στις αποδοχές του ατόμου και η διαφορά των αποδοχών μεταξύ τομέων απασχόλησης. Το δεύτερο κεφάλαιο περιέγραψε αναλυτικά τις πηγές των δεδομένων, που χρησιμοποιήσαμε σε ολόκληρη τη διατριβή, δηλαδή τις ΕΟΠ και το ECHP για την Ελλάδα και αποκλειστικά το ECHP για την Ευρώπη. Η κύρια συνεισφορά μας στο γνωστικό πεδίο ξεκινά στο τρίτο κεφάλαιο. Σημειώνουμε, ότι οι εκτιμήσεις των εξισώσεων αποδοχών σε όλα τα κεφάλαια έγιναν για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη διαφορετικότητα των αποδόσεων του ανθρώπινου κεφαλαίου μεταξύ των δύο φύλων και τις ιδιαιτερότητές τους και όλα τα αποτελέσματα αφορούν σε ιδιωτικές αποδόσεις της εκπαίδευσης, εφόσον χρησιμοποιούμε καθαρές αποδοχές (μετά από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης). Σχετικά με τις αποδόσεις είδαμε, ότι η απόδοση ενός επιπλέον έτους εκπαίδευσης είναι κατά κανόνα υψηλότερη για τις γυναίκες. Το ίδιο ισχύει για την απόδοση από την ολοκλήρωση ενός επιπέδου εκπαίδευσης, η οποία και αυξάνεται κατ’ αντιστοιχία με το επίπεδο. Η εξέταση της διαχρονικής εξέλιξης των αποδόσεων ενός επιπλέον έτους ή μιας επιπλέον βαθμίδας εκπαίδευσης φανερώνει μια μη γραμμική σχέση (u-shape) της εκπαίδευσης με το χρόνο, η οποία οδηγεί τελικά σε χαμηλότερες αποδόσεις το 1999 σε σχέση με το 1974. Οι πιθανές εξηγήσεις που δόθηκαν γι’ αυτό ήταν καταρχήν η εφαρμογή εισοδηματικής πολιτικής συμπίεσης της κατανομής των αποδοχών με ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση των κατώτερων αποδοχών τη δεκαετία του 1980 και, κατά δεύτερο, η ραγδαία αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου, η οποία δεν αντισταθμίστηκε από την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης για άτομα με υψηλότερη εκπαίδευση. αξιόπιστα αποτελέσματα.
περισσότερα