Περίληψη
Η μέση έκταση της περιοχής ενδημίας την άνοιξη υπολογίσθηκε 2.81 ±1,27 Ha, το θέρος 13,38±4,61 Ha, το φθινόπωρο 6,6±1,63 Ha, και το χειμώνα 1,16 + 0,58 Ha, Η ελάχιστη έκταση περιοχής ενδημίας που καταγράφηκε ήταν 0,44 Ha, ενώ η μεγαλύτερη 19,94 Ha. Ακραία τιμή μετακίνησης ήταν 1,5 km από υψόμετρο 1700 m, προς τα κατάντη σε υψόμετρο 1100 m. Το 6,25% των φωλιών βρέθηκαν σε Β πλαγιές, 15,6% σε ΒΑ, 3,1% σε Α,9,4% σε ΝΑ, 3,1% σε Ν, 31,25% σε ΝΔ, 18,8 % σε Δ και 12,5% σε ΒΔ. Ο προσανατολισμός της εισόδου ήταν Β σε 18,7% των φωλιών, ΒΑ σε 15,6%, Ν σε 31,3%, ΝΔ σε 25%, Δ σε 3,1 % και ΒΔ σε 6,3% Βρέθηκε φωλιά σε υψόμετρο 55 m που είναι το χαμηλότερο στο οποίο έχει καταγραφεί φωλιά ορεινής πέρδικας στην Ελλάδα. Η επιλογή από την πέρδικα θέσεων φωλεοποίησης σε μέση κάθετη απόσταση 6,5 m από μονοπάτι πιθανώς γίνεται για να μειωθεί η πιθανότητα εύρεσης της φωλιάς από τους θηρευτές. Η ύπαρξη νερού δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή της θέσης φωλεοποίησης από την πέρδικα. Για την κατα ...
Η μέση έκταση της περιοχής ενδημίας την άνοιξη υπολογίσθηκε 2.81 ±1,27 Ha, το θέρος 13,38±4,61 Ha, το φθινόπωρο 6,6±1,63 Ha, και το χειμώνα 1,16 + 0,58 Ha, Η ελάχιστη έκταση περιοχής ενδημίας που καταγράφηκε ήταν 0,44 Ha, ενώ η μεγαλύτερη 19,94 Ha. Ακραία τιμή μετακίνησης ήταν 1,5 km από υψόμετρο 1700 m, προς τα κατάντη σε υψόμετρο 1100 m. Το 6,25% των φωλιών βρέθηκαν σε Β πλαγιές, 15,6% σε ΒΑ, 3,1% σε Α,9,4% σε ΝΑ, 3,1% σε Ν, 31,25% σε ΝΔ, 18,8 % σε Δ και 12,5% σε ΒΔ. Ο προσανατολισμός της εισόδου ήταν Β σε 18,7% των φωλιών, ΒΑ σε 15,6%, Ν σε 31,3%, ΝΔ σε 25%, Δ σε 3,1 % και ΒΔ σε 6,3% Βρέθηκε φωλιά σε υψόμετρο 55 m που είναι το χαμηλότερο στο οποίο έχει καταγραφεί φωλιά ορεινής πέρδικας στην Ελλάδα. Η επιλογή από την πέρδικα θέσεων φωλεοποίησης σε μέση κάθετη απόσταση 6,5 m από μονοπάτι πιθανώς γίνεται για να μειωθεί η πιθανότητα εύρεσης της φωλιάς από τους θηρευτές. Η ύπαρξη νερού δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή της θέσης φωλεοποίησης από την πέρδικα. Για την κατασκευή των φωλιών προτιμούνται περιοχές κοντά σε ρέματα, ενώ αποφεύγονται ράχες. Στην περιοχή έρευνας της Φωκίδας, βρέθηκε φωλιά πάνω σε Juniperus oxycedrus σε πλάτωμα διαμέτρου 45 cm, σε ύψος 0,62 m από το έδαφος. Συνολικά βρέθηκαν 10 διαφορετικά είδη βασικής κάλυψης: Ασβεστολιθικός λίθος σε 40,6% των φωλιών, Phlomis fruticosa σε 18,8%, Quercus coccifera σε 12,5%, Juniperus oxycedrus σε 9,4%, Juniperus phoeniceae σε 3,1 %, Astragalus creticus σε 3,1 % , Thymus capitatus σε 3,1 %, Urginea maritima σε 3,1% , Acer campestre σε 3,1% , και Ostrya carpinifoiia σε 3,1%. Τα είδη της βασικής κάλυψης 5 φωλιών που βρέθηκαν σε υπαλπικές περιοχές της Ηπείρου καθώς και 2 που βρέθηκαν σε υπαλπικές περιοχές της Γκιώνας ήταν: Juniperus oxycedrus σε 2 φωλιές, Astragalus creticus σε 1, Juniperus communis ssp nanna σε 1, και Ασβεστολιθικός λίθος σε 3. Η μέση διάμετρος των λίθων που βρέθηκαν οι φωλιές ήταν 73,84±48,09 cm ενώ το μέσο ύψος τους 59,23 ±31,61 cm. Η μέση διάμετρος των φυτικών ειδών που αποτελούσαν τη βασική κάλυψη των φωλιών ήταν 103,68 ±117,28 cm ενώ το μέσο ύψος τους ήταν 82,05 ±62,01 cm. Η διάμετρος του ανοίγματος που σχηματίζεται κάτω από τον λίθο ή το φυτικό είδος, ήταν 31,22 ±10,01 cm. Το μέσο ύψος από το κέντρο της φωλιάς έως την οροφή ήταν 23,03 + 8,2 cm. Η ωοτοκία στην περιοχή έρευνας του Μαλουνίου ξεκινάει την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, ενώ στη περιοχή έρευνας της Δεσφίνας την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ο μέσος αριθμός αβγών ανά φωλιά ήταν 11,63+1,64 (Min=7,Max=15). Ο μέσος ρυθμός ωοτοκίας εκτιμήθηκε σε ένα αβγό ανά 1,89 ημέρες. Η διάρκεια επώασης ήταν από 24 έως 26 ημέρες. Κατά τα δύο έτη της έρευνας οι εκκολάψεις στην Ήπειρο άρχισαν την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου και τελείωσαν την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό εκκολάψεων πραγματοποιήθηκε την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου. Στη Φωκίδα οι πρώτες εκκολάψεις γίνονται την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου και οι τελευταίες την δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου. Το ποσοστό εκκολαπτικότητας των αβγών ήταν 97,9%. Το ποσοστό επιβίωσης των νεοσσών έως την ηλικία των εννέα εβδομάδων φθάνει το 64,5%. Η αναπαραγωγική επιτυχία των απελευθερωμένων περδίκων ήταν 4,7%. Το μέσο ημερήσιο ποσοστό θνησιμότητας διέφερε τόσο μεταξύ της χαμηλής και υπαλπικής ζώνης όσο και μεταξύ των δύο ετών για την περίοδο Σεπτεμβρίου Νοεμβρίου στη χαμηλή ζώνη. Συγκεκριμένα, τη χρονική περίοδο μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1999 και του Νοεμβρίου του ίδιου έτους ήταν 0,35% για τη χαμηλή ζώνη και 0,71% για την υπαλπική ζώνη. Για τη χρονική περίοδο μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2000 και του Νοεμβρίου του ίδιου έτους ήταν 0,03% για τη χαμηλή ζώνη και 0,68% για την υπαλπική ζώνη. Η μεγαλύτερη θνησιμότητα που εκτιμήθηκε για το φθινόπωρο του 1999 καθώς και 2000 για την υπαλπική ζώνη σε σύγκριση με τη χαμηλή ζώνη οφείλεται κυρίως στη θηρευτική πίεση. Στη χαμηλή ζώνη υπάρχουν πυκνές συστάδες πουρναριού ή άλλων αειφύλλων πλατύφυλλων όπου οι πέρδικες καταφεύγουν και καθίστανται λιγότερο ευάλωτες στη θήρα. Η αρπακτικότητα ήταν ο κύριος παράγοντας θνησιμότητας των απελευθερωθέντων περδίκων με αποτέλεσμα ο χρόνος επιβίωσης τους να εξαρτάται κυρίως από την επίδραση της αρπακτικότητας. Τα αρπακτικά πτηνά (χρυσαετός, μπούφος και ποντικοβαρβακίνα) αποτέλεσαν τους κυριότερους άρπαγες της ορεινής πέρδικας καθόσον στα παραπάνω είδη οφείλεται το 50% των θανάτων, ενώ 37,5% φαγώθηκαν από σαρκοφάγα θηλαστικά, και 12,5% βρέθηκαν νεκρές από άλλες αιτίες. Η κύρια τακτική διαφυγής της πέρδικας από τα αρπακτικά πτηνά ήταν η χρησιμοποίηση θάμνων για προστασία γεγονός που καθιστά φανερή τη σπουδαιότητα ύπαρξης θαμνώδους φυτικής κάλυψης στους βιότοπους του είδους. To 71,9% των φωλιών καταστράφηκαν ενώ από τις κατεστραμμένες το 95,7% καταστράφηκαν από σαρκοφάγα θηλαστικά και 4,3% εγκαταλείφθηκαν λόγω ξήρανσης της φυτικής κάλυψης της. Από τις φωλιές που καταστράφηκαν από άρπαγες, 81,4% φαγώθηκαν από Ικτίδες (πετροκούναβο και νυφίτσα), 13,6% από αλεπού και 4,5% από άγνωστο άρπαγα, πιθανώς τρωκτικό. Ο μέσος ημερήσιος ρυθμός καταστροφής των φωλιών κατά το πρώτο στάδιο της ωοτοκίας των πρώτων πέντε αβγών υπολογίσθηκε σε 1,04 % και έως την ολοκλήρωση της ωοτοκίας μειώνεται σε 0,29% Κατά τη διάρκεια της επώασης ο μέσος ημερήσιος ρυθμός καταστροφής των φωλιών τις πρώτες δώδεκα ημέρες της ωοτοκίας ανέρχεται σε 7,78 % και μειώνεται στο 1 55% έως την εκκόλαψη των νεοσσών. Καταγράφηκαν 7 είδη της παρασιτικής πανίδας της πέρδικας Raillietina spp,Tnchostrongylus, Acuaria hamulosa, Capillana spp, Subulura spp, Ascandia spp and Tetrathyndium spp. Η προσβολή από παράσιτα είναι μεγαλύτερη στα ενήλικα σε σχέση με τα νεαρά και είναι επίσης μεγαλύτερη στην υπαλπική ζώνη σε σχέση με τη χαμηλή. Το κεστώδες Tetrathyndium spp, βρέθηκε ότι αποτελεί παράγοντα θνησιμότητας στην υπαλπική ζώνη της Φωκίδας. Οι πυκνότητες που εκτιμήθηκαν κατά τις περιόδους της άνοιξης κυμάνθηκαν από 0,058 άτομα/Ha έως 0,071 άτομα/Ha. Το διαιτολόγιο της πέρδικας αποτελείται κυρίως από φυτικά είδη και λιγότερο από ζωικά. Τα είδη κατά σειρά σπουδαιότητας στη διατροφή της πέρδικας στην Ήπειρο είναι Gramirmae, Trifolium sp, Medicago sp,Compositae, Vicia hybnda, Lathyrus setifolius, Centaurea solstttialis,Ranunculus psitostachys, Anemone sp , Carabidae, Astragalus creùcus και στη Φωκίδα, Medicago coronata, Taraxacum sp, Medicago sp, Hymenoptera,Grammeae, Allium sp , Compositae, Hieracium sp. Ορισμένα είδη βολβών έχουν ιδιαίτερη σημασία στη διατροφή της πέρδικας αφού εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ποσότητα νερού για την κάλυψη των βιολογικών αναγκών της πέρδικας. Στην ήπειρο το ποσοστό των σπερμάτων είναι μεγαλύτερο στα ενήλικα σε σχέση με τα νεαρά, ενώ το ποσοστό των βολβών και των αρθροπόδων είναι μεγαλύτερο στα νεαρά. Το ποσοστό του ημερήσιου χρόνου που αφιερώνεται για την ανεύρεση τροφής είναι από 29% έως 53% του ημερήσιου χρόνου, ενώ το αντίστοιχο για κούρνιασμα κυμαίνεται από 41 % έως 46% καθ' όλη διάρκεια του έτους ο χρόνος τροφοληψίας περιορίζεται κυρίως σε 3-4 ώρες μετά την ανατολή και 3-4 πριν τη δύση του ηλίου. Το μέσο βάρος των νεοσσών κατά την εκκόλαψη τους είναι 15,3 g, σε ηλικία επτά ημερών είναι 23 g, ενώ σε ηλικία 14 ημερών ανέρχεται σε 46 g. Κατά την ηλικία των εννέα εβδομάδων το μέσο βάρος των θηρευμένων αρσενικών φθάνει το 72,8% του μέσου βάρους των ενηλίκων αρσενικών, ενώ των θηλυκών το 78,2% των ενήλικων θηλυκών. Κατά την ηλικία των δεκαπέντε εβδομάδων, το μέσο βάρος των αρσενικών ήταν το 99,5% του μέσου βάρους των ενηλίκων αρσενικών ενώ των θηλυκών το 98,5% των ενήλικων θηλυκών. Το βάρος των ενήλικων αρσενικών ήταν 640 ±66 g (n=16, mm=540, max=739) και των θηλυκών 522 ±46 g (n=17, min=444, max=588). Το σωματικό βάρος της Alertons graeca graeca είναι μικρότερο από αυτό της Alertons graeca saxatilis. Η αναλογία φύλων των ενηλίκων ήταν αρσενικά · θηλυκά=1,06 και των νεαρών, αρσενικά θηλυκά=0,93.Η διασταύρωση της ορεινής πέρδικας με την τσούκαρ είναι δυνατή και δημιουργεί γόνιμα υβρίδια.
περισσότερα