Περίληψη
Aν κάποιος προσπαθήσει να φέρει στο νου του ποια είναι τα βασικά σημεία του φιλοσοφικού έργου του Ντεκάρτ, θα σκεφτεί καταρχάς τον δυϊσμό, ένα οντολογικό σύστημα που κατηγοριοποιεί τις υποστάσεις σε νοητικές και υλικές. Νοητική υπόσταση είναι αυτή που έχει ως κύριο κατηγόρημα τη σκέψη, ενώ υλική υπόσταση είναι αυτή η οποία έχει ως κύριο κατηγόρημα την έκταση. Ανάμεσα στον κόσμο των νοητικών και σε αυτόν των υλικών υποστάσεων ένα χάσμα ασυμβατότητας ανοίγεται. Κανένα χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που μπορεί να αποδοθεί σε μία νοητική υπόσταση δεν μπορεί να αποδοθεί και στην υλική υπόσταση και αντιστρόφως. Όμως ο καθένας γνωρίζει από την καθημερινή του εμπειρία πως η σκέψη μας μπορεί να προκαλέσει την κίνηση κάποιου μέλους του σώματός μας και ότι ο υλικός κόσμος μέσω των αισθήσεων μπορεί να προκαλέσει σκέψεις στο νου. Ο νους επιδρά στο σώμα, οπότε έχουμε την περίπτωση των εθελούσιων κινήσεων και το σώμα επιδρά στο νου οπότε έχουμε τις διάφορες αισθητηριακές αντιλήψεις. Κανείς δεν μπορεί να ...
Aν κάποιος προσπαθήσει να φέρει στο νου του ποια είναι τα βασικά σημεία του φιλοσοφικού έργου του Ντεκάρτ, θα σκεφτεί καταρχάς τον δυϊσμό, ένα οντολογικό σύστημα που κατηγοριοποιεί τις υποστάσεις σε νοητικές και υλικές. Νοητική υπόσταση είναι αυτή που έχει ως κύριο κατηγόρημα τη σκέψη, ενώ υλική υπόσταση είναι αυτή η οποία έχει ως κύριο κατηγόρημα την έκταση. Ανάμεσα στον κόσμο των νοητικών και σε αυτόν των υλικών υποστάσεων ένα χάσμα ασυμβατότητας ανοίγεται. Κανένα χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που μπορεί να αποδοθεί σε μία νοητική υπόσταση δεν μπορεί να αποδοθεί και στην υλική υπόσταση και αντιστρόφως. Όμως ο καθένας γνωρίζει από την καθημερινή του εμπειρία πως η σκέψη μας μπορεί να προκαλέσει την κίνηση κάποιου μέλους του σώματός μας και ότι ο υλικός κόσμος μέσω των αισθήσεων μπορεί να προκαλέσει σκέψεις στο νου. Ο νους επιδρά στο σώμα, οπότε έχουμε την περίπτωση των εθελούσιων κινήσεων και το σώμα επιδρά στο νου οπότε έχουμε τις διάφορες αισθητηριακές αντιλήψεις. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αλληλεπίδραση του νου με το σώμα.Το ζήτημα της αλληλεπίδρασης θεωρήθηκε ως το αδύνατο σημείο του φιλοσοφικού συστήματος του Ντεκάρτ. Πώς επιδρά ο νους στο σώμα και το σώμα στο νου; Είναι δυνατόν να αλληλεπιδρούν το σώμα και ο νους αφού είναι υποστάσεις διαφορετικής φύσεως, με διαφορετικά κατηγορήματα και τρόπους; Πώς είναι συμβατός ο δυισμός των υποστάσεων με τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης του σώματος και της ψυχής; Πώς μπορούν να συσχετιστούν καταστάσεις του σώματος με καταστάσεις του νου (και αντιστρόφως) όταν ο νους και το σώμα δεν έχουν καμία κοινή ιδιότητα; Εάν ανατρέξουμε στο έργο του Ντεκάρτ και εξετάσουμε πώς ο ίδιος αντιμετωπίζει το ζήτημα της αλληλεπίδρασης, θα διαπιστώσουμε πως δεν αρνείται ότι πράγματι ο νους επιδρά στο σώμα και το σώμα στο νου, θεωρεί μάλιστα αυτές τις επιδράσεις κοινή εμπειρία για τον καθένα μας. Αυτό που προκαλεί εντύπωση όμως, είναι το ότι ο ίδιος δεν φαίνεται να θεωρεί προβληματικό το πώς ο νους και το σώμα μπορούν να αλληλεπιδρούν, όντας δύο υποστάσεις διαφορετικής φύσεως. Διαβάζοντας τα σχετικά κείμενα καμία ένταση δεν διακρίνουμε εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δύο υποστάσεις πράγματι αλληλεπιδρούν. Δύο εκδοχές υπάρχουν για να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι ο Ντεκάρτ δεν θεωρεί προβληματική την αλληλεπίδραση νου - σώματος: ή ότι υπάρχει πρόβλημα αλλά ο Ντεκάρτ δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο ή ότι πράγματι η αντιμετώπιση του ζητήματος της αλληλεπίδρασης είναι τέτοια ώστε να μην δημιουργούνται συγκρούσεις ή ασυμβατότητες με άλλες θέσεις τού φιλοσοφικού του συστήματος.Στην εργασία αυτή έγινε προσπάθεια να απαντηθεί το ζήτημα κυρίως μέσα από τα κείμενα του ίδιου του φιλοσόφου. Αυτό σημαίνει πως σημείο αναφοράς είναι κυρίως το έργο του φιλοσόφου και όχι οι απόψεις των διαφόρων σχολιαστών. Με άλλα λόγια αποφεύχθηκε ο σχολιασμός των σχολιαστών και επιχειρήθηκε κυρίως να αναδυθούν μέσα από τα ίδια τα κείμενα του Ντεκάρτ οι απόψεις του για το ζήτημα.Παρόλα αυτά παρατίθενται κάποιες βασικές ερμηνείες και απόψεις επί του θέματος, τόσο συγχρόνων συνομιλητών του Ντεκάρτ ως προς το πώς θεμελιώνει το δυϊσμό, ποιες είναι οι συνέπειες και τα όρια του δυϊσμού αυτού (Κεφάλαιο 1), απόψεις για το κατά πόσο οι ιδιαίτεροι τρόποι της σκέψης οι οποίοι προϋποθέτουν την ένωση του νου με το σώμα, όπως η αίσθηση, οδηγούν στην υιοθέτηση κάποιου είδους τριισμού (Κεφάλαιο 4), αλλά κυρίως παρατίθενται απόψεις και ερμηνείες σύγχρονων συνομιλητών του, αλλά και νεώτερων σχολιαστών για το πώς αντιλαμβάνονται το ‘πρόβλημα’ της αλληλεπίδρασης νου-σώματος στο έργο του Ντεκάρτ και τι ερμηνείες δίνουν για το πώς ο φιλόσοφος αντιμετώπισε το ζήτημα της αλληλεπίδρασης.Δύο είναι οι βασικές ερμηνευτικές γραμμές για το πώς ο Ντεκάρτ αντιμετωπίζει το ζήτημα της αλληλεπίδρασης. Η πρώτη δέχεται ότι υπάρχει αιτιακή επίδραση του σώματος στο νου και του νου στο σώμα, μπορούμε να μιλάμε δηλαδή με όρους αιτιότητας όσον αφορά την αλληλεπίδραση. Η άποψη αυτή προσκρούει κυρίως στο ότι δεν υπάρχει κάποια κοινή ιδιότητα ή έστω γενικά κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στη νοητική και στην υλική υπόσταση, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να συλλάβουμε πώς δρα η μία υπόσταση ώστε να τροποποιήσει ή γενικά να προκαλέσει κάποια μεταβολή στην άλλη. Η δεύτερη ερμηνευτική γραμμή είναι αυτή του συντυχισμού, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα επίδραση της μιας υπόστασης στην άλλη, αλλά αιτία κάθε μεταβολής σε κάθε υπόσταση είναι ο ίδιος ο Θεός. Με άλλα λόγια η υλική υπόσταση δεν μπορεί η ίδια να προκαλέσει την εμφάνιση ορισμένων σκέψεων στο νου, ούτε ο νους μπορεί να προκαλέσει μεταβολές στην κίνηση του σώματος, αλλά με την αφορμή κάποιας συγκεκριμένης κατάστασης στο σώμα ή στο νου, ο Θεός προκαλεί την εμφάνιση κάποιας κατάστασης αντίστοιχα στο νου ή στο σώμα. Οι ερμηνείες αυτές προσκρούουν σε διάφορες βασικές απόψεις του Ντεκάρτ, όπως το ότι αιτία της εμφάνισης των ιδεών στο νου είναι ο ίδιος ο νους. Προκειμένου λοιπόν, να μελετηθεί το πώς εννοεί ο Ντεκάρτ την αλληλεπίδραση νου-σώματος και αν πράγματι αποτελεί πρόβλημα για τη φιλοσοφία του, χρήσιμο θα ήταν να ξεκινήσουμε από τον ίδιο τον δυϊσμό (Κεφάλαιο 1). Ο καρτεσιανός δυϊσμός συνεπάγεται πράγματι τον απόλυτο χωρισμό της νοητικής από την υλική υπόσταση; Θεμελιώνει ότι ο νους μου είναι απόλυτα χωριστός από το σώμα μου; Όταν μας λέει ο Ντεκάρτ ότι ο νους μου είναι ‘πραγματικά διακριτός’ από το σώμα μου εννοεί ότι το σώμα μου υφίσταται ανεξάρτητα από το νου μου; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική. Ο δυϊσμός θεμελιώνει μια δυνατότητα, όχι μια πραγματικότητα. Το ότι ο νους μου είναι διακριτός από το σώμα μου, σημαίνει ότι ο Θεός εάν θέλει μπορεί να τα κάνει να υπάρχουν χωριστά το ένα από το άλλο, όχι ότι πράγματι αυτά υφίστανται χωριστά. Η ‘πραγματική διάκριση’ του νου από το σώμα την οποία αποδεικνύει ο Ντεκάρτ στον ‘Έκτο Στοχασμό’, σημαίνει ότι από τη στιγμή που μπορώ να συλλάβω το νου και το σώμα με διακριτό τρόπο, ο Θεός έχει τη δυνατότητα να τα κάνει πράγματι να υφίστανται χωριστά.Στη συνέχεια εξετάζεται το πώς αντιλαμβάνεται ο Ντεκάρτ την επίδραση του νου στο σώμα -εθελούσιες κινήσεις-, καθώς και την επίδραση του σώματος στον νου –αίσθηση- (Κεφάλαια 3 και 4 αντίστοιχα). Όσον αφορά την επίδραση του νου στο σώμα, πέρα από το βασικό μας ερώτημα που έχει να κάνει με το πώς ο νους επιδρά στο σώμα, ένα θέμα το οποίο έχει τεθεί σχετικά με την επίδραση αυτή είναι το πώς είναι δυνατόν ο νους να επιδρά στο σώμα προκαλώντας κίνηση σε αυτό, χωρίς να παραβιάζεται έτσι η καρτεσιανή αρχή διατήρησης της κίνησης. Παρατίθενται σε αυτό το σημείο οι δύο βασικές σχετικές ερμηνείες, αυτή που υποστηρίζει ότι ο νους δεν κινεί το σώμα, αλλά απλώς αλλάζει την κατεύθυνση της κίνησης των σωμάτων, οπότε δεν παραβιάζεται και η καρτεσιανή αρχή διατήρησης της κίνησης, καθώς και αυτή που υποστηρίζει ότι ο νους κινεί το σώμα και η δράση αυτή είναι προβληματική και πράγματι ασυνεπής ως προς την ανωτέρω καρτεσιανή αρχή διατήρησης. Αν και από τις δύο αυτές ερμηνείες καμία δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχθεί επαρκώς στα ίδια τα κείμενα του Ντεκάρτ, εντούτοις η πρώτη φαίνεται να είναι πιο συνεπής με το πνεύμα των σχετικών κειμένων σε σχέση με τη δεύτερη. Επίσης, εξετάζεται το τι θεωρεί ο Ντεκάρτ ως αιτία κίνησης των σωμάτων. Μπορεί, κατά τον Ντεκάρτ, ένα σώμα να κινήσει ένα άλλο σώμα ή κατά πόσο ένα σώμα μπορεί να θεωρηθεί αιτία κίνησης ενός άλλου σώματος; Το ερώτημα αυτό έχει σημασία στο βαθμό που θεωρούμε ότι είναι δυνατή η εξήγηση τού πώς ένα σώμα μπορεί να κινήσει ένα άλλο, ενώ δεν είναι δυνατή η εξήγηση του πώς ο νους μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο κι επιπλέον μάλιστα ότι μπορεί να εξηγηθεί το πώς ο νους επιδρά στο σώμα με βάση (κατά το πρότυπο) του πώς ένα σώμα επιδρά σε ένα άλλο . Ως αιτίες κίνησης των σωμάτων ο Ντεκάρτ αναφέρει τον Θεό (γενική, πρωταρχική και καθολική αιτία) και τους νόμους της φύσης, τους οποίους έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός (δευτερεύουσες αιτίες). Η μόνη δύναμη που αναγνωρίζει ότι μπορούν να έχουν τα σώματα είναι η δύναμη (η τάση) να διατηρούν την κατάστασή τους αμετάβλητη, η δύναμη δηλαδή να αντιστέκονται στις μεταβολές (μεταβολές στην κίνηση, στη μορφή τους κ.ά). Αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά κάθε σώματος προς τα άλλα σώματα, είτε το σώμα εμφανίζεται ως ενεργητικός ή ως παθητικός παράγοντας, σε κάθε περίπτωση δεν εξαρτάται από την ικανότητα των σωμάτων να ασκούν δυνάμεις στα άλλα σώματα, αλλά από την τάση τους να διατηρούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται αμετάβλητη. Εξετάζοντας λοιπόν, το κατά πόσο μπορεί να εξηγηθεί η επίδραση του νου στο σώμα κατά το πρότυπο της επίδρασης ενός σώματος σε ένα άλλο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, κατά τον Ντεκάρτ, μια τέτοια εξήγηση δεν είναι δυνατή, αφού δεν είναι δυνατή ούτε η αιτιακή επίδραση μεταξύ των σωμάτων. Αν εξετάσουμε τώρα, την επίδραση του σώματος στο νου μέσω της αίσθησης (δηλαδή την παραγωγή αισθητηριακών αντιλήψεων) σε σχέση με την αντίστροφη επίδραση, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι δύο δράσεις παρουσιάζουν κάποια ασυμμετρία. Καταρχάς, ας σημειώσουμε ότι κατά την σχολαστική παράδοση προβληματική θεωρείται κατά κύριο λόγο η πρώτη δράση (του σώματος στο νου) κι αυτό διότι κάτι κατώτερο –ύλη- επιδρά σε κάτι ανώτερο –ψυχή-. Επίσης, η ύλη εθεωρείτο εντελώς παθητική, οπότε πώς θα μπορούσε να ασκεί κάποια δράση ως ενεργητικός παράγων; Όμως και για τον Ντεκάρτ υπάρχει διαφορά στις δύο κατευθύνσεις της αλληλεπίδρασης νου σώματος. Η διαφορά έγκειται στο ότι για να υπάρξει δράση του σώματος στο νου πρέπει αναγκαία οι δύο αυτές υποστάσεις να είναι ενωμένες μεταξύ τους, ενώ για την αντίστροφη δράση δεν απαιτείται μια τέτοια ένωση. Αυτό που καθιστά αναγκαία την ένωση στην περίπτωση αυτή είναι ο ιδιαίτερος ποιοτικά χαρακτήρας της ένωσης. Εάν, για παράδειγμα, υπάρχει κάποια βλάβη στο σώμα, δεν την αντιλαμβάνομαι απλώς όπως θα αντιλαμβανόμουν μία βλάβη σε ένα οποιοδήποτε άλλο σώμα, αλλά αισθάνομαι τον πόνο με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σύμφωνα με τη γνωστή μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Ντεκάρτ, δεν είμαι απλώς παρών στο σώμα μου όπως ένα ναύτης σε ένα πλοίο, αλλά είμαι ενωμένος και συμμεμειγμένος με αυτό. Η ένωση λοιπόν του νου με το σώμα είναι όχι απλώς ικανή, αλλά και αναγκαία συνθήκη για την αίσθηση, ενώ για την επίδραση του νου στο σώμα είναι μεν ικανή, αλλά όχι και αναγκαία (περίπτωση αγγέλων, Θεού).Από τις λειτουργίες του νου, δηλαδή την καθαρή νόηση, τη φαντασία (στην οποία περιλαμβάνεται και η μνήμη) και την αίσθηση, η αίσθηση έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την ένωση νου-σώματος. Κατά την καθαρή νόηση δεν απαιτείται η ένωση του νου με το σώμα, για τη φαντασία απαιτείται μεν ο νους να είναι ενωμένος με το σώμα, αλλά κατά τη λειτουργία αυτή δεν απαιτείται άμεση παρουσία του αντικειμένου που επεξεργάζεται η φαντασία, ενώ η αίσθηση προϋποθέτει την ένωση του νου με το σώμα, αλλά και η άμεση παρουσία του αντικειμένου. Όσον αφορά την αίσθηση, ο Ντεκάρτ προσδιορίζει τρεις διαφορετικές βαθμίδες αισθημάτων εκ των οποίων μόνο η μία από αυτές (η δεύτερη) προσιδιάζει στην αυστηρή έννοια του τι εννοούμε με τον όρο ‘αίσθηση’.Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να νοηθεί η αλληλεπίδραση νου-σώματος ανεξάρτητα από την ένωση νου-σώματος (Κεφάλαιο 5). Η ένωση, η οποία χαρακτηρίζεται από τον Ντεκάρτ ως ‘υποστασιακή ένωση’ προσδίδει στον ενωμένο με το σώμα νου και στο ενωμένο με το νου σώμα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ρόλο τα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν σε διαφορετική περίπτωση. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία δεν ανήκουν ούτε μόνο στο νου ούτε μόνο στο σώμα ανήκουν στην ένωση νου-σώματος, δηλαδή σε αυτό το οποίο αποκαλεί ο Ντεκάρτ η ‘φύση μας’. Εάν ο νους δεν ήταν ενωμένος με το σώμα δεν θα είχε αισθήματα. Όμως και το ενωμένο με το νου σώμα δεν είναι ένα αδιάφορο προς το νου σώμα, ένα σώμα το οποίο απλώς υπόκειται στους νόμους της μηχανικής, ένα απλό αντικείμενο της φυσικής. Το ενωμένο με την ψυχή σώμα αποκτάει ιδιαίτερη σημασία για την ψυχή διότι από το σώμα εξαρτάται το τι είδους σκέψεις εμφανίζονται σε αυτήν. Σύμφωνα με την φυσιολογία του Ντεκάρτ ο,τιδήποτε συμβαίνει στον υλικό κόσμο (και μπορεί να γίνει αντιληπτό από εμάς) μεταδίδεται μέσω κινήσεων του μέσου (εάν το αντικείμενο που προκαλεί το ερέθισμα είναι σε απόσταση από εμάς, εάν δεν είναι σε απόσταση δεν απαιτείται μέσον), οι οποίες μεταφέρονται στα νεύρα και στα ζωικά πνεύματα και τελικά στον εγκέφαλο και συγκεκριμένα στον κωνοειδή αδένα. Οι κινήσεις αυτές του κωνοειδούς αδένα έχουν ως ‘άμεσο αποτέλεσμα’ την εμφάνιση συγκεκριμένων ιδεών στο νου. Αντίστροφα, όταν ο νους κινεί το σώμα, η δράση αυτή επηρεάζει άμεσα τον κωνοειδή αδένα και από εκεί πάλι μέσω των ζωικών πνευμάτων και των νεύρων μεταφέρεται σε ολόκληρο το σώμα. Η διαφορετικότητα της σωματικής κατασκευής του καθενός επηρεάζει το τι είδους σκέψεις εγείρονται στην ψυχή λόγω του ότι διαφορετική σωματική κατασκευή σημαίνει ότι ακόμα κι αν το ερέθισμα είναι το ίδιο, μεταδίδονται διαφορετικές κινήσεις στον κωνοειδή αδένα και άρα διαφορετικές σκέψεις εγείρονται στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, αφού η κάθε σκέψη συνδέεται μέσω κάποιας καθορισμένης από το Θεό κανονικότητας με συγκεκριμένες κινήσεις του κωνοειδούς αδένα. Επισημαίνεται ότι μπορεί η δράση της ψυχής στο σώμα να εκτείνεται σε όλο το σώμα και επίσης να δέχεται δράση από όλο το σώμα, αλλά το μέρος του σώματος το οποίο δέχεται ή μεταδίδει άμεσα αυτή την δράση από και προς την ψυχή είναι ο κωνοειδής αδένας. Επίσης, μπορεί κατά τον Ντεκάρτ η συσχέτιση συγκεκριμένων υλικών καταστάσεων με συγκεκριμένες σκέψεις στο νου να είναι χαοτική και αυθαίρετη, αλλά δεν είναι τυχαία, διέπεται από κανονικότητα. Συγκεκριμένες σκέψεις συνδέονται με συγκεκριμένες κινήσεις του κωνοειδούς αδένα. Οι κανονικότητες μέσω των οποίων συσχετίζονται συγκεκριμένες κινήσεις του κωνοειδούς αδένα με συγκεκριμένες σκέψεις δεν είναι τέτοιες ώστε με βάση αυτές να μπορούμε να μιλήσουμε για νόμους όπως μιλάμε για νόμους στην περίπτωση κίνησης των υλικών σωμάτων (δευτερεύουσες αιτίες κίνησης), αφού οι συγκεκριμένες συσχετίσεις που εμφανίζονται σε κάθε άνθρωπο δεν έχουν αναγκαστικά, από όσο φαίνεται από τα κείμενα του Ντεκάρτ, καθολικό χαρακτήρα, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως περιπτώσεις εφαρμογής κάποιου καθολικού νόμου.Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στο αρχικό μας ερώτημα: είναι δυνατή η εξήγηση της αλληλεπίδρασης σώματος-νου στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Ντεκάρτ. Στο τελευταίο Κεφάλαιο 6, παρατίθεται, τουλάχιστον όσον αφορά την επίδραση του σώματος στο νου, ένα εξηγητικό πρότυπο το οποίο βασίζεται στη λειτουργία των σημείων και το οποίο προτείνει ο Ντεκάρτ μέσα από το έργο του. Σύμφωνα με αυτό, όταν λαμβάνει χώρα μια κατάσταση στον υλικό κόσμο την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αιτία, αυτή συνοδεύεται από την ενεργοποίηση κάποιας κατάστασης στο νου η οποία προϋπήρχε δυνητικά και χαρακτηρίζεται ως αποτέλεσμα, όπου δεν υπάρχει ομοιότητα ή κάποια άλλη εσωτερική σχέση που να συνδέει την αιτία με το αποτέλεσμα, αλλά αυτά συνδέονται εξωτερικά, μέσω μια εγκαθιδρυμένης κανονικότητας. Έτσι, αν και η συσχέτιση της ‘αιτίας’ με το ‘αποτέλεσμα’ είναι αυθαίρετη, δεν είναι αυθαίρετη η εμφάνιση κάποιου συγκεκριμένου αποτελέσματος όταν συντρέχει μια συγκεκριμένη αιτία. Η συσχέτιση αυτή ακολουθεί, κατά τον Ντεκάρτ, το πρότυπο της λειτουργίας συστημάτων σημείων, όπως π.χ. η γλώσσα.Τέλος, αναπτύσσονται η ρητορική και τα επιχειρήματα του Ντεκάρτ μέσα από την αλληλογραφία του με την Ελισάβετ, κατά την απάντησή του στην τελευταία σχετικά με το ερώτημα του εάν και πώς είναι δυνατή η εξήγηση της αλληλεπίδρασης νου-σώματος.Καταρχάς, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να νοήσουμε την αλληλεπίδραση νου-σώματος παρά μόνον με βάση την πρωταρχική έννοια της ένωσης νου-σώματος, όπου ο χαρακτηρισμός ‘πρωταρχική’ έχει την έννοια του ‘μη αναγώγιμη’, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να αναζητήσουμε ένα πρότυπο αλληλεπίδραση νου-σώματος που να βασίζεται σε κάποια άλλη πρωταρχική έννοια πέραν από αυτήν της ένωσης νου-σώματος, όπως για παράδειγμα ένα πρότυπο του τύπου ‘ένα σώμα επιδρά σε ένα άλλο σώμα’ το οποίο μπορεί να εξεταστεί μόνον με βάση την πρωταρχική έννοια της έκτασης. Με άλλα λόγια η αλληλεπίδραση νου-σώματος δεν μπορεί να αναχθεί σε έννοιες άλλες πέραν αυτής της ένωσης νου-σώματος, άρα η όποια εξέτασή της μπορεί να γίνει σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο που δεν θα βασίζεται σε έννοιες που έχουν να κάνουν με την έκταση ή τη σκέψη, αλλά με έννοιες που έχουν να κάνουν με την ένωση νου-σώματος. Όμως τις έννοιες αυτές δεν μπορεί να τις χειριστεί η νόηση, αλλά να μας τις διδάξει η φύση. Μάλιστα, η προσπάθεια εξήγησης της αλληλεπίδρασης νου-σώματος δεν είναι προσωρινά αδύνατη, αλλά εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση, θα πρέπει να θεωρηθεί ο άνθρωπος ταυτόχρονα ως ένα πράγμα και ως δύο, ή εάν αναλύσουμε το επιχείρημα του Ντεκάρτ, η προσπάθεια εξήγησης από τη νόηση της αλληλεπίδρασης νου-σώματος θα εμπεριείχε το εξής παράδοξο: το υποκείμενο του εγχειρήματος αυτού να μιλούσε ταυτόχρονα από δύο οπτικές: αυτήν του νου και αυτήν της ένωσης νου-σώματος.Ο Ντεκάρτ δεν περιέγραψε, ούτε προσπάθησε να περιγράψει κάποιο μηχανισμό ή οποιαδήποτε άλλη σχέση που να συνδέει την αλληλεπίδραση των δύο υποστάσεων, ενώ δεν έδειξε καθόλου να προβληματίζεται για την άρνηση του αυτή, την οποία καθόλου δεν έδειξε να τη θεωρεί ως αδυναμία του συστήματός του. Αντίθετα, μας λέει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην απάντηση -την οποία εδώ και αιώνες προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε από το έργο του Ντεκάρτ, αλλά στο ίδιο το ερώτημα το οποίο εμπεριέχει τη λανθασμένη υπόθεση ότι η δράση του σώματος στο νου ή του νου στο σώμα –το μη προφανές- μπορεί να εξηγηθεί με πρότυπο την εξήγηση του προφανούς: την εξήγηση της δράσης ενός σώματος σε ένα άλλο ή με άλλα λόγια η μη προφανής δράση (του νου στο σώμα και αντιστρόφως) να αναχθεί στην προφανή (δράση μεταξύ σωμάτων). Διαπράττουμε δε, κατά τον Ντεκάρτ, το σφάλμα να προσπαθούμε να εξηγήσουμε την αλληλεπίδραση σε λάθος εννοιολογική βάση. Γι αυτό, όπως λέει ο Ντεκάρτ, εκείνοι που δεν φιλοσοφούν, μπορούν να αντιληφθούν καθαρότερα την αλληλεπίδραση νου – σώματος μέσω των αισθήσεων και της εμπειρίας τους.
περισσότερα