Περίληψη
Πολλές μελέτες έχουν διερευνήσει τις επιπτώσεις της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας από κλωβούς στα ιζήματα του βυθού. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην οργανική επιβάρυνση ή σε τοξικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ασθενειών, συνήθως για μία μόνο περιοχή ή για μικρό αριθμό περιοχών σε σύντομες χρονικές περιόδους. Πολύ σπάνια δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν μεγάλα σύνολα δεδομένων που αποτελούνται από μεγάλο αριθμό περιοχών ιχθυοκαλλιεργειών σε μεγάλη χρονική κλίμακα. Στη Σκωτία, οι τοπικές επιπτώσεις των θρεπτικών συστατικών έχουν τεκμηριωθεί εκτεταμένως για τα θαλάσσια εκτροφεία σολομού σε κλωβούς, αλλά οι μικτές επιπτώσεις των θρεπτικών συστατικών και των χημικών ουσιών σε συνδυασμό, όπως το αντιπαραστικό σκεύασμα SLICE (το δραστικό συστατικό του οποίου είναι η βενζοϊκή εμαμεκτίνη), δεν έχουν διερευνηθεί μακροπρόθεσμα. Στόχος του παρόντος έργου ήταν η διερεύνηση των οικολογικών επιπτώσεων στα ιζήματα από τις δραστηριότητες εκτροφής, ...
Πολλές μελέτες έχουν διερευνήσει τις επιπτώσεις της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας από κλωβούς στα ιζήματα του βυθού. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην οργανική επιβάρυνση ή σε τοξικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ασθενειών, συνήθως για μία μόνο περιοχή ή για μικρό αριθμό περιοχών σε σύντομες χρονικές περιόδους. Πολύ σπάνια δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν μεγάλα σύνολα δεδομένων που αποτελούνται από μεγάλο αριθμό περιοχών ιχθυοκαλλιεργειών σε μεγάλη χρονική κλίμακα. Στη Σκωτία, οι τοπικές επιπτώσεις των θρεπτικών συστατικών έχουν τεκμηριωθεί εκτεταμένως για τα θαλάσσια εκτροφεία σολομού σε κλωβούς, αλλά οι μικτές επιπτώσεις των θρεπτικών συστατικών και των χημικών ουσιών σε συνδυασμό, όπως το αντιπαραστικό σκεύασμα SLICE (το δραστικό συστατικό του οποίου είναι η βενζοϊκή εμαμεκτίνη), δεν έχουν διερευνηθεί μακροπρόθεσμα. Στόχος του παρόντος έργου ήταν η διερεύνηση των οικολογικών επιπτώσεων στα ιζήματα από τις δραστηριότητες εκτροφής, με τη χρήση πολύ μεγάλων χωρικών και χρονικών δεδομένων για τη διερεύνηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων των θρεπτικών και χημικών αποβλήτων. Αυτό επιτεύχθηκε με τη χρήση ενός συνόλου μεταδεδομένων που συλλέχθηκαν από 403 σταθμούς δειγματοληψίας σε 31 ιχθυοτροφεία στη δυτική ακτή της Σκωτίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 9 ετών. Τα δεδομένα αποτελούνταν από τη μακροπανίδα των ιζημάτων, τα επίπεδα άνθρακα και αζώτου, το δυναμικό οξειδοαναγωγής, το μέγεθος των σωματιδίων για τον χαρακτηρισμό των ιζημάτων και τις συγκεντρώσεις SLICE στα ιζήματα. Τα δεδομένα αναλύθηκαν για τάσεις με τη χρήση στατιστικής και πολυμεταβλητής ανάλυσης για την αναζήτηση αλλαγών στην κοινότητα του ιζήματος, στις σχετικές συνθήκες και διερευνήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ αυτών των παραμέτρων. Στους σταθμούς δειγματοληψίας που απείχαν λιγότερο από 50 μέτρα από τους θαλάσσιους κλωβούς, το 72% των κοινοτήτων μακροπανίδας συσχετίστηκαν όσον αφορά τη σύνθεση των ειδών και την αφθονία τους. Μια σημαντική σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης του SLICE και των χαρακτηριστικών του ιζήματος παρουσιάστηκε ως εξής:SLICE= 0.000644*(median size particle size) + 0.0311*(C %) – 0.00213*(redox potential) + 1.453. Οι Ανελίδες (Annelids) ήταν τα πιο ευαίσθητα στην παρουσία της βενζοϊκής εμaμεκτίνης, ενώ ευαισθησία έδειξαν επίσης τα Sipunculida (Phascolion strombi), τα echinoderma (Ophiura affinis) και τα crustaceans (Iphinoe, Diastylis και Iphimedia). Κατά τη διάρκεια της δειγματοληπτικής περιόδου , υπήρξε σαφής αλλαγή στη σύνθεση των ειδών που σχετίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών του βυθού. Αυτό συσχετίστηκε με τις μεταβολές της βιομάζας στις σχετικές περιοχές, όπου υπήρξε συνακόλουθη μείωση της εισροής θρεπτικών ουσιών και της χρήσης SLICE. Η στατιστική σύγκριση των δεικτών AMBI και ITI έδειξε συσχέτιση 68,9%, αλλά διέφεραν ως προς την ικανότητά τους να υποδεικνύουν επίπεδα οργανικής διαταραχής. Ο δείκτης AMBI αποδείχθηκε ότι συσχετίζεται στενότερα με τις συνθήκες και συνεπώς αποτελεί πιο αξιόπιστο δείκτη κατά την εργασία με μεγάλες βάσεις δεδομένων. Η μονομεταβλητή και πολυμεταβλητή ανάλυση έδειξε ότι ο συνδυασμός της αφθονίας (N), του Shannon Wiener (H') και του AMBI, ως βιολογικών δεικτών για την περιγραφή της κατάστασης του οικολογικού επιπέδου, που σχετίζεται με το ποσοστό άνθρακα και την οξειδοαναγωγική δυναμικότητα των ιζημάτων, έδωσε την πιο αξιόπιστη αναπαράσταση της περιβαλλοντικής αλλαγής σε μια σειρά σταθμών δειγματοληψίας. Συμπερασματικά, τα συνολικά αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι μακροπρόθεσμα, οι σταθμοί δειγματοληψίας που περιείχαν σημαντικά επίπεδα SLICE είχαν υψηλότερη κατάσταση επιπτώσεων από εκείνους που επηρεάζονταν μόνο από τις εισροές θρεπτικών ουσιών. Η ακρίβεια των μοντέλων πολλαπλής παλινδρόμησης αυξήθηκε με την προσθήκη βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων, αν και η βιομάζα των ψαριών στις θέσεις δεν θεωρήθηκε τόσο σημαντικός παράγοντας για την πρόβλεψη των επιπτώσεων. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να είναι ευαίσθητο στις φυσικές περιβαλλοντικές συνθήκες και διακυμάνσεις. Υπό το πρίσμα αυτών των αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων, μπορούν να γίνουν συστάσεις τόσο για την επικαιροποίηση της υφιστάμενης περιβαλλοντικής ρύθμισης των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών, όσο και για την ανάπτυξη ουσιαστικών μοντέλων για τη συσχέτιση των συνθηκών των ιζημάτων με ακριβείς εκτιμήσεις των συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Many studies have investigated the impacts of marine cage fish farming on seabed sediments. Most of these studies have focused on organic loading or toxic chemicals used for the treatment of disease, normally for a single or a small number of sites over short time periods. Only very rarely has there been the opportunity to use large data sets consisting of a large number of fish farm sites over a long time scale. In Scotland, localised nutrient impacts have been well documented for marine cage salmon farms, but mixed effects of nutrient and chemicals such as SLICE (the active ingredient of which is emamectin benzoate) have not been investigated in the long term. The aim of this project was to investigate the ecological impacts on sediments from farming activities using very large spatial and temporal data to investigate the long term effects of nutrient and chemical waste. This was achieved using a metadata set collected from 403 sampling stations at 31 fish farms on the west coast of ...
Many studies have investigated the impacts of marine cage fish farming on seabed sediments. Most of these studies have focused on organic loading or toxic chemicals used for the treatment of disease, normally for a single or a small number of sites over short time periods. Only very rarely has there been the opportunity to use large data sets consisting of a large number of fish farm sites over a long time scale. In Scotland, localised nutrient impacts have been well documented for marine cage salmon farms, but mixed effects of nutrient and chemicals such as SLICE (the active ingredient of which is emamectin benzoate) have not been investigated in the long term. The aim of this project was to investigate the ecological impacts on sediments from farming activities using very large spatial and temporal data to investigate the long term effects of nutrient and chemical waste. This was achieved using a metadata set collected from 403 sampling stations at 31 fish farms on the west coast of Scotland over a 9 year period. Data consisted of sediment macrofauna, carbon and nitrogen levels, redox potential, particle size for sediment characterisation and sediment concentrations of SLICE. The data was analysed for trends using statistical and multivariate analysis to look for changes in sediment community and related conditions, and the relationships between these parameters were investigated. At sampling stations that were less than 50 metres from the sea cages, 72% of the macrofauna communities were correlated with regard to their species composition and abundance. A significant relationship between the concentration of SLICE and sediment characteristics was represented as: SLICE= 0.000644*(median size particle size) + 0.0311*(C %) – 0.00213*(redox potential) + 1.453.Annelids were the most sensitive to the presence of emamectin benzoate, with the sipunculid Phascolion strombi, the echinoderm Ophiura affinis, and the crustaceans Iphinoe, Diastylis and Iphimedia also showing sensitivity. During the data period, there was a clear change in species composition associated with improved seabed conditions. This correlated with biomass changes at the relevant sites, where there was a consequent decrease in nutrient input and SLICE usage. The statistical comparison of the AMBI and ITI indices indicated a 68.9% correlation, but they differed in their ability to indicate levels of organic disturbance. AMBI was shown to correlate more closely with conditions and thus a more reliable index when working with large databases. Univariate and multivariate analysis indicated that a combination of abundance (N), Shannon Wiener (H’) and AMBI, as biological indices for describing the status of the ecological level associated with the carbon percentage and redox potential of sediments gave the most reliable representation of environmental change over a series of sampling stations. In conclusion, the overall results suggest that, in the long-term, sampling stations which contained significant levels of SLICE had a higher impact status than those affected only by nutrient inputs. The accuracy of multiple regression models were increased by adding biotic and abiotic parameters, though fish biomass at the sites were not considered be as important factor for the prediction of impacts. However, this model could be sensitive to natural environmental conditions and variations. In light of these results and conclusions, recommendations can be made both for updating the existed environmental regulation of marine fish farms and in the development of meaningful models to relate sediment conditions to accurate estimations of overall environmental impacts.
περισσότερα