Περίληψη
Μπαίνοντας στο πρώτο τμήμα της μελέτης μας, το εισαγωγικό θα επισημάνουμε ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της αν όχι το σημαντικότερο μας και σηματοδοτεί, χρωματίζει, οριοθετεί και κατευθύνει το σύνολο της . Είναι η πυξίδα πλεύσεως του παρόντος πονήματος. Στην εισαγωγή θα αναφερθούμε σε τρία βασικά θέματα: τη Μεθοδολογία της εργασίας, τον ορισμό των λέξεων -κλειδιών του θέματος μας και τον χωρισμό κεφαλαίων σε συνδυασμό με τη γραμμική τους ανάπτυξη κάθετα και οριζόντια. Πριν μπούμε στην καθεαυτό μεθοδολογική ταυτότητα της μελέτης και την αναπτύξουμε, θα καταγράψουμε-επισημάνουμε: για λόγους που ικανοποιούν την ορθή μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου μας, τις βασικές θεωρίες στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων καθώς και τις κυριότερες σχολές-θεωρίες της μεθοδολογίας των διεθνών σχέσεων. 1.1.1 Μεθοδολογικές κατευθύνσεις: Ενώ οι πρώτες εμβρυακές προσπάθειες διαμόρφωσης θεωριών στις διεθνείς σχέσεις μπορούν να αναζητηθούν στην αρχαιότητα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ...
Μπαίνοντας στο πρώτο τμήμα της μελέτης μας, το εισαγωγικό θα επισημάνουμε ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της αν όχι το σημαντικότερο μας και σηματοδοτεί, χρωματίζει, οριοθετεί και κατευθύνει το σύνολο της . Είναι η πυξίδα πλεύσεως του παρόντος πονήματος. Στην εισαγωγή θα αναφερθούμε σε τρία βασικά θέματα: τη Μεθοδολογία της εργασίας, τον ορισμό των λέξεων -κλειδιών του θέματος μας και τον χωρισμό κεφαλαίων σε συνδυασμό με τη γραμμική τους ανάπτυξη κάθετα και οριζόντια. Πριν μπούμε στην καθεαυτό μεθοδολογική ταυτότητα της μελέτης και την αναπτύξουμε, θα καταγράψουμε-επισημάνουμε: για λόγους που ικανοποιούν την ορθή μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου μας, τις βασικές θεωρίες στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων καθώς και τις κυριότερες σχολές-θεωρίες της μεθοδολογίας των διεθνών σχέσεων. 1.1.1 Μεθοδολογικές κατευθύνσεις: Ενώ οι πρώτες εμβρυακές προσπάθειες διαμόρφωσης θεωριών στις διεθνείς σχέσεις μπορούν να αναζητηθούν στην αρχαιότητα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η μελέτη των διεθνών φαινομένων ήταν συνυφασμένη με την εξιστόρηση των διπλωματικών επαφών μεταξύ των κρατών τα οποία εθεωρούντο ήδη από την εποχή της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648) οι πρωταγωνιστές του διεθνούς συστήματος. Σπάνιες είναι οι προσπάθειες δημιουργίας θεωρητικών μοντέλων όπου θα επικρατεί η σχέση «αίτιου και αιτιατού». Ενώ αποφεύγεται η προσπάθεια ανεύρεσης κανονικότητας ή ομοιομορφίας ή σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών ιστορικών γεγονότων. Με τον πατέρα της επιστήμης του διεθνούς δικαίου Hugo Grotius στις διεθνείς σχέσεις εισέρχεται η νομική σκέψη οπότε μπαίνει για πρώτη φορά το σπέρμα του ιδεαλισμού στο χώρο των διεθνών σχέσεων. Είναι η ρυθμιστική θεώρηση των πραγμάτων επηρεασμένη έντονα και διαμορφωμένη από τη μεθοδολογία προσέγγισης της νομικής επιστήμης. Αποτέλεσμα της ρυθμιστικής επιρροής στις διεθνείς σχέσεις ήταν η αναζήτηση διεθνών κανόνων οι οποίοι θα εμποδίζουν τις ένοπλες συρράξεις μεταξύ των πρωταγωνιστών της διεθνούς σκηνής ή η δημιουργία διεθνών θεσμών συνεργασίας αποτροπής ή αποκλιμάκωσης. Η μεγάλη διαμάχη σχετικά με την αυθεντικότητα της μεθοδολογικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων θα ξεσπάσει τη δεκαετία του 50 ανάμεσα στις δύο βασικότερες σχολές των διεθνών σχέσεων : των «παραδοσιακών» και των επιστημονικών. Με βάση τα υπογραφόμενα των Hedley Bull και Morton Kaplan θα διαμορφωθούν δύο τάσεις οι οποίες θα χαρακτηρίσουν τη σύγχρονη μεθοδολογική θεώρηση των διεθνών σχέσεων. Οι παραδοσιακοί εξετάζουν τα μεγάλα θέματα της διεθνούς ζωής όπως η κυριαρχία, η ασφάλεια κ.α. προσεγγίζοντας τα με μία ποιοτική μέθοδο αποτέλεσμα κρίσεων ή μύησης του συγγραφέα με βάση την ιμπρεσσιονιστική παρατήρηση της διεθνούς πραγματικότητας. Η παραδοσιακή μέθοδος αιωρείται ανάμεσα (στα άκρα) της φιλοσοφίας από τη μια πλευρά και της ιστορίας από την άλλη (μεγάλες γενικεύσεις-πλήθος ιδιαιτέρων γεγονότων). Το θεωρητικό πλαίσιο των παραδοσιακών βασίζεται στις θεμελιώδεις έννοιες της κρατικής κυριαρχίας, της διεθνούς αναρχίας και του διλήμματος της ασφάλειας. Ο συμπεριφορισμός αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της σχολής των Επιστημονιστών. Βάση της επιστημονικής έρευνας πρέπει να αποτελεί η κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου. Οι υποκειμενικοί παράγοντες, κίνητρα, επιδιώξεις έχουν δευτερεύουσα αξία. Η μελέτη συμπεριφοράς πρέπει να γίνεται με αυστηρά κριτήρια ταξινόμησης στοιχείων και έλεγχο υποθέσεων. Βλέπουμε δηλαδή μία οργανωμένη προσπάθεια μεταφοράς και εφαρμογής των μεθόδων εφαρμογών και διαδικασιών των φυσικών επιστημών στις διεθνείς σχέσεις (προσφυγή σε ποσοτικές μεθόδους προσέγγισης ή επακριβώς καθορισμένα αντικείμενα μελέτης). Σήμερα διανύουμε (μπορούμε να πούμε από τη δεκαετία του 70) τη μετασυμπεριφορική περίοδο όπου παρατηρούμε μία τάση συνδυασμού των θετικών στοιχείων των δύο σχολών. Έτσι γίνεται συνδυασμός ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης ή προσπάθεια διεπιστημονικής μεθοδολογικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων. Επιδιώκεται συνειδητά η αναζήτηση επεξηγηματικών ή προβλεπτικών θεωρητικών συνθέσεων να οδηγήσει σε άρθρωση νέων πολιτικών δομών , διαδικασιών ή επιλογών. Εδώ η ανάγκη προσέγγισης μετασυμπεριφορικής είναι επιτακτική. Θα πρέπει να συνδυάσουμε τις παραδοσιακές μεθόδους (ιστορική- περιγραφική προσέγγιση, νομική γραμματική ερμηνεία, ποσοτική-υποκειμενική θεώρηση) με αυτές των επιστημονιστών (συγκριτική, κατασκευή υποθέσεων προς επιβεβαίωση ή απόρριψη, ποσοτική-αναλυτική προσέγγιση). Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το αντικείμενο μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών ο άνθρωπος έχει αντιδράσεις κινήσεις ή πρωτοβουλίες οι οποίες μερικές από αυτές είναι δυνατόν να προβλεφθούν με βάση κάποια στοιχεία κανονικότητας-περιοδικότητας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συμπεριφορά (π.χ. του πολιτικού ηγέτη) ως φυσικό φαινόμενο. Είναι τόσοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τις όποιες αποφάσεις του που ο κανόνας τείνει να γίνει εξαίρεση. Το παραπάνω γεγονός δε σημαίνει ότι μέσα από αυτή τη μελέτη δε θα επιχειρηθεί η διάγνωση διαχρονικών συμπεριφορών ή υποθαλπόμενων τάσεων, ή δε θα διερευνηθεί η δομή ή ο χαρακτήρας συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών στο χώρο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς κοινότητας γενικότερα. Σήμερα το Διεθνές Δικαστήριο καλείται να επιτελέσει το δικαιοδοτικό του έργο σε ένα πολύπλοκο, ρευστό και ανασφαλές μεταδιπολικό περιβάλλον, όπου επικαιροποιείται ο πόλεμος ως εργαλείο χάραξης της πολιτικής, το δίκαιο του ισχυροτέρου τείνει να υπερισχύσει των αρχών του διεθνούς δικαίου και τα κράτη συχνά με το πρόσχημα της ιδεολογίας της ασφάλειας και μίας ενδεχόμενης τρομοκρατικής απειλής επιλέγουν τη χρήση βίας και την απαξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι γεγονός ότι η δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου στις περιπτώσεις διατάραξης της διεθνούς ευταξίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό προαιρετική. Από τον σχετικά μικρό αριθμό των υποθέσεων που έχουν εκδικαστεί κατά τη μακρόχρονη λειτουργία του προκύπτει ότι υπάρχει η γενική τάση των κρατών να μην καταφεύγουν στη δικαστική μέθοδο διακανονισμού για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η επιλογή της προσφυγής ή μη ενός κράτους στο Διεθνές Δικαστήριο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πολιτική πράξη, καθώς υπεισέρχονται σε αυτήν και εξωνομικοί παράγοντες, όπως η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Συνήθως στην ίδια διαφορά συνυπάρχουν νομικές και πολιτικές πτυχές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ακραία η άποψη, σύμφωνα με την οποία υφίσταται μία απόλυτη διχοτόμηση του νομικού από το πολιτικό πεδίο. Εξάλλου, δεν έχει προταθεί από την επιστήμη ένα πειστικό θεωρητικό κριτήριο για τη διάκριση μίας πολιτικής από μία νομική πράξη που ανάγεται στο χώρο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι μόνο η μειοψηφία των κρατών-μελών του ΟΗΕ έχει προσχωρήσει στη ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του άρθρου 36 § 2 ΚατΔΔ. Επιπρόσθετα, η πρακτική αξία της προσχώρησης έχει αμβλυνθεί από το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά τα κράτη διατύπωσαν επιφυλάξεις κατά την προσχώρησή τους, όπως η ρήτρα με την οποία επιφυλάσσεται στο κράτος ο χαρακτηρισμός μίας υπόθεσης ως υπαγόμενης στην εθνική δικαιοδοσία και συνεπώς μη δυνάμενης να αχθεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.
περισσότερα