Περίληψη
Η Εισαγωγή της παρούσας διδακτορικής διατριβής εκκινεί με μια σύντομη αναδρομή στις απαρχές του Στέμματος της Αραγώνος (μέσα 12ου αι. κ.ε.), με επιγραμματική αναφορά στους δύο κύριους παράγοντες, τους Καταλανούς και τους Αραγωνίους. Υπογραμμίζεται ότι η πολιτειακή πρωτοκαθεδρία ήταν αραγωνική, ενώ υπερισχύοντα ρόλο στην επέκταση προς τα ανατολικά έπαιξε η καταλανική ταυτότητα. Διαγράφεται επίσης ο χώρος αναφοράς της μελέτης, αποσαφηνίζοντας τα επιλεγμένα όρια του ανατολικού τμήματος της Μεσογείου. Ακολουθεί η παράθεση του μεθοδολογικού πλαισίου της ερευνητικής προσέγγισης και αναδεικνύονται βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρούμενης πραγμάτευσης. Στο 1ο Κεφάλαιο (Η βασιλεία του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου: Οικονομικές επαφές και πολιτικές προσεγγίσεις) καταδεικνύεται η ύπαρξη εμπορικών επαφών μεταξύ Καταλωνίας και Ρωμανίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1260 και εξής. Οι επαφές αυτές πυκνώνουν κατά τη δεκαετία του 1270 και συνεχίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 1280. Παράλληλα, προς τα τέλ ...
Η Εισαγωγή της παρούσας διδακτορικής διατριβής εκκινεί με μια σύντομη αναδρομή στις απαρχές του Στέμματος της Αραγώνος (μέσα 12ου αι. κ.ε.), με επιγραμματική αναφορά στους δύο κύριους παράγοντες, τους Καταλανούς και τους Αραγωνίους. Υπογραμμίζεται ότι η πολιτειακή πρωτοκαθεδρία ήταν αραγωνική, ενώ υπερισχύοντα ρόλο στην επέκταση προς τα ανατολικά έπαιξε η καταλανική ταυτότητα. Διαγράφεται επίσης ο χώρος αναφοράς της μελέτης, αποσαφηνίζοντας τα επιλεγμένα όρια του ανατολικού τμήματος της Μεσογείου. Ακολουθεί η παράθεση του μεθοδολογικού πλαισίου της ερευνητικής προσέγγισης και αναδεικνύονται βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρούμενης πραγμάτευσης. Στο 1ο Κεφάλαιο (Η βασιλεία του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου: Οικονομικές επαφές και πολιτικές προσεγγίσεις) καταδεικνύεται η ύπαρξη εμπορικών επαφών μεταξύ Καταλωνίας και Ρωμανίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1260 και εξής. Οι επαφές αυτές πυκνώνουν κατά τη δεκαετία του 1270 και συνεχίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 1280. Παράλληλα, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1260, αρχίζουν να αναπτύσσονται διπλωματικές επαφές μεταξύ του Στέμματος της Αραγώνος και του Βυζαντίου. Η σύγκλιση των δύο πλευρών τεκμηριώνεται σταδιακά, καταλήγοντας στη σύμπηξη μιας αντιανδεγαυικής συμμαχίας. Οι μεθοδεύσεις που μετήλθαν τα δύο μέρη είχαν ως αποτέλεσμα τον Σικελικό Εσπερινό (1282) και την εκδίωξη των Γάλλων από τη Σικελία, γεγονός κομβικό, στις μακροπρόθεσμες συνέπειες του οποίου γίνεται ειδική αναφορά. Αποτιμώντας το πρώτο στάδιο της καταλανο-αραγωνικής επέκτασης στη Μεσόγειο, καθίσταται εμφανές ότι η διείσδυση των Καταλανών εμπόρων αρχικά οφείλεται μάλλον σε δικές τους πρωτοβουλίες, στη συνέχεια όμως ενισχύθηκε με παρεμβάσεις των Αραγωνίων ηγεμόνων. Στο 2ο Κεφάλαιο (Από τον Μιχαήλ Η´ στον Ανδρόνικο Β´: Εμφάνιση μισθοφόρων, κουρσάρων και καταδρομικών στόλων σε μια περίοδο μεταβαλλόμενων ισορροπιών) επισημαίνεται καταρχάς ότι σε δύο ειδικές μονογραφίες των τελευταίων τριάντα και πλέον ετών δημιουργείται η ανακριβής εντύπωση πως Καταλανοί μισθοφόροι πρωτοεμφανίζονται στην υπηρεσία του Βυζαντίου από τις αρχές του 14ου αιώνα και εξής. Η μαρτυρία ωστόσο του Marin Sanudo Torsello καθιστά αδιαμφισβήτητη την παρουσία Καταλανών μισθοφόρων στις δυνάμεις του Λικαρίου, θέτοντας ως πιθανό terminus post quem το 1275 ή το αργότερο τα έτη 1279-1280. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανίχνευσης της στρατιωτικής παρουσίας ανθρώπων με καταγωγή από τα εδάφη του Στέμματος της Αραγώνος, αλιεύονται μαρτυρίες τόσο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Η´ όσο και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου του, Ανδρονίκου Β´. Στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου Σικελικού Πολέμου, καταγράφεται η εμφάνιση σε ελληνικά ύδατα καταδρομικών στόλων. Η περίπτωση της καταδρομικής επιχείρησης που διενήργησε ο Αραγώνιος ναύαρχος Roger de Llúria το 1292 είχε βαρύνουσα σημασία, καθώς έπληξε συγκεκριμένα νησιά και το πριγκηπάτο της Αχαΐας, την Κέρκυρα και ορισμένα εδάφη του Βυζαντίου· όσον αφορά στις επιθέσεις που εκδηλώθηκαν σε βυζαντινές κτήσεις, γίνεται αντιληπτό ότι δεν συνιστούσαν απλές πράξεις λεηλασίας, αλλά δηλώσεις προθέσεων εντός του μεταβαλλόμενου πλαισίου διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Αραγώνος και Βυζαντίου. Στο 3ο Κεφάλαιο (Κλιμάκωση των επαφών στα χρόνια του Ανδρονίκου Β´) η πραγμάτευση εκκινεί μετά από την πτώση της Άκρας (1291) και την απαγόρευση από την Αγία Έδρα των εμπορικών επαφών με τους Μαμελούκους, εξελίξεις που παρείχαν καινούριες ευκαιρίες στους Καταλανούς εμπόρους που δραστηριοποιούνταν στην ανατολική Μεσόγειο. Η κλιμάκωση των επαφών με τη Ρωμανία διαφαίνεται και από τα προνόμια που παραχώρησε ο Ανδρόνικος Β´ (Ιανουάριος 1296), και που ο ίδιος αυτοκράτορας αργότερα αναπροσάρμοσε, παρέχοντας μια μικρή βελτίωση για τους Καταλανούς εμπόρους τον Απρίλιο του 1315. Έντονα αυξανόμενη διαγράφεται η παρουσία ανθρώπων από τα εδάφη του Στέμματος της Αραγώνος μέσω μιας σειράς νοταριακών μαρτυριών καταγεγραμμένων στην Κύπρο και στην Κρήτη (τέλη δεκαετίας 1290 – αρχές δεκαετίας 1300). Η καταλανο-αραγωνική παρουσία διακριβώνεται επιπλέον σε σύνδεση με το επεισόδιο της εφήμερης κατάληψης του Ruad κατά τα έτη 1300-1302. Η επίσκεψη του Ramon Llull στην Κύπρο (1301) είχε επίσης μάλλον απτό αντίκτυπο, πιθανώς ανιχνεύσιμο στην υπόδειξη του λιμανιού της Ρόδου από τον Llull και στη μετέπειτα τύχη της νήσου, δηλαδή στην κατάληψή της από τους Ιωαννίτες, αφού πρώτα διενεργήθηκαν μεταφορές μεγάλων ποσών με τη διαμεσολάβηση Καταλανών αργυραμοιβών. Στο 4ο Κεφάλαιο (Ανάβασις και κάθοδος της «Καταλανικής Εταιρείας»: Nομισματικά ίχνη, υλικά κατάλοιπα και oικονομικές προεκτάσεις) σημειώνεται η ραγδαία αλλαγή των δεδομένων ως προς τις επαφές μεταξύ Ιβηρικής και Βυζαντίου με τη μετάβαση της «Καταλανικής Εταιρείας» στη Ρωμανία. Το μισθοφορικό σώμα έλαβε από τον Ανδρόνικο Β´ υπέρογκα ποσά, τα οποία όμως είναι δύσκολα ανινχεύσιμα. Για τις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία εναντίον των Τούρκων κατά το 1304, η νομισματική μαρτυρία έρχεται αρωγός παρέχοντας ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία. Με τη δολοφονία του Roger de Flor (1305) πυροδοτήθηκε μια αλυσιδωτή αντίδραση με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Μέσω των νομισματικών καταλοίπων καταγράφονται οι κινήσεις της Εταιρείας τόσο στις περιπτώσεις συστηματικής δήωσης (ανατολική Θράκη, 1305-1307, και Χαλκιδική, 1307-1309), όσο και στις περιπτώσεις όπου η αιφνιδιαστική παρουσία ενός εχθρικού στρατού άφησε ένα πιο ευκρινές αποτύπωμα (δυτική Θράκη, θέρος 1307). Όσον αφορά στην τελευταία περιοχή, ο ιδιαίτερα ενδιαφέρων «θησαυρός» Σάπες/1994 μελετήθηκε ξανά επί τούτου, σε συνδυασμό με τη διενέργεια στοιχειακών αναλύσεων. Από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μπορεί πλέον να θεωρηθεί πιθανό ότι η πλειονότητα των νομισμάτων του «ευρήματος» θα μπορούσε να έχει διοχετευθεί για μεθοδευμένες πληρωμές στο πλαίσιο χειραγώγησης μέρους της νομισματικής παραγωγής. Επιπροσθέτως, η ανάλυση της νομισματικής κυκλοφορίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ρίχνει περισσότερο φως για την ταχύτητα με την οποία ταξιδεύουν ενίοτε τα νομίσματα και για τον ρυθμό απώλειας σε σχέση με το πώς επηρεάζεται μια συγκεκριμένη περιοχή υπό συνθήκες αναταραχής. Το επεισόδιο της δολοφονίας του Berenguer d’Entença ήλθε στο προσκήνιο μέσω της εξέτασης ταφικών καταλοίπων στον αρχαιολογικό χώρο των Πόρων και ιδιαιτέρως ενός ανθρωπόσχημου τάφου, ο οποίος παρουσιάζει αυξημένες πιθανότητες να συνδέεται με το σημείο ταφής του Αραγωνίου/Καταλανού ευγενούς. Εξετάσθηκαν ακόμη τα δεδομένα του αντίκτυπου της εγκατάστασης της Εταιρείας στη χερσόνησο της Κασσάνδρειας και τα οποία κατά περίπτωση υποδεικνύουν μια δημογραφική κρίση σε χωριά της Χαλκιδικής. Παράλληλα, παρουσιάζονται ενδελεχώς οι σωζόμενες μαρτυρίες για τις τύχες των μονών του Αγίου Όρους σε συνάφεια με τις ενέργειες των Καταλανών. Μετά από την παρέλευση σχεδόν δύο ετών, η Εταιρεία εισέβαλε στη Θεσσαλία (άνοιξη 1309)· η εκεί παρουσία της για άλλα δύο έτη καταγράφεται και πάλι επιβοηθητικά μέσω των νομισματικών δεδομένων. Η ταραχώδης πορεία της Εταιρείας αντιπαραβάλλεται με την εικόνα που στοιχειοθετείται από την εξέταση του παράλληλου κόσμου των εμπορικών συναλλαγών που τεκμηριώνονται μέσω εγγράφων κυρίως από την Κρήτη και την Κύπρο. Σε μια σειρά οικονομικών συναλλαγών όπου μαρτυρούνται αγοραπωλησίες δούλων (συνήθης πρακτική της Εταιρείας), ο κόσμος του πολέμου και ο κόσμος του εμπορίου συναντιούνται. Το σύντομο πέρασμα της Εταιρείας στην υπηρεσία του Gautier V de Brienne είχε ιδιαίτερα αισθητά αποτελέσματα στη νότια Θεσσαλία. Οι δύο πλευρές είχαν όμως αποκλίνοντα συμφέροντα, που οδήγησαν σε μια μάλλον αναπόφευκτη σύγκρουση στις 15 Μαρτίου 1311. Στο 5ο Κεφάλαιο (H μάχη του Αλμυρού: Ζητήματα ιστορικής τοπογραφίας και αντίκτυπος) τέθηκε υπό επισταμένη επανεξέταση η ταύτιση του πεδίου της μάχης μεταξύ της Εταιρείας και του στρατού του de Brienne. Η πραγμάτευση συμπεριέλαβε εκ νέου όλες τις απόψεις που έχουν κατατεθεί: περιοχή του βοιωτικού Κηφισού, περιοχή του άνω ρου του Κηφισού, καθώς και περιοχή του Αλμυρού. Επισημαίνεται ότι η απόρριψη της σύνδεσης με κάποια θέση σε γειτνίαση με τον ρου του Κηφισού δεν απορρέει μόνον από τις κειμενικές αναφορές στον Αλμυρό, αλλά υποδεικνύεται επιπλέον από το γεγονός της σύνταξης της διαθήκης του de Brienne στις 10 Μαρτίου 1311 στη Λαμία. Με βάση όσα γνωρίζουμε για την αμυντική οργάνωση του Δουκάτου των Αθηνών, αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο η Εταιρεία να είχε διεισδύσει στη Φωκίδα ή στη Βοιωτία. Μια ανάλογη εικασία ότι το μισθοφορικό σώμα θα μπορούσε να φθάσει έως τον ρου του Κηφισού και να έχει τον χρόνο να διαμορφώσει το έδαφος δεν φαίνεται ρεαλιστική. Είναι πιο λογικό η Εταιρεία να μην απομακρύνθηκε από τον Αλμυρό και να προετοίμασε την παγίδευση του πεδίου ενώ περίμενε την αντίπαλη στρατιά. Με βάση τις κατατεθειμένες απόψεις στη βιβλιογραφία διενεργήθηκε εξονυχιστική εξέταση των δεδομένων και επιπλέον αυτοψία στην περιοχή του Αλμυρού, προκειμένου να υποστηριχθεί μια καλύτερη χωροθέτηση του πιθανού πεδίου της μάχης. Σε μια προσπάθεια να δοθεί ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί η συγκεκριμένη μάχη και ο αντίκτυπός της, έγινε επισκόπηση πολεμικών συγκρούσεων όπου σώματα πεζικού κατάφεραν να υπερισχύσουν επί δυνάμεων βαρέος ιππικού (13ος αι. – 1415). Μέσα από αυτή την επισκόπηση προβάλλονται οι τρόποι επικράτησης εναντίον ιπποτών και καταγράφονται αξιοσημείωτες τακτικές, που χρησιμοποιήθηκαν από (ενδεικτικά) φλαμανδικούς, ελβετικούς, σκωτικούς και αγγλικούς στρατούς. Η αντιπαραβολή αυτή αναδεικνύει το ελαφρύ πεζικό των αλμογάβαρων ως μία διακριτή περίπτωση, επισημαίνοντας επιμέρους ιδιαιτερότητες. Φαίνεται επίσης ότι η Εταιρεία επέδειξε μια αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα στην αντιμετώπιση του εκάστοτε αντιπάλου και κυρίως στην επιλογή του πεδίου της σύγκρουσης. Ο αντίκτυπος της μάχης του Αλμυρού και της κατάκτησης της ανατολικής Στερεάς ανιχνεύεται περαιτέρω σε μια σειρά νομισματικών «θησαυρών», καίρια συνδεόμενων με τα γεγονότα των ετών 1311-1312. Το 6ο Κεφάλαιο (Τα καταλανικά Δουκάτα: Μια επισκόπηση με τη συνδρομή της νομισματικής μαρτυρίας) πραγματεύεται τη δημιουργία του καταλανικού Δουκάτου των Αθηνών και την υπαγωγή του στην επικυριαρχία του βασιλείου της Σικελίας. Παράλληλα, υιοθετήθηκε μια νέα στρατηγική για την Εταιρεία, μια «κυλιόμενη» διεξαγωγή συρράξεων με τις κύριες γειτονικές δυνάμεις. Σε συνάφεια με τον ίδιο στρατηγικό σχεδιασμό συνδέονται η αξιοποίηση χερσαίων διαδρομών και θαλάσσιων διεξόδων για εμπορικές επαφές με τη Δύση, κυρίως στο πλαίσιο μιας διαδεδομένης άσκησης δουλεμπορίου. Το ζήτημα της κοπής νομισμάτων κατά την περίοδο της καταλανικής κυριαρχίας τέθηκε επίσης υπό εξέταση. Το βραχύ επεισόδιο της απόπειρας κατάκτησης του Πριγκηπάτου της Αχαΐας από τον ινφάντη Φερδινάνδο της Μαγιόρκας (στα 1315-1316) εξετάσθηκε στο πλαίσιο μιας δυναμικής που είχε δημιουργηθεί κατά την εποχή αυτή. Η έλευση στο Δουκάτο των Αθηνών του Alfons Frederic, νόθου γιου του Φρειδερίκου Γ´ της Σικελίας, έδωσε νέα ώθηση σε μια καταλανική επέκταση που συμπεριέλαβε κτήσεις στη νότια Εύβοια, τα κάστρα του Ζητουνίου και του Γαρδικίου, και επίσης το νησί της Αίγινας. Μια νέα επέκταση προς τον βορρά είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση του καταλανικού Δουκάτου των Νέων Πατρών (1319). Στο πλαίσιο αυτό επαναθεωρήθηκε έκδοση του νομισματοκοπείου των Νέων Πατρών που μπορεί να συνδέεται με τους πρώιμους χρόνους της καταλανικής κυριαρχίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1330 παρατηρείται η κορύφωση μιας ρητορικής που εκπορεύθηκε από την Αγία Έδρα κατά του καταλανικού Δουκάτου των Αθηνών, σε εναρμόνιση με την προσπάθεια ανακατάληψης της ηγεμονίας που αποπειράθηκε ο Gautier VI de Brienne. Η επιχείρηση (1331-1332) κατέληξε άδοξα, ωστόσο ο αντίκτυπος είναι ανιχνεύσιμος μέσω της ιδιαίτερα διαφωτιστικής μαρτυρίας μιας σειράς «θησαυρών». Ειδικός λόγος μπορεί να γίνει για τον «θησαυρό» Πικέρμι/1936, όπου μεταξύ άλλων ταυτίσθηκε ένα πρωτοφανές στην ελληνική επικράτεια νόμισμα του Dragonet de Montauban, επισκόπου του Saint-Paul-Trois-Châteaux. Η μελέτη μιας σειράς μεταγενέστερων «ευρημάτων» φωτίζει πτυχές νομισματικής κυκλοφορίας, όπως για παράδειγμα εντός του αστικού ιστού της μεσαιωνικής Αθήνας. Αποκαλύπτονται οικονομικές διασυνδέσεις κατεξοχήν με το βασίλειο της Σικελίας και χρηματικές ροές σε συνάρτηση κυρίως με τοπικούς άρχοντες και εκπροσώπους της δουκικής εξουσίας. Είναι επίσης πιθανό να αντικατοπτρίζονται πρακτικές του πολέμου και ίχνη διακίνησης δούλων από την καταλανική ελίτ. Επί Φρειδερίκου Δ´ της Σικελίας (1355 κ.ε.) για πρώτη φορά στη νομισματική παραγωγή του σικελικού βασιλείου εκδόθηκαν νομίσματα στα οποία αναγράφεται και ο τίτλος του δούκα των Αθηνών και Νέων Πατρών. Η συγκεκριμένη αναφορά στα Δουκάτα διατηρήθηκε στη νομισματοκοπία των Σικελών βασιλέων μέχρι την πρώτη δεκαετία του 15ου αιώνα, ενώ στη συνέχεια πέρασε και σε νομισματικές κοπές των Αραγωνίων ηγεμόνων. Ιδιαίτερη σημασία προσλαμβάνει η παρουσίαση του «θησαυρού» Κολώνα Κύθνου/δεκαετία 1990. Πρόκειται για την πρώτη περίπτωση όπου μικρές νομισματικές αξίες από τη Σικελία καταγράφονται ως τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας στον ελλαδικό χώρο. Η απώλεια του συγκεκριμένου «θησαυρού» συνδέεται πιθανώς με κάποια πειρατική επιχείρηση στα νερά και στο έδαφος της Κύθνου (δεκαετία 1360). Υπό το φάσμα της απειλής των Οθωμανών Τούρκων, στις αρχές της δεκαετίας του 1370 η Αγία Έδρα επιχείρησε μια προσέγγιση η οποία ήλθε πολύ αργά για τα καταλανικά Δουκάτα. Η εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο του Αραγωνίου Johan Ferrández d᾽Heredia, μαγίστρου του Τάγματος των Ιωαννιτών, κατέληξε σε αποτυχία όσον αφορά στη διεξαγωγή σταυροφορίας που επιθυμούσε διακαώς η Παποσύνη. Σε συνάφεια με τη δράση του Heredia θα μπορούσε να συνδεθεί η απόκρυψη ενός «θησαυρού» (περίχωρα Άμφισσας). Ο αντίκτυπος της παρουσίας του έγινε αισθητός κυρίως στο πεδίο των γραμμάτων, μέσω σημαντικού έργου που συντελέσθηκε ως προς μεταφράσεις κειμένων από τα ελληνικά στα αραγωνικά. Ενώ είχε δρομολογηθεί η υπαγωγή των Δουκάτων στην επικυριαρχία του Στέμματος της Αραγώνος, η καταλανική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο άρχισε να καταρρέει. Καίριο ήταν το πλήγμα της αιφνίδιας επίθεσης της Εταιρείας των Ναβαρραίων· η Θήβα αλώθηκε το 1379 και ακολούθησε η Λιβαδειά (τέλη 1380 ή αρχές 1381). Η συντελεσθείσα επικύρωση της αραγωνικής επικυριαρχίας στα 1380 από τον Πέτρο Δ´ τον Τελετουργικό προβάλλει περισσότερο ως μια προσπάθεια διαφύλαξης των κεκτημένων και ως ένα κύκνειο άσμα. Ακολούθησε η πτώση όσων ερεισμάτων είχαν απομείνει: η πόλη και η Ακρόπολη των Αθηνών και το κάστρο των Νέων Πατρών κατελήφθησαν από τον Nerio Acciaiuoli. Το τελευταίο σημαντικό καταλανικό προπύργιο, το κάστρο των Σαλώνων, υπέκυψε στην οθωμανική πλημμυρίδα (τέλη 1393 / αρχές 1394). Με τη συγκυρία αυτή συγχρονίζεται μάλλον η απόκρυψη του νομισματικού «θησαυρού» Θεσπιές/1892-1893. Επιπροσθέτως, το Παράλληλο χρονολόγιο γεγονότων 1311–1394 παρέχει μια πιο διευρυμένη θεώρηση της εν λόγω περιόδου πέραν του χώρου της κυρίως Ελλάδος. Η επισκόπηση της ύστερης περιόδου γίνεται πιο συνοπτικά (Χρονολόγιο γεγονότων 1395–1460), αναδεικνύοντας αναλαμπές συνυφασμένες κυρίως με την επεκτατική πολιτική του Αλφόνσου Ε´. Επισημαίνεται η παρουσία αραγωνικών δυνάμεων στο Καστελλόριζο και στα παράλια του Ιονίου (δεκαετία 1450), η οποία ακολουθεί μια στρατηγική δημιουργίας προγεφυρωμάτων εντός της αντιπαράθεσης με τους Οθωμανούς. Παράλληλα, συνεχίζουν να ανιχνεύονται ενέργειες καταλανικών πλοίων στα νερά της ανατολικής Μεσογείου. Οι ύστατες καταλανικές κτήσεις, η Αίγινα και η Πιάδα, διατηρούνται από τους Caupena κατά το πρώτο μισό του 15ου αι. Η προσάρτηση της Αίγινας (1451) από τη Βενετία και η απώλεια της Πιάδας (1460) σηματοδοτούν το τέλος της καταλανο-αραγωνικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο. Η μελέτη εμπλουτίζεται με τρία παραρτήματα: Παράρτημα Ι (Ο θυρεός του Στέμματος της Αραγώνος), Παράρτημα ΙΙ (Ο «θησαυρός» Σάπες/1994 ή Κομοτηνή/1996) και Παράρτημα III (Ο «θησαυρός» Κολώνα Κύθνου/δεκαετία 1990). Κλείνει με μια ολιγοσέλιδη σύνοψη των βασικών σημείων (Συμπεράσματα) και με μια σύντομη κατακλείδα εν είδει επιλόγου. Ακολουθεί η παράθεση της βιβλιογραφίας και του καταλόγου των εικόνων· η διατριβή ολοκληρώνεται με την ένθεση πλούσιου εποπτικού υλικού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The Introduction of this doctoral dissertation provides a brief review regarding the origins of the Crown of Aragon (mid-12th century onwards), with a succinct reference to the two main constituent ethnic groups: the Catalans and the Aragonese. It is emphasised that the political primacy was Aragonese, while the Catalan identity played a predominant role in the expansion towards the east. The geographical focus of the study is also outlined, clarifying the selected boundaries of the eastern Mediterranean. The methodological framework of the research approach is subsequently outlined, highlighting key elements of the proposed analysis. In Chapter 1 (The reign of Michael VIII Palaiologos: Economic contacts and political approaches), the existence of trade relations between Catalonia and the Byzantine Empire is demonstrated, dating back to the early 1260s. These contacts intensified during the 1270s and continued into the early 1280s. Simultaneously, towards the end of the 1260s, diplomat ...
The Introduction of this doctoral dissertation provides a brief review regarding the origins of the Crown of Aragon (mid-12th century onwards), with a succinct reference to the two main constituent ethnic groups: the Catalans and the Aragonese. It is emphasised that the political primacy was Aragonese, while the Catalan identity played a predominant role in the expansion towards the east. The geographical focus of the study is also outlined, clarifying the selected boundaries of the eastern Mediterranean. The methodological framework of the research approach is subsequently outlined, highlighting key elements of the proposed analysis. In Chapter 1 (The reign of Michael VIII Palaiologos: Economic contacts and political approaches), the existence of trade relations between Catalonia and the Byzantine Empire is demonstrated, dating back to the early 1260s. These contacts intensified during the 1270s and continued into the early 1280s. Simultaneously, towards the end of the 1260s, diplomatic contacts began to develop between the Crown of Aragon and Byzantium. The convergence of the two sides is documented gradually, culminating in the formation of an anti-Angevin alliance. The actions of both sides led to the Sicilian Vespers (1282) and the expulsion of the French from Sicily, a pivotal event whose long-term consequences are specifically addressed. Evaluating the first phase of the Catalan-Aragonese expansion in the Mediterranean, it becomes clear that the initial penetration by Catalan merchants was likely due to their own initiatives, but it was later strengthened by the interventions of the Aragonese rulers. In Chapter 2 (From Michael VIII to Andronikos II: Emergence of mercenaries, corsairs, and raiding fleets in a period of shifting power balance), it is initially pointed out that two specific monographs from the last thirty years or so have created the inaccurate impression that Catalan mercenaries first appeared in the service of Byzantium from the early 14th century onwards. However, the testimony of Marin Sanudo Torsello indisputably proves the presence of Catalan mercenaries in the forces of Licario, with the likely terminus post quem being 1275 or at the latest the years 1279-1280. In a broader context of tracing the military presence of individuals from the territories of the Crown of Aragon, testimonies are found during both the reign of Michael VIII and that of his son, Andronikos II. Within the ongoing Sicilian War, the appearance of raiding fleets in Greek waters is recorded. The case of the raid carried out by the Aragonese admiral Roger de Llúria in 1292 is of particular significance, as it specifically struck certain islands and the principality of Achaea, Corfu, and several Byzantine territories. Regarding the attacks on Byzantine possessions, it is understood that they were not merely acts of looting, but declarations of intent within the changing diplomatic relations between Aragon and Byzantium. In Chapter 3 (Escalation of contacts during the reign of Andronikos II), the analysis begins after the fall of Acre (1291) and the Holy See’s prohibition of trade with the Mamluks, developments that provided new opportunities for Catalan merchants active in the eastern Mediterranean. The intensification of contacts with the Byzantine Empire is also evident from the privileges granted by Andronikos II (January 1296), which the emperor later modified, providing a small improvement for the Catalan merchants in April 1315. The presence of people from the territories of the Crown of Aragon is strongly increasing, as evidenced by a series of notarial testimonies recorded in Cyprus and Crete (late 1290s – early 1300s). The Catalan-Aragonese presence is further confirmed in connection with the brief occupation of Ruad between 1300-1302. Ramon Llull’s visit to Cyprus in 1301 also had a noticeable impact, possibly traceable in his suggestion of the port of Rhodes and the later fate of the island, namely its capture by the Knights Hospitaller after large sums were transferred by Catalan moneylenders. In Chapter 4 (Ascent and descent of the “Catalan Company”: Numismatic traces, material remains, and economic ramifications), the rapid change in the nature of relations between the Iberian Peninsula and Byzantium is noted with the coming of the “Catalan Company” to the Byzantine Empire. The mercenary force was paid enormous sums by Andronicus II, though these are difficult to trace. Numismatic evidence proves helpful in shedding light on their activities in Asia Minor against the Turks in 1304. With the assassination of Roger de Flor (1305), a chain reaction was triggered, with long-term consequences. Through numismatic remains, the movements of the Company are recorded, both in cases of systematic looting (eastern Thrace, 1305-1307, and Chalkidike, 1307-1309) and cases where the sudden presence of an enemy army left a more distinct mark (western Thrace, summer of 1307). Concerning the latter area, the particularly interesting coin hoard found in Sapes/1994 was re-examined by undertaking elemental analyses on the coins. Based on the new data, it is now likely that most of the coins in the hoard were used for deliberate payments as part of a manipulation of a portion of the coin production. Furthermore, analyzing the circulation of coins in specific cases sheds more light on the speed with which coins traveled and the rate of loss in relation to how a particular area is affected during times of unrest. The episode of the assassination of Berenguer d’Entença is brought forth through the examination of burial remains at the archaeological site of Poroi, particularly a human-shaped grave, which has a high probability of being connected to the burial site of the Aragonese/Catalan nobleman. Additionally, data on the impact of the Company’s settlement on the Kassandra peninsula are examined, which indicate a demographic crisis in villages of Chalkidike. Concurrently, surviving testimonies regarding the fate of Mount Athos monasteries in connection with the Catalan actions are presented in detail. Almost two years later, the Company invaded Thessaly (spring of 1309), and their presence there for another two years is again documented through numismatic evidence. The turbulent course of the Company is juxtaposed with the picture created by examining the parallel world of commercial transactions, which is documented primarily through documents from Crete and Cyprus. In a series of economic transactions where slave purchases are documented (a common practice of the Company), the worlds of war and commerce intersect. The brief passage of the Company into the service of Gautier V de Brienne had particularly noticeable results in southern Thessaly. However, the two sides had divergent interests, leading to an almost inevitable clash on March 15, 1311. In Chapter 5 (The battle of Halmyros: Matters of historical topography and impact), the identification of the battlefield between the Company and the Brienne army was re-examined in depth. The analysis re-considers all the views that have been presented: the area of the Boiotian Kephisos, the upper course of Kephisos, and the Halmyros area. It is stressed that the rejection of a connection with a site near the Kephisos river is not only based on textual references to Halmyros, but also indicated by the fact that Gautier de Brienne’s will was signed on March 10, 1311, in Lamia. Based on what is known about the defensive organisation of the Duchy of Athens, the possibility that the Company had infiltrated Phokis or Boiotia is excluded. A similar hypothesis that the mercenary force could have reached the Kephisos river and had time to shape the terrain does not seem realistic. It is more logical that the Company did not stray from Halmyros and prepared the battlefield while awaiting the enemy army. Based on the perspectives presented in the literature, an exhaustive examination of the data and further fieldwork in the Halmyros area was conducted to support a more accurate placement of the potential battlefield. In an attempt to provide a broader context in which this battle and its impact could be situated, a survey of military conflicts where infantry forces prevailed over heavy cavalry (13th century – 1415) was conducted. Through this survey, methods of victory against knights are highlighted, along with notable tactics used by (among others) Flemish, Swiss, Scottish, and English armies. This comparison reveals the light infantry of the Almogavars as a distinct case, emphasizing particular characteristics. It also appears that the Company displayed remarkable adaptability in dealing with each opponent and especially in choosing the battlefield. The impact of the battle of Halmyros and the conquest of eastern Central Greece is further traced in a series of coin hoards, closely connected with the events of 1311-1312. In Chapter 6 (The Catalan Duchies: An overview with the assistance of numismatic evidence), the creation of the Catalan Duchy of Athens and its subjugation under the suzerainty of the Kingdom of Sicily is discussed. A new strategy was also adopted for the Company, involving conduct of “consecutive” series of wars with the main neighbouring powers. This strategic design is linked to the exploitation of land routes and sea exits for trade contacts with the West, primarily within the context of a widespread slave trade practice. The issue of minting coins during the period of Catalan rule is also examined. The brief episode of the attempted conquest of the Principality of Achaea by the infante Ferdinand of Majorca (1315-1316) is examined within the context of a dynamic that had been created during this period. The arrival of Alfons Frederic, an illegitimate son of Frederick III of Sicily, at the Duchy of Athens, gave new momentum to a Catalan expansion that included acquisitions in southern Euboea, the castles of Zetounion (Lamia) and Gardiki, and also the island of Aegina. A new expansion towards the north resulted in the establishment of the Catalan Duchy of Neopatras (1319). In this context, a coin issue of the mint of Neopatras was revisited, putting under consideration the possibility that this rare emission may be linked to the early years of Catalan rule. In the early 1330s, there is a peak in rhetoric emanating from the Holy See against the Catalan Duchy of Athens, in alignment with the attempt made by Gautier VI de Brienne to reclaim the fief. The campaign (1331-1332) ended in failure, but its impact can be traced through the particularly enlightening testimony of a series of coin hoards. Special mention is made of the hoard Pikermi/1936, where, among others, a coin unprecedented in Greek territory was identified, issued by Dragonet de Montauban, bishop of Saint-Paul-Trois-Châteaux. The study of a series of later hoards illuminates aspects of coin circulation, such as within the urban core of medieval Athens. Economic connections are revealed, particularly with the Kingdom of Sicily, and financial flows are documented, mainly in relation to local vassals and representatives of the ducal power. It is also likely that practices of warfare and traces of the slave trade by the Catalan elite are reflected in these findings. Under Frederick IV of Sicily (from 1355 onwards), for the first time in the coinage of the Kingdom of Sicily, coins were issued bearing the title of the duke of Athens and Neopatras. This reference to the Duchies remained in the coinage of the Sicilian kings until the first decade of the 15th century and later passed into the coinage of the Aragonese monarchs. A particularly significant case arises with the presentation of the coin hoard Kolona of Kythnos/1990s. This is the first instance where small denominations from Sicily are recorded as part of the coinage circulating in the Greek territory. The loss of this particular hoard is likely linked to a pirate raid in the waters and territory of Kythnos (1360s). Under the shadow of the Ottoman threat, in the early 1370s, the Holy See made an attempt at rapprochement, but it came too late for the Catalan Duchies. The appearance in the Greek territories of the Aragonese Johan Ferrández d’Heredia, Master of the Knights Hospitaller, ended in failure regarding the crusade that the Papacy had eagerly desired. In connection with Heredia’s actions, the concealment of a hoard (in the vicinity of Amfissa) could be linked. The impact of his presence was mostly felt in the field of letters, through a significant body of work concerning translations of texts from Greek into Aragonese. While the subjugation of the Duchies under the suzerainty of the Crown of Aragon was underway, Catalan rule in the Greek world began to collapse. A significant blow was dealt by the sudden attack of the Navarrese Company; Thebes was captured in 1379, followed by Livadia (late 1380 or early 1381). The formal confirmation of Aragonese suzerainty in 1380 by Peter IV the Ceremonious appears more as an attempt to preserve the conquered territories and as a swan song. The fall of the remaining strongholds followed: the city and the Acropolis of Athens and the castle of Neopatras were captured by Nerio Acciaiuoli. The last important Catalan stronghold, the castle of Salona, succumbed to the Ottoman tide (late 1393/early 1394). The concealment of the hoard Thespies/1892-1893 most likely coincides with this event. Additionally, the Parallel timeline of events 1311–1394 provides a broader perspective on this period beyond the Greek territories. The review of the later period is more concise (Timeline of events 1395–1460), showcasing occasional resurgences mainly linked to the expansionist policy of Alfons V. Notably, the presence of Aragonese forces in Kastellorizo and the Ionian coast (1450s) is highlighted, dictated by a strategy of establishing footholds within the confrontation with the Ottomans. At the same time, actions by Catalan ships continued to be traced in the waters of the eastern Mediterranean. The last Catalan acquisitions, Aegina and Piada, were held by the Caupena family in the first half of the 15th century. The annexation of Aegina (1451) by Venice and the loss of Piada (1460) mark the end of Catalan-Aragonese presence in Greece. The study is enriched with three appendices: Appendix I (The coat of arms of the Crown of Aragon), Appendix II (The coin hoard Sapes/1994 or Komotini/1996), and Appendix III (The coin hoard Kolona of Kythnos/1990s). It concludes with a brief summary of the main points (Conclusions) and a short final note in the form of an epilogue. The bibliography and the list of images follow; the thesis is completed with the inclusion of rich visual material.
περισσότερα