Περίληψη
Η μελέτη της διατροφής του ανθρώπου αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό πεδίο έρευνας το οποίο συνδέεται άμεσα με την κατάσταση της υγείας του οργανισμού. Η διατροφή του ανθρώπου αφορά τις διαδικασίες κατά τις οποίες τα κυτταρικά οργανίδια, τα κύτταρα, οι ιστοί, τα όργανα, τα συστήματα οργάνων και το σώμα στο σύνολό του, προσλαμβάνουν και χρησιμοποιούν τις απαραίτητες ουσίες προερχόμενες από τρόφιμα (θρεπτικά συστατικά) για να διατηρήσουν τη δομική και λειτουργική τους ακεραιότητα. Η παρατήρηση των ακολουθούμενων διατροφικών προτύπων και η καταγραφή των μεταβολών αυτών στις δεκαετίες οδήγησε σε συσχετίσεις πρόσληψης θρεπτικών συστατικών ή ομάδων τροφίμων με βιοδείκτες υγείας ή μεταβολικές παθήσεις. Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών στις μεσογειακές χώρες, όπου παρατηρήθηκε αύξηση της κατανάλωσης ζωικών λιπαρών και επεξεργασμένων τροφίμων και περιορισμός τροφών όπως το ελαιόλαδο, τα φρούτα και λαχανικά χαρακτηρίστηκε ως ένα δυτικό διατροφικό πρότυπο και συνδέθηκε με την αύξηση καρδιομετ ...
Η μελέτη της διατροφής του ανθρώπου αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό πεδίο έρευνας το οποίο συνδέεται άμεσα με την κατάσταση της υγείας του οργανισμού. Η διατροφή του ανθρώπου αφορά τις διαδικασίες κατά τις οποίες τα κυτταρικά οργανίδια, τα κύτταρα, οι ιστοί, τα όργανα, τα συστήματα οργάνων και το σώμα στο σύνολό του, προσλαμβάνουν και χρησιμοποιούν τις απαραίτητες ουσίες προερχόμενες από τρόφιμα (θρεπτικά συστατικά) για να διατηρήσουν τη δομική και λειτουργική τους ακεραιότητα. Η παρατήρηση των ακολουθούμενων διατροφικών προτύπων και η καταγραφή των μεταβολών αυτών στις δεκαετίες οδήγησε σε συσχετίσεις πρόσληψης θρεπτικών συστατικών ή ομάδων τροφίμων με βιοδείκτες υγείας ή μεταβολικές παθήσεις. Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών στις μεσογειακές χώρες, όπου παρατηρήθηκε αύξηση της κατανάλωσης ζωικών λιπαρών και επεξεργασμένων τροφίμων και περιορισμός τροφών όπως το ελαιόλαδο, τα φρούτα και λαχανικά χαρακτηρίστηκε ως ένα δυτικό διατροφικό πρότυπο και συνδέθηκε με την αύξηση καρδιομεταβολικών ασθενειών, όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης τύπου ΙΙ. Η αύξηση των διατροφοεξαρτώμενων ασθενειών τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη οδήγησαν στην αυξανόμενη έρευνα και την ανάπτυξη των λειτουργικών τροφίμων, τα οποία υπήρχαν ήδη στην αγορά της Ασίας από τις αρχές του 1980. Έχει αναγνωριστεί ότι οι λειτουργικές ιδιότητες των υπό μελέτη τροφίμων συνδέονται με τα βιοενεργά συστατικά που περιέχουν, ικανά να συμβάλλουν στην πρόληψη ή αντιμετώπιση ασθενειών. Βιονεργά συστατικά συναντώνται σε πολλά τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης ενώ το σύγχρονο πεδίο έρευνας ασχολείται με την εύρεση νέων, βιώσιμων και περιβαλλοντικά φιλικών: α) φυσικών πηγών βιοενεργών συστατικών, β) μεθόδων απομόνωσης τους και γ) μεθόδων ένταξης τους σε συμβατικά συστήματα τροφίμων. Οι έννοιες βιοδιαθεσιμότητας και βιοδραστικότητας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη νέων λειτουργικών προϊόντων διατροφής καθώς το καταναλωτικό ενδιαφέρων στρέφεται έντονα σε νέα τρόφιμα με αποδεδειγμένα οφέλη για την ανθρώπινη υγεία. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αξιολόγηση επιλεγμένων λειτουργικών συστατικών, αντιοξειδωτικών και προβιοτικών, με στόχο την βελτίωση της θρεπτικής αξίας των τροφίμων και της ανθρώπινης υγείας. Συγκεκριμένα, με την παρούσα έρευνα επιδιώκεται να δοθεί απάντηση στα παρακάτω ερευνητικά ερωτήματα: •Πόσο αποδοτικές μπορεί να είναι οι πράσινες μέθοδοι εκχύλισης βιοδραστικών συστατικών; •Πόσο μπορεί να συντελέσει η βιοποικιλότητα του Βορείου Αιγαίου στην ανάπτυξη νέων λειτουργικών τροφίμων με φυσικά αντιοξειδωτικά συστατικά; •Ποια είναι η προβλεπόμενη βιοδιαθεσιμότητα φαινολικών και αντιοξειδωτικών συστατικών σε ένα εκχύλισμα και σε ένα σύστημα τροφίμου; •Ποια είναι η βραχυπρόθεσμη επίδραση αντιοξειδωτικών και προβιοτικών συστατικών στην ανθρώπινη υγεία; •Ποια είναι η μακροπρόθεσμη επίδραση προβιοτικών σε βιοδείκτες σχετιζόμενους με την ανθρώπινη υγεία; •Ποια είναι η μακροπρόθεσμη επίδραση προβιοτικών στην βελτίωση της συμπτωματολογίας γαστρεντερικών παθήσεων; Μελέτη Α: Προσδιορισμός ολικών φαινολικών συστατικών και ολικής αντιοξειδωτικής ικανότητας σε επιλεγμένα αυτοφυή φυτά και παραπροϊόντα τροφίμων με προέλευση το Βόρειο Αιγαίο Ερευνητικά δεδομένα χημικής σύστασης αυτοφυών φυτών και παραπροϊόντων υποδεικνύουν ότι τα φυτικά είδη αποτελούν σημαντική πηγή βιοδραστικών συστατικών και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πιθανές πηγές φυσικών αντιοξειδωτικών. Στην παρούσα μελέτη ερευνήθηκε η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα και τα ολικά φαινολικά συστατικά 5 αυτοφυών φυτών και 5 παραπροϊόντων τροφίμων μέσω υδατικών εκχυλισμάτων. Η ποσοτικοποίηση των βιοδραστικών συστατικών έγινε με τις μεθόδους FRAP και Folin-Ciocalteau. Τα υπό μελέτη φυτά σημείωσαν ικανοποιητικές συγκεντρώσεις βιοδραστικών συστατικών εύρους μεταξύ 195.0 ± 47.5 έως 2.5 ± 1.0 μmol Fe2+ /g για την ολική αντιοξειδωτική ικανότητα και εύρους 190.30 ± 24.97 έως 5.75 ± 0.84 mg GAE/g για τα ολικά φαινολικά, με τη μικρότερη συγκέντρωση να ανήκει στο εκχύλισμα από Pancratium maritimum και την μεγαλύτερη στο εκχύλισμα Limonium Sinuatum. Αντίστοιχα, οι τιμές των παραπροϊόντων κυμάνθηκαν από 515.0 ± 131.0 έως 23.5 ± 2.0 μmol Fe2+ /g για την ολική αντιοξειδωτική ικανότητα και από 476.78 ± 83.92 έως 28.05 ± 4.42 mg GAE/g για τα ολικά φαινολικά. Οι χαμηλότερες συγκεντρώσεις ανήκουν στα εκχυλίσματα από φλούδα από κολοκυθάκι και από φλούδα πιπεριάς και οι υψηλότερες στα εκχυλίσματα από φύλλα χαρουπιού και φύλλα καστανιάς, αντίστοιχα. Συμπερασματικά, η πλειοψηφία των ειδών που μελετήθηκαν αποτελούν σημαντικές πηγές φυσικών βιοδραστικών συστατικών, γεγονός που τα καθιστά πιθανά μέσα ανάπτυξης λειτουργικών τροφίμων. Μελέτη Β: Μελέτη προβλεπόμενης βιοδιαθεσιμότητας ολικών φαινολικών και αντιοξειδωτικών συστατικών εκχυλισμάτων βοτάνων με προέλευση το Βόρειο Αιγαίο & ανάπτυξη καινοτόμων λειτουργικών προϊόντωνΤα βότανα και τα εκχυλίσματα αυτών είναι ευρέως διαδεδομένα λόγω των βιοδραστικών συστατικών που περιέχουν. Στην παρούσα μελέτη ερευνήθηκε η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα, τα ολικά φαινολικά συστατικά και η βιοδιαθεσιμότητα αυτών σε υδατικά εκχυλίσματα 6 βοτανικών ειδών. Μέσω υδατικών εκχυλισμάτων παράχθηκαν λειτουργικά προϊόντα γιαουρτιού και επιδορπίου σόγιας, στα οποία αξιολογήθηκε η βιοδιαθεσιμότητα των βιοδραστικών συστατικών. Η ποσοτικοποίηση των βιοδραστικών συστατικών έγινε με τις μεθόδους FRAP και Folin-Ciocalteau και η διερεύνηση της προβλεπόμενης βιοδιαθεσιμότητας των παραπάνω συστατικών έγινε μέσω της μεθόδου προσομοίωσης της γαστρεντερικής πέψης. Τα υπό μελέτη βότανα σημείωσαν ικανοποιητικές συγκεντρώσεις βιοδραστικών συστατικών πριν και μετά την προσομοίωση της γαστρεντερικής πέψης, εύρους μεταξύ 2394 ± 39.0 έως 102.5 ± 14 μmol Fe2+/g για την ολική αντιοξειδωτική ικανότητα και 82.97 ± 4.29 έως 2.48 ± 0.84 mg GAE/g για τα ολικά φαινολικά. Οι υψηλότερες τιμές να ανήκουν στο εκχύλισμα μελισσόχορτου και τις χαμηλότερες στο εκχύλισμα λεβάντας. Η πλειοψηφία των βοτάνων που μελετήθηκαν σημείωσε αποτελέσματα βιοδιαθεσιμότητας αντιοξειδωτικών >20% και ολικών φαινολικών >10% ενώ τα για τα τελικά λειτουργικά προϊόντα σημειώθηκαν τιμές βιοδιαθεσιμότητας μικρότερες του 5%. Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη καταδεικνύει τις δυνατότητες των βοτάνων ως πηγή βιοδραστικών συστατικών για τη βελτίωση της θρεπτικής αξίας των τροφίμων, αλλά και την ανάγκη για συνεχή έρευνα και βελτίωση των μεθόδων παραγωγής και εκχύλισης, με σκοπό την βελτίωση της βιοδιαθεσιμότητας των συστατικών. Μελέτη Γ: Έλεγχος βιοδραστικότητας αντιοξειδωτικών συστατικών λυοφιλιοποιημένου εκχυλίσματος αλάδανου σε κυτταρικές σειρές (Caco-2 cell line)Ερευνητικά δεδομένα υπογραμμίζουν τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες των υδατικών εκχυλισμάτων του γένους Cistus, προτείνοντάς τα ως μέσο αντιμετώπισης ανθρώπινων ασθενειών σχετιζόμενων με την παραγωγή ελεύθερων ριζών οξυγόνου. Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε την ολική αντιοξειδωτική ικανότητας και την περιεκτικότητα σε ολικά φαινολικά τριών προτεινόμενων δοσολογιών λυοφιλοποιημένου εκχυλίσματος Cistus albidus, ως πιθανό μέσω εμπλουτισμού συμβατικού προϊόντος γιαουρτιού. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε μέσω μιας σειράς βιοχημικών και κυτταρικών δοκιμών ενώ σημειώθηκε υψηλή διακύμανση μεταξύ των δειγμάτων, τα αποτελέσματα των οποίων διέφεραν στατιστικώς σημαντικά. Συμπερασματικά, ως δοσολογία εμπλουτισμού προτάθηκαν τα 250mg εκχυλίσματος ανά 200g γιαουρτιού λόγω των αποτελεσμάτων υψηλής περιεκτικότητα ολικών φαινολικών και της αυξημένης κυτταρικής αντιοξειδωτικής ικανότητα των επιθηλιακών κυττάρων. Μελέτη Δ: Μελέτη επίδρασης λειτουργικού προϊόντος γιαουρτιού εμπλουτισμένου με προβιοτικά και αντιοξειδωτικά σε βιοδείκτες μεταγευματικής λιπαιμίας, γλυκαιμίας και αντιοξειδωτικής ικανότητας υγιών εθελοντών Η μεταγευματική υπερλιπιδαιμία συμβάλλει στην αθηρογένεση μέσω της αύξησης των υδροϋπεροξειδίων των λιπιδίων στο πλάσμα ενώ η μεταγευματική γλυκαιμία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη. Η παρούσα μελέτη με στόχο την αξιολόγηση επίδρασης βιοδραστικών συστατικών στη μεταγευματική κατάσταση σχεδιάστηκε σε τρείς άξονες. Σε τυχαιοποιημένο, διασταυρούμενο σχεδιασμό, 22 υγιείς συμμετέχοντες κατανάλωσαν γεύμα αποτελούμενο από ψωμί, βούτυρο και είτε (α) προϊόν απλού γιαουρτιού, (β) προϊόν γιαουρτιού εμπλουτισμένο με στέλεχος Lacticaseibacillus rhamnosus (παρέμβαση Ι) ή (γ) προϊόν γιαουρτιού εμπλουτισμένο τόσο με L. rhamnosus όσο και με εκχύλισμα Cistus albidus (παρέμβαση ΙΙ). Τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν πριν από την κατανάλωση γεύματος και μετά από 30, 90 και 180 λεπτά και αξιολογήθηκαν βιοδείκτες σχετιζόμενοι με την μεταγευματική λιπαιμία, γλυκαιμία και αντιοξειδωτική κατάσταση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η TAC του πλάσματος αυξήθηκε για την παρέμβαση της συνύπαρξης προβιοτικών και αντιοξειδωτικών (p<0,05) ενώ δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές για τους υπόλοιπους βιοδείκτες μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου (p>0,05). Συμπερασματικά, ο εμπλουτισμός ενός γεύματος υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά με προβιοτικά και αντιοξειδωτικά αυξάνει τη μεταγευματική αντιοξειδωτική ικανότητα εντός 3 ωρών από την κατανάλωση του γεύματος χωρίς αλλαγές στο οξειδωτικό στρες. Μελέτη Ε: Μελέτη επίδρασης μακροπρόθεσμης κατανάλωσης προβιοτικού στελέχους Lactococcus cremoris spp. ακινητοποιημένο σε νιφάδες βρώμης σε βιοδείκτες αίματος και ούρων υγιών εθελοντών Η ενσωμάτωση προβιοτικών συστατικών σε συστήματα τροφίμων είναι μια τάση που έχει αποκτήσει δυναμική τα τελευταία χρόνια, ενώ εξετάζονται τρόφιμα-φορείς που βρίσκονται ήδη στο καθημερινό διαιτολόγιο των σύγχρονων καταναλωτών. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην διερεύνηση της επίδρασης του προβιοτικού στελέχους Lactococcus Cremoris, ακινητοποιημένο σε νιφάδες βρώμης, στην ανθρώπινη υγεία, μέσω ελέγχου βιοδεικτών αίματος και ούρων υγειών εθελοντών. Σε τυχαιοποιημένο σχεδιασμό δύο αξόνων (παρέμβασης και ελέγχου), 46 εθελοντές κλήθηκαν να καταναλώσουν για 12 εβδομάδες προϊόν βρώμης, είτε με ακινητοποιημένα προβιοτικό, είτε απλό προϊόν εμπορίου. Πραγματοποιήθηκε λήψη βιολογικών δειγμάτων πριν την έναρξη της παρέμβασης και κατά την 6η και 12η εβδομάδα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική επίδραση του Lactococcus cremoris spp. ακινητοποιημένου σε νιφάδες βρώμης στους δείκτες φλεγμονής hs-CRP και ΙL-6, μετά από κατανάλωση 12 εβδομάδων. Συμπερασματικά, η επίδραση του στελέχους σε δείκτες φλεγμονής αποτελεί ένα σημαντικό κλινικό εύρημα ενώ προτείνεται περαιτέρω έρευνα, λόγω της ποικιλομορφίας των αποτελεσμάτων υγείας και της πολυπλοκότητας των μεταβολικών μονοπατιών, στα οποία ο εντερικός μικροβιόκοσμος επηρεάζει της καταστάσεις φλεγμονής και τους τρόπους αντιμετώπισης της. Μελέτη Ζ: Μελέτη επίδρασης μακροπρόθεσμης κατανάλωσης προβιοτικού στελέχους Lactococcus Cremoris spp. ακινητοποιημένο σε σκόνη μπανάνας στα συμπτώματα ασθενών με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ)Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (ΣΕΕ) είναι μια κοινή γαστρεντερική πάθηση που χαρακτηρίζεται από χρόνιο ή επαναλαμβανόμενο κοιλιακό πόνο και συνδέεται με μεταβαλλόμενες συνήθειες του εντέρου. Παράλληλα, βιβλιογραφικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι θεραπείες που στοχεύουν σε μεταβολές της μικροχλωρίδας του εντέρου, όπως τα προβιοτικά, μπορεί να είναι αποτελεσματικές για τους ασθενείς με ΣΕΕ, διατηρώντας τα αποτελέσματά τους μακροπρόθεσμα. Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε την επίδραση μακροπρόθεσμης κατανάλωσης Lactococcus cremoris spp. ακινητοποιημένο σε σκόνη μπανάνας, στα συμπτώματα ασθενών με ΣΕΕ. Σε τυχαιοποιημένο σχεδιασμό 2 αξόνων (παρέμβασης και ελέγχου), 4 εθελοντές κλήθηκαν να καταναλώσουν για 8 εβδομάδες σκόνη μπανάνας, είτε με ακινητοποιημένα προβιοτικά, είτε placebo. Πριν την έναρξη της παρέμβασης και κατά την 4η και 8η εβδομάδα, οι εθελοντές κλήθηκαν να απαντήσουν σε μία σειρά ερωτηματολογίων σχετιζόμενων με την συμπτωματολογία της νόσου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου, παρόλα αυτά η σοβαρότητα των συμπτωμάτων μειώθηκε κλινικά σημαντικά για την ομάδα των προβιοτικών, γεγονός ενθαρρυντικό για την συνέχεια της μελέτης. Με δεδομένο το μικρό μέγεθος δείγματος δεν επιτρέπει να παραχθούν ασφαλή συμπεράσματα ενώ η ένδειξη μείωσης της σοβαρότητας των συμπτωμάτων της νόσου προτρέπει την περαιτέρω μελέτη και αξιολόγηση του Lactococcus cremoris spp σε ασθενείς με ΣΕΕ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Human nutrition is an important field of research directly related to health status. Human nutrition is concerned with the processes by which cellular organelles, cells, tissues, organs, organ systems, and the body absorb and use substances derived from food (nutrients) to maintain their structural and functional integrity. Observing dietary patterns and recording changes over the decades has led to associations between nutrient intake or food groups and biomarkers of health or metabolic diseases. The change in dietary habits in Mediterranean countries, where there was an increase in the consumption of animal fats and processed foods and a restriction of foods such as olive oil, fruits, and vegetables, was identified as a Western dietary pattern and was associated with an increase in cardiometabolic diseases such as obesity and type II diabetes. The increase in diet-related diseases in recent decades in Europe has led to increasing research and development of functional foods, which ha ...
Human nutrition is an important field of research directly related to health status. Human nutrition is concerned with the processes by which cellular organelles, cells, tissues, organs, organ systems, and the body absorb and use substances derived from food (nutrients) to maintain their structural and functional integrity. Observing dietary patterns and recording changes over the decades has led to associations between nutrient intake or food groups and biomarkers of health or metabolic diseases. The change in dietary habits in Mediterranean countries, where there was an increase in the consumption of animal fats and processed foods and a restriction of foods such as olive oil, fruits, and vegetables, was identified as a Western dietary pattern and was associated with an increase in cardiometabolic diseases such as obesity and type II diabetes. The increase in diet-related diseases in recent decades in Europe has led to increasing research and development of functional foods, which have been in the Asian market since the early 1980s. The functional properties of the studied food systems are linked to their bioactive ingredients, which can contribute to the prevention or treatment of diseases. Bioactive ingredients are found in many foods of plant and animal origin, and the current field of research is concerned with finding new, sustainable, and environmentally friendly: (a) natural sources of bioactive ingredients, (b) methods for their isolation, and (c) methods for their incorporation into conventional food systems. Bioavailability and bioactivity play important roles in the development of new functional food products, as consumer interest is strongly directed towards new foods with proven benefits for human health. The aim of this study was to evaluate selected functional ingredients, antioxidants and probiotics to improve the nutritional value of foods and human health. Specifically, the present study seeks to answer the following research questions: •How efficient are green methods of extracting bioactive ingredients? •How can the biodiversity of North Aegean contribute to the development of new functional foods with natural antioxidants? •What is the predicted bioavailability of phenolics and antioxidants in an extract and food system? • What are the short-term effects of antioxidant and probiotic ingredients on human health? •What is the long-term effect of probiotics on biomarkers related to human health? • What is the long-term effect of probiotics on improving gastrointestinal disease symptomatology? Study A: Determination of total phenolic compounds and total antioxidant capacity in selected indigenous plants and food by-products from the North Aegean Research data on the chemical composition of indigenous plants and by-products indicate that plant species are an important source of bioactive compounds and could be considered as potential sources of natural antioxidants. In this study, the total antioxidant capacity and total phenolic content of five indigenous plants and five food by-products were investigated using aqueous extracts. The quantification of bioactive compounds was performed using the FRAP and Folin-Ciocalteu methods. The plants studied showed satisfactory concentrations of bioactive compounds ranging from 195.0 ± 47.5 to 2.5 ±1.0 μmol Fe2+/g for total antioxidant capacity and from 190.30 ± 24.97 to 5.75 ± 0.84 mg GAE/g for total phenolics, with the lowest concentration representing the extract of Pancratium maritimum and the highest to the extract of Limonium Sinuatum. Similarly, the values of the by-products ranged from 515.0 ±131.0 to 23.5 ±2.0 μmol Fe2+/g for total antioxidant capacity and from 476.78 ± 83.92 to 28.05 ± 4.42 mg GAE/g for total phenolics. The lowest concentrations were observed in the extracts of courgette and pepper peels, and the highest concentrations were observed in the extracts of carob and chestnut leaves. In conclusion, the majority of the species studied are important sources of natural bioactive compounds, making them a potential means for the development of functional foods. Study B: Predicted bioavailability of total phenolic and antioxidant compounds of North Aegean herbal extracts & development of innovative functional products Herbs and their extracts are widely used because of their bioactive ingredients. In the present study, the total antioxidant capacity, total phenolic content, and bioavailability of aqueous extracts of six botanical species were investigated. Functional yogurt and soya dessert products were produced using aqueous extracts, and the bioavailability of bioactive compounds was evaluated. The quantification of bioactive compounds was performed by FRAP and Folin-Ciocalteu methods, and the predicted bioavailability was investigated using the in vitro gastrointestinal digestion method. The herbs under study showed satisfactory concentrations of bioactive components before and after simulated gastrointestinal digestion, ranging between 2394 ± 39.0 to 102.5 ± 14 μmol Fe2+/g for total antioxidant capacity and 82.97 ± 4.29 to 2.48 ± 0.84 mg GAE/g for total phenolics. The highest values represented the lemon balm extract and the lowest to the lavender extract. Most of them showed bioavailability results of antioxidants >20% and total phenolics >10%, whereas the final functional products showed bioavailability values of less than 5%. In conclusion, the present study demonstrates the potential of herbs as a source of bioactive ingredients to improve the nutritional value of foods, as well as the need to continue to research and improve production and extraction methods to enhance the bioavailability of the ingredients. Study C: Examination of cellular antioxidant activity of the antioxidant components of the lyophilized extract of Cistus albidus (Caco-2 cell line)Research data has highlighted the antioxidant properties of aqueous extracts of the genus Cistus, suggesting that they may be useful in the treatment of human diseases associated with the production of oxygen free radicals. The present study evaluated the total antioxidant capacity and total phenolic content of three proposed dosages of lyophilized extract of Cistus albidus as a potential fortification dose for conventional yoghurt products. The evaluation was performed using a series of biochemical and cellular analyses, and there was high inter-sample variability with significantly different results. In conclusion, due to the high total phenolic content and increased antioxidant capacity of epithelial cells, 250 mg of extract per 200 g of yoghurt was proposed as an enrichment dosage.Study D: Effect of a functional yogurt product on biomarkers of postprandial lipemia, glycaemia and antioxidant status in healthy volunteers Postprandial hyperlipidemia contributes to atherogenesis through an increase in plasma lipid hydroperoxides, and postprandial glycemia is a critical factor for the increased risk of developing diabetes. The present study aimed to evaluate the effects of bioactive ingredients on postprandial status along three axes. In a randomized crossover design, 22 healthy participants consumed a meal consisting of bread, butter, and either (a) plain yogurt product, (b) yogurt product enriched with a Lacticaseibacillus rhamnosus strain (intervention I), or (c) a yogurt product enriched with both L. rhamnosus and Cistus albidus extract (intervention II). Blood samples were collected before and 30, 90, and 180 min after meal consumption, and biomarkers related to postprandial lipemia, glycemia, and antioxidant status were assessed. According to the results, plasma TAC increased with the intervention of probiotic and antioxidant co-existence (p<0.05), while no statistically significant differences were observed for other biomarkers between the intervention and placebo groups (p>0.05). In conclusion, fortification of a high-fat meal with probiotics and antioxidants increases postprandial antioxidant capacity within 3h of meal consumption, without changes in oxidative stress. Study E: Effect of long-term consumption of oat-flake-immobilized Lactococcus cremoris spp. probiotic strain on blood and urine biomarkers in healthy volunteers Incorporating probiotic ingredients into food systems has increased in recent years, and carrier foods that are already part of modern consumers’ daily diets have been investigated. The present study aimed to investigate the effect of the probiotic strain Lactococcus cremoris spp. immobilized in oat flakes on human health by monitoring blood and urine biomarkers in healthy volunteers. In a two-axis randomized design (intervention and control), 46 volunteers were asked to consume an oat product for 12 weeks, with either an immobilized probiotic or a plain commercial product. Biological samples were collected before the start of the intervention, and at weeks 6 and 12. According to the results, Lactococcus cremoris spp. immobilized in oat flakes had a statistically significant effect on hs-CRP and IL-6 inflammation markers after 12 weeks of consumption. In conclusion, the effect of the strain on inflammation markers is an important clinical finding, and further research is suggested owing to the diversity of health outcomes and the complexity of metabolic pathways in which the gut microbiota influences inflammatory states and ways to treat them. Study F: Effect of long-term consumption of the probiotic strain Lactococcus cremoris spp. immobilized in banana powder on symptoms in patients with IBS Irritable bowel syndrome (IBS) is a common gastrointestinal condition characterized by chronic or recurrent abdominal pain and is associated with changes in bowel habits. At the same time, evidence suggests that treatments targeting changes in the gut microbiota, such as probiotics, may be beneficial for patients with IBS, maintaining their long-term effects. This study evaluated the effect of long-term consumption of Lactococcus cremoris spp. immobilized in banana powder on the symptoms of IBS patients. In a 2-axis randomized design (intervention and control), four volunteers were asked to consume banana powder for 8 weeks, either with immobilized probiotics or placebo. Before the start of the intervention and at weeks 4 and 8, the volunteers were asked to answer a series of questionnaires related to disease symptomatology. According to the results, no statistically significant differences were observed between the intervention and control groups; however, symptom severity was significantly reduced in the probiotic group, which is encouraging for the continuation of the study. Given the small sample size, no firm conclusions can be drawn, and evidence of disease symptom reduction requires further study and evaluation of Lactococcus cremoris in IBS patients.
περισσότερα