Περίληψη
Η διδακτορική διατριβή διερευνά το ζήτημα της αξιοποίησης κληρικών και μοναχών ως μεσολαβητών προς και από τον αυτοκράτορα για θέματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα. Η μεσολάβηση μεταξύ των εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών θεσμών, ιδιαίτερα μέσω μελών που ανήκουν στη θρησκευτική σφαίρα, αποτελεί ένδειξη της σταδιακής επίσημης θεσμοθέτησης των τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες πλέον οργανώθηκαν σε ενιαίο εκκλησιαστικό σύστημα προστατευόμενο από τον αυτοκράτορα και υπεύθυνο απέναντί του. Από τον Κωνσταντίνο Α' μέχρι και τον Θεοδόσιο Α' (αδρομερώς) διατηρούσαν την ύπαρξή τους και αποζητούσαν την ορατότητά τους επισκοπικά δίκτυα και δόγματα, παρότι αντέβαιναν στο επικρατέστερο κατά τόπους και χρόνο δόγμα. Γι’ αυτό και τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα παρατίθενται σε χρονική σειρά μέχρι κατά βάση τον θάνατο του Βάλεντος. Επιλέχθηκε αυτό το χρονικό όριο terminus, καθώς η βασιλεία του Θεοδόσιου, ήδη από την έναρξή της, περιόρισε ασφυκτικά την προαναφερόμενη ορατότητα, τη συνυφασ ...
Η διδακτορική διατριβή διερευνά το ζήτημα της αξιοποίησης κληρικών και μοναχών ως μεσολαβητών προς και από τον αυτοκράτορα για θέματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα. Η μεσολάβηση μεταξύ των εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών θεσμών, ιδιαίτερα μέσω μελών που ανήκουν στη θρησκευτική σφαίρα, αποτελεί ένδειξη της σταδιακής επίσημης θεσμοθέτησης των τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες πλέον οργανώθηκαν σε ενιαίο εκκλησιαστικό σύστημα προστατευόμενο από τον αυτοκράτορα και υπεύθυνο απέναντί του. Από τον Κωνσταντίνο Α' μέχρι και τον Θεοδόσιο Α' (αδρομερώς) διατηρούσαν την ύπαρξή τους και αποζητούσαν την ορατότητά τους επισκοπικά δίκτυα και δόγματα, παρότι αντέβαιναν στο επικρατέστερο κατά τόπους και χρόνο δόγμα. Γι’ αυτό και τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα παρατίθενται σε χρονική σειρά μέχρι κατά βάση τον θάνατο του Βάλεντος. Επιλέχθηκε αυτό το χρονικό όριο terminus, καθώς η βασιλεία του Θεοδόσιου, ήδη από την έναρξή της, περιόρισε ασφυκτικά την προαναφερόμενη ορατότητα, τη συνυφασμένη με την αποστολή κληρικών που μεσολαβούσαν υπέρ της μιας ή της άλλης δογματικής ομάδας. Επίσης, οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι είχαν κατισχύσει έναντι των «γνωστικιστικών» κοινοτήτων. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται αποστολές που προέκυψαν στο πλαίσιο του αποκαλούμενου σχίσματος των δονατιστών στη Βόρειο Αφρική μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου στη Δύση το 313. Η προικοδότηση εκ μέρους του του τμήματος της Εκκλησίας της Καρχηδόνας που αναγνώριζε ως επίσκοπο τον Καικιλιανό με περιουσία και φοροαπαλλαγές εξέπληξε όσους ιεράρχες της Βορείου Αφρικής τον θεωρούσαν προδότη της πίστης. Οι δεύτεροι, από το 313 μέχρι το 321, απευθύνθηκαν πέντε φορές στον Κωνσταντίνο για την αναθεώρηση της αρχικής και των ενδιάμεσων αποφάσεων που στήριζαν τον Καικιλιανό. Η πρώτη και η τελευταία έκκληση έγινε μέσω επιστολής, αλλά οι ενδιάμεσες διεξήχθησαν από κληρικούς που συνάντησαν τον αυτοκράτορα στους Τρεβήρους και τη Ρώμη. Ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα νόμιμης επαναφοράς των δονατιστών στους ναούς τους κατόπιν γραπτού αιτήματος στον Ιουλιανό, θεσπίστηκε η έξωσή τους από τον Βαλεντινιανό Α'. Η δυναμική, όμως, διατήρηση και η ταραχοποιός παρουσία τους στην περιοχή ώθησαν τους καθολικούς επισκόπους στη σύγκληση συνόδων στην Καρχηδόνα, οι οποίοι απευθύνθηκαν διά μεσολαβητών πέντε φορές στον Ονώριο, προκειμένου να φροντίσει για την επιβολή της τάξης. Μολονότι αυτές οι πρεσβείες εντοπίζονται στις αρχές του 5ου αιώνα, κρίθηκε σκόπιμο να μελετηθούν, ούτως ώστε να γίνει αντιληπτή η απότομη αύξηση τέτοιων αποστολών, φορέων μόνο της «ορθόδοξης» φωνής μετά την αποκλειστική «πολιτογράφηση» της Καθολικής Εκκλησίας και την ποινικοποίηση των αιρέσεων από τον Θεοδόσιο. Τέλος, η αυτόνομη εξέταση των σχετικών με τον δονατισμό μεσολαβήσεων επιλέχθηκε κατ’ αρχήν λόγω του περιορισμένου γεωγραφικά μεγέθους της διένεξης, ανεξάρτητης από τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Συν τοις άλλοις, οι δονατιστές ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που επίμονα επισκέπτονταν τον αυτοκράτορα διεκδικώντας συγκεκριμένου τύπου παρεμβάσεις.Στο δεύτερο κεφάλαιο η εξιστόρηση επανέρχεται στον Κωνσταντίνο, όταν το 324 κατέστη μονοκράτορας και ήρθε σε επαφή με τις έριδες που πήγαζαν κατά βάση από την Αίγυπτο. Ο Όσιος Κορδούης στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια, ώστε να ειρηνεύσει τα οξυμένα πνεύματα στη μεγαλύτερη επισκοπή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου το κήρυγμα οντολογικά διαβαθμισμένης θεότητας του πρεσβυτέρου Άρειου και το «γνωστικιστικό» κήρυγμα του πρεσβυτέρου Κόλλουθου εμπόδιζαν τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας στην τήρηση της εκκλησιαστικής συνοχής. Τα αποτελέσματα της αποστολής ήταν περιορισμένα με τον Όσιο να ενορχηστρώνει στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια ένα ισχυρό δίκτυο κληρικών φιλικών προς τον Αλέξανδρο, το οποίο τελικά λειτούργησε κομβικά στη διαμόρφωση του δόγματος της Νίκαιας. Και ενώ στη Νίκαια αποφασίστηκε η υπό όρους ένταξη στην Καθολική Εκκλησία Αλεξάνδρειας του αποτειχισμένου Μελίτιου Λυκουπόλεως και των επισκόπων που είχε χειροτονήσει, η παραβίαση ενός από τους όρους ώθησε τον Αλέξανδρο στην απόρριψη της ενσωμάτωσής τους. Ως αποτέλεσμα το 327 δεσπόζοντα μέλη των αποκαλούμενων μελιτιανών, με ορισμένα να προέρχονται από τον ασκητισμό της ερήμου, έφτασαν στη Νικομήδεια, προκειμένου να πείσουν τον Κωνσταντίνο για την αδικία που υφίσταντο. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η διαπερατότητα που χαρακτήριζε την ετεροτοπία της αιγυπτιακής Σαχάρας. Στο τρίτο κεφάλαιο ερευνώνται οι αποστολές κληρικών – μεσολαβητών την περίοδο από τον θάνατο του Κωνσταντίνου μέχρι αυτόν του Κωνστάντιου Β'. Το 342 ο Κώνστας ζήτησε από τον αδερφό του να του στείλει επισκόπους, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα των ανατολικών ιεραρχών που είχαν καταφύγει εξόριστοι στη Δύση, μεταξύ αυτών του Παύλου Κωνσταντινουπόλεως και του Αθανάσιου Αλεξανδρείας. Δίχως να επιλύεται το ζήτημα και ύστερα από την αποτυχία σύγκλησης οικουμενικής συνόδου στη Σαρδική το 343, ο Κώνστας έστειλε στον Κωνστάντιο πρεσβεία δυτικών ιεραρχών συνοδευόμενους από στρατιωτικό αξιωματούχο, απαιτώντας την επιστροφή των εξορίστων υπό απειλή ένοπλης επέμβασης. Αν και παραλίγο οι ιερείς να πέσουν θύματα πλεκτάνης που συντόνισε ο Στέφανος Αντιοχείας, ο Κωνστάντιος, πιεσμένος από την απειλή και την αποκάλυψη της ραδιουργίας, δέχθηκε το αίτημα, αλλά χρειάστηκε η εις τριπλούν εκ μέρους του χρήση μεσαζόντων προς τον Αθανάσιο, για να τον πείσουν να επιστρέψει τελικά το 346. Όμως, το 350 ο Μαγνέντιος σφετερίστηκε την εξουσία του δολοφονημένου Κώνσταντος και, προσπαθώ-ντας να νομιμοποιηθεί, έστειλε δύο επισκόπους μαζί με δύο αξιωματούχους να συναντήσουν πρώτα τον Αθανάσιο στην Αλεξάνδρεια και ύστερα τον Κωνστάντιο στην Αντιόχεια, με αποτέλεσμα να φανεί ύποπτος ο ομοουσιανός ποιμενάρχης για δοσοληψίες με τον ανταπαιτητή. Όταν το 352 ο Μαγνέντιος αντιλήφθηκε την εξασθένηση της ισχύος του έστειλε επισκόπους στον Κωνσταντίνο ζητώντας του συγχώρεση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 353 αυτοκτόνησε και ο Κωνστάντιος καλούνταν να εδραιωθεί ως μονοκράτορας. Το ίδιο έτος ο Αθανάσιος, φοβούμενος για τη θέση και τη ζωή του, απευθύνθηκε σε αυτόν με επταμελή πρεσβεία επισκόπων και πρεσβυτέρων για να τον πείσει για την αθωότητά του, μια πρεσβεία εν τέλει άκαρπη. Όσο εκείνος παρέμενε στην έδρα του, ο Λιβέριος Ρώμης έστειλε δύο επισκόπους στον Κωνστάντιο κατά τη διαμονή του στην Αρελάτη (Οκτώβριος του 353 – πρώτοι μήνες του 354) ζητώντας του σύγκληση συνόδου στην Ακυληία. Τελικά, παρά τις προσδοκίες του, οι πρεσβευτές πειθαναγκάστηκαν από τον αυτοκράτορα να συμμετάσχουν σε μικρή σύνοδο στην Αρελάτη που καταδίκασε τον Αθανάσιο. Αξιοσημείωτη είναι η θεώρηση των απεσταλμένων από τον Λιβέριο ως «legati», ένδειξη μιας θεωρητικής, θεσμικής αναβάθμισης της εκκλησιαστικής εξουσίας της Ρώμης. Ο Λιβέριος, απογοητευμένος, συντόνισε νέα αποστολή ιερέων ώστε να καταθέσουν αίτημα στον Κωνστάντιο, όσο βρισκόταν στα Μεδιόλανα, να συγκαλέσει σύνοδο σχετικά με το δόγμα. Η σύνοδος, όμως, επικεντρώθηκε στην καταδίκη του Αθανάσιου και όσοι δεν συνυπέγραψαν εξορίστηκαν. Έτσι, το 356 ο Αθανάσιος, για να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε στην έρημο. Τρία χρόνια μετά ο Κωνστάντιος συγκάλεσε δίδυμη σύνοδο σε Δύση (στο Αριμίνο) και Ανατολή (αρχικά στη Νικομήδεια αλλά τελικά στη Σελεύκεια), με την καθεμία να πρέπει να του στείλει δεκαμελή πρεσβεία για τις δογματικές αποφάσεις της. Και στις δύο περιπτώσεις προέκυψε διχασμός μεταξύ όσων υποστήριζαν το πνεύμα της Νίκαιας (ομοουσιανοί και ομοιουσιανοί) και των ομοιανών. Έτσι, από κάθε σύνοδο στάλθηκαν δύο πρεσβείες με τον αυτοκράτορα να στηρίζει και να αναγνωρίζει το μειοψηφικό όμοιο (360).Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται οι αποστολές προς τον Ιοβιανό. Ο Ιουλιανός είχε δεχθεί ορισμένα αιτήματα από παραγκωνισμένες Εκκλησίες, στα οποία ανταποκρίθηκε θετικά, αλλά αυτά κατατέθηκαν γραπτά, χωρίς να είναι γνωστή η ιδιότητα των κομιστών τους. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του (363), ο Αθανάσιος μετέβη κρυφά για να συναντήσει τον Ιοβιανό, προκειμένου να αρθεί η εξορία του. Τότε, εμφανίστηκαν στο ανάκτορο της Αντιόχειας δύο κληρικοί ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι επανειλημμένα ζήτησαν ανεπιτυχώς από τον αυτοκράτορα να ακυρωθεί η επιστροφή του Αθανάσιου. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η μοναδική για την περίοδο αλλά παραποιημένη καταγραφή πρακτικών (Petitiones Arianorum), αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοια, όσων συζητήθηκαν μεταξύ εγκαλούντων απεσταλμένων κληρικών και αυτοκράτορα. Ο Ιοβιανός έγινε δέκτης δύο επίσης αιτημάτων, αλλά επειδή το ένα, των ομοιουσιανών, του μεταφέρθηκε με πολύ περιορισμένο τον ρόλο των κληρικών – κομιστών, ενώ το άλλο, των «ανομοίων» αποδίδεται συγκεχυμένα, η συμβολή τους στη μελέτη είναι περιορισμένη. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο αναδεικνύονται οι προσπάθειες των ομοιουσιανών της Ανατολής να πείσουν τον Βαλεντινιανό Α' και τον Βάλεντα να παρέμβουν για να αναθεωρηθεί το δόγμα της ομοιότητας. Το 364 με εκπρόσωπο τον Υπατιανό Ηρακλείας ζήτησαν από τους δύο αδελφούς ‒κατά βάση από τον Βαλεντινιανό‒ την άδεια για σύγκληση συνόδου για τον σκοπό αυτό, εισπράττοντας μια θετική αλλά και μάλλον αδιάφορη απάντηση. Αφού διεξήχθη μονομερώς η σύνοδος, αιτήθηκαν με πρεσβεία από τον Βάλεντα, αυτοκράτορα πλέον του ανατολικού τμήματος, να επικυρώσει τις αποφάσεις της, τις οποίες έκρινε παράτυπες, λόγω του αποκλεισμού του Ευδόξιου Κωνσταντινουπόλεως και του κινδύνου γενικευμένων αναταραχών. Έναν χρόνο μετά, κατά τόπους σύνοδοι ομοιουσιανών της Μικράς Ασί-ας, υπό τον φόβο της εξορίας τους, έστειλαν τριμελή πρεσβεία στην Ιταλία, ώστε, αφότου αποσπάσουν την εύνοια του Λιβέριου, να ζητήσουν την παρέμβαση του Βαλεντινιανού. Καθώς ο δεύτερος είχε φύγει από τα Μεδιόλανα, αρκέστηκαν στον Λιβέριο, που τους ανάγκασε σε αποδοχή του ομοουσίου, απόφαση η οποία δεν γνώρισε καθολική αποδοχή από τους μικρασιάτες εντολοδόχους τους και απλώς ενίσχυσε την εμπλοκή του ποιμενάρχη της Ρώμης στα ζητήματα της Ανατολής. Τέλος, εξετάζεται η φήμη ότι ο Βάλης, όσο βρισκόταν στη Νικομήδεια το 370, συντόνισε την πυρπόληση ενός πλοίου, όπου επέβαιναν ογδόντα πρεσβύτεροι από την Κωνσταντινούπολη με αίτημα να προστατεύσει την Εκκλησία από τις αυθαιρεσίες των ομοιανών. Στο τέλος προστίθεται επίμετρο σχετικό με την εκτέλεση του Πρισκιλλιανού Αβουληνσίων το 385 με την έγκριση του Μάγνου Μάξιμου. Η περίπτωσή του δεν εντάσσεται στο πεδίο των αποστολών – μεσολαβήσεων, αλλά αποτελεί την πρώτη έννομη εκτέλεση επισκόπου για ζητήματα πίστης, αφού κατηγορήθηκε για «γνωστικιστικές» τελετουργίες. Η χρησιμότητα αυτής της διαπίστωσης έγκειται στο γεγονός ότι κανείς κληρικός προηγουμένως δεν είχε εκτελεστεί επειδή ο αυτοκράτορας και οι κατά τόπους αξιωματούχοι εχθρεύονταν την πίστη του, παρά τις ευφάνταστες εξιστορήσεις των σύγχρονων με τα γεγονότα πηγών. Επίσης, αποτελεί μια έσχατη υπενθύμιση στον αναγνώστη για τον «γνωστικισμό». Αν και σπάνια γίνεται λόγος για αυτόν, αφού πρωτοβάθμια συχνά δεν σχετίζεται με όσα εξετάζονται, στην πραγματικότητα πλανάται σε όλον τον 4ο χριστιανικό αιώνα, αρχικά με υπαίθρια κηρύγματα και σταδιακά πίσω από τις πόρτες. Ακόμα και όταν οι «γνωστικοί» υιοθετούσαν ιδρυματική, ιεραρχική οργάνωση, πίστευαν ότι το άτομο και όχι ο θεσμός είναι αρμόδιος για τη σωτηρία. Η ατομική σωτηρία μέσω της μυστικής ένωσης με το θείο απειλούσε τη θεσμική επισκοπική αυθεντία, μία όψη της οποίας επιχειρείται να διερευνηθεί.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The doctoral thesis investigated the issue of utilizing clergy and monks as mediators to and from the emperor for matters of religious policy during the 4th century. The mediation between the ecclesiastical and imperial institutions, especially through members belonging to the religious sphere, constitutes evidence of the gradual official institutionalization of local Churches, which were henceforth organized into a unified ecclesiastical establishment protected by the emperor and accountable to him. Given the biased, sometimes vague, contradictory, or very limited evidence from primary sources, historical research in progress was chosen, away from the enclosures of the identities of “orthodoxy” and “heresy”, especially since for the most part of the 4th century, the prevailing orthodoxy varied and was not always the actual criterion of distinction. Key questions during the research included the investigation of the sender, the recipient, the members of the embassy, and the content of ...
The doctoral thesis investigated the issue of utilizing clergy and monks as mediators to and from the emperor for matters of religious policy during the 4th century. The mediation between the ecclesiastical and imperial institutions, especially through members belonging to the religious sphere, constitutes evidence of the gradual official institutionalization of local Churches, which were henceforth organized into a unified ecclesiastical establishment protected by the emperor and accountable to him. Given the biased, sometimes vague, contradictory, or very limited evidence from primary sources, historical research in progress was chosen, away from the enclosures of the identities of “orthodoxy” and “heresy”, especially since for the most part of the 4th century, the prevailing orthodoxy varied and was not always the actual criterion of distinction. Key questions during the research included the investigation of the sender, the recipient, the members of the embassy, and the content of the request. In this context, other historical manifestations of the events were examined, indicative of the surrounding spiritual, political, and social climate of the 4th century. The first chapter delves into missions that emerged amidst the Donatist schism in North Africa following Constantine's dominance in the West in 313. It highlights the surprising support from the Carthaginian Church faction recognizing Caecilianus as bishop, through property endowments and tax exemptions, which astonished other North African bishops who viewed him as a betrayer of faith. These bishops appealed to Constantine five times between 313 and 321 for a reassessment of the initial decisions favoring Caecilianus. The appeals included direct meetings with the emperor and written petitions, culminating in the legal reinstatement of the Donatists to their churches by request to Julian, followed by their expulsion under Valentinian. The persistence and disruptive presence of the Donatists prompted Catholic bishops to convene councils in Carthage and appeal to Honorius five times to ensure order, reflecting a significant increase in such missions after the Catholic Church's exclusive recognition by Theodosius and the criminalization of heresies. The second chapter returns to Constantine in 324, focusing on his interactions with disputes primarily stemming from Egypt. The mission of Hossius of Cordova to Alexandria aimed at pacifying tensions within the largest bishopric in the Eastern Mediterranean. Despite limited success, Hossius orchestrated a strong clerical network supportive of Alexander of Alexandria, which played a pivotal role in shaping the Nicene Creed. The inclusion of the Melitians into the Catholic Church of Alexandria under certain conditions and the subsequent refusal of their incorporation by Alexander after a condition was violated are also discussed. The chapter examines the permeability characterizing the Egyptian desert's heterotopia. The third chapter investigates the period from Constantine's death to that of Constantius, examining clerical missions aimed at resolving disputes among Eastern bishops exiled to the West, including Paul of Constantinople and Athanasius of Alexandria. Despite the failure to convene an ecumenical council at Sardica in 343 and subsequent diplomatic efforts, the chapter outlines the intricate dynamics of ecclesiastical politics, including the role of military officials in ecclesiastical missions, the assassination of Constans by Magnentius, and the latter's unsuccessful attempts at reconciliation with Constantius. It further discusses the council at Arles, which condemned Athanasius under the influence of Constantius, and the significant conceptual elevation of ecclesiastical authority by the term “legati”. The chapter concludes with the synods convened by Constantius in the West (Ariminium) and the East (initially Nicomedia, then Seleucia), illustrating the schism between supporters of the Nicene spirit (homoousians and homoiousians) and the homoians, and the subsequent dual embassies sent to the emperor, underscoring the complex interplay of religious doctrine and imperial politics in the 4th century.In the fourth chapter, the focus shifts to missions directed towards Jovian. Julian had entertained requests from marginalized Churches, responding positively through written submissions, the bearers of which remain unidentified. Upon Julian's death announcement in 363, Athanasius clandestinely sought Jovian to lift his exile. Two clerics, representing the Alexandrian Church at the Antioch palace, unsuccessfully implored the emperor to cancel Athanasius's return. This period witnessed a unique but distorted record (Petitiones Arianorum), possibly documenting discussions between accusing clerical envoys and the emperor. Jovian received two re-quests; however, the limited role of clerical bearers in one, from the homoiousians, and the confused attribution of the other, from the "anomoeans," limits their study contribution.The final chapter highlights the Eastern homoiousians' efforts to persuade Valentinian and Valens to reconsider the doctrine of similarity. In 364, represented by Hypatianos of Heraclea, they sought permission from the brothers —primarily from Valentinian— for a council convening to this end, receiving a positive yet indifferent response. After unilaterally conducting the synod, they petitioned Valens, now the Eastern emperor, for ratification. He deemed the decisions irregular due to the exclusion of Eudoxius of Constantinople and the risk of widespread unrest. Subsequently, fearing exile, homoiousian representatives from Asia Minor sent a three-member embassy to Italy, aiming to gain Liberius's favor and solicit Valentinian's intervention. Since Valentinian had left Milan, they settled for Liberius, who coerced them into accepting homoousianism, a decision not universally accepted by their Asian constituents, merely heightening the Roman bishop's involvement in Eastern affairs. Lastly, the rumored orchestration by Valens in 370, while in Nicomedia, of a ship's arson carrying eighty presbyters from Constantinople seeking protection against the homoian encroachments, is examined. The post-factum adds a discussion on the execution of Priscillian of Avila in 385, sanctioned by Magnus Maximus. Priscillian's case is notable not for its alignment with clerical missions or mediation but as the first legal execution of a bishop for matters of faith, accused of engaging in “Gnostic” rituals. This incident under-scores the novelty of a cleric facing execution not for the emperor or local officials' opposition to his faith, as contemporary sources might imaginatively recount, but for his doctrinal stance. It also serves as a poignant reminder to readers about “Gnosticism”. Though seldom directly addressed since it often falls outside the primary focus of inquiry, Gnosticism pervades the 4th-century Christian landscape, initially through open-air preaching and eventually behind closed doors. Even as “Gnostics” adopted an institutional, hierarchical organization, they maintained that individual, not institutional, salvation through mystical union with the divine, threatened the established episcopal authority, a facet this research seeks to explore. This examination sheds light on the tension between personal salvation and institutional authority, highlighting the complex religious dynamics of the 4th century. In light of the evidence presented, throughout the 4th century, the Christian Church underwent significant transformations, evolving from a marginalized faith into an integral component of the Roman state. This period, marked by the ascension of Constantine catalyzed the Church's establishment, granting it a canonical scripture, legal dogma, and a vast hierarchical structure. The crux of these developments lay in the strategic engagement of higher clergy as emissaries between the Church and the emperor, a notable deviation from the secular origins typically associated with imperial envoys. This practice underscored a dynamic interaction essential for the ecclesiastical hierarchy's recognition and institutionalization within the Church. Bishops, having direct access to the emperor, gained influence, enabling them to affect imperial policy significantly. The transformation from sporadic 4th-century contacts to a more structured interaction in the 5th century, following the exclusive legalization of Nicaean Christianity, illustrates the evolving relationship between the Church and state. This evolution culminated in the establishment of a novel method of interaction, where significant ecclesiastical figures traveled to the emperor with legal and even social-family life requests, such as divorce issues, solidifying a groundbreaking approach to Church - state dialogue. The phenomenon of “sacred journeys” became so prevalent that it stirred concerns within the Church itself, leading to regulations aimed at controlling these movements. By the 5th century, the Church had established a formalized protocol for ecclesiastical representatives' audience with the emperor, further institutionalizing the Church's role within the imperial framework and highlighting the clergy's pivotal role in mediating between the spiritual and temporal realms.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
La thèse de doctorat a exploré la question de l'utilisation du clergé et des moines comme médiateurs auprès de l'empereur pour les affaires de politique religieuse au cours du 4ème siècle. La médiation entre les institutions ecclésiastiques et impériales, en particulier par le biais des membres appartenant à la sphère religieuse, constitue une preuve de l'institutionnalisation officielle progressive des Églises locales, désormais organisées en un établissement ecclésiastique unifié protégé par l'empereur et responsable devant lui. Étant donné les preuves biaisées, parfois vagues, contradictoires ou très limitées issues des sources primaires, la recherche historique en cours a été privilégiée, loin des clôtures des identités d'«orthodoxie» et d'«hérésie», surtout que pendant la majeure partie du 4ème siècle, l'orthodoxie prévalente variait et n'était pas toujours le critère réel de distinction. Les questions clés durant la recherche incluaient l'examen de l'expéditeur, du destinataire, ...
La thèse de doctorat a exploré la question de l'utilisation du clergé et des moines comme médiateurs auprès de l'empereur pour les affaires de politique religieuse au cours du 4ème siècle. La médiation entre les institutions ecclésiastiques et impériales, en particulier par le biais des membres appartenant à la sphère religieuse, constitue une preuve de l'institutionnalisation officielle progressive des Églises locales, désormais organisées en un établissement ecclésiastique unifié protégé par l'empereur et responsable devant lui. Étant donné les preuves biaisées, parfois vagues, contradictoires ou très limitées issues des sources primaires, la recherche historique en cours a été privilégiée, loin des clôtures des identités d'«orthodoxie» et d'«hérésie», surtout que pendant la majeure partie du 4ème siècle, l'orthodoxie prévalente variait et n'était pas toujours le critère réel de distinction. Les questions clés durant la recherche incluaient l'examen de l'expéditeur, du destinataire, des membres de l'ambassade et du contenu de la demande. Dans ce contexte, d'autres manifestations historiques des événements ont été examinées, indicatives du climat spirituel, politique et social environnant du 4ème siècle. Le premier chapitre se penche sur les missions émergentes au milieu du schisme donatiste en Afrique du Nord à la suite de la domination de Constantin dans l'Ouest en 313. Il souligne le soutien surprenant de la faction de l'Église de Carthage reconnaissant Cécilien comme évêque, à travers des dotations de propriété et des exemptions fiscales, ce qui a étonné d'autres évêques nord-africains qui le voyaient comme un traître à la foi. Ces évêques ont fait appel à Constantin cinq fois entre 313 et 321 pour une réévaluation des décisions initiales favorisant Cécilien. Les appels comprenaient des rencontres directes avec l'empereur et des pétitions écrites, aboutissant à la réintégration légale des Donatistes dans leurs églises sur demande à Julien, suivie de leur expulsion sous Valentinien. La persistance et la présence perturbatrice des Donatistes ont incité les évêques catholiques à convoquer des conciles à Carthage et à faire appel à Honorius cinq fois pour assurer l'ordre, reflétant une augmentation significative de telles missions après la reconnaissance exclusive de l'Église catholique par Théodose et la criminalisation des hérésies.
Le deuxième chapitre revient sur Constantin en 324, se concentrant sur ses interactions avec des conflits principalement issus d'Égypte. La mission d'Hossius de Cordoue à Alexandrie visait à apaiser les tensions au sein du plus grand évêché de la Méditerranée orientale. Malgré un succès limité, Hossius a orchestré un solide réseau clérical soutenant Alexandre d'Alexandrie, qui a joué un rôle pivot dans la formation du Credo de Nicée. L'inclusion des Mélitiens dans l'Église catholique d'Alexandrie sous certaines conditions et le refus subséquent de leur incorporation par Alexandre après une violation de condition sont également discutés. Le chapitre examine la perméabilité caractérisant l'hétérotopie du désert égyptien. Le troisième chapitre enquête sur la période de la mort de Constantin à celle de Constance, examinant les missions cléricales visant à résoudre les différends parmi les évêques orientaux exilés à l'Ouest, y compris Paul de Constantinople et Athanase d'Alexandrie. Malgré l'échec à convoquer un concile œcuménique à Sardique en 343 et les efforts diplomatiques ultérieurs, le chapitre décrit les dynamiques complexes de la politique ecclésiastique, y compris le rôle des officiels militaires dans les missions ecclésiastiques, l'assassinat de Constans par Magnence, et les tentatives infructueuses de ce dernier de se réconcilier avec Constance. Il discute également du concile d'Arles, qui a condamné Athanase sous l'influence de Constance, et de l'élévation conceptuelle significative de l'autorité ecclésiastique par le terme «legati». Le chapitre conclut avec les synodes convoqués par Constance à l'Ouest (Ariminum) et à l'Est (initialement Nicomédie, puis Séleucie), illustrant le schisme entre les partisans de l'esprit de Nicée (homoousiens et homoiousiens) et les homoïens, et les doubles ambassades subséquentes envoyées à l'empereur, soulignant l'interaction complexe entre la doctrine religieuse et la politique impériale au 4ème siècle. Dans le quatrième chapitre, l'accent est mis sur les missions dirigées vers Jovien. Julien avait accueilli les demandes des Églises marginalisées, répondant positivement par des soumissions écrites, dont les porteurs restent non identifiés. À l'annonce de la mort de Julien en 363, Athanase a cherché clandestinement Jovien pour lever son exil. Deux clercs, représentant l'Église alexandrine au palais d'Antioche, ont en vain imploré l'empereur d'annuler le retour d'Athanase. Cette période a été témoin d'un enregistrement unique mais déformé (Petitiones Arianorum), documentant potentiellement les discussions entre les envoyés cléricaux accusateurs et l'empereur. Jovien a reçu deux demandes ; cependant, le rôle limité des porteurs cléricaux dans l'une, de la part des homoiousiens, et l'attribution confuse de l'autre, de la part des «anoméens», limite leur contribution à l'étude. Le dernier chapitre met en lumière les efforts des homoiousiens orientaux pour persuader Valentinien et Valens de reconsidérer la doctrine de la similitude. En 364, représentés par Hypatianos d'Héraclée, ils ont demandé la permission aux frères —principalement à Valentinien— de convoquer un concile à cette fin, recevant une réponse positive mais indifférente. Après avoir conduit unilatéralement le synode, ils ont sollicité Valens, désormais empereur d'Orient, pour ratification. Il a jugé les décisions irrégulières en raison de l'exclusion d'Eudoxe de Constantinople et du risque de troubles généralisés. Par la suite, craignant l'exil, les représentants homoiousiens d'Asie Mineure ont envoyé une ambassade de trois membres en Italie, visant à obtenir la faveur de Libère et à solliciter l'intervention de Valentinien. Valentinien ayant quitté Milan, ils se sont contentés de Libère, qui les a contraints à accepter l'homoousianisme, une décision non universellement acceptée par leurs constituants asiatiques, exacerbant simplement l'implication de l'évêque romain dans les affaires orientales. Enfin, l'orchestration présumée par Valens en 370, alors à Nicomédie, de l'incendie d'un navire transportant quatre-vingts prêtres de Constantinople cherchant protection contre les empiètements homoïens, est examinée. Le post-factum ajoute une discussion sur l'exécution de Priscillien d'Avila en 385, sanctionnée par Magnus Maximus. Le cas de Priscillien est notable non pour son alignement avec les missions cléricales ou la médiation, mais comme la première exécution légale d'un évêque pour des questions de foi, accusé de s'engager dans des rituels «gnostiques». Cet incident souligne la nouveauté d'un clerc faisant face à l'exécution non pour l'opposition de l'empereur ou des officiels locaux à sa foi, comme les sources contemporaines pourraient l'imaginer, mais pour sa position doctrinale. Il sert également de rappel poignant aux lecteurs sur le «gnosticisme». Bien que rarement abordé directement puisqu'il tombe souvent hors du champ d'investigation principal, le gnosticisme imprègne le paysage chrétien du 4ème siècle, initialement à travers la prédication en plein air et éventuellement derrière des portes closes. Même si les «gnostiques» adoptaient une organisation institutionnelle hiérarchique, ils maintenaient que le salut individuel, et non institutionnel, à travers l'union mystique avec le divin, menaçait l'autorité épiscopale établie, une facette que cette recherche cherche à explorer. Cet examen met en lumière la tension entre le salut personnel et l'autorité institutionnelle, soulignant la dynamique religieuse complexe du 4ème siècle. À la lumière des preuves présentées, tout au long du 4ème siècle, l'Église chrétienne a subi des transformations significatives, évoluant d'une foi marginalisée en un composant intégral de l'État romain. Cette période, marquée par l'ascension de Constantin, a catalysé l'établissement de l'Église, lui octroyant une écriture canonique, un dogme légal et une vaste structure hiérarchique. Le cœur de ces développements réside dans l'engagement stratégique du haut clergé comme émissaires entre l'Église et l'empereur, une déviation notable des origines laïques typiquement associées aux envoyés impériaux. Cette pratique a souligné une interaction dynamique essentielle pour la reconnaissance et l'institutionnalisation de la hiérarchie ecclésiastique au sein de l'Église. Les évêques, ayant un accès direct à l'empereur, ont gagné en influence, leur permettant d'affecter significativement la politique impériale. La transformation des contacts sporadiques du 4ème siècle en une interaction plus structurée au 5ème siècle, suivant la légalisation exclusive du christianisme nicéen, illustre l'évolution de la relation entre l'Église et l'État. Cette évolution a culminé dans l'établissement d'une nouvelle méthode d'interaction, où des figures ecclésiastiques significatives se rendaient auprès de l'empereur avec des demandes légales et même socio-familiales, telles que des questions de divorce, consolidant une approche révolutionnaire du dialogue Église -État. Le phénomène des «voyages sacrés» est devenu si prévalent qu'il a suscité des inquiétudes au sein de l'Église elle-même, conduisant à des réglementations visant à contrôler ces mouvements. Au 5ème siècle, l'Église avait établi un protocole formalisé pour l'audience des représentants ecclésiastiques avec l'empereur, institutionnalisant davantage le rôle de l'Église au sein du cadre impérial et soulignant le rôle pivot du clergé dans la médiation entre les sphères spirituelle et temporelle.
περισσότερα