Περίληψη
Η παρούσα διατριβή προτείνει μια φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης της ζωγραφικής συναρτημένη με την έννοια της ουτοπίας όπως την επανεισήγαγε στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο ο Ερνστ Μπλοχ· όχι ως αφηρημένη, χιμαιρική, απατηλή ονειροπόληση αλλά ως συγκεκριμένο, εμπράγματο πεδίο ανοιχτών δυνατοτήτων του ιστορικού γίγνεσθαι προς ένα καλύτερο κόσμο. Η ζωγραφική μελετάται ως διακριτή και αυτόνομη κοινωνική πρακτική κατά την αλτουσεριανή προσέγγιση, δηλαδή ταυτόχρονα «ποίηση» και «πράξη» κατά την οποία η ζωγραφική πρώτη ύλη μετασχηματίζεται σε έργο τέχνης αλλά και ο ίδιος ο ατομικός δρών αυτομετασχηματίζεται σε καλλιτεχνικό υποκείμενο μέσω της πρακτικής του. Μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως η ατελεύτητη προσπάθεια, μέσα στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό και χωροχρονικό συγκείμενο, ένας κόσμος πραγμάτων, γεγονότων και ιδεών να μεταπλάθεται σε έναν φαινομενικά αυτάρκη κόσμο εικαστικών αξιών και εικονιστικών νοημάτων. Έτσι, αναζητούνται στο σώμα της ζωγραφικής ίχνη ουτοπικού φορτίου -ιστορικού, κοινωνικού ...
Η παρούσα διατριβή προτείνει μια φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης της ζωγραφικής συναρτημένη με την έννοια της ουτοπίας όπως την επανεισήγαγε στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο ο Ερνστ Μπλοχ· όχι ως αφηρημένη, χιμαιρική, απατηλή ονειροπόληση αλλά ως συγκεκριμένο, εμπράγματο πεδίο ανοιχτών δυνατοτήτων του ιστορικού γίγνεσθαι προς ένα καλύτερο κόσμο. Η ζωγραφική μελετάται ως διακριτή και αυτόνομη κοινωνική πρακτική κατά την αλτουσεριανή προσέγγιση, δηλαδή ταυτόχρονα «ποίηση» και «πράξη» κατά την οποία η ζωγραφική πρώτη ύλη μετασχηματίζεται σε έργο τέχνης αλλά και ο ίδιος ο ατομικός δρών αυτομετασχηματίζεται σε καλλιτεχνικό υποκείμενο μέσω της πρακτικής του. Μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως η ατελεύτητη προσπάθεια, μέσα στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό και χωροχρονικό συγκείμενο, ένας κόσμος πραγμάτων, γεγονότων και ιδεών να μεταπλάθεται σε έναν φαινομενικά αυτάρκη κόσμο εικαστικών αξιών και εικονιστικών νοημάτων. Έτσι, αναζητούνται στο σώμα της ζωγραφικής ίχνη ουτοπικού φορτίου -ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού- και ταυτόχρονα διερευνάται η εσώτερη ουτοπική της διάσταση –αυτή που προσιδιάζει στη δική της γλώσσα και ιστορία- όπως μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο. Αναζητούνται επίσης οι όροι προσαρμογής ή εναντίωσης της ως καλλιτεχνικής πρακτικής στα καθεστώτα αλήθειας του καιρού της, οι πρακτικές ελευθερίας που αναπτύχθηκαν εντός της. Πώς, τελικά, τα ίδια τα έργα τέχνης συνομιλούν με την εποχή τους, την ιστορική και ζωγραφική μνήμη, τα δυνατά τους μέλλοντα. Η περίοδος αναφοράς της έρευνας είναι ο 20ός αιώνας. Για να κατανοηθούν όμως στην πληρότητά τους οι εσωτερικές εξελίξεις στον κόσμο της ζωγραφικής τέχνης, έπρεπε να μετατοπιστούν τα όρια της συμβατικής περιοδολόγησης. Γιατί, τα ανοιχτά μέτωπα και τα κύρια επίδικα αυτών των εξελίξεων εισέβαλαν με ορμή στο προσκήνιο στα μέσα του 19ου αιώνα και ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους με τους όρους που είχαν τεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέσα στις δώδεκα δεκαετίες που μεσολάβησαν, οι καλλιτέχνες επαναπροσδιόρισαν πολλές φορές τον κοινωνικό τους ρόλο, επινόησαν εκ νέου τον εαυτό τους και την τέχνη τους, προέταξαν τη χειραφέτησή της και την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας της. Η διατριβή αναπτύσσεται σε δύο μέρη. Το πρώτο εκκινεί από τη φαινομενολογική μελέτη της ζωγραφικής πράξης, τη διερεύνηση της μικροφυσικής της· τα εκφραστικά εργαλεία της, τη «γλώσσα», το «αλφάβητο» και το αεί-παρόν άρρητο υπόβαθρο των εικονιστικών νοημάτων της, την καλλιέργεια και άσκηση βλέμματος, τις τροπικότητες εικονοποίησης του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου μέσα από το υποκειμενικό βλέμμα των καλλιτεχνών. Ακολούθως, μελετάται η σχέση μεταξύ αναπαράστασης και αφαίρεσης υπό το πρίσμα της θεώρησης της ζωγραφικής ως προγραμματικά αφαιρετικής τέχνης -ως τέχνης που «δεν αποδίδει το ορατό αλλά καθιστά κάτι ορατό»-, καθώς και η, ταυτόχρονα συμβιωτική και ανταγωνιστική, σχέση μεταξύ φωτογραφίας και ζωγραφικής. Τέλος επιχειρείται μια ερμηνευτική, ιστορικά και φιλοσοφικά, προσέγγιση της συγκρότησης των καλλιτεχνικών υποκειμενικοτήτων. Σε όλες τις παραπάνω επιμέρους ενότητες τα ίχνη μακράς διάρκειας της ζωγραφικής ιστορίας και οι συμβαντικές μετατοπίσεις εντός της έχουν καθοριστική σημασία για την εκδίπλωση του επιχειρήματος. Το δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος αποτελεί μια γενεαλογία ζωγραφικών έργων της υπό πραγμάτευση περιόδου με βάση την οποία εξετάζεται συστηματικά η συνάρθρωση της τέχνης με το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα, είναι διαρκής η μέριμνα να αναδεικνύονται τόσο η άλυτη διαλεκτική ένταση ατομικού – συλλογικού όσο και οι βαθμοί αυτονομίας της ζωγραφικής με τις δικές της χρονικότητες. Τα έργα τέχνης μελετώνται ως φαινομενικά αυτάρκεις ενικότητες που φιλοδοξούν με την αισθητική αυταξία τους και το νοηματικό φορτίο τους να εγείρουν καθολική αξίωση· ως ετεροτοπίες σύμφωνα με τη φουκωική εννοιολόγηση· ως διαλεκτικές εικόνες υιοθετώντας την προσέγγιση του Βάλτερ Μπένγιαμιν· ως τεκμήρια κοινωνικοπολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών μετασχηματισμών. Η συγκρότηση αυτής της ζωγραφικής γενεαλογίας με κύριο γνώμονα την ανάδειξη της πολυπρισματικής ουτοπικής διάστασης της ζωγραφικής τέχνης για μια τόσο μεγάλης διάρκειας ιστορική περίοδο αποτελεί, εκ των πραγμάτων, μια διαδικασία που παραμένει ανοιχτή σε προσθήκες, σημαντικές διακλαδώσεις και παράλληλες εξελίξεις ικανές να δώσουν μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη εικόνα των συμπερασμάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The current thesis proposes a philosophical contemplation of the art of painting in relation to the concept of utopia as Ernst Bloch reintroduced it into philosophical vocabulary; not as an abstract, chimerical, illusory daydreaming, but as a concrete, tangible field of open potentialities of the historical becoming toward a better world. According to the Althusserian approach, painting is studied as a distinct and autonomous social practice, i.e. 'poetry' and 'practice', in which painting raw material is transformed into a work of art, and the individual actor himself is transformed into an artistic subject through his practice. It can be briefly described as the never-ending effort, within the respective socio-political and spatio-temporal context, to transform a world of things, events, and ideas into a seemingly self-sufficient world of pictorial values, and visual meanings. Thus, traces of utopian charge - historical, social, and political - are searched in the body of painting, ...
The current thesis proposes a philosophical contemplation of the art of painting in relation to the concept of utopia as Ernst Bloch reintroduced it into philosophical vocabulary; not as an abstract, chimerical, illusory daydreaming, but as a concrete, tangible field of open potentialities of the historical becoming toward a better world. According to the Althusserian approach, painting is studied as a distinct and autonomous social practice, i.e. 'poetry' and 'practice', in which painting raw material is transformed into a work of art, and the individual actor himself is transformed into an artistic subject through his practice. It can be briefly described as the never-ending effort, within the respective socio-political and spatio-temporal context, to transform a world of things, events, and ideas into a seemingly self-sufficient world of pictorial values, and visual meanings. Thus, traces of utopian charge - historical, social, and political - are searched in the body of painting, while its innermost utopian dimension - that of its own language and history - is explored as it is transformed throughout its history. The conditions of its adaptation or opposition as an artistic practice to the regimes of truth of its time, as well as the practices of freedom that emerged within it, are also examined. Finally, how do works of art interact with their time, historical and pictorial memory, and potential futures. The thesis' reference period is the twentieth century. However, to completely comprehend the internal developments in the realm of art painting, the boundaries of conventional periodization had to be shifted. For, the open fronts and key debates of these developments rose to prominence in the mid-nineteenth century and completed their cycle in the set terms in the early 1970s. In the intervening twelve decades, artists have reinterpreted their societal function, re-invented themselves and their art, prioritized its emancipation and the conquest of its self-consciousness. The thesis is structured in two sections. The first section begins with a phenomenological study of the act of painting, an investigation of its microphysics; its expressive tools, its "language," the "alphabet," and the always-present unspeakable background of its visual meanings, the cultivation and exercise of the artistic gaze, the modalities of visualization of the external and internal worlds through the subjective gaze of the artists. The relationship between representation and abstraction is then examined considering painting as a programmatically abstract art - one that "does not render the visible but makes something visible" - as well as the symbiotic and antagonistic relationship between photography and painting. Finally, an interpretive, historical, and philosophical approach to the constitution of artistic subjectivities is attempted. In all the preceding subsections, the traces of long-term painting history, as well as the evental changes within it, are crucial to the unfolding of the argument. The second and broader section is a genealogy of paintings from the study era, in which the coarticulation between art and social, political, and historical processes is methodically examined. At the same time, there is a constant concern to highlight both the unresolved dialectical tension between the individual and the collective, as well as the degrees of autonomy of painting in relation to its own temporalities. Works of art are studied as seemingly self-sufficient entities that aspire to raise a universal claim through their aesthetic self-assertiveness and meanings' charge; as heterotopias according to Foucauldian conceptualization; as dialectical images following Walter Benjamin's approach; as evidence of sociopolitical, ideological, and cultural transformations. The creation of this genealogy with the primary goal of highlighting the multiprismatic utopian dimension of painting for such a long historical period is, in fact, a work in progress; open to additions, important ramifications, and parallel developments capable of providing an even more complete picture of the conclusions.
περισσότερα