Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και ένδικη προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων
Περίληψη
1. Θέμα Διατριβής: «Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και Ένδικη προστασία των Συνταγματικών Δικαιωμάτων». 2. Επιλογή του θέματος: Πιστεύω, ότι το κοινό ανάμεσα σε ένα μοναχό και έναν φοιτητή ή ερευνητή της επιστήμης, είναι ότι και οι δύο είναι μαθητές της αληθείας. Όπως η υπακοή γίνεται πάντοτε εν Αγίω Πνεύματι, έτσι και η έρευνα γίνεται εν αληθεία για την προώθηση της επιστήμης προς όφελος της κοινωνίας. Στην Διατριβή, προτίμησα από σεβασμό στον θεσμό της Εκκλησίας, να ασχοληθώ περισσότερο με την έρευνα περί των συνταγματικών δικαιωμάτων ή των αρμοδιοτήτων των νομικών προσώπων της Εκκλησίας και λιγότερο με με τα δικαιώματα των εν σχήμα μελών της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τούτο διότι η Εκκλησία αποτελεί, βάσει του Τριαδικού δόγματός της, τον Ένα και Ίδιο Θεό, με τρείς υποστάσεις, τρία πρόσωπα (τον Πατέρα, τον Υϊό και το Άγιο Πνεύμα). Η ίδια η δογματική φύση της Εκκλησίας υποστασιάζεται και εκφράζεται μέσα από τα τρία πρόσωπα του Θεού. Προβαλλόμενη η εκκλησία ως θεσμός στον εξωτε ...
1. Θέμα Διατριβής: «Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και Ένδικη προστασία των Συνταγματικών Δικαιωμάτων». 2. Επιλογή του θέματος: Πιστεύω, ότι το κοινό ανάμεσα σε ένα μοναχό και έναν φοιτητή ή ερευνητή της επιστήμης, είναι ότι και οι δύο είναι μαθητές της αληθείας. Όπως η υπακοή γίνεται πάντοτε εν Αγίω Πνεύματι, έτσι και η έρευνα γίνεται εν αληθεία για την προώθηση της επιστήμης προς όφελος της κοινωνίας. Στην Διατριβή, προτίμησα από σεβασμό στον θεσμό της Εκκλησίας, να ασχοληθώ περισσότερο με την έρευνα περί των συνταγματικών δικαιωμάτων ή των αρμοδιοτήτων των νομικών προσώπων της Εκκλησίας και λιγότερο με με τα δικαιώματα των εν σχήμα μελών της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τούτο διότι η Εκκλησία αποτελεί, βάσει του Τριαδικού δόγματός της, τον Ένα και Ίδιο Θεό, με τρείς υποστάσεις, τρία πρόσωπα (τον Πατέρα, τον Υϊό και το Άγιο Πνεύμα). Η ίδια η δογματική φύση της Εκκλησίας υποστασιάζεται και εκφράζεται μέσα από τα τρία πρόσωπα του Θεού. Προβαλλόμενη η εκκλησία ως θεσμός στον εξωτερικό κόσμο, μέσα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με αφορμή ή χάριν στο Διάταγμα των Μεδιολάνων, αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο ή μία κοινωνική πραγματικότητα, επομένως κατέστη υποκείμενο δικαίου, και κατ’ επέτκαση υποκείμενο δικαιωμάτων.Σκοπός μου είναι να δώσω την βαρύτητα στήν νομική, ως συλλογική, προσωπικότητα της Εκκλησίας, και γι’ αυτό στην προστασία της συλλογικής θρησκευτικής ελευθερίας, ή άλλως της θρησκευτικής ελευθερίας όταν εκφράζεται συλλογικά, χωρίς να προσβάλλεται ή αποδυναμώνεται η ουσία της ατομικής θρησκευτικής ελευθερίας. Εξέτασα όμως, και παρουσίασα, την άσκηση συλλογικών δικαιωμάτων αλλά και αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, υπό το φως των συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν ατομικά δικαιώματα, όπως την αξία του προσώπου, την προσωπική και θρησκευτική ελευθερία, το συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, την ελευθερία του λόγου και όχι την ρητορική του μίσους ή την θρησκευτική μισαλοδοξία, την μη εξευτελιστική μεταχείριση, κ.α. Και τούτο διότι, όπως το φως διαχέεται και διεισδύει παντού, έτσι και οι συνταγματικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου διατάξεις που προστατεύουν τα δικαιώματα αυτά, εισχωρούν και φωτίζουν την άσκηση των συλλογικών ελευθεριών των νομικών προσώπων της Εκκλησίας, και επομένως οφείλουν να ασκούνται χωρίς να αναστέλλουν τις ατομικές ελευθερίες. 3. Οργάνωση της ύλης και περιεχόμενο της Διατριβής: Το Σύνταγμα του κράτους, ορίζει την μορφή του πολιτεύματος, τις σχέσεις κράτους εκκλησίας, περιέχει το οργανωτικό μέρος, τα ατομικά δικαιώματα, τα όργανα και την λειτουργία των τριών κρατικών εξουσιών. Το «Σύνταγμα» της Εκκλησίας, είναι το δόγμα της, όπως εμπεριέχεται στην Αγία Γραφή, την ιερά παράδοση, και τους κανόνες της Εκκλησίας. Το σχήμα δηλαδή: οργανωτικό μέρος και ατομικά δικαιώματα, είναι δεδομένο και αποτέλεσε βάση για την εργασία μου. Το κείμενο ανάπτυξης της Διατριβής περιλαμβάνει προθεωρία, εισαγωγή και δύο μέρη. Στην προθεωρία α) παρουσιάζεται ο επιδιωκόμενος σκοπός της διατριβής, β) αναφέρονται επιγραμματικά καθ’ ύλην, νομολογιακά θέματα που απασχόλησαν ένδικες διαφορές σχετικά με συνταγματικά δικαιώματα των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, και γ) τίθενται ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει και αναπτύξει η διατριβή. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν στον προσδιορισμό α) των νομικών προσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, του καθεστώτος που τα διέπει, και την διαφοροποίησή τους από άλλα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα, β) των συνταγματικών σχέσεων κράτους και εκκλησίας, πώς (συν) υπάρχει και λειτουργεί η δικαιοταξία του κράτους με την δικαιοταξία της εκκλησίας, ως προς τα νομικά της πρόσωπα, και γ) του αν τα τελευταία μπορούν να καταστούν φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων στην εθνική έννομη τάξη, και κατ’ επέκταση των προστατευομένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων, ιδίως δε αν είναι φορείς μόνον της θρησκευτικής ελευθερίας ή και άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων.Η Εισαγωγή περιλαμβάνει την ανάπτυξη δύο κεφαλαίων. Το πρώτο ασχολείται με την περιγραφή του αντικειμένου ανάπτυξης και της διάρθρωση της ύλης των κεφαλαίων των δύο μερών, και το δεύτερο, που υποδιαιρείται σε τέσσερα υποκεφάλαια, με την εξειδίκευση των εννοιών και σχέσεων που αναφέρονται στο κείμενο ανάπτυξης της διατριβής. Αναλύονται μόνον οι έννοιες του κράτους, του χριστιανισμού, της διαμόρφωσης των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων, των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στην Ελλάδα, που πραγματεύεται η διατριβή σε αντιδιαστολή με τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα και τα του Παλαιού ημερολογίου στην εθνική έννομη τάξη. Μέσα από την ανάλυση των εννοιών, την ιστορική ανασκόπηση της ίδρυσης και του σκοπού της εκκλησίας, καταδεικνύεται, σε νομικά πλαίσια, η θέση της ως κοινωνικού φαινομένου και υποκειμένου δικαίου στην έννομη τάξη. Στο πρώτο Μέρος, που αποτελείται από τρία κεφάλαια, εξετάζονται: α) Η νομική θέση της Εκκλησίας στον Ελλαδικό χώρο, η διαφορά της εκκλησιαστικής από την κρατική εξουσία, το καθεστώς των σχέσεων εκκλησίας και κράτους σε διεθνές επίπεδο, ο προσδιορισμός των σχέσεών τους ανάλογα με τον βαθμό κρατικής αναγνώρισης και προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, το καθεστώς των συγκεκριμένων σχέσεων εκκλησίας και κράτους στην Ελλάδα, σε συνταγματικό και νομοθετικό επίπεδο, με αναφορά στα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα σε περιοχές της Ελλάδος. β) Τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Γίνεται αναφορά στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας τους, την νομική προσωπικότητά τους, στο περίγραμμα της κεντρικής και περιφερειακής οργανωτικής δομής και διοίκησής τους τους, τις κλαδικές μορφές και κατηγορίες τους, καθώς και την εκκλησιαστική απονομή της δικαιοσύνης από αυτά. γ) Τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ιδιαίτερου εκκλησιαστικού καθεστώτος που υπάρχουν και λειτουργούν στην εθνική έννομη τάξη, δηλαδή οι εκκλησιαστικές διοικήσεις της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, των Μητροπόλεων Δωδεκανήσου και της αυτοδιοικούμενης περιοχής του Αγίου Όρους. Γίνεται αναφορά στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας τους, την νομική προσωπικότητά τους, τις οργανωτικές μορφές των νομικών προσώπων τους, καθώς και της απονομής εκκλησιαστικής δικαιοσύνης από αυτά. Στο δεύτερο Μέρος αναλύονται τα συνταγματικά δικαιώματα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, όσα είναι συμβατά με την φύση των θεσμών τους, και τον σκοπό που υπηρετούν, με εισαγωγική αναφορά στα θεμέλια των ατομικών δικαιωμάτων, η έννοια και νομική φύση τους, η διάκριση των ατομικών από τα συλλογικά δικαιώματα, τα είδη των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι αποδέκτες τους, οι περιορισμοί στην άσκησή τους, ο εσωτερικός και δικαστικός έλεγχος πράξεων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων από την Εκκλησία και την Πολιτεία αντίστοιχα, η εκκλησιαστική και κρατική εποπτεία κατά την άσκηση των δικαιωμάτων, καθώς και συμπεράσματα επάρκειας ή ανεπάρκειας του συστήματος δικαστικής προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, αναγνωρίζει συνταγματικά δικαιώματα υπέρ των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, και πόθεν απορρέουν; Η απάντηση είναι καταφατική. Συνταγματικά δικαιώματα, φορείς των οποίων δύνανται καταρχήν να καταστούν εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, αφορούν στην νομική προσωπικότητα της εκκλησίας, την ατομική και συλλογική θρησκευτική ελευθερία με τις εκφάνσεις της, της ελευθερίας εκδήλωσης της θρησκευτικής συνείδησης και της ελευθερίας λατρείας, την αυτονομία στην οργάνωση και διοίκησή της, την αυτοδιάθεση των μελών της, τον νόμιμο δικαστή στις ένδικες διαφορές που δημιουργούνται σχετικά με την άσκησή τους, την δικαστική παράσταση και την δίκαιη δίκη προς προστασία των δικαιωμάτων τους, την ελευθερία της ένωσης για θρησκευτικούς σκοπούς, όπως της συμμετοχικής, συλλογικής λήψης αποφάσεων του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου (συνοδική διοίκηση, μητροπολιτικά, ενοριακά συμβούλια, ηγουμενοσυμβούλια κ.α), ίδρυσης Μ.Κ.Ο., φιλανθρωπικών, εκκλησιαστικών ιδρυμάτων κ.ἄ., την ιδιοκτησία και περιουσία τους, θέματα οικονομικής ελευθερίας τους, όπως ίδρυσης εταιρειών υπό προϋποθέσεις κερδοσκοπικού (και μη) χαρακτήρα με σκοπό την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δημοσίων ή ιδιωτικών συμβάσεων, εκτέλεσης εκκλησιαστικών έργων, ισότητας και ίσης μεταχείρισης, αναφέρεσθαι στις αρχές και πρόσβασης σε διοικητικά στοιχεία, εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητας με ομόδοξες εκκλησίες του εξωτερικού, θρησκευτικής εκπαίδευσης και διδασκαλίας, συνεργασίας και διαλόγου με την Πολιτεία σε κοινούς τομείς δράσης με σκοπό την αλληλεγγύη και στόχο την εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης και της ανθρωπιστικής βοήθειας. Γίνεται επίσης αναφορά και σε λοιπά συνταγματικά δικαιώματα, φορείς των οποίων δύνανται να καταστούν συλλογικές θρησκευτικές ενώσεις, και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, όπως προστασίας τιμής και φήμης, ελευθερίας γνώμης και δημοσίευσης στοχασμών καθώς και επικοινωνίας μέσω ραδιοφώνου και τηλεοπτικών εκπομπών.Τα δικαιώματα αυτά, με αφετηρία την ελευθερία της προσωπικότητας, απορρέουν από τις ιδιαίτερες εκφάνσεις της ελευθερίας αυτής, όπως της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της λατρείας, και κυρίως απορρέουν ειδικότερα από την μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο επίπεδο της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλαδή από την ατομική (θετική ή αρνητική) θρησκευτική ελευθερία στήν συλλογική θρησκευτική ελευθερία. Αναγνωρίζει το Σύνταγμά μας συλλογική θρησκευτική ελευθερία; Το Σύνταγμα της Ελλάδος δεν διατυπώνει ρητά την έννοια της συλλογικής θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά η αναγνώριση της άσκησής της συνάγεται από την διατύπωση του άρθρου 13§2. Ως συλλογική θρησκευτική ελευθερία, εννοούμε την ανάπτυξη συλλογικών δικαιωμάτων, όπως της δημόσιας λατρείας και της συμμετοχής της εκκλησίας ή των θρησκευτικών κοινοτήτων στην δικαιοταξία της πολιτείας, μέσα από την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, περιουσίας, άσκησης της οικονομικής ελευθερίας, με την σύναψη συμβάσεων με το κράτος, εκτέλεσης έργων κ.α. Ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής Ρίκ Τόρφς διακρίνει τέσσερα επίπεδα θρησκευτικής ελευθερίας, όπως σχηματικά εμφανίζονται, αν ομοιάσουμε τις σχέσεις κράτους εκκλησίας με μία πυραμίδα. Στο πρώτο, που αποτελεί και την βάση της πυραμίδας πρέπει να είναι και παραμένει η ατομική θρησκευτική ελευθερία, θετική ή αρνητική, στο δεύτερο είναι το ομόλογό της, η συλλογική θρησκευτική ελευθερία, που εκδηλώνεται όπως είδαμε με την δημόσια λατρεία και την συμμετοχή της εκκλησίας στην δικαιοταξία της πολιτείας, η εκκλησία δηλαδή ή οι θρησκευτικές κοινότητες, μέσα στην ελληνική πολιτεία. Το τρίτο επίπεδο είναι αυτό της εσωτερικής αυτονομίας της εκκλησίας η οποία πρέπει να της αναγνωρισθεί από το κράτος και να προστατευθεί, και στο τέταρτο επίπεδο αναπτύσσονται οι σχέσεις εκκλησίας και κράτους. Στο τελευταίο τέταρτο επίπεδο η απαγόρευση κρατικής επέμβασης και η αξίωση ουδετερότητας που είναι έντονες στο τρίτο επίπεδο της αναγνώρισης και εξασφάλισης της εσωτερικής αυτονομίας της Εκκλησίας, υποχωρούν για να δημιουργηθεί χώρος για μία περισσότερο ενεργό συμμετοχή της εκκλησίας σε τομείς συνεργασίας με το κράτος. Συμπέρασμα είναι ότι τελικά, η έκταση αναγνώρισης από το κράτος της ατομικής και συλλογικής θρησκευτικής ελευθερίας, είναι εκείνη που προσδιορίζει τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, οι οποίες διακυβεύονται στο τέταρτο επίπεδο της θρησκευτικής ελευθερίας.Προχωρώντας η έρευνα, διαπιστώθηκε ότι, συνταγματικά δικαιώματα που απορρέουν από την ατομική και συλλογική θρησκευτική ελευθερία, αναπτύσσονται τόσο στην κάθετη σχέση κράτους εκκλησίας, προβαλλόμενα έναντι του κράτους, όσο και στην οριζόντια σχέση μεταξύ των εκκλ. νομ. προσώπων, όταν η εκκλησία δρα ως κρατική εξουσία, που κατ’ ανάγκην δρα, εφόσον είναι οργανωμένη ως ΝΠΔΔ. Τέτοια δικαιώματα προβάλλονται έναντι ιεραρχικά προϊστάμενων ή εποπτευόντων νομικών προσώπων της Εκκλησίας. Απλώς, βάσει της τελευταίας εθνικής νομοθεσίας, δεν εφαρμόζονται για την εκκλησία, όλες οι δικονομικές διατάξεις που διέπουν την Γενική Κυβέρνηση και τα ΝΠΔΔ, παρά μόνον αν αυτές το ορίζουν ρητά. Τούτο όμως, δεν αφαιρεί την δημόσια, την κανονιστική εξουσία της εκκλησίας. Ελάχιστες οι περιπτώσεις της σύγκρουσης δικαιωμάτων ή της τριτενέργειας, και αυτές κυρίως σε επίπεδο περιουσιακών δικαιωμάτων. Επί παραδείγματι, δικαίωμα ιδιοκτησίας σε ακίνητη περιουσία ενός εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, προβαλλόμενο από διακριτά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Η διατριβή εξετάζει και παρουσιάζει όμως, την άσκηση συλλογικών δικαιωμάτων αλλά και αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, υπό το φως των συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την αξία του προσώπου, την προσωπική και θρησκευτική ελευθερία, το συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, την ελευθερία του λόγου και όχι την ρητορική του μίσους ή την θρησκευτική μισαλοδοξία, την μη εξευτελιστική μεταχείριση, κ.α. Όπως το φως διαχέεται και διεισδύει παντού έτσι και οι συνταγματικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς διατάξεις που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα, εισχωρούν και φωτίζουν την άσκηση των συλλογικών ελευθεριών των νομικών προσώπων της Εκκλησίας, και επομένως οφείλουν να ασκούνται χωρίς να αναστέλλουν τις ατομικές ελευθερίες. Εκ των ων ουκ άνευ της εργασίας, αποτελεί η αναφορά στο καθεστώς σχέσεων ελληνικού κράτους και εκκλησίας. Καταρχήν υφίσταται καθεστώς της νόμω κρατούσης πολιτείας στις νομικές σχέσεις των δύο εξουσιών, το οποίο όμως εν τοις πράγμασι λειτουργεί ως καθεστώς συναλληλίας, ενίοτε και ομοταξίας στις σχέσεις τους. Παράδειγμα συναλληλίας: η τροποποίηση διατάξεων του ΚΧΕΕ βάσει εισήγησης της Εκκλησίας, ακόμα και με την μορφή νομοσχεδίου, μέσω του Υπουργείου Παιδείας στην Βουλή για την ψήφιση τυπικού νόμου. Έτσι, μετά την έκδοση των αποφάσεων 1393 και 1394 / 2017 του ΣτΕ, που έκριναν ότι αλλοδαποί μοναχοί έχουν δικαίωμα εκλέγειν αλλά όχι εκλέγεσθαι των μελών του Ηγουμενουσμβουλίου των Μονών (νπδδ) και όχι των Ησυχαστηρίων (νπιδ), όπου εγκαταβιούν, ακριβώς επειδή το ΣτΕ δέχθηκε ότι, τα Ηγουμενοσυμβούλια των Μονών ασκούν ενίοτε κρατική εξουσία, ως ΝΠΔΔ, ακολούθησε τροποποίηση του ΚΧΕΕ, με την θέσπιση νομοθετικής διάταξης, ότι μόνον ημεδαποί (Έλληνες) είναι εκλογείς και εκλόγιμοι ως μέλη των ηγουμενοσυμβουλίων των ι. Μονών τους. Αντίστοιχη διάταξη, δεν υφίσταται στον ΚΧΕΕ, για τα μέλη των ενοριακών ή μητροπολιτικών συμβουλίων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παράδειγμα Ομοταξίας: Στόν Ελληνικό Κώδικα Μετανάστευσης του Υπουργείου Μεταναστευτικῆς Πολιτικῆς, προσετέθη ὡς πρόθετος όρος γιά τήν ἔκδοση ἤ ἀνανέωση ἀδειῶν διαμονῆς γιά γνωριμία ἤ ἄσκηση μοναχικοῦ βίου, παρεκτός τῆς βεβαίωσης τῆς Μονῆς ἐγκαταβίωσης τοῦ Μοναχοῦ ἤ τοῦ Δοκίμου, καί ἡ σύμφωνη γνώμη τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη, ὅτι ὁ Μοναχός ἤ Δόκιμος εγκαταβιοί στην Μονή για άσκηση ή γνωριμία μοναχικού βίου. Με τον τρόπο αυτό ο Μητροπολίτης καθίσταται δεξιός βραχίονας της αποκεντρωμένης διοίκησης, δεσμεύοντάς την μονομερώς, εφόσον αρνητική σύμφωνη γνώμη του, παρά την υφιστάμενη βεβαίωση της Μονής, αποκλείει την έκδοση ή ανανέωση από την Διοίκηση αδειάς διαμονής του αλλοδαπού μοναχού. Μετά την τροποποίηση αυτή, υπήρξαν περιπτώσεις, όπου Μητροπολίτης, ως μονοπρόσωπο όργανο του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Μητρόπολης, εξέδωσε αρνητική διοικητική πράξη, με έρεισμα πνευματικούς λόγους ή λόγους άσχετους με τις προϋποθέσεις του νόμου, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο της απομάκρυνσης του αλλοδαπού μοναχού ή δοκίμου από την Μονή του ή και την απέλασή του από την Χώρα. Τέτοιες περιπτώσεις, μπορούν να συνιστούν είτε κατάχρηση εξουσίας, είτε λειτουργικό διχασμό των οργάνων της εκκλησιαστικής διοίκησης, ανάλογο, κατά την άποψή μας, με τον λειτουργικό διχασμό των οργάνων διοίκησης, όπως αναπτύχθηκε μέσα από την κλασσική θεωρία του διεθνολόγου scelle, με την οποία ασχολήθηκε το ΣτΕ από την δεκαετία του 1980, για να εξηγήσει τα διφυή νομικά πρόσωπα και τις λειτουργικές πράξεις της διοίκησης. Συμπερασματικά, όταν προσδίδεται στην Εκκλησία, κρατική ή δημόσια εξουσία, τότε η Εκκλησία, και τα νομικά πρόσωπά της, είναι περισσότερο αποδέκτες δικαιωμάτων παρά υποκείμενά τους. Αντιθέτως, όταν οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας, παραμένουν διακριτές, δηλαδή όταν συμβάλλονται για να αποδώσουν τους διακριτούς και κοινούς χώρους δράσης τους, χωρίς η μία να επεμβαίνει στον χώρο δράσης της άλλης, τότε αποδίδουν τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Τότε η εκκλησία είναι περισσότερο φορέας, παρά αποδέκτης δικαιωμάτων.Επιτακτική ωστόσο παραμένει η ανάγκη, ώστε η Εκκλησία, στην καταστατική οργάνωση και διοίκησή της, να συμπεριλάβει όλες τις τάξεις της, τις ανάγκες των οποίων οφείλει να εκπληρώσει. Αν δει κάποιος τον ΚΧΕΕ (Ν. 590/1977), θα διαπιστώσει ότι, από τα 75 άρθρα του, τα 42 (4-35, 51-56, 68-73) ρυθμίζουν τα της εκλογής, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των Αρχιερέων, της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η εκλογή των επιτρόπων των ενοριών, μέχρι και του Αρχιεπισκόπου, αποκλείει την συμμετοχή σε αυτήν του πληρώματος της εκκλησίας, τους πιστούς, για τους οποίους υπάρχει η Εκκλησία. Έτσι, ο κλειστός αριθμός στην εκλογή πνευματικών και διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας, η εν πολλοίς κατάλυση της εσωτερικής αυτονομίας της διακριτής τάξης των μοναχών, αποτελούν ρυθμίσεις ή πρακτικές που δημιουργούν εμπόδια στην πραγμάτωση της αποστολής της Εκκλησίας, όπως μας παραδόθηκε από τα πρώϊμα χριστιανικά χρόνια. Αντιθέτως, στην Εκκλησία της Κύπρου, όπως είδαμε πρόσφατα, αλλά και σε άλλα Πατριαρχεία, υπάρχει η συμμετοχή των πιστών στην εκλογή του Προκαθημένου της Εκκλησίας. Παράλληλα με την ανάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων, αναπτύσσεται ο δικαστικός έλεγχος προστασίας τους, όταν προσβάλλονται είτε από το κράτος είτε από τις προϊστάμενες ή εποπτεύουσες εκκλησιαστικές αρχές. Παρατίθεται στην εργασία, εθνική νομολογία, του ΕΔΔΑ, ορισμένες αποφάσεις του ΔΕΕ, καθώς και δικαστηρίων τρίτων χωρών, σχετικά με θέματα δικαιωμάτων που απορρέουν από την θρησκευτική ελευθερία.Ως προς τον δικαστικό έλεγχο πράξεων εκκλησιαστικών αρχών και την έκτασή του, έχουν διατυπωθεί ευρωπαϊκώς τρεις προσσεγγίσεις, όπως αναλύει ο Καθηγητής Ρικ Τόρφς. Η πρώτη προσέγγιση περιορίζει τον έλεγχο στην κρίση του δικαστηρίου, αν η προσβαλλόμενη πράξη έχει ληφθεί από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, οπότε ο δικαστής προχωρεί σε έλεγχο αρμοδιότητας. Η δεύτερη προχωρεί στην εξέταση αν το μέτρο ή η απόφαση από την αρμόδια εκκλησιασιαστική αρχή, είναι σύμφωνη με τους κανόνες λειτουργίας της αρχής, που ενήργησε στην σφαίρα της εσωτερικής αυτονομίας της, οπότε στο στάδιο αυτό ελέγχονται και οι διαδικαστικοί κανόνες, η παράβαση νόμου, πέραν από την αναρμοδιότητα. Στην τρίτη προσέγγιση, ο δικαστής δεν ελέγχει μόνο την αρμοδιότητα και τους διαδικαστικούς κανόνες, την παράβαση νόμου, αλλά εξετάζει, αν οι διαδικασίες αυτές είναι ικανοποιητικές από πλευράς πολιτειακού και ευρωπαϊκού δικαίου. Έτσι για παράδειγμα, εξετάζεται, ελέγχεται, αν οι διαδικαστικοί κανόνες που ακολούθησε η Εκκλησία ή η θρησκευτική κοινότητα, συμφωνούν με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής έννομης τάξης και τις εγγυήσεις που θέτουν ιδίως τα άρθρα 6, 9, 11, 14 της ΕΣΔΑ. Τα εθνικά δικαστήρια, και κυρίως το ΣτΕ, ακολουθούν κυρίως την τρίτη προσέγγιση, συχνά όμως απορρίπτουν ως απαράδεκτες αιτήσεις ακύρωσης, βάσει της φύσης του περιεχομένου (πνευματικού ή διοικητικού) της ένδικης διαφοράς, ανεξαρτήτως της φύσης του προσβαλλομένου δικαιώματος και εννόμων συνεπειών της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης στον δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Η εργασία, καταλήγει σε δύο προτάσεις. Η πρώτη πρόταση είναι αυτή της α) αποτελεσματικότερης δικαστικής προστασίας de lege lata, υπό το φως των συνταγματικών αρχών, όπως της αναλογικότητας, και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, με πρότυπο αποφάσεις κυρίως του ΕΔΔΑ, του γερμανικού ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου και του γαλλικού Conceil d’ Etat. Το ΣτΕ, πριν την εξέταση των λόγων ακύρωσης της πράξης που φέρεται να προσβάλλει ουσιαστικό δικαίωμα, εξετάζοντας το παραδεκτό, διακρίνει αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ή όχι πνευματικού περιεχομένου, ακόμα και αν η αρμοδιότητα έκδοσής της προβλέπεται από πολιτειακή διάταξη, ανεξάρτητα από τις διοικητικής φύσεως συνέπειες που προκαλεί ή την βλάβη επί του ουσιαστικού δικαιώματος και της φύσης του. Αντίθετα το ΕΔΔΑ, διακρίνει, αν οι οι ένδικες διαφορές έχουν διοικητικής φύσεως συνέπειες ή διακυβεύεται η ύπαρξη ατομικού δικαιώματος, ώστε ο δικαστικός έλεγχος να είναι αποφασιστικής σημασίας εν σχέσει με το δικαίωμα ή την κατηγορία, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του περιεχομένου της διαφοράς, αρκεί να αμφισβητείται ουσιαστικό δικαίωμα του προσφεύγοντος φυσικού ή νομικού προσώπου.Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο κινήθηκε από την νομολογιακή αρχή των διαιρεμένων πεδίων σε εκείνη της δίκαιης στάθμισης συμφερόντων. Ο δικαστής καλείται να συντονίσει, ως εφαρμοστής του νόμου, τις εγγυήσεις της θεσμικής ελευθερίας της Εκκλησίας με την οφειλόμενη κρατική προστασία συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τα οποία μπορεί να υπερτερούν από πλευράς σημαντικότητας νομικής προστασίας τους από το δικαίωμα αυτοδιοίκησης. Η ελευθερία δηλαδή αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταργεί ή αναιρεί διατάξεις και ρυθμίσεις που αναγνωρίζουν και προσδιορίζουν συγκεκριμένο συνταγματικό δικαίωμα, αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον σκληρό πυρήνα του ή λειτουργώντας εις βάρος του σκοπού της δημόσιας υπηρεσίας που επιτελεί η Εκκλησία εντός του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος. Οι σκοποί της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να υπηρετούν την αρχή της αναλογικότητας, της προηγούμενης ακρόασης, της συνέχειας της διοίκησης, της τήρησης της αρχής της νομιμότητας, ήτοι της μη παράβασης νόμου, της νόμιμης αιτιολογίας κατα την άσηση της δεσμευτικής αρμοδιότητας της διοίκησης ή της μη υπέρβασης των άκρων ορίων, του σεβασμού στην δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου στην διοίκηση κ.α., κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Αν και ο εθνικός δικαστής, εφαρμόσει τις νομολογιακές αυτές αρχές του ΕΔΔΑ και του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποδεσμεύεται από αρχές που μέχρι τώρα εφαρμόζει, σύμφωνα με τις οποίες καλείται να τάμει επάνω σε δυσδιάκριτες, ακόμα και από τον θρησκευτικό λειτουργό, περιοχές εσωτερικών ή εξωτερικών ζητημάτων της Εκκλησίας. Κριτήριο των δικονομικών προϋποθέσεων παροχής δικαστικής προστασίας, πρέπει να αποτελεί αυτό καθ’ εαυτό το προσβαλλόμενο δικαίωμα, η φύση του, οι κατά νόμον περιορισμοί του, η συμβατότητά του, κατά την αρχή της αναλογικότητας, με τον σκοπό του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο είναι μέλος, και οι έννομες συνέπειες που παράγει η προσβολή του στον χώρο του δημοσίου ή και του ιδιωτικού δικαίου.Παράδειγμα παθολογίας στην απονομή τόσο της πολιτειακής όσο και της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, αποτελεί η περίπτωση, όταν εμφανίζεται, της έλλειψης υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας. Στον χώρο της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, αναφέρομαι επί παραδείγματι στην περίπτωση των εκκλησιαστικών δικαστών των κατά τόπους επισκοπικών δικαστηρίων, όπου οι ίδιοι ασκούν την εκκλησιαστική ποινική δίωξη, ανακρίνουν ή αποφαίνονται επί ανακριτικών πράξεων των εκκλησιαστικών ανακριτών, δικάζουν με αποφασιστική ψήφο στο Επισκοπικό δικαστήριο, και παραπέμπουν σε ανώτερο Συνοδικό δικαστήριο, αν κρίνουν ποινή ενοχής μεγαλύτερη από αυτή που οι ίδιοι δύνανται να επιβάλλουν, ακόμα και για αδικήματα στα οποία θύμα φέρονται οι ίδιοι οι Επίσκοποι, που άσκησαν την εκκλησιαστική ποινική δίωξη ή και δίκασαν. Οι Μητροπολίτες των Συνοδικών Δικαστηρίων, πολλές φορές αποδέχονται παραινέσεις αρχιερέων, προκειμένου να καταδικάσουν τον πειθαρχικώς διωκόμενο, από συνάδελφό τους αρχιερέα, κληρικό ἤ μοναχό, τον οποίο, οι ίδιοι ως κατήγοροί του, παρέπεμψαν στο Συνοδικό Δικαστήριο για να του επιβληθεί μεγαλύτερη τιμωρία. Το σύστημα απονομής της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης πάσχει, όπως υφίσταται και εφαρμόζεται στα πλαίσια του ν. 5383/1932, ο οποίος έχει κριθεί σε πολλές διατάξεις του αντισυνταγματικός. Η μη τροποποίησή του ακόμη προσκρούει σε διαφωνία ως προς την συμμετοχή ή μη στις προτάσεις των νομοθετικών διατάξεών του και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, λόγω της εφαρμογής του νόμου στις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών ή αναλογικά και στα ειδικότερα εκκλησιαστικά καθεστώτα, Κρήτης, Δωδεκανήσου, που τελούν υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στον χώρο της πολιτειακής δικαιοσύνης, προβληματισμός ως προς την διασφάλιση της αμεροληψίας, αποτελεί το γεγονός της συμμετοχής τόσο στην συνεδρία επεξεργασίας ΠΔ διάλυσης ι. Μονής, όσο και στην συνεδρία συζήτησης αίτησης ακύρωσης κατά του ιδίου ΠΔ, δικαστή, με την ιδιότητα του Προέδρου και στις δύο συνεδρίες, τόσο της διοικητικής επεξεργασίας της νομιμότητας του ΠΔ, όσο και της δικαστικής σύνθεσης δικανικής κρίσης της επίδικης διοικητικής πράξης, που έχει έρεισμα το ΠΔ, το οποίο συμπροσβάλλεται ως προς την νομοθετική εξουσιοδότησή του, και την συμφωνία του ή μη με το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, με αίτηση ακύρωσης ή άλλο ένδικο βοήθημα. Σχετικές αποφάσεις είναι αυτές του ΕΔΔΑ Procola v. Luxembourg, 28.09.1995, και 15/2017 του ΑΕΔ εξ αντιδιαστολής, όπου έκριναν έλλειψη αμεροληψίας, όταν ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο γνωμοδοτικά και δικαστικά καθήκοντα, ως προς την κρίση συνταγματικότητας ενός κανονιστικού διατάγματος. Όταν, Πρόεδρος του ΣτΕ από καθέδρας, κατά την εισήγηση Εισηγήτριας δικαστικής υποθέσεως, τονίζει λεκτικά παρεμβατικά, ότι οι μοναχοί οφείλουν υπακοή γενικά και αόριστα, προσδίδει νομικό περιεχόμενο σε μία εκκλησιαστική συμπεριφορά. Αν η υπακοή ή η ακτημοσύνη, που είναι αρετές, καταστούν νόμιμες υποχρεώσεις και προϋποθέσεις, στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η τυχόν έλλειψή τους ή πλημμελής εκπλήρωσή τους, θα οδηγήσει σε ένα δικανικό συμπέρασμα, που θα καταλήγει σε υπακοή προς διάλυση ενός εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή προς αναγκαστική μετακίνηση μίας εκκλησιαστικής κοινότητας από την έδρα της σε άλλη, βάσει μίας απροϋπόθετης σύμφωνης γνώμης ενός Μητροπολίτου, και κατάλυσης της θρησκευτικής ελευθερίας επιλογής του τόπου άσκησης ή γνωριμίας του μοναχικού/εκκλησιαστικού/θρησκευτικού βίου. Μία τέτοια νόμιμη υποχρέωση σε υπακοή, έρχεται σε αντίθεση με τους ίδιους τους ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως τον κδ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που ορίζει ότι, «τα άπαξ καθιερωθέντα μοναστήρια, κατά γνώμην επισκόπου, μένειν εις το διηνεκές μοναστήρια». Στο όνομα όμως μίας αντιδογματικής και ανελεύθερης υπακοής σε μονοπρόσωπα ή ακόμα και συλλογικά όργανα της εκκλησίας, έγιναν και οι σταυροφορίες, με τα γνωστά αποτελέσματα της ένοπλης βίας. Σήμερα ασκείται και άοπλη βία, όταν προσβάλλεται ο πυρήνας της ατομικής θρησκευτικής ελευθερίας, χωρίς την οποία δεν διασφαλίζεται ούτε το δικαίωμα στην πίστη ή απιστία, ούτε το δικαίωμα οργάνωσης και αυτονομίας της εκκλησίας.Είναι τραγική, η διαπίστωση, όπως αναλύεται στην διατριβή, της θέσης, εκτός νόμου και ιερών κανόνων, όρων, από εκπροσώπους εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, προκειμένου να συναινέσουν, σε υποψήφιο ή μέλος μίας εκκλησιαστικής κοινότητας, ως προς την ένταξή του σε αυτήν ή την απόλυση ή μετακίνησή του σε άλλη εκκλησιαστική κοινότητα. Ρητορικές μίσους επίσης, αποτελούν εξευτελιστικές, βασανιστικές και απάνθρωπες συμπεριφορές, ή συμπεριφορές που αποπνέουν θρησκευτική μισαλλοδοξία, δεν έχουν θέση πρωτίστως στον χώρο της εκκλησίας. Αν παραβατικές συμπεριφορές, όπως οι ανωτέρω, διαφύγουν τόσο του πολιτειακού (διοικητικού και δικαστικού), βάσει μίας απόλυτης ουδετερότητας της κρατικής έναντι της εκκλησιαστικής εξουσίας, όσο και του ενδοεκκλησιαστικού ελέγχου, βάσει μίας εντολής καταναγκαστικής, και όχι εν Πνεύματι Αγίω, υπακοής, τότε σε τί θα διέφερε ως προς τους αποδέκτες των δικαιωμάτων (πολιτείας και εκκλησίας), η δημοκρατία από την αναρχία, η ελευθερία από την δουλεία, η αυθαιρεσία από την νομιμότητα, η εξουσία από την κατάχρηση στην άσκησή της; Η δεύτερη πρόταση είναι αυτή της β) αποτελεσματικότερης νομοθετικής προστασίας de lege ferenda, με σκοπό να συνεισφέρει η εργασία, κατά το δυνατόν περισσότερο, στην νομική επιστήμη και δικαιοσύνη. 4. Τί συνεισφέρει η διατριβή στην τέχνη και επιστήμη;Η εργασία αφενός συγκεντρώνει τα συνταγματικά δικαιώματα των οποίων φορείς υπό προϋποθέσεις δύνανται να είναι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, αφετέρου επιδιώκει να αποτελέσει εφαλτήριο α) για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της Εκκλησίας και την επανοριοθέτηση του δικαίου της, μέσα στην Ελληνική Πολιτεία, καθώς και β) για την σύγχρονη έκφραση του οράματός της για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Πιστεύω, και προτείνω, ότι επειδή το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο σήμερα, δεν αποτελεί ξεκάθαρο τοπίο για τους λόγους που εξήγησα, είναι αναγκαία η ρύθμιση των σχέσεων εκκλησίας πολιτείας μέσα από μία (δημόσια) σύμβαση μεταξύ τους, που θα προβλέπεται συνταγματικά στο άρθρο 3 του Συντάγματος. Η σύμβαση αυτή θα πρέπει να είναι θεμελιώδης, στην οποία θα συμμετέχουν επί ίσοις όροις Εκκλησία και Πολιτεία, ως ισότιμες, αλλά διαφορετικές πηγές πρωτογενούς εξουσίας, όπου εκεί θα καθορισθούν, όχι απλά τα περιουσιακά δικαιώματα, διότι μέχρι σήμερα, μόνο γι αυτά τα θέματα συνήθως συμβάλλονται οι δύο εξουσίες, αλλά ουσιαστικά δικαιώματα, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις. Επί παραδείγματι, ένα ουσιαστικό δικαίωμα τέτοιας ρύθμισης και κατοχύρωσης, δύναται να είναι το δικαίωμα συνεργασίας και διαλόγου της Εκκλησίας με την Πολιτεία και η αντίστοιχη υποχρέωση της πολιτείας σε συνεργασία με την εκκλησία και τις θρησκείες, σε κοινούς τομείς δράσης, όπως κοινωνική πρόνοια, παιδεία κ.α. Πρότυπο γι αυτή την νομοθετική ρύθμιση, αποτελεί το άρθρο 17.3 της ΣΛΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την Συνθήκη της Λισσαβόνας (όπως αυτά αναπτύσσονται στις σελίδες 384-386 της διατριβής). Αν μάλιστα, κατά το πρότυπο της Σύμβασης της Κρητικής πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (14.10.1900, ν. 276/1900 εκτελεστικός της σύμβασης νόμος ΚΧΕΚ), μετέχουν στην προτεινόμενη Σύμβαση, τόσο το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και η Εκκλησία της Κρήτης, εκεί θα εφαρμοσθεί και η δογματική ενότητα των εκκλησιών, που διακηρύσσεται στο άρθρο 3 του Συντάγματος, ενότητα η οποία, κατά την λεκτική διατύπωση του Συντάγματος μάλιστα, προηγείται, αλλά και δογματικά είναι υπέρτερη διότι αποτελεί προϋπόθεση, και αυτής της αυτοκεφαλίας των Εκκλησιών, επειδή Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει θεσμικά, όσο είναι δογματικά ενωμένη και αναγνωρισμένη από όλες τις ομόδοξες Εκκλησίες (όπως οι κλάδοι αποτελούν συνέχεια του ιδίου δένδρου), ειδάλλως αποτελεί θρησκευτική κοινότητα που δύναται να αναγνωρισθεί ως νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων από το κράτος και να συνδέεται δογματικά με άλλη ομολογία πίστης. Με τον τρόπο αυτό, και αφού η σύμβαση αυτή κυρωθεί με (εκτελεστικό των όρων της Σύμβασης) νόμο της Βουλής, δεν θα μπορεί να αλλάζει μονομερώς η εκκλησιαστική καταστατική νομοθεσία, ούτε από το κράτος, ούτε από την εκκλησία, αλλά μέσα στα πλαίσια της σύμβασης που θα καταρτισθεί, κατ’ αναλογία με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης (ν.276/1900), που προέβλεπε στην ακροτελεύτια διάταξή του την δυνατότητα τροποποιήσεως των διατάξεών του, μόνο μετά από συμφωνία μεταξύ της Επαρχιακής Συνόδου και της Κρητικής Πολιτείας. Έτσι πιστεύω, ότι θα καταπολεμηθεί η πολυνομία, και θα επιτευχθεί η συμμόρφωση των συμβαλλομένων αρχών με τα συμβληθέντα, αφού προηγουμένως ορισθεί κανονιστικά, σε διάταξη του Συντάγματος, η συμβατική σχέση των μερών. Περισσότερο από όλα, θα καθορισθεί το νομοκανονικό πλαίσιο αυτονομίας της εκκλησίας της Ελλάδος. Δικλείδα ασφαλείας τήρησης των συμβληθέντων, θα αποτελεί ο δικαστικός έλεγχος (σελ. 317-318 της διατριβής) τήρησης της αρχής της νομιμότητας και κανονικότητας αντίστοιχα των δύο εξουσιών, κατά την αρχή του ρωμαϊκού δικαίου patere legem quam ipse fesisti (υποφέρετε τον νόμο που οι ίδιοι έχετε θεσπίσει) (σελ. 390-391 διατριβής), η οποία αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου, εφαρμοζόμενη και από το ΔΕΕ, όπως στην περίπτωση των δημοσίων συμβάσεων (σελ. 14 της διατριβής). Πιστεύω ότι, το άψυχο κλίμα μίας απόλυτης ουδετερότητας του κράτους προς την εκκλησία ή τις θρησκευτικές κοινότητες, δεν αφομοιώνεται από την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Η διαπίστωσή μου αυτή καθίσταται εμφαντικότερη από τον ισχυρισμό, εφόσον ισχύει, ότι στην ουσία η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι η νομική προβολή της κοινωνικής πραγματικότητάς της. Συνοψίζοντας, με βάση την τεκμηρίωση και απόδειξη του ερευνητικού υλικού επί του γνωστικού αντικειμένου της διατριβής, αναμφίβολα η Εκκλησία και τα νομικά πρόσωπά της: α) όταν λειτουργούν ως θρησκευτικά καθιδρύματα υπό την πνευματική τους εξουσία, είναι φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων, όσων είναι συμβατών με την φύση του συγκεκριμένου θεσμού στον οποίο εντάσσονται και τους σκοπούς που ο θεσμός αυτός υπηρετεί. Έτσι η θεωρία των «ειδικών σχέσεων εξουσίας», σύμφωνα με την οποία, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν ισχύουν στο εσωτερικό ορισμένων δημοσίων θεσμών, δεν δύναται να επιβιώσει, ενόψει του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας του εδαφίου δ του αυτού άρθρου. β) όταν λειτουργούν ως διοικητικές αρχές με κανονιστική εξουσία, είναι αποδέκτες των συνταγματικών δικαιωμάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
1. Dissertation topic: Ecclesiastical legal persons and legal protection of Constitutional Rights2.Topic selection It is my belief, that what a monk and a student or researcher of science share is that both of them are students of the truth. Just as obedience is practiced always within the Holy Spirit, thus also research is practiced in truth for the advancement of science to the benefit of society. In this Dissertation, I chose out of respect for the institution of the Church, to deal to a greater extent with the research on constitutional rights or the competences of the legal persons of the Church and less on the rights of the vested in habit members of the Orthodox Church of Greece. And this is due to that the Church constitutes, by virtue of its Triadic doctrine, the One and Only God, with three substances, three persons (the Father, the Son and the Holy Spirit). The very doctrinal nature of the Church is substantiated and expressed via the three persons of God. The Church, projec ...
1. Dissertation topic: Ecclesiastical legal persons and legal protection of Constitutional Rights2.Topic selection It is my belief, that what a monk and a student or researcher of science share is that both of them are students of the truth. Just as obedience is practiced always within the Holy Spirit, thus also research is practiced in truth for the advancement of science to the benefit of society. In this Dissertation, I chose out of respect for the institution of the Church, to deal to a greater extent with the research on constitutional rights or the competences of the legal persons of the Church and less on the rights of the vested in habit members of the Orthodox Church of Greece. And this is due to that the Church constitutes, by virtue of its Triadic doctrine, the One and Only God, with three substances, three persons (the Father, the Son and the Holy Spirit). The very doctrinal nature of the Church is substantiated and expressed via the three persons of God. The Church, projected as an institution in the external world, in the Roman empire, on the occasion of or thanks to the Edict of Milan, constitutes a social phenomenon or social reality, hence it became a legal subject, and by extension a subject of rights. My aim is to attribute the weight to the legal, as collective, personality of the Church, and thus to the protection of collective religious freedom, or otherwise religious freedom when it is expressed collectively, without an infringement or weakening of the substance of individual religious freedom. Yet, I examined and presented, the exercise of collective rights but also competences of ecclesiastical legal persons, in light of the constitutional provisions protecting civil rights, such as the value of the person, personal and religious freedom, the freedom of assembly and association for religious purposes, freedom of speech and not hate-rhetoric or religious bigotry, non–humiliating treatment etc. And this is to be accounted for that, as the light diffuses and penetrates everywhere, thus is also the case with the constitutional, European law and international law provisions which protect such rights, penetrate and enlighten the exercise of collective liberties of the legal persons of the Church, and thus they have to be exercised without suspending civil liberties. 3.Organisation of the subject matter and content of the Dissertation The Constitution of the state defines the form of government, church–state relations, it contains the organizational part, the civil rights, the organs and functioning of the three state powers. The ‘Constitution’ of the Church, is its doctrine, as it is contained in the Holy Scripture, the holy tradition, and the Church canons. The scheme, namely the organizational part and the civil rights, is taken as a given and constituted the basis for my work. The text elaborating my Dissertation includes pre-theory, an introduction and two parts. In the pre-theory a) the pursued aim of the dissertation is set out, b) we state, in summary form, ratione materiae, jurisprudential matters which concerned legal disputes on constitutional rights of the legal persons of the Church of Greece and c) questions are raised to which the dissertation is called upon to answer and elaborate. Such questions pertain to the determination a) of the legal persons of the Orthodox Church of Greece, the regime governing them, and their differentiation from other religious and ecclesiastical legal persons in Greece, b) the constitutional relations of the state and the church, how the legal order of the state co-exists and functions with the legal order of the church, with regard to its legal persons, and c) whether the latter can become bearers of constitutional rights within the national legal order, and by extension bearers of the rights protected by the ECHR, and especially whether they are bearers only of religious freedom or also other constitutional rights. The Introduction comprises the development of two chapters. The first deals with the account of the subject of development and of the structure of the subject matter of the chapters of the two parts, and the second, which is subdivided into four subchapters, deals with the concretization of the concepts and relations referred in the text of the development of the dissertation. We analyse only the concepts of the state, Christianity, the formation of the first ecclesiastical communities, the ecclesiastical legal persons in Greece, which the dissertation deals with in contrast to the religious legal persons and the Old Calendarist ones in the national legal order. Through the analysis of the concepts, the historical review of the establishment and the purpose of the Church, there manifests itself, in a legal framework, the Church’s position as a social phenomenon and a legal subject within the legal order. In the Part One, which is comprised of three chapters, the following is examined: a)The legal position of the Church in the Helladic area, the difference of the ecclesiastical from state power, the regime of the church-state relations in an international level, the determination of their relations according to the degree of state recognition and the protection of religious freedom, the regime of the specific church-state relations in Greece, on a constitutional and legislative level, with reference to the special ecclesiastical regimes in regions of Greece. b) The ecclesiastical legal persons of the Autocephalous Church of Greece. Reference is made to the legal framework of their functioning, their legal personality, to the outline of their central and peripheral organizational structure and administration, their sectoral forms and categories, as well as the ecclesiastical administration of justice by them. C) the ecclesiastical legal persons of special ecclesiastical regime existing and functioning in the national legal order, namely the ecclesiastical administrations of the Archdiocese of Crete, the Metropolises of Dodecanese and the self–governed region of Mount Athos. Reference is made to the legal framework of their functioning, their legal personality, the organizational forms of their legal persons, as well as the administration of ecclesiastical justice by them. In the Part Two we analyse the constitutional rights of the ecclesiastical legal persons, the ones which are compatible to the nature of their institutions, and the purpose served by them, with an introductory reference to the foundations of civil rights, their concept and their legal nature, the distinction of civil from collective rights, the types of the constitutional rights, their recipients, the restrictions in their exercise, the internal and judicial review of acts of the ecclesiastical legal persons by the Church and the State respectively, the ecclesiastical and state supervision in the exercise of their rights, as well as conclusions on the sufficiency or insufficiency of the system for the legal protection of the constitutional rights of ecclesiastical legal persons. Does the Constitution of Greece recognize constitutional rights for ecclesiastical legal persons, and where do they derive from? The answer is affirmative. Constitutional rights, whose bearers there can in principle become the ecclesiastical legal persons concern the legal personality of the church, the individual and collective religious freedom with its manifestations of the freedom of the expression of religious conscience and the freedom of worship, the autonomy in its organization and administration, the self-determination of its members, the lawful judge in the legal disputes which are created with regard to their exercise, the judicial attendance and the fair trial for the protection of their rights, the freedom of association for religious purposes, such as of the participative collective decision–making of the ecclesiastical legal person (synodal administration, metropolitan councils, parish councils, Councils of Elders etc.), of the establishment of NGO’s, of charitable foundations, ecclesiastical foundations etc., their ownership and property, matters of their economic freedom, such as the establishment of companies under conditions of for-profit (and non-profit) character with the purpose of the exploitation of the ecclesiastical property, of public or private contracts, of the implementation of ecclesiastical works, of equality and equal treatment, the right to petition the authorities and of access to administrative records, of ecclesiastical communion and unity with homodox overseas churches, of religious education and teaching, of cooperation and dialogue with the State in common areas of action with the purpose of solidarity and with the aim of the consolidation of social peace and humanitarian aid. Reference is further made also to other constitutional rights, whose bearers there can become collective religious associations and ecclesiastical legal persons, such as the rights of the protection of honor and reputation, the freedom of opinion and the publication of thoughts as well as communication via the radio and television shows. These rights, starting from the freedom of the personality, derive from special manifestations of the latter freedom, such as of religious freedom and the freedom of worship, and mainly derive more specifically from the transition from the first to the second level of religious freedom, namely from individual (positive or negative) religious freedom to collective religious freedom. Does our Constitution recognize a collective religious freedom? The Constitution of Greece does not expressly formulate the concept of collective religious freedom, but the recognition of its exercise is inferred by the wording of article 13 par. 2. As collective religious freedom, we mean the development of collective rights, such as public worship and the participation of the church or religious communities in the legal order of the state, through the acquisition of a legal personality, property, the exercise of economic freedom, through the conclusion of contracts with the state, the implementation of works etc.Professor Ric Torfs distinguishes four levels of religious freedom, as the schematically appear, if we illustrate church-state relations with a pyramid. At the first level, which constitutes the basis of the pyramid must be and remains the individual religious freedom, positive or negative, at the second level there is its homologue [correspondent!], collective religious freedom, which manifests itself as we saw by public worship and the participation of the church in the legal order of the state, the church, that is, or religious communities, within the Greek state. The third level is the one of the internal autonomy of the church which must be recognized to it by the state and be protected, and at the fourth level the state – church relations are elaborated. At the last fourth level the prohibition of the state interference and the claim of neutrality which are intense in the third level of recognition and safeguarding of the internal autonomy of the Church, recede to create an area for a more active participation of the church in areas of cooperation with the state. The conclusion is that, finally, the extent of the recognition by the state of the individual and collective religious freedom, is the one determining church-state relations, which are jeopardized at the fourth level of religious freedom. In the course of the research, it was ascertained that, constitutional rights which derive from individual and collective religious freedom, develop both in the vertical church-state relation, with the rights being projected towards the state, as well as in the horizontal relation between the ecclesiastical legal persons when the church acts as state power, as such which by necessity acts, insofar as it is organized as a Public Law Legal Person (PLLP). Such rights are projected towards hierarchically superior or supervisory legal persons of the Church. It is simply that, pursuant to the latest national legislation, all the court procedural provisions governing the General Government and the PLLP’s are not applied to the church, unless if they stipulate so expressly. This, however, does not deprive the public, regulatory power of the church. Minimal in number are the cases of the conflict of rights or of the third-party effect, and these are mainly at the level of property rights; for example, an ownership right on real property of an ecclesiastical legal person, brought by separate ecclesiastical legal persons. The dissertation examines and presents, however, the exercise of collective rights but also competences of ecclesiastical legal persons, in the light of the constitutional provisions protecting the value of the person, personal and religious freedom, assembly and association for the religious purposes, freedom of speech and not hate rhetoric or religious bigotry, the non–humiliating treatment etc. Just as light diffuses and penetrates everywhere thus also with the constitutional, European law and international provisions protecting individual rights, they penetrate and enlighten the exercise of collective freedoms of the legal persons of the Church, and thus have to be exercised without suspending civil freedoms. An integral part of this study is the reference to the regime of the relations of the Greek state and the church. In principle there is a regime of the ‘state ruling by law’ in the legal relations of the two powers, which however de facto functions as a regime of synallelia (mutual solidarity), at times even homotaxy in their relations. An example of synallelia: the amendment of provisions of the Statutory Charter of the Church of Greece pursuant to a proposal by the Church, even in the form of a law bill, via the Ministry of Education in the Parliament for the voting of a formal law. Thus, following the issuance of judgements 1393 and 1394/2017 of the Hellenic Supreme Administrative Court, the Council of State, which found that alien monks have a right to elect but not to be elected members of the Council of Elders of the Monasteries (PLLP) and not of the Hesychasteria (Hermitages) (Private Law Legal Persons), where they inhabit, precisely on the grounds that the Council of State upheld that, the Councils of Elders of the Monasteries at times exercise state power, as PLLP, this was followed by an amendment of the Statutory Charter of the Church of Greece, with the enactment of a legislative provision, that only native Greeks are electors and eligible for election as members of the Councils of Elders of their Holy Monasteries. A corresponding provision does not exist in the Statutory Charter of the Church of Greece for the members of the parish councils or metropolitan councils of the Church of Greece. An example of Homotaxy: In the Hellenic Code of Immigration of the Ministry of Migration Policy, as an additional term was added for the issuance or the renewal of residence permits for exercise (askesis) or acquaintance with the monastic life, besides the certification by the Monastery on habitation of the Monk or the Probationer, also the consenting opinion of the relevant Metropolitan, that the Monk or the Probationer inhabits in the Monastery for exercise (askesis) or acquaintance with the monastic life. In this manner the Metropolitan becomes the right arm of the decentralized administration, binding it unilaterally, insofar as a negative consenting opinion thereof, notwithstanding the existing certification by the Monastery, excludes the issuance or renewal by the Administration of the residence permit of the alien monk. Upon this amendment, there were cases, where the Metropolitan, as a single–person organ of the ecclesiastical legal person of the Metropolis, issued a negative administrative act, founded on spiritual grounds or grounds unrelated to the condition of the law, resulting in the risk of the removal of the alien monk or probationer from his Monastery or even his deportation from the Country. Such cases, may constitute either an abuse of power, or a functional division of the organs of ecclesiastical administration, similar, in our view, to the functional division of the organs of administration, as developed within the classical theory of the international lawyer Scelle, which the Hellenic Council of State has been occupied with since the 1980s, in order to explain mixed legal persons and the functional acts of the Administration. In conclusion, when to the Church is attributed, a state or public power, then the Church, and its legal persons, are more the recipients of rights rather than their subjects. Conversely, when the church–state relations remain distinct, namely when they enter into contract to render their distinct and common areas of action, without the one interfering with the action area of the other, then they render unto Cesar the things of Cesar and unto God the things of God. Then the Church is more of a bearer rather than a recipient of rights. Imperative remains, however, the need that the Church, in its statutory organization and administration includes all its orders, whose needs it has to fulfil. If one looks into the Statutory Charter of the Church of Greece (L. 590/1977), he will ascertain that, out of the 75 articles of the law, 42 (arts. 4-35, 51-56, 68-73) regulate the matters of the election, competences and duties of the Archierarchs, the Standing Holy Synod and the Holy Synod of the Hierarchy of the Church of Greece. The election of the commissioners of the parishes, up to and including the Archbishop, excludes the participation in it of the fullness of the church, the devotees, for whom the Church exists. Thus, the numerus clausus in the election of spiritual and administrative organs of the Church, the to a great extent abolishment of the internal autonomy of the distinct order of monks, constitute arrangements or practices raising obstacles in the fulfilment of the mission of the Church, as it was delivered to us from the early Christian years. In contrast, in the Church of Cyprus, as we saw recently, but also in other Patriarchates the participation of devotees is existent in the election of the Primate of the Church. Parallel to the analysis of constitutional rights, we elaborate the judicial review of their protection, when they are infringed either by the state or by the senior or supervisory ecclesiastical authorities. In the study we cite national case law, ECtHR case law, certain judgements of the CEU, as well as third-country courts, on matters of rights arising from freedom of religion. As to the judicial review of the acts of ecclesiastical authorities and its scope, three approaches have been formulated on a European level, as analyzed by Professor Rick Torfs. The first approach limits the review to the judgement of the court, where the contested act has been taken by the competent ecclesiastical authority, in which case the judge proceeds to a review of competence. The second proceeds to the investigation whether the measure or the decision by the competent ecclesiastical authority, is in compliance with the rules of functioning of the authority, which acted in the sphere of its internal autonomy, and then at this stage there are reviewed also the procedural rules, the infringement of law, besides the non-competence. In the third approach, the judge does not review only the competence and the procedural rules, the infringement of law, but reviews, whether these procedures are satisfactory from the aspect of state and European law. Thus, for example, it is examined, reviewed whether the procedural rules which were observed by the Church or the religious community, are in accordance with the procedural rules of the national legal order and the guarantees laid down especially by articles 6, 9, 11, 14 ECHR. The national courts, and especially the Council of State, follow primarily the third approach, often, though, they dismiss as inadmissible petitions for annulment, on the basis of the nature of the content (spiritual or administrative) of the dispute in question, regardless of the nature of the contested right and the legal implications of the contested act or omission in the public or private space. The study, concludes with two proposals. The first proposal is the one of the a) most effective judicial protection de lege lata, in light of the constitutional principles, such as of proportionality, and of the fundamental rights of the ECHR, modeled on judgments mainly of the ECHR, the German federal constitutional court and the French Conseil d’ Etat. The Hellenic Council of State, prior to the review of the grounds for annulment of the act alleged to infringe a substantive right, reviewing the admissibility, distinguishes whether the contested act is of spiritual content or not, even if the competence of its issue is provided for by a state provision, regardless of the consequences of administrative nature caused by it or the harm to the substantive right and its nature. Conversely, the ECtHR, distinguishes, whether the disputes in question have implications of administrative nature or the existence of an individual right is jeopardized, so that the judicial review is of decisive significance in relation to the right or the accusation, regardless of the character of the content of the dispute, provided that a substantive right of the applicant natural or legal person is contested. The German constitutional court moved from the jurisprudential principle of the divided areas to the one of the fair weighting of interests. The judge is called upon to coordinate, as the applier of the law, the guarantees of the institutional freedom of the Church with the due state protection of constitutionally enshrined rights and freedoms, which may override in terms of the importance of their legal protection the right of self-government. The freedom, i.e., of the self-government of the church may not and must not repeal or negate provisions and arrangements recognizing and determining a specific constitutional right, altering in this manner its hard core or functioning to the detriment of the purpose of the public service performed by the church within the standing legislative regime. The ends of public service must serve the principle of proportionality, prior hearing, the continuity of the administration, the observance of the legality principle, namely the non-infringement of law, the lawful reasoning in the exercise of the binding competence of the administration or the non-excess of the outer boundaries of discretion, the respect for the legitimate expectations of the governed in the administration etc., in the exercise of the latter’s discretion. If also the domestic judge applies these jurisprudential principles of the ECtHR and the German Federal Constitutional Court, he shall be released from principles why until now he has been applying, pursuant to which he is called to incise on virtually indiscernible, even by the religious minister, areas of internal or external matters of the Church. A criterion of the court-procedural requirements of the granting of legal protection, must be by itself the contested right, its nature, its restrictions under the law, its compatibility, under the principle of proportionality to the end of the ecclesiastical legal person in which he is a member, as also the legal effects produced by its contestation in the area of public or even private law. An example of pathology in the administration of both state justice and ecclesiastical justice is the case, where applicable, of the lack of subjective and objective impartiality. In the area of ecclesiastical justice, I am referring for example to the case of ecclesiastical judges of the local episcopal courts, where the very same persons commence the ecclesiastical penal prosecution, conduct the inquiry or rule on inquisitorial acts of the ecclesiastical inquisitors, try with a casting vote in the Episcopal court, and refer to a higher Synodal Court, where they rule on a guilty sentence which is higher than the one which they themselves can inflict, even for offences in which the victim is alleged to be the Bishops themselves, who instituted the ecclesiastical penal prosecution or even tried the case. The Metropolitans of the Synodal courts many times receive exhortations of archierarchs to convict the disciplinarily prosecuted, by one of their colleagues, archierarch, cleric or monk, whom they themselves as his prosecutors, referred to a Synodal Court for a severer punishment to be inflicted upon him. The system of the administration of Ecclesiastical Justice is ailing, as it stands and is applied in the framework of L. 5385/1932, which has been found in many of its provisions as unconstitutional. Its non-amendment further stumbles upon the dissent as to the participation or not in the proposals of its legislative provision also by the Ecumenical Patriarchate, owing to the application of the law in the Metropolises of the New Territories or by analogy also in the more special ecclesiastical regimes, of Crete, the Dodecanese, which fall under the supervision of the Ecumenical Patriarchate. In the area of state justice, of concern as to the securing of impartiality is the fact of the participation equally in the session of the processing of a Presidential Decree on the dissolution of a Holy Monastery, as also in the session of the hearing of a petition for annulment against the very same President Decree, of a judge, in the status of President in both the sessions, namely of the administrative processing of the legality of the Presidential Decree and the judicial composition of adjudication on the administrative act in question, which has as foundation the said PD, which is jointly contested with regard to its legislative delegation, and its concordance or not to the Constitution and the European and international law, by a petition for annulment or other legal remedy. Related rulings are the ECtHR judgement Procola v. Luxembourg, 28.09.1995, and ruling under no. 15/2017 of the Supreme Special Court a contrario, wherein they found a lack of impartiality, when in the same person coincide consultative and judicial duties, concerning the judgment of the constitutionality of a regulatory decree. When, a Council of State President ex cathedra, during the delivery of a report by the Rapporteur on a judicial case, verbally stresses interferingly, that monks are obligated to obedience generally and vaguely, a legal content is thereby attributed to an ecclesiastical conduct. If obedience or indigence, which are virtues, become legal obligations and conditions, in the major premise of the judicial syllogism, any possible lack or deficient fulfilment thereof will lead to a judicial conclusion, which will end at the obedience to the dissolution of an ecclesiastical legal person or to the forced movement of an ecclesiastical community from its seat to another, based on an unconditional consenting opinion of a Metropolitan, and on the abolishment of the religious freedom of the selection of the place of exercise or acquaintance with the monastic / ecclesiastical / religious life. Such a legal obligation to obedience, contravenes the very holy canons of the Orthodox Church, such as the 24th canon of the 4th Ecumenical Council, which starts that ‘the once established monasteries, by consent of a bishop, shall perpetually remain monasteries’. However, in the name of an antidoctrinal and illiberal obedience to one-person or even collective organs of the church, also the crusades took place, with the known results of armed violence. Today there is exercise also of unarmed violence, when we have a violation of the core of individual religious freedom, without which there is no safeguard either of the right to faith or unfaith, nor of the right to the organization and autonomy of the church. It is tragic to ascertain, as it is analyzed in the dissertation, that conditions are set, beyond the law and the holy canons, by representatives of ecclesiastical legal persons, for them to consent, to a candidate or member of an ecclesiastical community, with regard to his inclusion therein or his dismissal or movement to another ecclesiastical community. Hate rhetoric’s further, constitute humiliating, torturous, and inhuman behaviors, or behaviors exuding religious bigotry, and do not have a place primarily in the area of the church. If delinquent behaviors, as the above, elude equally the state control (administrative and judicial), on the grounds of an absolute neutrality of the state in relation to ecclesiastical power, as also the intra-ecclesiastical control, based upon a coercive command and not within Holy Spirit of obedience, then what would be the difference as for the recipients of the rights (of state and church), between democracy and anarchy, freedom and servitude, arbitrariness and legality, power from abuse in its exercise? The second proposal is the one of the b) more effective legislative protection de lege ferenda, with the aim that the study contributes, to the extent possible, to the discipline of law and justice. 4.What does this dissertation contribute to the art and science? The study on the one hand assembles the Constitutional rights whose bearers can be on conditions the ecclesiastical legal persons, on the other hand it pursues to constitute a springboard a) for the redetermination of the position of the church and the redelineation of its law, within the Greek State, as well as b) for the modern expression of the Church’s vision for the human being and society. I believe, and so propose, that as the constitutional and legislative framework today, is not a clear landscape on the grounds which I explained, the arrangement of church–state relations is necessary through a (public) contract between them, which will be provided for constitutionally in article 3 of the Constitution. This contract will have to be fundamental, in which will participate on equal terms the Church and the State, as equivalent, but different sources of primary power, and it is therein where will be determined, not merely the property rights, since until today, only on these matters the two powers enter into contract, but also substantive rights, competences and obligations. For example, a substantive right of such an arrangement and enshrinement, can be the right of cooperation and dialogue of the Church with the State and the corresponding obligation of the state to the cooperation with the church and the denominations, in common action areas, such as social welfare, education etc. A model for this legislative arrangement is article 17.3 TFEU, as amended by the Lisbon Treaty (as elaborated in pages 384-386 of the dissertation).If in fact under the model of the Convention of the Cretan State with the Ecumenical Patriarchate (14.10.1900, L. 276/1900 on the Statutory Charter of the Church of Crete enforcing the convention), participants in the Convention being proposed, are both the very Ecumenical Patriarchate and the Church of Crete, therein there will be an application also of the doctrinal unity of the churches, which is declared in article 3 of the Constitution, a unity which in the wording of the Constitution in fact, precedes, but also is doctrinally superior as it constitutes a condition, also of the very autocephaly of the Churches, as the Orthodox church exists institutionally, for as long as it is doctrinally unified and recognized by all homodox Churches (just as the branches constitute a continuation of the same tree), otherwise it constitutes a religious community capable of being recognized as a legal person or association of persons by the state and is linked doctrinally to another confession of faith. In this manner, and after this convention has been ratified with by an (enforcing the terms of the Convention) law of Parliament, the ecclesiastical statutory legislation will not be able to change unilaterally, either by the state, or by the church, but within the framework of a convention which will be drafted, by analogy to the Statutory Charter of the Church of Crete (L. 276/1900), which provided in its ultimate provision the possibility of the amendment of its provisions, only following an agreement between the Eparchial Synod and the Cretan State. Thus, I believe, that the multitude of laws will be combatted, and the compliance of the contracting authorities with the agreed upon covenants will be attained, after the contractual relationship of the parties will have been previously regulatorily defined in a provision of the Constitution. Most of all, the nomocanonical framework of the autonomy of the Church of Greece will be determined. A safeguard for the observance of the agreed upon covenants will be the judicial review (pages 317-318 of the dissertation) of the observance of the principle of legality and regularity respectively of the two powers, under the principle of Roman law patere legem quam ipse fesisti (obey the law that you yourself have forged) (pages 390-391 of the dissertation), which constitutes a foundation of the rule of law, applied also by the CEU, such as in the case of public contracts (page 14 of the dissertation). I believe that the lifeless climate of an absolute neutrality of the state towards the church or the religious communities is not assimilated by social reality in Greece. My ascertainment in question is rendered more emphatic by the allegation, insofar as it applies, that in essence the legal personality of the Church is the legal projection of its social reality. In summary, on the basis of the documentation and evidence of the research material on the subject of the dissertation, indubitably the Church and its legal persons: a) when they function as religious establishments [kathidrymata] under their spiritual power, are bearers of constitutional rights, the ones compatible to the nature of the specific institution in which they are included and to the aims which this institution serves. Thus, the theory of the ‘special relations of power’ pursuant to which, the fundamental rights are not applicable in the interior of certain public institutions, cannot survive in the light of article 25 par. 1 section aˊ of the Constitution, in conjunction to the observance of the principle of proportionality of section dˊ of the same article, b) when they function as administrative authorities with regulatory authority, they are recipients of the constitutional rights.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
1. ujet de thèse : Les personnes morales ecclésiastiques et la protection juridique des droits constitutionnels. 2. Choix du sujet Je crois qu'un moine et un étudiant ou un chercheur en sciences ont en commun le fait d'être tous deux des étudiants de la vérité. De même que l'obéissance est toujours pratiquée dans l'Esprit Saint, de même la recherche est pratiquée dans la vérité pour le progrès de la science au bénéfice de la société. Dans cette thèse, j'ai choisi, par respect pour l'institution de l'Église, de traiter davantage la recherche sur les droits constitutionnels ou les compétences des personnes morales de l'Église et moins sur les droits des membres de l'Église orthodoxe de Grèce qui sont dévolus à l'habitude. Cela est dû au fait que l'Église constitue, en vertu de sa doctrine triadique, le Dieu unique, avec trois substances, trois personnes (le Père, le Fils et le Saint-Esprit). La nature doctrinale même de l'Église est substantialisée et exprimée par les trois personnes de ...
1. ujet de thèse : Les personnes morales ecclésiastiques et la protection juridique des droits constitutionnels. 2. Choix du sujet Je crois qu'un moine et un étudiant ou un chercheur en sciences ont en commun le fait d'être tous deux des étudiants de la vérité. De même que l'obéissance est toujours pratiquée dans l'Esprit Saint, de même la recherche est pratiquée dans la vérité pour le progrès de la science au bénéfice de la société. Dans cette thèse, j'ai choisi, par respect pour l'institution de l'Église, de traiter davantage la recherche sur les droits constitutionnels ou les compétences des personnes morales de l'Église et moins sur les droits des membres de l'Église orthodoxe de Grèce qui sont dévolus à l'habitude. Cela est dû au fait que l'Église constitue, en vertu de sa doctrine triadique, le Dieu unique, avec trois substances, trois personnes (le Père, le Fils et le Saint-Esprit). La nature doctrinale même de l'Église est substantialisée et exprimée par les trois personnes de Dieu. L'Église, projetée comme institution dans le monde extérieur, dans l'empire romain, à l'occasion ou grâce à l'Édit de Milan, constitue un phénomène social ou une réalité sociale, devenant ainsi un sujet de droit, et par extension un sujet de droit. Mon but est d'attribuer du poids à la personnalité juridique, en tant que collectivité, de l'Église, et donc à la protection de la liberté religieuse collective, ou autrement de la liberté religieuse lorsqu'elle s'exprime collectivement, sans porter atteinte ou affaiblir la substance de la liberté religieuse individuelle. Cependant, j'ai examiné et présenté l'exercice des droits collectifs mais aussi des compétences des personnes morales ecclésiastiques, à la lumière des dispositions constitutionnelles protégeant les droits civils, tels que la valeur de la personne, la liberté personnelle et religieuse, la liberté de réunion et d'association à des fins religieuses, la liberté d'expression et non la rhétorique haineuse ou le sectarisme religieux, le traitement non humiliant, etc. Il faut tenir compte du fait que, comme la lumière se diffuse et pénètre partout, il en va de même pour les dispositions constitutionnelles, de droit européen et de droit international qui protègent ces droits, pénètrent et éclairent l'exercice des libertés collectives des personnes morales de l'Église, et doivent donc être exercées sans suspendre les libertés civiles. 3. Organisation de la matière et du contenu de la dissertation La Constitution de l'Etat définit la forme du gouvernement, les relations entre l'Eglise et l'Etat, elle contient la partie organisationnelle, les droits civils, les organes et le fonctionnement des trois pouvoirs de l'Etat. La "Constitution" de l'Église est sa doctrine, telle qu'elle est contenue dans les Saintes Écritures, la sainte tradition et les canons de l'Église. Le schéma, à savoir la partie organisationnelle et les droits civils, est considéré comme acquis et constitue la base de mon travail. Le texte élaborant ma thèse comprend une pré-théorie, une introduction et deux parties. Dans la pré-théorie a) l'objectif poursuivi par la thèse est exposé, b) nous exposons, sous forme de résumé, ratione materiae, les questions jurisprudentielles qui ont concerné les litiges juridiques sur les droits constitutionnels des personnes morales de l'Église de Grèce et c) des questions sont soulevées auxquelles la thèse est appelée à répondre et à élaborer. Ces questions concernent la détermination a) des personnes morales de l'Église orthodoxe de Grèce, le régime qui les régit et leur différenciation par rapport aux autres personnes morales religieuses et ecclésiastiques en Grèce, b) les relations constitutionnelles entre l'État et l'Église, la manière dont l'ordre juridique de l'État coexiste et fonctionne avec l'ordre juridique de l'Église, et c) les droits constitutionnels des personnes morales de l'Église orthodoxe de Grèce et de l'Église orthodoxe de Grèce, b) les relations constitutionnelles entre l'État et l'Église, la manière dont l'ordre juridique de l'État coexiste et fonctionne avec l'ordre juridique de l'Église, en ce qui concerne ses personnes morales, et c) la question de savoir si ces dernières peuvent devenir titulaires de droits constitutionnels dans l'ordre juridique national, et par extension titulaires des droits protégés par la CEDH, et en particulier si elles sont titulaires uniquement de la liberté religieuse ou également d'autres droits constitutionnels. L'introduction comprend le développement de deux chapitres. Le premier traite de l'exposé du sujet du développement et de la structure de la matière des chapitres des deux parties, et le second, qui est subdivisé en quatre sous-chapitres, traite de la concrétisation des concepts et des relations mentionnés dans le texte du développement de la thèse. Nous n'analysons que les concepts de l'État, du christianisme, de la formation des premières communautés ecclésiastiques, des personnes morales ecclésiastiques en Grèce, que la thèse traite par opposition aux personnes morales religieuses et aux personnes morales de l'ancien calendrier dans l'ordre juridique national. A travers l'analyse des concepts, l'examen historique de la création et de la finalité de l'Eglise, se manifeste, dans un cadre juridique, la position de l'Eglise en tant que phénomène social et sujet de droit au sein de l'ordre juridique. Dans la première partie, qui comprend trois chapitres, les points suivants sont examinés : a) La position juridique de l'Église dans l'espace hellénique, la différence entre le pouvoir ecclésiastique et le pouvoir étatique, le régime des relations Église-État au niveau international, la détermination de leurs relations en fonction du degré de reconnaissance de l'État et la protection de la liberté religieuse, le régime des relations spécifiques Église-État en Grèce, au niveau constitutionnel et législatif, avec une référence aux régimes ecclésiastiques spéciaux dans les régions de Grèce. b) Les personnes morales ecclésiastiques de l'Église autocéphale de Grèce. Il est fait référence au cadre juridique de leur fonctionnement, à leur personnalité juridique, aux grandes lignes de leur structure organisationnelle et de leur administration centrale et périphérique, à leurs formes et catégories sectorielles, ainsi qu'à l'administration ecclésiastique de la justice par ces personnes. C) les personnes morales ecclésiastiques d'un régime ecclésiastique spécial existant et fonctionnant dans l'ordre juridique national, à savoir les administrations ecclésiastiques de l'archidiocèse de Crète, des métropoles du Dodécanèse et de la région autogérée du Mont Athos. Il est fait référence au cadre juridique de leur fonctionnement, à leur personnalité juridique, aux formes d'organisation de leurs personnes morales, ainsi qu'à l'administration de la justice ecclésiastique par ces dernières. Dans la deuxième partie, nous analysons les droits constitutionnels des personnes morales ecclésiastiques, ceux qui sont compatibles avec la nature de leurs institutions et le but qu'elles poursuivent, avec une référence introductive aux fondements des droits civils, à leur concept et à leur nature juridique, à la distinction entre les droits civils et les droits collectifs, aux types de droits constitutionnels, à leurs destinataires, aux restrictions à leur exercice, à l'organisation interne de la justice ecclésiastique et à l'administration de la justice ecclésiastique, les restrictions à leur exercice, le contrôle interne et judiciaire des actes des personnes morales ecclésiastiques par l'Église et l'État respectivement, le contrôle ecclésiastique et étatique dans l'exercice de leurs droits, ainsi que des conclusions sur la suffisance ou l'insuffisance du système de protection juridique des droits constitutionnels des personnes morales ecclésiastiques. La Constitution grecque reconnaît-elle des droits constitutionnels aux personnes morales ecclésiastiques et d'où proviennent-ils ? La réponse est affirmative. Les droits constitutionnels, dont les titulaires peuvent en principe devenir des personnes morales ecclésiastiques, concernent la personnalité juridique de l'Église, la liberté religieuse individuelle et collective avec ses manifestations de liberté d'expression de la conscience religieuse et de liberté de culte, l'autonomie dans son organisation et son administration, l'autodétermination de ses membres, la liberté d'association à des fins religieuses, comme la prise de décision collective participative de la personne morale ecclésiastique (administration synodale, conseils métropolitains, conseils paroissiaux, conseils des anciens, etc. ), de la création d'ONG, de fondations caritatives, de fondations ecclésiastiques, etc, leur propriété, les questions relatives à leur liberté économique, telles que la création de sociétés à but lucratif (et non lucratif) dans le but d'exploiter les biens ecclésiastiques, de conclure des contrats publics ou privés, d'exécuter des travaux ecclésiastiques, d'assurer l'égalité et l'égalité de traitement, le droit d'adresser des pétitions aux autorités et d'accéder aux dossiers administratifs, la communion ecclésiastique et l'unité avec les églises homodoxes d'outre-mer, l'éducation et l'enseignement religieux, la coopération et le dialogue avec l'État dans des domaines d'action communs dans un but de solidarité et dans le but de consolider la paix sociale et l'aide humanitaire. Il est également fait référence à d'autres droits constitutionnels, dont les porteurs peuvent devenir des associations religieuses collectives et des personnes morales ecclésiastiques, tels que les droits à la protection de l'honneur et de la réputation, la liberté d'opinion et la publication de pensées ainsi que la communication par la radio et les émissions de télévision. Ces droits, qui partent de la liberté de la personnalité, découlent de manifestations particulières de cette dernière liberté, comme la liberté religieuse et la liberté de culte, et découlent surtout plus spécifiquement du passage du premier au deuxième niveau de la liberté religieuse, à savoir de la liberté religieuse individuelle (positive ou négative) à la liberté religieuse collective. Notre Constitution reconnaît-elle une liberté religieuse collective ? La Constitution grecque ne formule pas expressément le concept de liberté religieuse collective, mais la reconnaissance de son exercice est déduite du libellé de l'article 13 par. 2. Par liberté religieuse collective, nous entendons le développement de droits collectifs, tels que le culte public et la participation de l'Église ou des communautés religieuses à l'ordre juridique de l'État, par l'acquisition d'une personnalité juridique, d'une propriété, l'exercice de la liberté économique, par la conclusion de contrats avec l'État, l'exécution de travaux, etc. Le professeur Ric Torfs distingue quatre niveaux de liberté religieuse, tels qu'ils apparaissent schématiquement, si l'on illustre les relations entre l'Église et l'État par une pyramide. Au premier niveau, qui constitue la base de la pyramide, doit être et reste la liberté religieuse individuelle, positive ou négative, au deuxième niveau se trouve son homologue [correspondant !], la liberté religieuse collective, qui se manifeste comme nous l'avons vu par le culte public et la participation de l'Eglise à l'ordre juridique de l'Etat, l'Eglise, c'est-à-dire les communautés religieuses, au sein de l'Etat grec. Le troisième niveau est celui de l'autonomie interne de l'Eglise qui doit lui être reconnue par l'Etat et être protégée, et au quatrième niveau sont élaborées les relations entre l'Etat et l'Eglise. Au quatrième niveau, l'interdiction de l'ingérence de l'État et la revendication de neutralité, qui sont intenses au troisième niveau de reconnaissance et de sauvegarde de l'autonomie interne de l'Église, reculent pour créer un espace de participation plus active de l'Église dans les domaines de coopération avec l'État. La conclusion est que, finalement, c'est l'étendue de la reconnaissance par l'État de la liberté religieuse individuelle et collective qui détermine les relations entre l'Église et l'État, lesquelles sont compromises au quatrième niveau de la liberté religieuse. Au cours de la recherche, il a été établi que les droits constitutionnels qui découlent de la liberté religieuse individuelle et collective se développent à la fois dans la relation verticale Église-État, les droits étant projetés vers l'État, et dans la relation horizontale entre les personnes morales ecclésiastiques lorsque l'Église agit en tant que pouvoir d'État, qui agit par nécessité, dans la mesure où il est organisé comme une personne morale de droit public (PLLP). Ces droits sont projetés vers les personnes morales hiérarchiquement supérieures ou de tutelle de l'Église. C'est simplement qu'en vertu de la législation nationale la plus récente, toutes les dispositions de procédure judiciaire régissant le gouvernement général et les personnes morales de droit public ne s'appliquent pas à l'Église, sauf si elles le stipulent expressément. Cela ne prive toutefois pas l'Église de son pouvoir réglementaire public. Les cas de conflit de droits ou d'effet de tiers sont peu nombreux et se situent principalement au niveau des droits de propriété ; par exemple, un droit de propriété sur un bien immobilier d'une personne morale ecclésiastique, intenté par des personnes morales ecclésiastiques distinctes. La thèse examine et présente cependant l'exercice des droits collectifs mais aussi des compétences des personnes morales ecclésiastiques, à la lumière des dispositions constitutionnelles protégeant la valeur de la personne, la liberté personnelle et religieuse, la liberté de réunion et d'association à des fins religieuses, la liberté d'expression et non la rhétorique haineuse ou le sectarisme religieux, le traitement non humiliant, etc. Tout comme la lumière se diffuse et pénètre partout, les dispositions constitutionnelles, européennes et internationales protégeant les droits individuels pénètrent et éclairent l'exercice des libertés collectives des personnes morales de l'Église, et doivent donc être exercées sans suspendre les libertés civiles. La référence au régime des relations entre l'État grec et l'Église fait partie intégrante de cette étude. En principe, il existe un régime d'"État régissant par la loi" dans les relations juridiques des deux pouvoirs, qui fonctionne cependant de facto comme un régime de synallélie (solidarité mutuelle), parfois même d'homotaxie dans leurs relations. Un exemple de synallélie : la modification des dispositions de la Charte statutaire de l'Église de Grèce à la suite d'une proposition de l'Église, même sous la forme d'un projet de loi, par l'intermédiaire du ministère de l'éducation au Parlement pour le vote d'une loi formelle. Ainsi, suite au prononcé des arrêts 1393 et 1394/2017 de la Cour administrative suprême hellénique, le Conseil d'État, qui a estimé que les moines étrangers ont le droit d'élire mais pas d'être élus membres du Conseil des anciens des monastères (PLLP) et non des Hesychasteria (Ermitages) (Personnes morales de droit privé), où ils habitent, précisément au motif que le Conseil d'État a confirmé que les Conseils des anciens des monastères exercent parfois le pouvoir d'État, en tant que PLLP, ce qui a été suivi par une modification de la Charte statutaire de l'Église de Grèce, avec l'adoption d'une disposition législative, selon laquelle seuls les Grecs de souche sont électeurs et éligibles en tant que membres des Conseils des anciens de leurs saints monastères. Il n'existe pas de disposition correspondante dans la Charte statutaire de l'Église de Grèce pour les membres des conseils paroissiaux ou métropolitains de l'Église de Grèce. Un exemple d'homotaxie : dans le code hellénique de l'immigration du ministère de la politique migratoire, une condition supplémentaire a été ajoutée pour la délivrance ou le renouvellement des permis de séjour pour l'exercice (askesis) ou la connaissance de la vie monastique, en plus de la certification par le monastère de l'habitation du moine ou du stagiaire, ainsi que l'avis conforme du métropolite concerné, selon lequel le moine ou le stagiaire habite dans le monastère pour l'exercice (askesis) ou la connaissance de la vie monastique. De cette manière, le métropolite devient le bras droit de l'administration décentralisée, la liant unilatéralement, dans la mesure où un avis négatif, nonobstant la certification existante par le monastère, exclut la délivrance ou le renouvellement par l'administration du permis de séjour du moine étranger. Suite à cette modification, il y a eu des cas où le métropolite, en tant qu'organe unique de la personne morale ecclésiastique de la métropole, a émis un acte administratif négatif, fondé sur des motifs spirituels ou des motifs sans rapport avec la condition de la loi, entraînant le risque de renvoi du moine étranger ou du stagiaire de son monastère ou même son expulsion du pays. De tels cas peuvent constituer soit un abus de pouvoir, soit une division fonctionnelle des organes de l'administration ecclésiastique, similaire, à notre avis, à la division fonctionnelle des organes de l'administration, telle que développée dans la théorie classique du juriste international Scelle, que le Conseil d'État hellénique a été occupé depuis les années 1980, afin d'expliquer les personnes morales mixtes et les actes fonctionnels de l'administration. En conclusion, lorsque l'on attribue à l'Eglise une puissance étatique ou publique, alors l'Eglise, et ses personnes morales, sont plus des bénéficiaires de droits que des sujets. A l'inverse, lorsque les relations Eglise-Etat restent distinctes, c'est-à-dire lorsqu'elles contractent pour rendre leurs domaines d'action distincts et communs, sans que l'un n'interfère avec le domaine d'action de l'autre, alors elles rendent à César les choses de César et à Dieu les choses de Dieu. L'Église est alors davantage porteuse que bénéficiaire de droits. Il reste cependant impératif que l'Église, dans son organisation et son administration statutaires, inclue tous ses ordres, dont elle doit satisfaire les besoins. Si l'on examine la Charte statutaire de l'Église de Grèce (L. 590/1977), on constate que, sur les 75 articles de la loi, 42 (art. 4-35, 51-56, 68-73) règlent les questions de l'élection, des compétences et des devoirs des archiérarques, du Saint-Synode permanent et du Saint-Synode de la Hiérarchie de l'Église de Grèce. L'élection des commissaires des paroisses, jusqu'à l'archevêque inclus, exclut la participation de la plénitude de l'Église, les fidèles, pour qui l'Église existe. Ainsi, le numerus clausus dans l'élection des organes spirituels et administratifs de l'Église, l'abolition dans une large mesure de l'autonomie interne de l'ordre distinct des moines, constituent des arrangements ou des pratiques qui font obstacle à l'accomplissement de la mission de l'Église, telle qu'elle nous a été transmise dès les premières années du christianisme. En revanche, dans l'Église de Chypre, comme nous l'avons vu récemment, mais aussi dans d'autres patriarcats, les fidèles participent à l'élection du primat de l'Église. Parallèlement à l'analyse des droits constitutionnels, nous élaborons le contrôle judiciaire de leur protection, lorsqu'ils sont violés soit par l'État, soit par les autorités ecclésiastiques supérieures ou de tutelle. Dans cette étude, nous citons la jurisprudence nationale, la jurisprudence de la Cour européenne des droits de l'homme, certains jugements de la CEU, ainsi que des tribunaux de pays tiers, sur des questions de droits découlant de la liberté de religion. En ce qui concerne le contrôle judiciaire des actes des autorités ecclésiastiques et sa portée, trois approches ont été formulées au niveau européen, comme l'a analysé le professeur Rick Torfs. La première approche limite le contrôle au jugement du tribunal, lorsque l'acte contesté a été pris par l'autorité ecclésiastique compétente, auquel cas le juge procède à un contrôle de compétence. La deuxième approche consiste à vérifier si la mesure ou la décision de l'autorité ecclésiastique compétente est conforme aux règles de fonctionnement de l'autorité, qui a agi dans la sphère de son autonomie interne, et à ce stade, les règles de procédure, la violation de la loi, ainsi que la non-compétence sont également examinées. Dans la troisième approche, le juge n'examine pas seulement la compétence et les règles de procédure, la violation de la loi, mais vérifie si ces procédures sont satisfaisantes du point de vue du droit national et européen. Ainsi, par exemple, il est examiné si les règles de procédure observées par l'Église ou la communauté religieuse sont conformes aux règles de procédure de l'ordre juridique national et aux garanties prévues notamment par les articles 6, 9, 11 et 14 de la CEDH. Les tribunaux nationaux, et surtout le Conseil d'Etat, suivent principalement la troisième approche, mais souvent, ils rejettent comme irrecevables les recours en annulation, sur la base de la nature du contenu (spirituel ou administratif) du litige en question, indépendamment de la nature du droit contesté et des implications juridiques de l'acte ou de l'omission contesté dans l'espace public ou privé. L'étude se conclut par deux propositions. La première proposition est celle de la protection judiciaire la plus efficace de lege lata, à la lumière des principes constitutionnels, tels que la proportionnalité, et des droits fondamentaux de la CEDH, en s'inspirant principalement des arrêts de la CEDH, de la Cour constitutionnelle fédérale allemande et du Conseil d'État français. Le Conseil d'Etat hellénique, avant l'examen des motifs d'annulation de l'acte allégué comme portant atteinte à un droit substantiel, en contrôlant la recevabilité, distingue si l'acte contesté a un contenu spirituel ou non, même si la compétence de son émission est prévue par une disposition étatique, indépendamment des conséquences de nature administrative causées par celui-ci ou de l'atteinte au droit substantiel et à sa nature. Inversement, la Cour européenne des droits de l'homme distingue selon que les litiges en question ont des implications de nature administrative ou que l'existence d'un droit individuel est menacée, de sorte que le contrôle juridictionnel est d'une importance décisive par rapport au droit ou à l'accusation, quel que soit le caractère du contenu du litige, à condition qu'un droit substantiel de la personne physique ou morale requérante soit contesté.
La Cour constitutionnelle allemande est passée du principe jurisprudentiel des domaines divisés à celui de la juste pondération des intérêts. Le juge est appelé à coordonner, en tant qu'applicateur de la loi, les garanties de la liberté institutionnelle de l'Eglise avec la protection étatique des droits et libertés constitutionnels, qui peuvent l'emporter en termes d'importance de leur protection juridique sur le droit à l'autonomie. La liberté, c'est-à-dire l'autonomie de l'Église, ne peut et ne doit pas abroger ou nier les dispositions et arrangements reconnaissant et déterminant un droit constitutionnel spécifique, altérant ainsi son noyau dur ou son fonctionnement au détriment de la finalité du service public exercé par l'Église dans le cadre du régime législatif permanent. Les finalités du service public doivent servir le principe de proportionnalité, l'audition préalable, la continuité de l'administration, le respect du principe de légalité, à savoir la non-violation de la loi, le raisonnement légal dans l'exercice de la compétence contraignante de l'administration ou le non dépassement des limites extérieures du pouvoir discrétionnaire, le respect des attentes légitimes des administrés dans l'administration etc. dans l'exercice du pouvoir discrétionnaire de cette dernière. Si le juge national applique également ces principes jurisprudentiels de la Cour européenne des droits de l'homme et de la Cour constitutionnelle fédérale allemande, il sera libéré des principes qu'il a appliqués jusqu'à présent, en vertu desquels il est appelé à inciser sur des domaines pratiquement indiscernables, même par le ministre du culte, des questions internes ou externes de l'Église. Un critère des exigences de la procédure judiciaire pour l'octroi de la protection juridique doit être en soi le droit contesté, sa nature, ses restrictions en vertu de la loi, sa compatibilité, en vertu du principe de proportionnalité à la fin de la personne morale ecclésiastique dont il est membre, ainsi que les effets juridiques produits par sa contestation dans le domaine du droit public ou même du droit privé. Un exemple de pathologie dans l'administration de la justice étatique et de la justice ecclésiastique est le cas, le cas échéant, du manque d'impartialité subjective et objective. Dans le domaine de la justice ecclésiastique, je me réfère par exemple au cas des juges ecclésiastiques des tribunaux épiscopaux locaux, où ce sont les mêmes personnes qui engagent les poursuites pénales ecclésiastiques, mènent l'enquête ou statuent sur les actes inquisitoriaux des inquisiteurs ecclésiastiques, jugent avec une voix prépondérante au tribunal épiscopal et renvoient à un tribunal synodal supérieur, où ils décident d'une condamnation supérieure à celle qu'ils peuvent eux-mêmes infliger, même pour des délits dont la victime serait les évêques eux-mêmes, qui ont engagé les poursuites pénales ecclésiastiques ou qui ont même jugé l'affaire. Les métropolites des tribunaux synodaux reçoivent souvent des exhortations des archiérarques à condamner les personnes poursuivies disciplinairement par l'un de leurs collègues, archiérarque, clerc ou moine, qu'ils ont eux-mêmes, en tant que ses procureurs, renvoyés devant un tribunal synodal pour qu'une peine plus sévère lui soit infligée. Le système d'administration de la justice ecclésiastique est malade, car il est appliqué dans le cadre de la loi 5385/1932, qui a été jugée inconstitutionnelle dans nombre de ses dispositions. Son non-amendement se heurte en outre à la dissension quant à la participation ou non du Patriarcat œcuménique aux propositions de sa disposition législative, en raison de l'application de la loi dans les Métropoles des Nouveaux Territoires ou, par analogie, dans les régimes ecclésiastiques plus spéciaux, de Crète, du Dodécanèse, qui tombent sous la supervision du Patriarcat œcuménique. Dans le domaine de la justice d'État, le fait que, lors de la séance de traitement d'un décret présidentiel sur la dissolution d'un saint monastère et lors de la séance d'audition d'un recours en annulation contre ce même décret présidentiel, un juge, qui a le statut de président dans les deux cas, participe également à l'impartialité est un sujet d'inquiétude, Il s'agit du traitement administratif de la légalité du décret présidentiel et de la composition judiciaire du jugement sur l'acte administratif en question, qui a pour fondement ledit décret présidentiel, qui est contesté conjointement en ce qui concerne sa délégation législative et sa conformité ou non à la Constitution et au droit européen et international, par un recours en annulation ou une autre voie de droit. Les arrêts connexes sont l'arrêt Procola c. Luxembourg de la Cour européenne des droits de l'homme, 28.09.1995, et l'arrêt n° 15/2017 de la Cour suprême spéciale. 15/2017 de la Cour suprême spéciale a contrario, dans lequel ils ont constaté un manque d'impartialité, lorsque dans la même personne coïncident des fonctions consultatives et judiciaires, concernant le jugement de la constitutionnalité d'un décret réglementaire. Lorsqu'un président du Conseil d'État ex cathedra, lors de la remise d'un rapport du rapporteur sur une affaire judiciaire, souligne verbalement, de manière interférente, que les moines sont tenus à l'obéissance de manière générale et vague, un contenu juridique est ainsi attribué à un comportement ecclésiastique. Si l'obéissance ou l'indigence, qui sont des vertus, deviennent des obligations et des conditions juridiques, dans la prémisse majeure du syllogisme judiciaire, leur éventuel manque ou défaut d'accomplissement conduira à une conclusion judiciaire, qui se terminera par l'obéissance à la dissolution d'une personne morale ecclésiastique ou au déplacement forcé d'une communauté ecclésiastique de son siège à un autre, sur la base de l'avis inconditionnel d'un métropolite et de l'abolition de la liberté religieuse de choisir le lieu d'exercice ou de connaissance de la vie monastique/ecclésiastique/religieuse. Une telle obligation légale d'obéissance contrevient aux très saints canons de l'Église orthodoxe, tels que le 24e canon du 4e concile œcuménique, qui stipule que "les monastères établis une fois, avec le consentement d'un évêque, resteront perpétuellement des monastères". Cependant, au nom d'une obéissance antidoctrinale et illibérale à des organes ecclésiastiques unipersonnels ou même collectifs, les croisades ont également eu lieu, avec les résultats connus de la violence armée. Aujourd'hui, on assiste également à l'exercice d'une violence non armée, lorsque l'on viole le fondement de la liberté religieuse individuelle, sans laquelle il n'y a pas de sauvegarde du droit à la foi ou à l'absence de foi, ni du droit à l'organisation et à l'autonomie de l'Église. Il est tragique de constater, comme cela est analysé dans la thèse, que des conditions sont posées, au-delà de la loi et des saints canons, par les représentants des personnes morales ecclésiastiques, pour qu'ils consentent, à un candidat ou à un membre d'une communauté ecclésiastique, à son inclusion dans celle-ci, à sa destitution ou à son déplacement vers une autre communauté ecclésiastique. La rhétorique de la haine constitue en outre un comportement humiliant, torturant et inhumain, ou un comportement de bigoterie religieuse, et n'a pas sa place en premier lieu dans le domaine de l'église. Si des comportements délinquants, comme ceux mentionnés ci-dessus, échappent aussi bien au contrôle de l'Etat (administratif et judiciaire), sur la base d'une neutralité absolue de l'Etat par rapport au pouvoir ecclésiastique, qu'au contrôle intra-ecclésiastique, basé sur un commandement coercitif et non sur l'obéissance du Saint-Esprit, alors quelle serait la différence, pour les bénéficiaires des droits (de l'Etat et de l'Eglise), entre démocratie et anarchie, liberté et servitude, arbitraire et légalité, pouvoir et abus dans son exercice ? La deuxième proposition est celle de la protection législative plus efficace de lege ferenda, dans le but que l'étude contribue, dans la mesure du possible, à la discipline du droit et de la justice. 4. Quelle est la contribution de cette thèse à l'art et à la science ? L'étude, d'une part, rassemble les droits constitutionnels dont les porteurs peuvent être, sous certaines conditions, les personnes morales ecclésiastiques, d'autre part, elle cherche à constituer un tremplin a) pour la redétermination de la position de l'Église et la redéfinition de son droit, au sein de l'État grec, ainsi que b) pour l'expression moderne de la vision de l'Église pour l'être humain et la société. Je crois, et je propose donc, qu'étant donné que le cadre constitutionnel et législatif actuel n'est pas un paysage clair pour les raisons que j'ai expliquées, l'arrangement des relations entre l'Église et l'État est nécessaire par le biais d'un contrat (public) entre eux, qui sera prévu constitutionnellement à l'article 3 de la Constitution. Ce contrat devra être fondamental, dans lequel participeront sur un pied d'égalité l'Église et l'État, en tant que sources équivalentes mais différentes de pouvoir primaire, et c'est là que seront déterminés, non seulement les droits de propriété, puisque jusqu'à aujourd'hui, les deux pouvoirs ne contractent que sur ces questions, mais aussi les droits substantiels, les compétences et les obligations. Par exemple, le droit de coopération et de dialogue de l'Église avec l'État et l'obligation correspondante de l'État de coopérer avec l'Église et les confessions dans des domaines d'action communs tels que l'aide sociale, l'éducation, etc. peuvent constituer un droit substantiel d'un tel arrangement et d'une telle consécration. L'article 17.3 du TFUE, tel qu'amendé par le Traité de Lisbonne (voir pages 384-386 de la dissertation), constitue un modèle pour cet arrangement législatif. Si, en fait, selon le modèle de la Convention de l'État crétois avec le Patriarcat œcuménique (14.10.1900, L. 276/1900 relative à la Charte statutaire de l'Église de Crète portant exécution de la convention), les participants à la convention proposée sont à la fois le Patriarcat œcuménique et l'Église de Crète, il y aura également application de l'unité doctrinale des Églises, déclarée à l'article 3 de la Constitution, une unité qui, selon le libellé de la Constitution, précède, mais est également supérieure sur le plan doctrinal, car elle constitue une condition, de l'autocéphalie même des Églises, car l'Église orthodoxe existe institutionnellement tant qu'elle est doctrinalement unifiée et reconnue par toutes les Églises homodoxes (tout comme les branches constituent une continuation du même arbre), sinon elle constitue une communauté religieuse capable d'être reconnue comme personne morale ou association de personnes par l'État et est liée doctrinalement à une autre confession de foi. De cette manière, et après que cette convention aura été ratifiée par une loi (appliquant les termes de la Convention) du Parlement, la législation statutaire ecclésiastique ne pourra être modifiée unilatéralement, ni par l'Etat, ni par l'Eglise, mais dans le cadre d'une convention qui sera rédigée, par analogie à la Charte statutaire de l'Eglise de Crète (L. 276/1900), qui prévoyait dans sa disposition ultime la possibilité de la modification de ses dispositions, uniquement suite à un accord entre le Synode éparchial et l'Etat crétois. Ainsi, je pense que la multitude de lois sera combattue et que le respect des engagements pris par les autorités contractantes sera atteint, après que les relations contractuelles des parties auront été préalablement définies de manière réglementaire dans une disposition de la Constitution. Surtout, le cadre nomocanonique de l'autonomie de l'Église de Grèce sera déterminé. Le contrôle judiciaire (pages 317-318 de la thèse) du respect des principes de légalité et de régularité des deux pouvoirs, en vertu du principe de droit romain patere legem quam ipse fesisti (obéis à la loi que tu as toi-même forgée) (pages 390-391 de la thèse), qui constitue un fondement de l'État de droit, appliqué également par la CEU, par exemple dans le cas des marchés publics (page 14 de la thèse), servira de garantie pour le respect des engagements convenus. Je crois que le climat insipide d'une neutralité absolue de l'Etat envers l'Eglise ou les communautés religieuses n'est pas assimilé par la réalité sociale en Grèce. Ma constatation en question est rendue plus emphatique par l'allégation, dans la mesure où elle s'applique, qu'en essence la personnalité juridique de l'Église est la projection juridique de sa réalité sociale.
En résumé, sur la base de la documentation et des preuves du matériel de recherche sur le sujet de la dissertation, il est indubitable que l'Église et ses personnes morales : a) lorsqu'elles fonctionnent comme des établissements religieux [kathidrymata] sous leur pouvoir spirituel, sont porteuses de droits constitutionnels, ceux qui sont compatibles avec la nature de l'institution spécifique dans laquelle elles sont incluses et avec les objectifs que cette institution sert. Ainsi, la théorie des "relations spéciales de pouvoir" en vertu de laquelle les droits fondamentaux ne sont pas applicables à l'intérieur de certaines institutions publiques, ne peut survivre à la lumière de l'article 25 par. 1 alinéa aˊ de la Constitution, en liaison avec le respect du principe de proportionnalité de l'alinéa dˊ du même article, b) lorsqu'elles fonctionnent en tant qu'autorités administratives dotées d'un pouvoir réglementaire, elles sont destinataires des droits constitutionnels.
περισσότερα
Η διατριβή είναι δεσμευμένη από τον συγγραφέα
(μέχρι και: 2/2026)
|
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα