Περίληψη
Ο όμιλος επιχειρήσεων δεν αποτελεί per se νομικό πρόσωπο. Εντούτοις, παρά την έλλειψη νομικής αυτοτέλειας, παρουσιάζει λειτουργικά χαρακτηριστικά ενιαίας οικονομικής μονάδας. Η διαπίστωση αυτή σηματοδοτεί για το δίκαιο την ανάγκη ενδελεχούς διερεύνησης. Με δεδομένη τη διαπλοκή ζητημάτων του ομιλικού σχήματος με κάθε σχεδόν δικαιικό κλάδο, επιλέχθηκαν κρίσιμες περιπτώσεις με σκοπό τη de lege lata διερεύνηση για τον εντοπισμό των κοινών αρχέτυπων σχημάτων που χρησιμεύουν στην πρόσληψη της φύσης αλλά και της λειτουργίας του ομιλικού σχήματος από νομική σκοπιά. Η ανάλυση, νομοθετικής και νομολογιακής προέλευσης, περιπτώσεων στις οποίες επιστρατεύονται ad hoc instrumenta για την αντιμετώπιση των ομιλικών θεμάτων προκύπτει αποκαλυπτική. Νομοθέτης και εφαρμοστής του δικαίου, αν και εκκινούν από τον κανόνα της νομικής αυτοτέλειας των μελών του ομιλικού σχήματος, συχνά προκρίνουν λύσεις που υπηρετούν μια πολυπρισματική οπτική, προσανατολισμένη στο κατά περίπτωση ενιαίο της δράσης τους. Ως ειδικ ...
Ο όμιλος επιχειρήσεων δεν αποτελεί per se νομικό πρόσωπο. Εντούτοις, παρά την έλλειψη νομικής αυτοτέλειας, παρουσιάζει λειτουργικά χαρακτηριστικά ενιαίας οικονομικής μονάδας. Η διαπίστωση αυτή σηματοδοτεί για το δίκαιο την ανάγκη ενδελεχούς διερεύνησης. Με δεδομένη τη διαπλοκή ζητημάτων του ομιλικού σχήματος με κάθε σχεδόν δικαιικό κλάδο, επιλέχθηκαν κρίσιμες περιπτώσεις με σκοπό τη de lege lata διερεύνηση για τον εντοπισμό των κοινών αρχέτυπων σχημάτων που χρησιμεύουν στην πρόσληψη της φύσης αλλά και της λειτουργίας του ομιλικού σχήματος από νομική σκοπιά. Η ανάλυση, νομοθετικής και νομολογιακής προέλευσης, περιπτώσεων στις οποίες επιστρατεύονται ad hoc instrumenta για την αντιμετώπιση των ομιλικών θεμάτων προκύπτει αποκαλυπτική. Νομοθέτης και εφαρμοστής του δικαίου, αν και εκκινούν από τον κανόνα της νομικής αυτοτέλειας των μελών του ομιλικού σχήματος, συχνά προκρίνουν λύσεις που υπηρετούν μια πολυπρισματική οπτική, προσανατολισμένη στο κατά περίπτωση ενιαίο της δράσης τους. Ως ειδικότερο, πλην όμως κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα, αναδεικνύεται η διάκριση και κατανομή της ευθύνης μεταξύ των ομιλικών οντοτήτων σε σχέση με τις απαιτήσεις τρίτων. Το θέμα τίθεται ιδίως ως προς τη δυνατότητα θεμελίωσης και οριοθέτησης της ευθύνης της μητρικής έναντι των δανειστών της θυγατρικής της. Υπ’ αυτή την έννοια, παρίσταται επιβεβλημένη και εξετάζεται εδώ η συμβολή των γενικής εφαρμογής μηχανισμών και λόγων ευθύνης του αστικού δικαίου. Η ανάπτυξη αυτών των ζητημάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νομική μεταχείριση των ομίλων επιχειρήσεων παρουσιάζεται σε πολλές περιπτώσεις διαφοροποιημένη σε σχέση με τη μονήρη – μη ενταγμένη σε όμιλο οντότητα. Οι διορθωτικές παρεμβάσεις που επιχειρούνται, ακόμη και αν προκύπτουν δικαιοπολιτικά δικαιολογημένες, φέρνουν στην επιφάνεια σημαντικά από συστηματική άποψη και θεσμική συνοχή προβλήματα στο μέτρο κατά το οποίο έχουν ως αποτέλεσμα να καλείται να λογοδοτήσει εταιρεία μη ευθυνόμενη καταρχήν προσωπικά για τις υποχρεώσεις άλλης ομιλικής οντότητας. Θέτουν, συγχρόνως, το θέμα της απόκλισης από την αρχή της αυτοτέλειας: η τελευταία δεν θίγεται μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις άρσης του εταιρικού πέπλου αλλά και όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τα προφανή και σύμφυτα με την αυτονομία του νομικού προσώπου όρια δεν είναι ικανά να αποτρέψουν την επενέργεια κανόνων δικαίου κατά διεύρυνση του πεδίου ρυθμιστικής στόχευσής τους. Η συχνότητα μάλιστα τέτοιων διορθωτικών παρεμβάσεων θέτει επιτακτικά στο επίκεντρο την ανάγκη ελέγχου συμβατότητας και συναρμογής τους με το οικείο δογματικό πλαίσιο που τελεί σε αλληλουχία με την έννοια των ομίλων επιχειρήσεων. Υπ’ αυτή τη θεώρηση, εξετάζονται κρίσιμοι συσχετισμοί με τις έννοιες του νομικού προσώπου και της νομικής προσωπικότητας. Η συμφυής με το δογματικό υπόβαθρο του αστικού δικαίου μελέτη των ομίλων επιχειρήσεων συνέχεται ακόμη προς την έννοια της ιδιωτικής αυτονομίας. Εκκινώντας από τον προσδιορισμό των ειδικότερων τρόπων που αυτή εκδηλώνεται στο πλαίσιο του ομιλικού βίου, διερευνάται εάν οι συνήθεις ενδοομιλικές συμβατικές διευθετήσεις εμφανίζουν χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την υπαγωγή τους σε ενιαίο συμβατικό τύπο, τη σύμβαση ομίλου. Συναφώς, τίθεται το ζήτημα της ερμηνευτικής προσέγγισης αυτού του συμβατικού τύπου και της ανάπτυξης των αποτελεσμάτων του έναντι τρίτων. Οι συχνά διαπιστούμενες αποκλίσεις από την πλήρη ανάπτυξη της αυτοτέλειας των μελών του Ομίλου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ομιλικό σχήμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον ενιαίο τρόπο λειτουργίας του, αντιμετωπίζεται νομικά ως ένα ιδιόμορφο και ιδιαίτερο νομικό μόρφωμα. Εξάλλου, η αναγνώριση του Ομίλου ως υποκειμένου δικαίου όχι μόνο δεν βρίσκει νομοθετικό έρεισμα αλλά και θα στερούσε την επιχειρηματική ευελιξία του εν λόγω μορφώματος η οποία προϋποθέτει εμφατικά τη νομική αυτοτέλεια των μελών του.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
A group of companies does not qualify as a legal person. However, despite the lack of legal autonomy, it possesses the functional features of a single economic unit. This observation signals the need for thorough investigation. Considering that matters pertaining to groups of companies are strongly intertwined with almost every legal branch, critical cases were selected for a de lege lata examination with a view to identifying the common patterns underlying the nature and function of groups of companies from a legal point of view. The analysis, of legislative and jurisprudential origin, of cases in which ad hoc instrumenta are applied to address the legal complications that arise is revealing; notwithstanding that the doctrine of separate legal personality applies to the members of the group of companies, fragmented approaches based on the unity of their modus operandi have emerged in both the legislative and the judicial realm. In that light, the question of liability comes forth; in ...
A group of companies does not qualify as a legal person. However, despite the lack of legal autonomy, it possesses the functional features of a single economic unit. This observation signals the need for thorough investigation. Considering that matters pertaining to groups of companies are strongly intertwined with almost every legal branch, critical cases were selected for a de lege lata examination with a view to identifying the common patterns underlying the nature and function of groups of companies from a legal point of view. The analysis, of legislative and jurisprudential origin, of cases in which ad hoc instrumenta are applied to address the legal complications that arise is revealing; notwithstanding that the doctrine of separate legal personality applies to the members of the group of companies, fragmented approaches based on the unity of their modus operandi have emerged in both the legislative and the judicial realm. In that light, the question of liability comes forth; in particular, the possibility of holding the parent company liable vis-à-vis the creditors of its subsidiary. Accordingly, the applicability of mechanisms and rules of civil law is thoroughly examined. Analysing said questions leads to the conclusion that the legal treatment of groups of companies is in many instances different to that of an independent company. The corrective interventions that have been implemented raise significant concerns to the extent that they result in a company, not being in principle liable itself, being called to account for the obligations of another company. Such interventions raise, at the same time, the question of deviating from the principle of party autonomy: the latter is impacted not only in exceptional cases of lifting the corporate veil, but also when the inherent limits to a legal entity’s autonomy are not able to prevent the implementation of legal norms by expanding the scope of their regulatory targeting. The frequency of such interventions puts imperatively in focus the need to examine their alignment with the relevant doctrinal framework, i.e., the notions of legal person and legal personality. Moreover, the study of groups of companies, which is inherent to the doctrinal background of civil law, pertains to the doctrine of party autonomy. Following the identification of the specific ways in which party autonomy manifests itself within the realm of groups of companies, it is further investigated whether the ordinary intra-group contractual arrangements display characteristics that allow their inclusion in a new, emerging contractual type, i.e., the group contract. From the above, it follows that groups of companies, identified by their uniform mode of operation, are legally treated as a unique and peculiar legal structure. Besides, the recognition of the group of companies as a single subject of law not only lacks a legislative basis, but would also deprive the group of its flexibility, which emphatically presupposes the legal autonomy of its members.
περισσότερα