Περίληψη
Η αρχή της οικονομίας της δίκης σχηματοποιείται ως δικονομική αρχή στη θεωρία του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού δικαίου κατά τον 18ο αιώνα. Συνδέεται, αφενός, με την κάμψη του παθητικού ρόλου του δικαστή και, αφετέρου, με τη θέσπιση υποχρεώσεων του διαδίκου προς εγκαθίδρυση μιας πιο λειτουργικής δικαιοδοτικής διαδικασίας, χωρίς να αποτελεί εξαρχής στοιχείο sine qua non της απονομής έννομης προστασίας. Πρόκειται για αρχή πανταχού παρούσα, τόσο στα νομικά συστήματα της αγγλοσαξονικής παράδοσης, όσο και στο διεθνές και υπερεθνικό δικαιοδοτικό περιβάλλον, πλην όμως χρησιμοποιείται κατά κόρον σε νομολογία και θεωρία, ελληνική και αλλοδαπή, δίχως να είναι σαφές και οριοθετημένο το εννοιολογικό και κανονιστικό της περιεχόμενο. Σύμφωνα με την προτεινόμενη στη μελέτη προσέγγιση, η αρχή της οικονομίας της δίκης συνιστά μια μεθοδολογική αρχή που διέπει τη διαδικασία της δίκης και μόνο, δεν αφορά την οργάνωση της δικαιοσύνης ως κρατικής υπηρεσίας και δεν επεκτείνεται στο εκάστοτε κρινόμενο νομικό ζήτημα. ...
Η αρχή της οικονομίας της δίκης σχηματοποιείται ως δικονομική αρχή στη θεωρία του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού δικαίου κατά τον 18ο αιώνα. Συνδέεται, αφενός, με την κάμψη του παθητικού ρόλου του δικαστή και, αφετέρου, με τη θέσπιση υποχρεώσεων του διαδίκου προς εγκαθίδρυση μιας πιο λειτουργικής δικαιοδοτικής διαδικασίας, χωρίς να αποτελεί εξαρχής στοιχείο sine qua non της απονομής έννομης προστασίας. Πρόκειται για αρχή πανταχού παρούσα, τόσο στα νομικά συστήματα της αγγλοσαξονικής παράδοσης, όσο και στο διεθνές και υπερεθνικό δικαιοδοτικό περιβάλλον, πλην όμως χρησιμοποιείται κατά κόρον σε νομολογία και θεωρία, ελληνική και αλλοδαπή, δίχως να είναι σαφές και οριοθετημένο το εννοιολογικό και κανονιστικό της περιεχόμενο. Σύμφωνα με την προτεινόμενη στη μελέτη προσέγγιση, η αρχή της οικονομίας της δίκης συνιστά μια μεθοδολογική αρχή που διέπει τη διαδικασία της δίκης και μόνο, δεν αφορά την οργάνωση της δικαιοσύνης ως κρατικής υπηρεσίας και δεν επεκτείνεται στο εκάστοτε κρινόμενο νομικό ζήτημα. Αντιθέτως, η αρχή της οικονομίας της δίκης, ως διαδικαστική αρχή, εκδηλώνεται διττά: υπό αρνητική όψη, ως θέσπιση περιορισμών και υποχρεώσεων (λ.χ. σύστημα συγκέντρωσης), και υπό θετική όψη, ως παροχή ευελιξίας στους παράγοντες της δίκης για ταχύτερη, απλούστερη και λιγότερο δαπανηρή κάταρξη και προώθησή της. Εμφανίζεται ομοίως με δύο μορφές: υπό στενή έννοια αποδίδει τη διαδικαστική εξέλιξη της συγκεκριμένης δίκης έως την τερμάτισή της και υπό ευρεία εννοία αναφέρεται στην αποφυγή περισσότερων διαδικασιών ή δικών στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης. Στην ελληνική δικονομία των διαπλαστικών ενδίκων βοηθημάτων, όπου επικεντρώνεται η διατριβή, η αρχή της οικονομίας της δίκης αναδεικνύεται νομοθετικά, μέσω ρυθμίσεων που προωθούν τη διεξαγωγή της δίκης με οικονομία χρόνου, σταδίων ή/και κόστους, αλλά, ιδίως, νομολογιακά με κατ’ εξοχήν πεδία εκδήλωσης της αρχής τις υποκειμενικά και αντικειμενικά σύνθετες δίκες (απλή ομοδικία, συνάφεια, συνεκδίκαση), καθώς και τους θεσμούς της παραπομπής και διακράτησης του αναρμοδίως εισαχθέντος ενδίκου βοηθήματος. Εκεί η αρχή λειτουργεί ως μέσο ενίσχυσης του ρόλου του ΣτΕ εντός της διοικητικής δικαιοσύνης και ως βάση επέλευσης άδηλων δικονομικών συνεπειών, διευκολύνοντας την επιλογή διαφορών προς εκδίκαση και τη συγκέντρωση του ελέγχου μέσω κριτηρίων που διαπλάθει η νομολογία του.Καταληκτικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η αρχή της οικονομίας της δίκης δεν διαθέτει την εκ του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. ή 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ αυτοτελή υπερνομοθετική ισχύ που εκ πρώτης όψεως της αποδίδεται από μερίδα της θεωρίας. Τουναντίον, αποτελεί ένα optimum συντελώντας στην πληρέστερη ικανοποίηση της επιταγής για αποτελεσματική δικαστικήπροστασία και ορθολογικότητα της διαδικασίας. Τούτο διότι ο νομοθέτης μπορεί ελεύθερα να διαμορφώνει το δικονομικό σύστημα χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της οικονομίας, η οποία κατά κοινή αναγνώριση κάμπτεται θεμιτά από άλλες αρχές και δικαιώματα που εκδηλώνονται στο πλαίσιο της δίκης. Υποστηρίζεται, έτσι, η ανάγκη ανάδειξής της ως μίας αρχής γενικής εφαρμογής με συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο και κανονιστικό εύρος, προκειμένου η επίκλησή της να μην ευνοεί την υιοθέτηση μίας «μικροδικονομίας» της εκάστοτε υπόθεσης κατά τρόπο προβληματικό σε σχέση με την ασφάλεια δικαίου και τη δικονομική ισότητα, αλλά να εγγυάται την ορθή και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης με εξοικονόμηση χρόνου, κόστους και περιττών σταδίων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In continental European legal theory, procedural economy was formed as a principle of procedural law during the 18th century and it was linked with the mitigation of judges’ passive role and the enactment of litigants’ obligations to establish more functional trials, without that being a sine qua non element of judicial protection from the outset. Procedural economy is an omnipresent principle, as it is also met in the legal systems of the Anglosaxon tradition and the international and supranational jurisdictions; however, it is often used injuris prudence and theory, both Greek and foreign, without clear and defined concept and normative content. The study argues procedural economy constitutes a methodological principle that only governs the process of the trial, it does not concern the organization of justice as a public service and it does not extend to the adjudicated legal issue. Contrary, asa procedural principle, it manifests itself in a twofold way: in a negative aspect, namely ...
In continental European legal theory, procedural economy was formed as a principle of procedural law during the 18th century and it was linked with the mitigation of judges’ passive role and the enactment of litigants’ obligations to establish more functional trials, without that being a sine qua non element of judicial protection from the outset. Procedural economy is an omnipresent principle, as it is also met in the legal systems of the Anglosaxon tradition and the international and supranational jurisdictions; however, it is often used injuris prudence and theory, both Greek and foreign, without clear and defined concept and normative content. The study argues procedural economy constitutes a methodological principle that only governs the process of the trial, it does not concern the organization of justice as a public service and it does not extend to the adjudicated legal issue. Contrary, asa procedural principle, it manifests itself in a twofold way: in a negative aspect, namely thee nactment of restrictions and obligations (e.g. principle/system of concentration) and, in a positive aspect, namely the provision of flexibility for expedited, simpler and less costly initiation and progress of the trial. Procedural economy also appears in a twofold way: stricto sensu, namely the procedural progress of a specific trial itself, and lato sensu, namely the avoidance of further procedural steps or trials in the context of the same case. In Greek law of in rem remedies, procedural economy emerges through legislative means, in particular through specific legal provisions that facilitate the progress of the trial in less time, procedural stages and/or costs; it also emerges through jurisprudential findings, with the most exemplar cases being consolidated trials (mere joint trial, relevance of administrative acts, joinder of cases), as well as the referral or retention of remedies brought inincompetent courts. In this case, the principle strengthens the role of the Council of State within administrative justice, causes implicit procedural consequences, and facilitates selecting disputes to be adjudicated and concentrating judicial review on grounds of criteria established by the Council’s jurisprudence. The ultimate finding of the study is that procedural economy does not enjoy a hierarchically superior position itself, neither in Art.20§1 Greek Constitution nor in Art. 6§1 ECHR, notwithstanding the - at first sight - opposite view in part of the legal scholarship. Contrary, it is an optimum that contributes to the fulfillment of the requirement for effective judicial protection and rational judicial procedure. This is due to the legislature’s free articulation of procedural law without raising questions of unconstitutionality in terms of violating procedural economy, which is by common recognition balanced against other procedural principles and rights. Thus, the study argues for the need to conceptualize procedural economy as a principle of general applicability, with specific conceptual content and normative scope, so that its invocation will not favor the adoption of‘ micro-procedural laws’ per case, hence compromising legal certainty and procedural equality. Contrary it will guarantee the proper and effective administration of justice by saving time, costs and redundant stages.
περισσότερα