Περίληψη
H παρούσα διδακτορική διατριβή αναδεικνύει τις δυνατότητες που προσφέρει η Ανάλυση Εκπαιδευτικών Δεδομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ξεκινώντας από ένα κοινό ζήτημα στην εκπαιδευτική έρευνα - την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών - δίνει έμφαση στις δυνατότητες αντικειμενικής αξιολόγησης και υποστήριξης αποφάσεων, που παρέχει η χρήση δεδομένων στα κεντρικά οργανωμένα εκπαιδευτικά συστήματα. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια της εκπαίδευσης των ίσων ευκαιριών, η οποία διαπερνά ολόκληρη τη διατριβή. Από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας και παροχής ίσων ευκαιριών. Τα κράτη καθιέρωσαν την υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση και την χρηματοδότησαν μέσω της φορολογίας. Βασικός στόχος παραμένει η ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση για τους μαθητές, μέσω της δημόσιας παροχής και του κρατικού ελέγχου. Η έρευνα όμως έχει αναδείξει ότι οι διαχρονικές κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται και μέσω των εκπαιδευτικών ...
H παρούσα διδακτορική διατριβή αναδεικνύει τις δυνατότητες που προσφέρει η Ανάλυση Εκπαιδευτικών Δεδομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ξεκινώντας από ένα κοινό ζήτημα στην εκπαιδευτική έρευνα - την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών - δίνει έμφαση στις δυνατότητες αντικειμενικής αξιολόγησης και υποστήριξης αποφάσεων, που παρέχει η χρήση δεδομένων στα κεντρικά οργανωμένα εκπαιδευτικά συστήματα. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια της εκπαίδευσης των ίσων ευκαιριών, η οποία διαπερνά ολόκληρη τη διατριβή. Από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας και παροχής ίσων ευκαιριών. Τα κράτη καθιέρωσαν την υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση και την χρηματοδότησαν μέσω της φορολογίας. Βασικός στόχος παραμένει η ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση για τους μαθητές, μέσω της δημόσιας παροχής και του κρατικού ελέγχου. Η έρευνα όμως έχει αναδείξει ότι οι διαχρονικές κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται και μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων, οδηγώντας σε προτάσεις για πιο συμπεριληπτικά εκπαιδευτικά συστήματα και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων και η έκφραση απόψεων στο δημόσιο διάλογο συχνότατα αντικατοπτρίζει προσωπικές θεωρήσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία. Πρόσφατα στην Ελλάδα έγινε δυνατή η συστηματική συλλογή εκπαιδευτικών δεδομένων για τους εμπλεκόμενους στη εκπαιδευτική πολιτική, με την εισαγωγή ενός MIS για την πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά οι δυνατότητες εξόρυξης γνώσης από αυτό δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί. Εξετάζοντας τις μαθητικές επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα, η παρούσα διατριβή αναδεικνύει το δυνητικό όφελος της χρήσης ανάλυσης δεδομένων στη τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων και την εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων. Η χρήση αυτών των εργαλείων παρέχει κρίσιμη γνώση για τη λήψη αποφάσεων από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και την εκπαιδευτική διοίκηση. Η πλειονότητα των ερευνών της ανάλυσης εκπαιδευτικών δεδομένων σχετικά με τις επιδόσεις των μαθητών επικεντρώνεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την online μάθηση. Η παρούσα διατριβή έρχεται να προφέρει την ανάλυση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού της χώρας, στατικά και διαχρονικά, και την εξαγωγή αντικειμενικών συμπε- ρασμάτων για διαστάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά καθώς και επιμέρους εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Επιπλέον, διευρύνει το ερευνητικό πεδίο σε εκπαιδευτικές βαθμίδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους μαθητές και την κοινωνία. Τα ερευνητικά ερωτήματα της διατριβής συνδέονται με την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα επικεντρώνεται στον αντικειμενικό εντοπισμό των διαφορετικών επιπέδων επίδοσής των μαθητών και αποτέλεσε τη βάση για τις περεταίρω αναλύσεις. Στο δεύτερο ερευνητικό ερώτημα εξετάστηκε η σταθερότητα των επιπέδων επιδόσεων που εντοπίστηκαν, στην πάροδο του χρόνου. Στο τρίτο ερευνητικό ερώτημα εξετάστηκε η λειτουργία του σχολείου ως θεσμού παροχής ίσων ευκαιριών, μέσα από την επίδραση δημογραφικών (μη - ακαδημαϊκών) χαρακτηριστικών, όπως το φύλο, το επάγγελμα του κηδεμόνα και η περιοχή διαμονής, στην ακαδημαϊκή επίδοση. Στο τέταρτο ερευνητικό ερώτημα μελετήθηκε η δυνατότητα αντικειμενικής αξιολόγησης μιας συγκε- κριμένης εκπαιδευτικής παρέμβασης, αυτής της ενισχυτικής διδασκαλίας, υπό το πρίσμα των ίσων ευκαιριών για τους μαθητές. Τέλος, στο πέμπτο και τελευταίο ερευνητικό ερώτημα εξετάστηκε η προβλεπτική ικανότητα του GPA στην εκτίμηση των μελλοντικών επιδόσεων, έναντι εναλλακτικών - σταθμισμένων μετρικών, με διαφορετικές σταθμίσεις των μαθημάτων. Για την κάλυψη της ερευνητικής μας προσέγγισης, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα (δημογραφικά και ακαδημαϊκά) των μαθητών της χώρας από το Υπουργείο Παιδείας. Λάβαμε δεδομένα του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού, από την 5η Δημοτικού μέχρι την 3η Γυμνασίου. Τα δεδομένα αφορούσαν: a) Τους βαθμούς σε όλα τα μαθήματα b) Την τάξη κάθε μαθητή c) Το γενικό μέσο όρο βαθμολογίας d) Τις απουσίες των μαθητών e) Το φύλο των μαθητών f) Το επάγγελμα του κηδεμόνα g) Την Διεύθυνση Εκπαίδευσης που ανήκε κάθε μαθητής. Τα σχολικά έτη για τα οποία λάβαμε δεδομένα ήταν από 2016-17 έως και 2018-19. Στην παρούσα διατριβή χρησιμοποιήθηκε μη εποπτευόμενη μάθηση για τον προσδιορισμό των επιπέδων επίδοσης των μαθητών, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η παρέμβαση του ερευνητή. Από τον αλγόριθμο προέκυψε μια νέα μεταβλητή, αυτή του επιπέδου επίδοσης κάθε μαθητή, η οποία προστέθηκε στο σύνολο δεδομένων και ταξινόμησε τους μαθητές στα επίπεδα επιδόσεων. Η μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε για να εξεταστούν τα υπόλοιπα ερευνητικά ερωτήματα όπως: οι διαφορές στις επιδόσεις με βάση δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών, όπως το φύλο, η περιοχή και το επάγγελμα του κηδεμόνα. Τέλος, έγινε διαχρονική ανάλυση του επιπέδου επίδοσης από τάξη σε τάξη, προκειμένου να μελετηθεί η σταθερότητα των επιδόσεων των μαθητών κατά τη διάρκεια του χρόνου. Η διατριβή κατέδειξε τις δυνατότητες της ανάλυσης δεδομένων για την εξαγωγή ουσι- αστικών και χρήσιμων συμπερασμάτων από εκπαιδευτικά δεδομένα, ακόμα και αν αυτά δεν έχουν συλλεχθεί για το συγκεκριμένο ερευνητικό σκοπό. Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά, δεδομένα για όλους τους μαθητές σε εθνικό επίπεδο και τους κατέταξε σε τέσσερις, μαθηματικά υπολογισμένες, κατηγορίες, με βάση τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Η διαχρονική μελέτη των επιδόσεων των μαθητών έγινε με το συνδυασμό ομαδοποίησης με περιγραφικές στατιστικές μεθόδους και διαπίστωσε σταθερότητα των επιδόσεων διαχρονικά, με τους μαθητές με τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες επιδόσεις να παρουσιάζουν εντονότερη σταθερότητα. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι, το επίπεδο επίδοσης του μαθητή επηρεάζεται από μη ακαδη- μαϊκούς παράγοντες όπως, το φύλο, η περιοχή κατοικίας και το επάγγελμα του κηδεμόνα. Η μη ανεξαρτησία των επιδόσεων από μη ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά παρέχει σαφείς ενδείξεις υπέρ του επιχειρήματος ότι, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν λειτουργεί ως ένα σύστημα παροχής ίσων ευκαιριών για τους μαθητές. Η έρευνα διαπίστωσε ακόμη ότι η ενισχυτική διδασκαλία είχε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στη βελτίωση των μαθητών συνολικά, πλην όμως η βελτίωση αυτή διαφέρει με βάση το επάγγελμα του κηδεμόνα, ευνοώντας πιο προνομιούχους μαθητές. Αυτό καταδεικνύει ένα αντίθετο αποτέλεσμα της ενισχυτικής διδασκαλίας από την στόχευσή της, που αφορά στην ενίσχυση των ίσων ευκαιριών για μαθητές που έχουν κοινωνικά, περιορισμένες δυνατότητες. Σε επίπεδο συνεισφορών, πρόκειται για την πρώτη ερευνητική προσπάθεια με την χρήση ανάλυσης δεδομένων, σε επίπεδο χώρας. Τα αποτελέσματα των ερευνών μας αφορούν το σύνολο των μαθητών της χώρας, χωρίς την ανάγκη στατιστικής επαγωγής. Διαπιστώθηκε ότι η χρήση εκπαιδευτικών δεδομένων, τα οποία υπάρχουν ήδη στις βάσεις δεδομένων του Υπουργείου Παιδείας ακόμη και στην περίπτωση που δεν έχουν συλλεγεί για το συγκεκριμένο ερευνητικό σκοπό, μπορεί να οδηγήσει σε τεκμηριωμένες απόψεις για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει στις υπηρεσίες του υπουργείου να ασχοληθούν σε βάθος με την ανάλυση εκπαιδευτικών δεδομένων για την εξαγωγή νέας γνώσης, που για την ώρα «κρύβεται» στο μεγάλο όγκο δεδομένων του MIS. Αναπτύχθηκε μια προσέγγιση, αυτή του αντικειμενικού προσδιορισμού επίπεδων επίδοσης, μέσω ομαδοποίησης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες έρευνες σχετικά με τη μαθητική επίδοση, χωρίς να είναι απαραίτητη η μελέτη κατανομών της βαθμολογίας των μαθητών. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αντικειμενικός τρόπος χωρισμού των επιπέδων επίδοσης και χαρακτηρισμού των επιδόσεων των μαθητών, από τον οποίο προκύπτουν συγκεκριμένα και σταθερά σε αριθμό επίπεδα επίδοσης, αναδεικνύοντας αντίστοιχη σταθερότητα στο σύνολο των παραγόντων που επιδρούν στην επίδοση και θέτοντας παράλληλα προκλήσεις στην εκπαιδευτική πολιτική. Η προσπάθεια για ένα σχολείο ίσων ευκαιριών θα πρέπει να συνεχιστεί, αφού η επίτευξη του στόχου δεν επιβεβαιώθηκε από τα δεδομένα. Η διαφοροποίηση των επιδόσεων μεταξύ μαθητών από διαφορετικά κοινωνικά και οικονομικά υπόβαθρα, δείχνει ότι πρέπει να υπάρξουν επιπλέον προσπάθειες, προκειμένου το σχολείο να λειτουργήσει σαν εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας και παροχής ίσων ευκαιριών, μέσω των μαθητικών επιδόσεων. Επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά και με χρήση συνολικών δεδομένων, η υπεραπόδοση των κοριτσιών σε σχέση με τα αγόρια. Οι αντίστοιχες έρευνες αφορούσαν δεδομένα μαθητικών διαγωνισμών, όπως το PISA, με περιορισμένο αριθμό μαθητών και μαθημάτων που εξετάζονται ή μικρά δείγματα. Η διατριβή επιβεβαίωσε τα ευρήματα για πρώτη φοράσε επίπεδο χώρας, χωρίς την ανάγκη επαγωγής των αποτελεσμάτων.Συνολικά, μέσω της τεκμηριωμένης εκτίμησης για διαστάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, έγινε σαφές ότι η ανάλυση των εκπαιδευτικών δεδομένων της χώρας μας παρέχει τεράστιες δυνατότητες τεκμηρίωσης των αποφάσεων και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των εκπαιδευτικών πολιτικών. Τονίζεται έτσι, η ανάγκη ενσωμάτωσης των δεδομένων του πληροφοριακού συστήματος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και η σημασία της προώθησης της λήψης αποφάσεων με βάση τα δεδομένα στην εκπαίδευση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation highlights the potential offered by the analysis of educational data in primary and secondary education. Starting from a common issue in educational research— the academic achievement of students—it emphasizes the potential for objective evaluation and decision support provided by the use of data in centralized educational systems. Central to this is the concept of equal opportunity education, which runs throughout the thesis. Since the industrial revolution, education has been seen as a tool for social mobility and equal opportunities. States introduced compulsory public education and financed it through taxation. A main objective remains equality of educational opportunities for students through public provision and state control. But research has highlighted that long-standing social inequalities are also reproduced through education systems, leading to proposals for more inclusive education systems and educational interventions. The evaluation of the effectiveness ...
This dissertation highlights the potential offered by the analysis of educational data in primary and secondary education. Starting from a common issue in educational research— the academic achievement of students—it emphasizes the potential for objective evaluation and decision support provided by the use of data in centralized educational systems. Central to this is the concept of equal opportunity education, which runs throughout the thesis. Since the industrial revolution, education has been seen as a tool for social mobility and equal opportunities. States introduced compulsory public education and financed it through taxation. A main objective remains equality of educational opportunities for students through public provision and state control. But research has highlighted that long-standing social inequalities are also reproduced through education systems, leading to proposals for more inclusive education systems and educational interventions. The evaluation of the effectiveness of education systems and the expression of views in the public debate often reflect personal perceptions, which are not based on objective evidence. Recently in Greece, systematic collection of educational data has become possible with the introduction of a MIS for primary and secondary education, but the potential for knowledge extraction from it has not yet been exploited. By examining student achievement in Greece, this thesis highlights the potential benefit of using data analysis in evidence-based decision-making and drawing objective conclusions. The use of these tools provides critical knowledge for decision-making by policymakers and educational administrators. The majority of educational data analysis research on student achievement focuses on higher education and online learning. Additionally, studies often use small sample sizes, which may limit their generalizability. Longitudinal analyses, which could reveal the long-term effects of educational interventions, are scarce in the literature. This thesis analyzed the entire student population of the country, both statically and longitudinally, drawing objective conclusions on dimensions of the education system as a whole as well as individual educational interventions. In addition, it broadens the research scope to educational levels with different characteristics from higher education, which have a significant impact on students and society. The research questions of the thesis are related to students’ academic achievement. The first research question focuses on the objective detection of different levels of student achievement and forms the basis for further analyses. The second research question examined the stability of the identified achievement levels over time. The third research question examined the function of the school as an equal opportunity institution through the impact of demographic (non-academic) characteristics, such as gender, guardian occupation, and region of residence, on academic achievement. The fourth research question examined the potential for objective evaluation of a specific educational intervention, that of remedial teaching, in the light of equal opportunities for students. Finally, the fifth and last research question examined the predictive power of GPA in estimating future achievement against alternative, weighted metrics with different weights of courses. To meet our research approach, we requested demographic and academic data of the country’s students from the Ministry of Education. We obtained data of the entire student population, from 5 of primary school to grade 3 of Junior High School. The data were: a) Grades in all subjects b) The class of each student c) The overall Grade Point Average d) The students’ absences e) The gender of the students (f) The profession of the guardian(g) The education directorate to which each pupil belonged. The school years for which we obtained data were from 2016-17 to 2018-19.In this thesis, unsupervised learning was used to assess student achievement to re- duce researcher intervention. The algorithm added each student’s achievement level to the dataset and ranked them by achievement level. This variable was used to answer remaining research questions, such as student achievement differences by gender, region, and guardian occupation. Finally, a longitudinal analysis of achievement levels from grade to grade examined student achievement stability. The thesis also showed that data analysis can yield meaningful conclusions from educational data, even if it was not collected for research. It used national student data for the first time to categorize them into four mathematically calculated academic achievement categories. The longitudinal study of student achievement found stability over time, with the highest and lowest performing students showing strong stability. It was also found that the level of student achievement was influenced by non-academic factors such as gender, region of residence, and the guardian’s occupation. The non- independence of achievement on non-academic characteristics provides clear evidence in favor of the argument that the education system does not function as a system of equal opportunities for students. The research further found that remedial teaching had short- and long-term effects on the improvement of students overall, but the improvement differed by the profession of the guardian, favoring more privileged students. This demonstrates the opposite effect of remedial teaching from its objective, which is to enhance equal opportunities for pupils who have socially limited opportunities. In terms of contributions, this is the first research effort using data analysis at the country level. Our study results relate to all students in the country without the need for statistical inference. It was found that the use of educational data, which already exists in the databases of the Ministry of Education even if not collected for a specific research purpose, can lead to informed opinions on the functioning of the educational system. This allows the ministry’s services to engage in in-depth analysis of education data to extract new knowledge that is currently ”hidden” in the large volume of MIS data. An approach has been developed, that of objective identification of achievement levels through clustering, which can be used in other researches on student achievement, without the need to study distributions of student grades. It was found that there is an objective way of dividing achievement levels and characterizing student achievement. From this procedure, specific and numerically stable achievement levels emerge, highlighting corresponding stability in the set of factors affecting achievement while posing challenges to educational policy. As the data do not support the achievement of the target, the pursuit of an equal opportunities school should continue. The differentiation in performance between students from different social and economic backgrounds shows that further efforts are needed in order for the school to function as a tool for social mobility and equal opportunities through pupil achievement. For the first time, using total data, the overachievement of girls compared to boys has been confirmed. Similar studies have used data from student competitions, such as PISA, with a limited number of students and subjects tested or small samples. The thesis confirmed the findings for the first time at the country level, without the need to induce the results. Overall, through the evidence-based assessment of dimensions of the education system and educational interventions, it became clear that the analysis of our country’s educational data provides enormous potential for informing decision-making and evaluating the outcomes of educational policies. Thus, the need to integrate information system data into the decision-making process is emphasized, as well as the importance of promoting data-based decision-making in education.
περισσότερα