Περίληψη
Από τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη παρατηρούνται σημαντικές βιολογικές μεταβολές έτσι ώστε η έγκυος να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις της κύησης. Μεταξύ αυτών παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στην καρδιαγγειακή λειτουργία καθώς και στη σύσταση του σώματος. Αν και οι καρδιαγγειακές προσαρμογές είναι συνήθως αναστρέψιμες μετά τον τοκετό σε υγιείς γυναίκες, υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστούν ή να επιδεινωθούν προϋπάρχουσες παθήσεις, ειδικά σε γυναίκες με παράγοντες κινδύνου όπως είναι η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση, το κάπνισμα και η ηλικία. Στην πλειοψηφία των εγκύων γυναικών η αύξηση του σωματικού βάρους υπερβαίνει τη συνιστώμενη μεταβολή που αναφέρεται στις κατευθυντήριες οδηγίες και επιβαρύνει τη μητρική και εμβρυϊκή υγεία. Μια από τις πλέον συχνές επιπλοκές κατά την κύηση είναι ο Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης (ΣΔΚ), ο οποίος σχετίζεται με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. H άσκηση κατά τη διάρκεια της κύησης αποτελεί μια αποτελεσματική παρέμβαση γ ...
Από τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη παρατηρούνται σημαντικές βιολογικές μεταβολές έτσι ώστε η έγκυος να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις της κύησης. Μεταξύ αυτών παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στην καρδιαγγειακή λειτουργία καθώς και στη σύσταση του σώματος. Αν και οι καρδιαγγειακές προσαρμογές είναι συνήθως αναστρέψιμες μετά τον τοκετό σε υγιείς γυναίκες, υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστούν ή να επιδεινωθούν προϋπάρχουσες παθήσεις, ειδικά σε γυναίκες με παράγοντες κινδύνου όπως είναι η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση, το κάπνισμα και η ηλικία. Στην πλειοψηφία των εγκύων γυναικών η αύξηση του σωματικού βάρους υπερβαίνει τη συνιστώμενη μεταβολή που αναφέρεται στις κατευθυντήριες οδηγίες και επιβαρύνει τη μητρική και εμβρυϊκή υγεία. Μια από τις πλέον συχνές επιπλοκές κατά την κύηση είναι ο Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης (ΣΔΚ), ο οποίος σχετίζεται με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. H άσκηση κατά τη διάρκεια της κύησης αποτελεί μια αποτελεσματική παρέμβαση για τη διαχείριση του βάρους καθώς και των αιμοδυναμικών παραμέτρων. O σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να μελετηθούν οι επιδράσεις ενός επιβλεπόμενου εξειδικευμένου προγράμματος άσκησης στα μορφολογικά χαρακτηριστικά, στη σύσταση του σώματος καθώς και στις αιμοδυναμικές προσαρμογές που προκαλούνται μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος συνδυασμού μέτριας αερόβιας άσκησης και μυϊκής ενδυνάμωσης: i) σε έγκυες με ανεπίπλεκτη κύηση (πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της κύησης), και ii) σε γυναίκες με ΣΔΚ (αμέσως μετά τη διάγνωση και 1 εβδομάδα πριν τον τοκετό). Στην πρώτη μελέτη (υγιή κύηση) συμμετείχαν εθελοντικά 56 γυναίκες, ηλικίας 30,8±4,3 ετών, που επιθυμούσαν κύηση. Από αυτές, οι 16 κυοφόρησαν εντός τριμήνου και εντάχθηκαν στη μελέτη. Μία γυναίκα αποκλείστηκε λόγω μαιευτικών επιπλοκών. Οι 15 γυναίκες, κατά την 20η εβδομάδα της κύησης, χωρίσθηκαν σε Ομάδα Άσκησης (συστηματικής επιβλεπόμενης άσκησης, n=8) και Ομάδα Ελέγχου (συμβουλευτικής για άσκηση, n=7). Στη δεύτερη μελέτη συμμετείχαν εθελοντικά 38 γυναίκες με ΣΔΚ, οι οποίες χωρίστηκαν σε 3 ομάδες: Ομάδα Άσκησης (n=10), Ομάδα Βάδισης (n=13) και Ομάδα Συμβουλευτικής (n=15). Όλες οι δοκιμαζόμενες συμμετείχαν στα αντίστοιχα προγράμματα 3 φορές την εβδομάδα, με την ΟΑ να ακολουθεί επιβλεπόμενο συστηματικό πρόγραμμα συνδυασμού μέτριας αερόβιας άσκησης και μυϊκής ενδυνάμωσης, η ΟΒ πρόγραμμα συστηματικού περπατήματος χωρίς επίβλεψη και η ΟΣ συμβουλευτική για άσκηση. Και στις δύο μελέτες πραγματοποιήθηκε Υπομέγιστη Δοκιμασία Κοπώσεως (ΥΔΚ) στην οποία καταγράφηκαν αιμοδυναμικοί παράμετροι. Επίσης πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις αναφορικά με τη σύσταση του σώματος καθώς και μετρήσεις δύναμης. Στην πρώτη μελέτη (υγιής κύηση) η ανάλυση των δεδομένων έδειξε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα Ομάδα στις αιμοδυναμικές παραμέτρους, στη σύσταση του σώματος καθώς και στις μετρήσεις δύναμης (p<0,05). Πιο συγκεκριμένα παρουσιάστηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα Ομάδα (p<0,05) στην ΚΣ και στα τρία στάδια της ΥΔΚ και στον χρόνο τερματισμού. Δεν παρουσιάστηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα ομάδα στην ΚΣ ηρεμίας και στην ΑΠ ηρεμίας και αποκατάστασης. Αναφορικά με το σωματικό βάρος από την 20η έως την 32η εβδομάδα κύησης, η ΟΑ αύξησε το σωματικό βάρος κατά 6,2% και από τη βασική μέτρηση πριν την κύηση έως τρεις μήνες μετά την κύηση κατά 1,9%. Τα αντίστοιχα ποσοστά της ΟΕ ήταν 9,2% (p<0,05) και 5,6% (p<0,05) έναντι ομάδας άσκησης. Από την 20η έως την 32η εβδομάδα κύησης, η ΟΑ ελάττωσε το ποσοστό λίπους κατά 20,5% και από τη βασική μέτρηση πριν την κύηση έως τρεις μήνες μετά την κύηση το αύξησε κατά 5,5%. Τα αντίστοιχα ποσοστά της ΟΕ ήταν 14,2% (p<0,05) έναντι ΟΑ και 18,8% (p<0,05). Τέλος, από την 20η έως την 32η εβδομάδα κύησης, η ΟΑ αύξησε το σύνολο των δερματοπτυχών κατά 2,9% και από τη βασική μέτρηση πριν την κύηση έως τρεις μήνες μετά την κύηση κατά 8,8%. Τα αντίστοιχα ποσοστά της ΟΕ ήταν 20,5% (p<0,05) και 32,8% (p<0,05) αντίστοιχα. Στη δεύτερη μελέτη (γυναίκες με ΣΔΚ) παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα Ομάδα (p<0,05) στην ΚΣ και στα τρία στάδια της ΥΔΚ και στον χρόνο τερματισμού. Δεν παρουσιάστηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα Ομάδα στην ΚΣ ηρεμίας και στην αρτηριακή συστολική και διαστολική πίεση ηρεμίας και αποκατάστασης. Αναφορικά με το σωματικό βάρος δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα ομάδα σε καμία από τις μεταβλητές (p>0,05),.παρουσιάστηκαν ωστόσο ποσοστιαίες μεταβολές. Μετά την εφαρμογή του προγράμματος άσκησης, ποσοστιαίες μεταβολές παρατηρήθηκαν στη συνολική πρόσληψη βάρους (2,5%), στο ποσοστό λίπους (-1,3%), στην άλιπη μάζα (3,1%) και στη μάζα λίπους (1,14%) για την ΟΑ ενώ για την ΟΒ αντίστοιχα παρατηρήθηκε αύξηση στη συνολική πρόσληψη βάρους κατά 3,1%, στο ποσοστό λίπους κατά 2,4%, στην άλιπη μάζα κατά 1,95% και στη μάζα λίπους κατά 8,48%. Στην ΟΣ οι ποσοστιαίες μεταβολές στη συνολική πρόσληψη βάρους ήταν 1,2%, στο ποσοστό λίπους -0,3%, στην άλιπη μάζα 1,9% και στη μάζα λίπους -0,02%. Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης διαφαίνεται ότι η άσκηση μπορεί να επιφέρει θετικές προσαρμογές της στον έλεγχο του σωματικού βάρους, στη ρύθμιση της αιμοδυναμικής ανταπόκρισης και στη βελτίωση της δύναμης ακόμη και κατά τη διάρκεια της κύησης, τόσο σε υγιείς έγκυες όσο και σε γυναίκες με ΣΔΚ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
After conception, even during the first days of pregnancy, important cardiovascular changes are observed in order to prepare the pregnant woman to face the increasing demands of pregnancy. These also include cardiovascular fluctuations and changes in body composition. Although cardiovascular changes are usually reversible after delivery in healthy women, there is a possibility that preexisting conditions to be develop or worsened, especially in women with risk factors such as obesity, diabetes, hypertension, smoking, and age. Regularly the most important changes during pregnancy occur in body weight which exceeds the recommended change prescribed in the guidelines, and burdens maternal and fetal health. Gestational diabetes mellitus (GDM), one of the most common complications during pregnancy, is associated with excessive weight gain. Exercise during pregnancy can effectively manage body weight and hemodynamic parameters. The purpose of the present study was to examine the effects of a ...
After conception, even during the first days of pregnancy, important cardiovascular changes are observed in order to prepare the pregnant woman to face the increasing demands of pregnancy. These also include cardiovascular fluctuations and changes in body composition. Although cardiovascular changes are usually reversible after delivery in healthy women, there is a possibility that preexisting conditions to be develop or worsened, especially in women with risk factors such as obesity, diabetes, hypertension, smoking, and age. Regularly the most important changes during pregnancy occur in body weight which exceeds the recommended change prescribed in the guidelines, and burdens maternal and fetal health. Gestational diabetes mellitus (GDM), one of the most common complications during pregnancy, is associated with excessive weight gain. Exercise during pregnancy can effectively manage body weight and hemodynamic parameters. The purpose of the present study was to examine the effects of a combined exercise program (muscle-strength and aerobic) on the morphological characteristics and body composition as well as the hemodynamic adaptations induced after a combined training program of moderate aerobic exercise and muscle-strength i) in pregnant women with uncomplicated pregnancy (before, during and after pregnancy) and ii) in pregnant women with GDM (immediately after diagnosis and 1 week before delivery). In the first study, 56 healthy women (aged 30.8±4.3 years old), who wished to become pregnant followed voluntarily our training program. Of these, 16 conceived within three months and joined the study. One woman was excluded due to obstetric complications. Then during the 20th week of pregnancy, the 15 women were randomly divided into an exercise group (systematic supervised exercise, n=8) and a control group (exercise counseling, n=7). In the second study, 38 women with GDM volunteered and were divided into 3 intervention program groups: Exercise Group (EG, n=10) followed a supervised systematic program (combined moderate aerobic and muscle strength) 3 times a week; Walking Group (WG, n=13) followed an unsupervised systematic walking program and Counseling Group (CG, n=15) attended counseling for exercise. Submaximal exercise test (SET) was performed in which hemodynamic parameters, body composition and strength measurements were recorded. In the first study the data analysis showed a statistically significant main effect of Group on hemodynamic parameters, body composition as well as strength measurements (p<0.05). During the 20th to 32nd week of gestation, the intervention group increased body weight by 6.2%. When pre-pregnancy baseline weight was compared to three months postpartum weight, the increase was 1.92%. Body weight of the control group increased 9.2% and 5.6% respectively (p<0.05). During the 20th to 32nd week of gestation, the intervention group reduced body fat by 20.5%. When pre-pregnancy baseline body fat was compared to three months postpartum body fat the increase was 5.5%. Body fat percentage of the control group increased 14.2% and 18.8% respectively (p<0.05). Finally, during the 20th to 32nd week of gestation, the intervention group increased sum of skinfold thickness by 2.9%. When pre-pregnancy baseline sum of skinfold thickness was compared to three months postpartum sum of skinfold thickness, the increase was 8.8%. Sum of skinfold thickness of the control group was 20.5% and 32.8% respectively (p<0.05). In the second study data analysis showed a statistically significant main effect of Group on hemodynamic parameters (p<0.05), in the HR in the three stages of the SET and in duration. There was no statistically significant main effect of the Group factor on resting HR and resting and recovery HR. Regarding body weight, no statistically significant main effect of the group factor was presented in any of the variables (p>0.05). However, there were percentage changes. In EG total weight gain were (2.5%), fat loss (-1.3%), lean mass (3.1%) and fat mass (1.14%). In WG the changes in total weight gain were (3.1%), fat (2.4%), lean mass (1.95%) and fat mass (8.48%). In the AG the percentage changes in total weight gain were (1.2%), fat loss (-0.3%), lean mass (1.9%) and fat mass (-0.02%). In conclusion, the results of the present study revealed that exercise brings about positive adaptations in weight control management, improves strength and hemodynamic responses, even during pregnancy in both healthy pregnant women and women with GDM.
περισσότερα