Περίληψη
Οι ορεινοί οικισμοί του δυτικού τμήματος της περιοχής του Βοΐου (πρώην επαρχίας Ανασελίτσας) του νομού Κοζάνης, στη Δυτική Μακεδονία, παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η περιοχή αποτέλεσε κατά το παρελθόν και μέχρι τα μέσα του 20ού αι. έναν από τους σημαντικότερους τόπους καταγωγής μαστόρων οικοδόμων στον ελλαδικό χώρο. Οι Ανασελιτσιώτες μάστορες, οργανωμένοι σε «παρέες», εργάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα του Ελληνικού κράτους, κατασκευάζοντας ιδιωτικά και δημόσια έργα, από εκκλησίες, σχολεία, γεφύρια και κατοικίες μέχρι κάστρα, παλάτια και τζαμιά. Η περιοχή αναδείχθηκε, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αι., ως ένα ακόμη από τα οικονομικά θαύματα του ορεινού βαλκανικού χώρου. Παρουσιάζει συγγένεια και στενούς δεσμούς με τη γειτονική Ήπειρο, με την οποία συνθέτει τις δύο όψεις του ίδιου γεωγραφικού τόπου, αυτού της Βόρειας Πίνδου. Η παρούσα μελέτη εξετάζει την αρχιτεκτονική της κατοικίας των οικισμών της δυτικής Ανα ...
Οι ορεινοί οικισμοί του δυτικού τμήματος της περιοχής του Βοΐου (πρώην επαρχίας Ανασελίτσας) του νομού Κοζάνης, στη Δυτική Μακεδονία, παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η περιοχή αποτέλεσε κατά το παρελθόν και μέχρι τα μέσα του 20ού αι. έναν από τους σημαντικότερους τόπους καταγωγής μαστόρων οικοδόμων στον ελλαδικό χώρο. Οι Ανασελιτσιώτες μάστορες, οργανωμένοι σε «παρέες», εργάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα του Ελληνικού κράτους, κατασκευάζοντας ιδιωτικά και δημόσια έργα, από εκκλησίες, σχολεία, γεφύρια και κατοικίες μέχρι κάστρα, παλάτια και τζαμιά. Η περιοχή αναδείχθηκε, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αι., ως ένα ακόμη από τα οικονομικά θαύματα του ορεινού βαλκανικού χώρου. Παρουσιάζει συγγένεια και στενούς δεσμούς με τη γειτονική Ήπειρο, με την οποία συνθέτει τις δύο όψεις του ίδιου γεωγραφικού τόπου, αυτού της Βόρειας Πίνδου. Η παρούσα μελέτη εξετάζει την αρχιτεκτονική της κατοικίας των οικισμών της δυτικής Ανασελίτσας από τον 18ο αι. έως τα μέσα του 20ού αι., η οποία δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα. Η έρευνα οργανώθηκε μέσω επιτόπιων επισκέψεων και βασίστηκε στην αποτύπωση, τη φωτογράφηση και τη λεπτομερή τεκμηρίωση επιλεγμένων και χαρακτηριστικών κτηρίων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικισμό, τον Πεντάλοφο (Ζουπάνι), αλλά και ορισμένους μικρότερους, όπως το Δίλοφο (Λιμπόχοβο) και την Αγία Σωτήρα (Σβόλιανη), οι οποίοι παρουσιάζουν ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης. Συνολικά αποτυπώθηκαν και τεκμηριώθηκαν 85 κατοικίες σε 19 οικισμούς. Το υλικό που συγκεντρώθηκε επέτρεψε τη μελέτη της εξέλιξης της κατοικίας στο διάστημα δύο περίπου αιώνων, από κτηριολογική, κατασκευαστική και τυπολογική άποψη, ως έκφραση της ιστορικής διαδρομής του τόπου κατά την περίοδο αυτή. Η αρχιτεκτονική της κατοικίας μπορεί να διακριθεί σε τρεις επιμέρους ενότητες. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από τα μέσα του 18ου αιώνα (οπότε και εντοπίζονται τα παλαιότερα σωζόμενα δείγματα) έως τα μέσα του 19ου αιώνα, κατά την οποία αποκρυσταλλώνονται τα χαρακτηριστικά μιας οργανωμένης κοινωνίας με αγροτική οικονομική δομή. Τα κτίσματα που ανήκουν στην περίοδο αυτή στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των λιτών αναγκών της καθημερινής ζωής. Οι κύριοι χώροι της κατοικίας είναι λίγοι σε αριθμό και ισομοιράζονται με τους βοηθητικούς, στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού, σε ισόγειο και τουλάχιστον έναν όροφο. Στο ίδιο κέλυφος όπου διαβιεί η οικογένεια αποθηκεύονται τα αγαθά και σταβλίζονται τα λίγα ζώα της οικογένειας. Κάθε οικογένεια χρησιμοποιεί ένα μεγάλο δωμάτιο στο οποίο εξυπηρετούνται όλες οι ανάγκες της (διημέρευση, ύπνος, φαγητό). Εκτός από τα δωμάτια, στον όροφο υπάρχει συνήθως ένας εκτεταμένος ημιυπαίθριος χώρος για κυκλοφορία, εργασία και διημέρευση. Το σπίτι είναι ανοικτό στο ύπαιθρο, αντανακλώντας την αγροτοκτηνοτροφική οργάνωση της οικονομίας. Τα χαρακτηριστικά της κατασκευής προσδίδουν στα σπίτια έντονα οχυρό χαρακτήρα, αναγκαίο για την προστασία και τη διαβίωση των ενοίκων τους στις δύσκολες συνθήκες μιας εποχής, που χαρακτηρίζεται από την έξαρση της ληστείας. Η δεύτερη αρχιτεκτονική ενότητα εκφράζει την περίοδο από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την οποία οι αποδημίες των μαστόρων οικοδόμων αυξάνονται και οι οικισμοί αποκτούν τη μέγιστη πληθυσμιακή και οικονομική ακμή τους και αντίστοιχη οικοδομική άνθηση. Στον περίγυρο των πατρικών σπιτιών κτίζονται σπίτια για τα νεότερα μέλη της οικογένειας και οι γειτονιές σταδιακά πυκνώνουν. Η οργάνωση του σπιτιού μεταβάλλεται, καθώς αποκτά περισσότερους κύριους χώρους. Η κατοικία αναπτύσσεται σε μικρότερη επιφάνεια αλλά με μεγαλύτερο ύψος από πριν. Οι χώροι που προηγουμένως ήταν ανοικτοί κατασκευάζονται τώρα εξαρχής κλειστοί. Τα χαρακτηριστικά αυτά φανερώνουν την απομάκρυνση του σπιτιού από τον αγροτικό του χαρακτήρα και την προσέγγιση ενός περισσότερο «αστικού» τρόπου ζωής. Η τρίτη αρχιτεκτονική ενότητα εκφράζει την περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο, κατά την οποία πλέον έχει επιτευχθεί ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, ενώ, με την εξάλειψη της ληστείας, έχουν εμπεδωθεί συνθήκες ασφάλειας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την καθοριστική επίδραση στην αρχιτεκτονική του ρεύματος του Νεοκλασικισμού. Οι μορφές του συνδέονται με τις μορφές που κυριαρχούν στα κτήρια του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, λειτουργώντας ως συμβολική έκφραση της απελευθέρωσης του τόπου. Ο σχεδιασμός του σπιτιού γίνεται εσωστρεφής και αυστηρός, χωρίς ανοικτούς χώρους, και ακολουθεί κανόνες συμμετρίας, με χρήση μορφολογικών στοιχείων, όπως αετωμάτων, κλπ. Οι κύριοι χώροι είναι τώρα περισσότεροι, καθώς οι βοηθητικές χρήσεις απομακρύνονται από το εσωτερικό του σπιτιού, στεγαζόμενες σε βοηθητικά κτίσματα της αυλής. Τα δωμάτια αποκτούν διαφορετικές μεταξύ τους χρήσεις και εξοπλίζονται με έπιπλα. Τα σπίτια προβάλλονται στις πλαγιές των οικισμών με φανερή διάθεση μνημειακότητας, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η κατοικία λειτουργεί ως μέσον κοινωνικής επίδειξης της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ο σχεδιασμός αντανακλά πρότυπα αστικά και φανερώνει ακαδημαϊκές επιδράσεις. Οι τρεις αρχιτεκτονικές ενότητες χαρακτηρίζονται από εσωτερική αλληλουχία και συνιστούν ενιαίο σύνολο στο οποίο κυριαρχεί ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος, όπως εκφράστηκε στο πλαίσιο μίας συντηρητικής, κλειστής κοινωνίας. Το Βόιο, στο περιθώριο της επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, από το 1912, του Ελληνικού κράτους, μεταφέρει τις πρότυπες μορφές των αστικών κέντρων στον τόπο του, απλουστευμένες και προσαρμοσμένες στις δικές του ανάγκες και δυνατότητες, φιλτραρισμένες από ένα πνεύμα λιτότητας και οικονομίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The mountainous settlements of the western part of the region of Voio (former Anaselitsa), in the district of Kozani of Western Macedonia, present a particular architectural interest. The area was in the past, and until the middle of the 20th century, one of the most important places of origin of stone masons in Greece. The craftsmen of Anaselitsa, organised in groups (“parées”) worked in Constantinople and other major cities of the Ottoman Empire and later of the Greek state, constructing private and public works, from churches, schools, bridges and residences to castles, palaces and mosques. The region emerged, particularly in the 19th century, as another economic miracle of the mountainous Balkan space. It is closely related to neighboring Epirus, both forming two different sides of the same geographical area, that of Northern Pindos. The present study examines the residential architecture of the area of Western Anaselitsa from the 18th century to the mid-20th century, unknown heret ...
The mountainous settlements of the western part of the region of Voio (former Anaselitsa), in the district of Kozani of Western Macedonia, present a particular architectural interest. The area was in the past, and until the middle of the 20th century, one of the most important places of origin of stone masons in Greece. The craftsmen of Anaselitsa, organised in groups (“parées”) worked in Constantinople and other major cities of the Ottoman Empire and later of the Greek state, constructing private and public works, from churches, schools, bridges and residences to castles, palaces and mosques. The region emerged, particularly in the 19th century, as another economic miracle of the mountainous Balkan space. It is closely related to neighboring Epirus, both forming two different sides of the same geographical area, that of Northern Pindos. The present study examines the residential architecture of the area of Western Anaselitsa from the 18th century to the mid-20th century, unknown heretofore. The methodological approach employed in the research was based on systematic fieldwork, including surveying, photographing and detailed documentation of selected and characteristic buildings. Particular emphasis was placed on the largest and most important settlement, Pentalofos (formerly Zoupani), but also on smaller settlements, such as Dilofo (Libohovo) and Agia Sotira (Svoliani), which present a sufficient degree of preservation. In total, 85 dwellings in 19 settlements were surveyed and documented. The collected material enabled the study on the evolution of the residence for the period of two centuries, from functional, structural and typological aspect, as an expression of the historical route of the place during this period. The residential architecture of the area can be divided into three sections. The first architectural section covers the period from the mid-18th century (when the oldest examples are found) to the mid-19th century, during which the characteristics of an organised society with a rural economy are crystallised. The residences of this period solely aim at meeting the basic needs of everyday life. The arrangement of their spaces underlines the importance of accommodating both people and animals and, also, storing the goods. The main rooms are few in number and are divided equally with auxiliary spaces in the total surface area of the house. The auxiliary rooms are located on the ground floor and the main rooms on the upper floor. Each family uses one large room in which all their needs (living, sleeping, eating) are met. In addition to the main rooms, on the upper floor there is usually an extensive semi-open space for circulation, working and living. The house is open to the countryside, reflecting the rural character of the economy. Τhe houses are equipped with elements that provide protection from attacks, as raids are a commonplace in the countryside in this period. The second architectural section expresses the period from the mid-19th century to the end of the same century, during which the migration of stone masons increases and the settlements reach their maximum population and economic prosperity, with a corresponding building boom. New houses for the younger members of the family are built around the paternal houses and the neighborhoods gradually become denser. The arrangement of the residence changes and it becomes more spacious. The dwelling is developed on a smaller surface area but is higher than before, by one floor. The circulation space of the upper floor that was previously open is now constructed closed. The residence acquires an urban character. The third architectural section expresses the period from the end of the 19th century to the Midwar, during which a higher level of living standards has been achieved and security conditions have been established due to the elimination of robbery. This period is characterised by the influence of the movement of Neoclassicism in architecture. Its forms are associated with those that prevail in buildings in the free Greek state, serving as a symbolic expression of liberation. The general shape of the house becomes introvert, with no open spaces, following rules of symmetry with the use of various neoclassical morphological elements such as gables, etc. It reflects an urban origin and reveals academic influences. The main rooms are now more than before, as the auxiliary uses are removed from the interior of the house to buildings of the courtyard. The rooms obtain different uses and get furnished. The houses stand out on the slopes of the settlements with an obvious mood for monumentality. In some cases, the house serves as a means of social demonstration for the rising bourgeoisie. The three architectural units are characterized by an internal sequence and constitute in whole a particular architectural style, as expressed in the context of a conservative, closed society. Western Voio, on the margins of the province of the Ottoman Empire and, since 1912, of the Greek state, carries over the standard forms of urban centers to its own place, simplified and adapted to its own needs and potentialities, filtered by a spirit of austerity and economy.
περισσότερα