Περίληψη
Τα συμβατικά υποδείγματα αποτυγχάνουν να προβλέψουν τη μακροχρόνια συμπεριφορά των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και να ερμηνεύσουν τη δυναμική του διεθνούς εμπορίου. Αυτή τους η εμπειρική αδυναμία προκύπτει από τρεις αλληλοσυνδεόμενες, προβληματικές θεωρητικές υποθέσεις που υιοθετούν: την ισοδυναμία των αγοραστικών δυνάμεων, την ισοτιμία των επιτοκίων και τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα διατριβή προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση προσδιορισμού και πρόβλεψης των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η οποία θεμελιώνεται στην κλασική παράδοση της πολιτικής οικονομίας και δανείζεται βασικές της προτάσεις. Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, ο κλασικός ανταγωνισμός αποτελεί τον μηχανισμό που διαμορφώνει τους κανόνες που διέπουν το εγχώριο και διεθνές εμπόριο, η εργασιακή θεωρία της αξίας είναι το εργαλείο μέσω του οποίου οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται και η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος είναι το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας. Για ...
Τα συμβατικά υποδείγματα αποτυγχάνουν να προβλέψουν τη μακροχρόνια συμπεριφορά των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και να ερμηνεύσουν τη δυναμική του διεθνούς εμπορίου. Αυτή τους η εμπειρική αδυναμία προκύπτει από τρεις αλληλοσυνδεόμενες, προβληματικές θεωρητικές υποθέσεις που υιοθετούν: την ισοδυναμία των αγοραστικών δυνάμεων, την ισοτιμία των επιτοκίων και τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα διατριβή προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση προσδιορισμού και πρόβλεψης των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η οποία θεμελιώνεται στην κλασική παράδοση της πολιτικής οικονομίας και δανείζεται βασικές της προτάσεις. Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, ο κλασικός ανταγωνισμός αποτελεί τον μηχανισμό που διαμορφώνει τους κανόνες που διέπουν το εγχώριο και διεθνές εμπόριο, η εργασιακή θεωρία της αξίας είναι το εργαλείο μέσω του οποίου οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται και η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος είναι το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας. Για την εμπειρική τεκμηρίωση αυτών των προτάσεων διενεργούνται τρεις εμπειρικές έρευνες. Στην πρώτη εξετάζεται η αρχή της ισοδυναμίας των αγοραστικών δυνάμεων για 163 χώρες, οι οποίες ομαδοποιούνται ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξής τους. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της θεωρίας της ισοτιμίας αγοραστικών δυνάμεων εφαρμόζουμε μια σειρά από γραμμικούς και μη γραμμικούς ελέγχους μοναδιαίας ρίζας τόσο σε χρονοσειρές όσο και σε δεδομένα πάνελ, προκειμένου να ελέγξουμε την στασιμότητα των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών για τις υπό εξέταση οικονομίες. Στη δεύτερη εμπειρική έρευνα, διερευνάται η δυναμική σχέση μεταξύ των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των μοναδιαίων κοστών εργασίας των εμπορεύσιμων προϊόντων για ένα γκρουπ 18 χωρών, που αποτελείται τόσο από αναπτυγμένες όσο και από αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το τελευταίο πραγματοποιείται εφαρμόζοντας σύγχρονες μεθόδους οικονομετρικής ανάλυσης σε δεδομένα πάνελ, με τη βραχυχρόνια και μακροχρόνια δυναμική να εκτιμάται βάσει της μεθόδου cross-sectional autoregressive distributed lag (CS-ARDL). Στην τρίτη εμπειρική έρευνα, με τη χρήση προχωρημένων οικονομετρικών μεθόδων, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές εργασιακές αξίες αποτελούν τον βασικό ρυθμιστικό παράγοντα της μακροχρόνιας συμπεριφοράς των σταθμισμένων πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ. Τα ευρήματα μας από τις δύο τελευταίες εμπειρικές έρευνες, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων επιδράσεων από τα πραγματικά μοναδιαία κόστη εργασίας στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία. Η διαπίστωση αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες προσεγγίσεις προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τις αντιλήψεις γύρω από τη χάραξη πολιτικών διεθνούς εμπορίου. Έτσι, προκύπτουν νέοι δίαυλοι άσκησης αποτελεσματικής συναλλαγματικής πολιτικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Conventional models fail to predict the long-term behavior of real exchange rates and explain the dynamics of international trade. This empirical weakness results from three interrelated, problematic theoretical assumptions adopted; theory of comparative advantage, purchasing power parity and interest rates parity. In this light, this dissertation proposes an alternative approach to the determination and forecasting of real exchange rates, which is grounded in the classical tradition of political economy and borrows its basic propositions. According to this approach, classical competition is the mechanism that shapes the rules governing domestic and international trade, the labor theory of value is the instrument through which these rules are implemented, and the principle of absolute advantage is the result of the whole process. Three empirical studies are carried out to empirically substantiate these proposals. The first empirical study examines the validity of the purchasing power p ...
Conventional models fail to predict the long-term behavior of real exchange rates and explain the dynamics of international trade. This empirical weakness results from three interrelated, problematic theoretical assumptions adopted; theory of comparative advantage, purchasing power parity and interest rates parity. In this light, this dissertation proposes an alternative approach to the determination and forecasting of real exchange rates, which is grounded in the classical tradition of political economy and borrows its basic propositions. According to this approach, classical competition is the mechanism that shapes the rules governing domestic and international trade, the labor theory of value is the instrument through which these rules are implemented, and the principle of absolute advantage is the result of the whole process. Three empirical studies are carried out to empirically substantiate these proposals. The first empirical study examines the validity of the purchasing power parity hypothesis for 163 countries grouped according to their level of development. In particular, in order to assess the purchasing power parity theory, we employ a range of linear and non-linear unit root tests on both time series and panel data to evaluate the stationarity properties of the real effective exchange rates for the economies under consideration. In the second empirical study, we investigate the dynamic relationship between real exchange rates and unit labor costs of tradable goods for a group of 18 countries, consisting of both developed and developing economies. The latter is carried out by applying modern econometric analysis methods to panel data, with short- and long-term dynamics estimated using the cross-sectional autoregressive distributed lag (CS-ARDL) method. In the third empirical investigation, using advanced econometric methods, we test whether relative labor values are the key determinant of the long-run behavior of weighted real exchange rates between China and the USA. Our findings from the last two empirical studies confirm the existence of short and long-run effects of real unit labour costs on real exchange rates. These findings question the dominant approaches of the determination of exchange rates and the proposed international trade policies. New channels for effective exchange rate policy are thus emerging.
περισσότερα