Χαρτογράφηση της εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Ελλάδα: διαχείριση υγείας και νοσολογικές καταστάσεις των ζώων, προληπτικά κτηνιατρικά σχήματα και θεραπευτική, αναπαραγωγική απόδοση, παραγωγικά δεδομένα, κτηνιατρική δημόσια υγεία, κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των κτηνοτρόφων
Περίληψη
Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη χαρτογράφηση της εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Ελλάδα, μέσω της συλλογής, από εκτροφές προβάτων και αιγών σε όλη τη χώρα, πληροφοριών και δειγμάτων για λεπτομερή επεξεργασία. Οι ειδικοί στόχοι της διατριβής είναι οι ακόλουθοι. (α) Η ανάπτυξη, χρήση και παρουσίαση ενός λεπτομερούς ερωτηματολογίου για τη συλλογή δεδομένων από εκτροφές προβάτων / αιγών, (β) Η συλλογή και η παρουσίαση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τις υποδομές, το ζωικό κεφάλαιο, τα παραγωγικά χαρακτηριστικά, τις νοσολογικές καταστάσεις, τη διαχείριση υγείας, τη διατροφή και το ανθρώπινο δυναμικό και, συνακόλουθα, η λεπτομερής χαρτογράφηση των εκτροφών προβάτων / αιγών σε όλη την Ελλάδα, (γ) Η διερεύνηση της περιεκτικότητας σε λίπος και πρωτεΐνες στο γάλα της παγολεκάνης, ο προσδιορισμός παραγόντων που δυνητικά την επηρεάζουν, η μελέτη του αριθμού των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας στο γάλα της παγολεκάνης, ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με αυξημένο ...
Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη χαρτογράφηση της εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Ελλάδα, μέσω της συλλογής, από εκτροφές προβάτων και αιγών σε όλη τη χώρα, πληροφοριών και δειγμάτων για λεπτομερή επεξεργασία. Οι ειδικοί στόχοι της διατριβής είναι οι ακόλουθοι. (α) Η ανάπτυξη, χρήση και παρουσίαση ενός λεπτομερούς ερωτηματολογίου για τη συλλογή δεδομένων από εκτροφές προβάτων / αιγών, (β) Η συλλογή και η παρουσίαση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τις υποδομές, το ζωικό κεφάλαιο, τα παραγωγικά χαρακτηριστικά, τις νοσολογικές καταστάσεις, τη διαχείριση υγείας, τη διατροφή και το ανθρώπινο δυναμικό και, συνακόλουθα, η λεπτομερής χαρτογράφηση των εκτροφών προβάτων / αιγών σε όλη την Ελλάδα, (γ) Η διερεύνηση της περιεκτικότητας σε λίπος και πρωτεΐνες στο γάλα της παγολεκάνης, ο προσδιορισμός παραγόντων που δυνητικά την επηρεάζουν, η μελέτη του αριθμού των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας στο γάλα της παγολεκάνης, ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με αυξημένο αριθμό σωματικών κυττάρων και αυξημένης ολικής μεσόφιλης χλωρίδας, η διερεύνηση ενδεχόμενων συσχετίσεων του αριθμού των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας με την περιεκτικότητα του γάλακτος και η περιγραφή ενδεχόμενων συσχετίσεων του αριθμού των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας με τις φυλές των προβάτων / αιγών, (δ) Η μελέτη της συχνότητας και των προτύπων αντιβιοαντοχής των στελεχών σταφυλοκόκκων που απομονώθηκαν από το γάλα της παγολεκάνης, η διερεύνηση ενδεχόμενης συσχέτισης της παρουσίας αντιβιοαντοχής με την ποιότητα του γάλακτος και ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με την παρουσία αντιβιοαντοχής, (ε) Η διερεύνηση της παρουσίας Listeria spp. στο γάλα της παγολεκάνης, η αξιολόγηση της ευαισθησίας στα αντιβιοτικά των στελεχών του βακτηρίου και ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με την απομόνωση του βακτηρίου από το γάλα της παγολεκάνης, (στ) H αξιολόγηση της παρουσίας συγκεκριμένων παθολογικών καταστάσεων και η αξιολόγηση των απόψεων των κτηνοτρόφων σχετικά με τη σημασία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων, (ζ) Η περιγραφή των προτύπων αναπαραγωγικής διαχείρισης, η περιγραφή παραγόντων που σχετίζονται με τα εν λόγω πρότυπα διαχείρισης, η κλινική εφαρμογή της αναπαραγωγικής διαχείρισης στις εκτροφές και η διαπίστωση πιθανών συσχετίσεων με τα παραγωγικά χαρακτηριστικά, (η) Η περιγραφή των προτύπων χρήσης αντιβιοτικών έναντι τεσσάρων σημαντικών λοιμώξεων και ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με τη χρήση αντιβιοτικών, (θ) Η περιγραφή των προτύπων εμβολιασμού και ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με την εφαρμογή των εμβολιασμών, (ι) Η περιγραφή του ποσοστού προσβολής των ελμινθώσεων και των πρωτοζωώσεων σε ενήλικα πρόβατα και αίγες και η ταυτοποίηση παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με την παρουσία των εν λόγω παρασιτώσεων, (ια) Η περιγραφή των προτύπων χρήσης αντιπαρασιτικών (ανθελμινθικών και εκτοπαρασιτοκτόνων), (ιβ) Η περιγραφή των κοινωνικο-δημογραφικών χαρακτηριστικών των κτηνοτρόφων (προβατοτρόφων, αιγοτρόφων) και η αξιολόγηση ενδεχόμενων συσχετίσεων με τη διαχείριση υγείας, τα παραγωγικά χαρακτηριστικά και τις παραμέτρους υγείας των ζώων, (ιγ) Η διερεύνηση της εκδήλωσης ζωονοτικών προβλημάτων σε κτηνοτρόφους και η μελέτη πιθανών συσχετίσεων της εκδήλωσης βρουκέλλωσης με τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των κτηνοτρόφων και τη διαχείριση υγείας των ζώων. Η διατριβή χωρίζεται σε 15 Κεφάλαια και ακολουθεί η Γενική συζήτηση. Το Κεφάλαιο Ι περιλαμβάνει την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Το κεφάλαιο υποδιαιρείται σε δύο τμήματα. Στο Τμήμα Α, παρουσιάζεται μια επιστημονομετρική μελέτη της ερευνητικής παραγωγής σχετικά με τα μικρά μηρυκαστικά στην Ελλάδα. Στο Τμήμα Β, παρουσιάζεται μια επιστημονομετρική μελέτη της διεθνούς ερευνητικής παραγωγής για τη μαστίτιδα στα πρόβατα. To Κεφάλαιο ΙΙ περιλαμβάνει τις διαδικασίες της ανάπτυξης και της παρουσίασης ενός λεπτομερούς ερωτηματολογίου για την αξιολόγηση των εκτροφών μικρών μηρυκαστικών. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 442 ερωτήσεις, οργανωμένες σε επτά ενότητες: γενικότητες, υποδομές, ζωικό κεφάλαιο, παραγωγικά χαρακτηριστικά, διαχείριση υγείας, διατροφή και ανθρώπινο δυναμικό. Η αξιοπιστία των απαντήσεων αξιολογήθηκε σε 27 κτηνοτρόφους, στους οποίους η συνέντευξη έγινε δύο φορές. Διαφορετικές απαντήσεις δόθηκαν από όλους τους κτηνοτρόφους και αφορούσαν 30 διαφορετικές ερωτήσεις (συντελεστής Cronbach: 0,987). Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε 444 εκτροφές (325 εκτροφές προβάτων και 119 εκτροφές αιγών) σε όλη την Ελλάδα. Η μέση διάρκεια κάθε συνέντευξης ήταν 63,6 λεπτά. Επεξηγήσεις ζητήθηκαν από 273 κτηνοτρόφους σχετικά με 22 διαφορετικές ερωτήσεις (μέγιστος αριθμός ανά κτηνοτρόφο: 8). Η εμπειρία του ερευνητή, η κύρια ομιλούμενη γλώσσα του κτηνοτρόφου και ο αριθμός των επεξηγήσεων που ζητήθηκαν επηρέασαν τη διάρκεια της συνέντευξης. Το ερωτηματολόγιο χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη στο πεδίο για τη συλλογή στοιχείων στις υπό μελέτη εκτροφές. Το Κεφάλαιο ΙΙΙ περιλαμβάνει την περιγραφή των διαδικασιών που έλαβαν χώρα στο πεδίο (κατά τις επισκέψεις στις εκτροφές) και τις εργαστηριακές εξετάσεις στα δείγματα που συλλέχθηκαν κατά τις εν λόγω επισκέψεις. Κατά τις επισκέψεις στις εκτροφές, συλλέχθηκαν δεδομένα με το ερωτηματολόγιο μέσω των συνεντεύξεων, έγινε εκτίμηση της σωματικής κατάστασης των θηλυκών ζώων και συλλέχθηκαν δείγματα γάλακτος από την παγολεκάνη στις εκτροφές και δείγματα κοπράνων από τα ζώα. Στα δείγματα γάλακτος πραγματοποιήθηκε καταμέτρηση του αριθμού σωματικών κυττάρων, προσδιορισμός της χημικής σύστασης του γάλακτος και μικροβιολογική εξέταση: ολική μικροβιακή χλωρίδα, απομόνωση και ταυτοποίηση σταφυλόκοκκων, απομόνωση και ταυτοποίηση Listeria spp. Τα απομονωθέντα στελέχη σταφυλοκόκκων εξετάστηκαν για τον σχηματισμό βιομεμβράνης και για την ευαισθησία / ανθεκτικότητά τους σε 20 αντιβιοτικά: αμικασίνη, αμπικιλλίνη, γενταμυκίνη, ερυθρομυκίνη, κεφταρολίνη, κλινδαμυκίνη, λινεζολίδη, μοξιφλοξακίνη, μουπιροσίνη, μουπιροσίνη σε αυξημένη συγκέντρωση, οξακιλλίνη, πενικιλλίνη G, ριφαμπικίνη, σιπροφλοξακίνη, τειχοπλανίνη, τετρακυκλίνη, τομπραμυκίνη, τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη, φουσιδικό οξύ και φωσφομυκίνη. Τα απομονωθέντα στελέχη Listeria spp. αξιολογήθηκαν ως προς την ευαισθησία / ανθεκτικότητά τους σε 5 αντιβιοτικά: αμπικιλλίνη, βενζυλοπενικιλλίνη, ερυθρομυκίνη, μεροπενέμη και τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη. Στα δείγματα κοπράνων πραγματοποιήθηκαν καθιερωμένες παρασιτολογικές εξετάσεις, συγκεκριμένα η τεχνική McMaster, η μέθοδος επίπλευσης, η τεχνική καθίζησης, η κοπρανοκαλλιέργεια και η χρώση Ziehl-Neelsen. Το κεφάλαιο IV περιλαμβάνει τα συγκεντρωτικά ευρήματα των απαντήσεων στις συνεντεύξεις. Τα ευρήματα παρουσιάζονται χωριστά για τις εκτροφές προβάτων και αιγών. Ταυτοποιήθηκαν διαφορές μεταξύ εκτροφών προβάτων και αιγών σε συνολικά 130 παραμέτρους.Το κεφάλαιο V περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της εξέτασης των δειγμάτων γάλακτος που συλλέχθηκαν. Η μέση περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος / πρωτεΐνες σε εκτροφές προβάτων και αιγών ήταν 6,2% / 4,4% και 4,8% / 3,2%, αντίστοιχα. Για τις εκτροφές προβάτων, η πολυπαραγοντική ανάλυση ανέδειξε τη φυλή των ζώων και την ηλικία απομάκρυνσης των αρνιών από τις μητέρες τους ως σημαντικούς προσδιοριστές για την περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος, καθώς και τα σωματικά κύτταρα στο γάλα, το σύστημα διαχείρισης στην εκτροφή, τη χορήγηση ανθελμινθικής αγωγής και την εκπαίδευση των κτηνοτρόφων ως σημαντικούς προσδιοριστές για την περιεκτικότητα του γάλακτος σε πρωτεΐνες. Για τις εκτροφές αιγών, η πολυπαραγοντική ανάλυση ανέδειξε το στάδιο της γαλακτικής περιόδου, την ηλικία απομάκρυνσης των εριφίων από τις μητέρες τους και τη φυλή των ζώων ως σημαντικούς προσδιοριστές για την περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος, καθώς και τα σωματικά κύτταρα στο γάλα, το στάδιο της γαλακτικής περιόδου, τη διάρκεια καθημερινής βόσκησης και την αναλογία προνυμφών του είδους Teladorsagia spp. στα κόπρανα ως σημαντικούς προσδιοριστές για την περιεκτικότητα του γάλακτος σε πρωτεΐνες. Για την ταυτόχρονα υψηλή περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος και πρωτεΐνες, η πολυπαραγοντική ανάλυση ανέδειξε τους παρακάτω ως σημαντικούς προσδιοριστές: σωματικά κύτταρα στο γάλα, παρασιτικό φορτίο στα κόπρανα και συνεργασία με κτηνίατρο (εκτροφές προβάτων) και στάδιο γαλακτικής περιόδου και σωματικά κύτταρα στο γάλα (εκτροφές αιγών). Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι τα αυξημένα σωματικά κύτταρα στο γάλα (που αντανακλούν την ύπαρξη υποκλινικής μαστίτιδας στην εκτροφή) και οι γαστροεντερικές παρασιτώσεις (κυρίως η παρασίτωση από Teladorsagia spp.) επιδρούν πιο σημαντικά στην περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος και πρωτεΐνες από παράγοντες που δεν έχουν σχέση με λοιμώξεις. Ο μέσος όρος των σωματικών κυττάρων στο γάλα ήταν 488.000 κύτταρα ανά mL στις εκτροφές προβάτων και 838.000 κύτταρα ανά mL στις εκτροφές αιγών. Ο μέσος όρος της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας ήταν 398.000 cfu ανά mL στις εκτροφές προβάτων και 581.000 cfu ανά mL στις εκτροφές αιγών. Συνολικά, απομονώθηκαν 228 στελέχη Staphylococcus spp. από 206 εκτροφές προβάτων (63%) and 80 στελέχη Staphylococcus spp. από 75 εκτροφές αιγών (63%). Στις εκτροφές προβάτων, η πολυπαραγοντική ανάλυση ανέδειξε ότι το ποσοστό προσβολής της κλινικής μαστίτιδας, η ηλικία του κτηνοτρόφου και το στάδιο της γαλακτικής περιόδου ήταν σημαντικοί προσδιοριστές για αριθμό σωματικών κυττάρων > 1.000.000 κύτταρα ανά mL και ότι το στάδιο της γαλακτικής περιόδου και ο εξαερισμός στα κτίρια είχαν σημαντική συσχέτιση ήταν σημαντικοί προσδιοριστές για ολική μεσόφιλη χλωρίδα > 1.500.000 cfu ανά mL. Στις εκτροφές αιγών, η πολυπαραγοντική ανάλυση ανέδειξε ότι η συχνότητα ελέγχου του αρμεκτικού συγκροτήματος και η συνολική παραγόμενη ποσότητα γάλακτος από τα ζώα ήταν σημαντικοί προσδιοριστές για αριθμό σωματικών κυττάρων > 1.000.000 κύτταρα ανά mL, ενώ καμία παράμετρος δεν ήταν σημαντικός προσδιοριστής για ολική μεσόφιλη χλωρίδα > 1.500.000 cfu ανά mL. Στις εκτροφές προβάτων, βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ σωματικών κυττάρων και λίπους, πρωτεϊνών και λακτόζης στο γάλα και θετική συσχέτιση μεταξύ σωματικών κυττάρων και προστιθέμενου νερού στο γάλα. Σε εκτροφές με σωματικά κύτταρα > 1.000.000 ανά mL, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση (2%) των πρωτεϊνών στο γάλα, ενώ σε εκτροφές με σωματικά κύτταρα > 1.500.000 ανά mL, καταγράφηκε σημαντική μείωση (43%) της ετήσιας παραγωγής γάλακτος ανά προβατίνα. Στις εκτροφές αιγών, βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ σωματικών κυττάρων και πρωτεϊνών στο γάλα. Σε εκτροφές με σωματικά κύτταρα > 750.000 ανά mL, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση (5%) των πρωτεϊνών στο γάλα, ενώ σε εκτροφές με σωματικά κύτταρα > 1.500.000 ανά mL, αυτή ήταν πιο σημαντική (8%).Το κεφάλαιο VI περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων ανθεκτικότητας / ευαισθησίας των στελεχών Staphylooccus spp. σε αντιβιοτικά. Στις εκτροφές προβάτων, στελέχη ανθεκτικά στην οξακιλλίνη, στελέχη ανθεκτικά σε ένα τουλάχιστον αντιβιοτικό και πολυανθεκτικά στελέχη απομονώθηκαν από 8%, 31% και 12% των εκτροφών, αντίστοιχα. Από τα 232 στελέχη Staphylococcus spp., 12% ήταν ανθεκτικά στην οξακιλλίνη, 46% ήταν ανθεκτικά σε τουλάχιστον ένα αντιβιοτικό και 16% ήταν πολυανθεκτικά. Αντιβιοαντοχή παρατηρήθηκε πιο συχνά σε πηκτάση-αρνητικά στελέχη (51% των στελεχών) απ’ ό,τι σε στελέχη Staphylococcus aureus (32% των στελεχών). Ανθεκτικότητα παρατηρήθηκε πιο συχνά στην πενικιλλίνη και την αμπικιλλίνη (34% των στελεχών), την κλινδαμυκίνη (18% των στελεχών) και τη φωσφομυκίνη (14%). Για την αντιβιοαντοχή στην οξακιλλίνη, ως προσδιοριστής αναδείχθηκε η έλλειψη εμπειρίας από κτηνοτρόφους. Για την αντιβιοαντοχή σε τουλάχιστον ένα αντιβιοτικό, ως προσδιοριστής αναδείχθηκε το αρχικό στάδιο της γαλακτικής περιόδου. Για την πολυανθεκτικότητα, ως προσδιοριστής αναδείχθηκε το εντατικό σύστημα διαχείρισης. Στις εκτροφές αιγών, στελέχη ανθεκτικά στην οξακιλλίνη, στελέχη ανθεκτικά σε ένα τουλάχιστον αντιβιοτικό και πολυανθεκτικά στελέχη απομονώθηκαν από 5%, 30% και 16% των εκτροφών, αντίστοιχα. Από τα 80 στελέχη Staphylococcus spp., 8% ήταν ανθεκτικά στην οξακιλλίνη, 50% ήταν ανθεκτικά σε τουλάχιστον ένα αντιβιοτικό και 28% ήταν πολυανθεκτικά. Αντιβιοαντοχή παρατηρήθηκε πιο συχνά σε πηκτάση-αρνητικά στελέχη (59% των στελεχών) απ’ ό,τι σε στελέχη S. aureus (24% των στελεχών). Ανθεκτικότητα παρατηρήθηκε πιο συχνά στην πενικιλλίνη και την αμπικιλλίνη (41% των στελεχών) και τη φωσφομυκίνη (28%). Για την αντιβιοαντοχή στην οξακιλλίνη, ως προσδιοριστής αναδείχθηκε η παρουσία εργατικού προσωπικού στην εκτροφή. Για την αντιβιοαντοχή σε τουλάχιστον ένα αντιβιοτικό, ως προσδιοριστές αναδείχθηκαν η μερική απασχόληση των κτηνοτρόφων και η πραγματοποίηση αυξημένου (> 10) αριθμού απολυμάνσεων ετησίως. Για την πολυανθεκτικότητα, ως προσδιοριστές αναδείχθηκαν επίσης από κοινού οι ίδιοι ως άνω τρείς παράγοντες.Το κεφάλαιο VII περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της εξέτασης του γάλακτος για απομόνωση Listeria spp. Listeria monocytogenes απομονώθηκε από το γάλα μίας εκτροφής προβάτων και Listeria ivanovii από το γάλα τριών εκτροφών προβάτων. Δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της απομόνωσης Listeria spp. από το γάλα και της ποιότητάς του. Στα στελέχη του βακτηρίου, που απομονώθηκαν, δεν ανιχνεύτηκε αντιβιοαντοχή. Για την απομόνωση του βακτηρίου, ως προσδιοριστές αναδείχθηκαν η παρουσία χοίρων στην εκτροφή, η χαμηλή τιμή σχετικής υγρασίας περιβάλλοντος και ο μεγάλος αριθμός ζώων στην εκτροφή. Το κεφάλαιο VIII περιλαμβάνει τις αντιλήψεις των κτηνοτρόφων σχετικά με τη σημασία των διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και την περιγραφή των κλινικών παθολογικών καταστάσεων. Συνολικά, 38 παθολογικές καταστάσεις θεωρήθηκαν από τους κτηνοτρόφους ως σημαντικές. Σε αρνιά / ερίφια, οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι θεώρησαν (α) τη διάρροια και (β) την πνευμονία ως τις πιο σημαντικές παθολογικές καταστάσεις. Σε ζώα αντικατάστασης, οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι θεώρησαν (α) την πνευμονία και (β) την κοινούρωση (εκτροφές προβάτων) ή τη διάρροια (εκτροφές αιγών) ως τις πιο σημαντικές παθολογικές καταστάσεις. Σε ενήλικες προβατίνες / αίγες, οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι θεώρησαν (α) τη μαστίτιδα και (β) την πνευμονία (εκτροφές προβάτων) ή την παραφυματίωση (εκτροφές αιγών) ως τις πιο σημαντικές παθολογικές καταστάσεις. Διαφορές στις παθολογικές καταστάσεις που θεωρήθηκαν σημαντικές ανάλογα με την ηλικία των ζώων παρατηρήθηκαν σε 18 περιπτώσεις. Μεταξύ αυτών, οι πιο σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν για τις παρακάτω 12 παθολογικές καταστάσεις: αποβολή, διάρροια, κοινούρωση, κολιβακίλλωση, λοιμώδες έκθυμα, λοιμώδης αγαλαξία, μαστίτιδα, παραφυματίωση, πνευμονία, σεληνιοπενία, τρομώδης νόσος και χωλότητα.Το κεφάλαιο IX περιλαμβάνει την περιγραφή των προτύπων αναπαραγωγικής διαχείρισης. Η αναπαραγωγική περίοδος άρχιζε σε ενήλικες προβατίνες ή αίγες τον Μάιο ή τον Ιούνιο, αντίστοιχα, και σε νεαρές προβατίνες αντικατάστασης ή νεαρές αίγες αντικατάστασης τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, αντίστοιχα. Η διάμεση διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου ήταν 2 μήνες για τα ενήλικα ζώα και 1 μήνας για τα νεαρά ζώα αντικατάστασης. Η διάμεση αναλογία θηλυκών προς αρσενικά ζώα ήταν 22:1 και 25:1 σε εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Ρύθμιση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας πραγματοποιείτο σε 33% και 17% των εκτροφών προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Ως προσδιοριστές για την εφαρμογή ρύθμισης της αναπαραγωγής αναδείχτηκαν η ύπαρξη αρμεκτηρίου, ο αριθμός ζώων στην εκτροφή, ο αριθμός αρμεγμάτων ημερησίως, η διάρκεια της παρουσίας του κτηνοτρόφου στην εκτροφή και η οικογενειακή παράδοση των κτηνοτρόφων για τις εκτροφές προβάτων και ο αριθμός αρμεγμάτων ημερησίως και η ύπαρξη αρμεκτηρίου για τις εκτροφές αιγών. Διάγνωση εγκυμοσύνης με υπερηχογραφική εξέταση πραγματοποιείτο σε 37% και 17% των εκτροφών προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Ως προσδιοριστές για την πραγματοποίηση διάγνωσης εγκυμοσύνης με υπερηχογραφική εξέταση αναδείχτηκαν το σύστημα διαχείρισης στην εκτροφή, η ηλικία του κτηνοτρόφου και η οικογενειακή παράδοση των κτηνοτρόφων για τις εκτροφές προβάτων και το σύστημα διαχείρισης στην εκτροφή και η ύπαρξη αρμεκτηρίου για τις εκτροφές γιδιών. Κατά μέσο όρο, ο δείκτης πολυδυμίας στις εκτροφές προβάτων και αιγών ήταν 1,3 και 1,3, αντίστοιχα. Ως προσδιοριστές για τον αυξημένο δείκτη πολυδυμίας αναδείχτηκαν η ρύθμιση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας, η γεωγραφική εντόπιση της εκτροφής, η παρουσία εργατικού προσωπικού στην εκτροφή, η συνεργασία με κτηνίατρο και η φυλή των θηλυκών ζώων για τις εκτροφές προβάτων και η ρύθμιση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας και η φυλή των θηλυκών ζώων για τις εκτροφές αιγών. Τα αρνιά ή τα ερίφια απομακρύνονταν από τις μητέρες τους σε ηλικία, κατά μέσο όρο, 50 ή 65 ημερών, αντίστοιχα. Κατά μέσο όρο, η ηλικία απομάκρυνσης των ζώων (θηλυκά / αρσενικά) από την εκτροφή ήταν 5,9 / 4,4 έτη και 6,9 / 4,9 έτη, αντίστοιχα, στις εκτροφές προβάτων και αιγών. Η ρύθμιση της αναπαραγωγής σχετιζόταν με αυξημένη παραγωγή γάλακτος και μεγαλύτερο αριθμό νεογέννητων. Επίσης, βρέθηκε αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας απομάκρυνσης των ζώων από την εκτροφή και της παραγωγής γάλακτος.Το κεφάλαιο Χ περιλαμβάνει την περιγραφή των προτύπων χορήγησης αντιβιοτικών. Συνηθέστερα, τα αντιβιοτικά χορηγούνταν στα ζώα στη δόση που είχε συνταγογραφηθεί (80%) και τηρούνταν ο απαραίτητος χρόνος αναμονής (99%), αλλά σπανιότερα γινόταν ζύγιση των ζώων για υπολογισμό του σωματικού βάρους τους πριν από τη χορήγηση αντιβιοτικών (22%). Για τη θεραπεία της κλινικής μαστίτιδας, χρησιμοποιούνταν συχνότερα οξυτετρακυκλίνη, πενικιλλίνη και στρεπτομυκίνη, χρησιμοποιούνταν δε για την αγωγή, κατά μέσο όρο, 2,03 και 2,06 διαφορετικά αντιβιοτικά στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Τα αντιβιοτικά χορηγούνταν συνηθέστερα (89% των εκτροφών) σε ενέσιμη μορφή. Σε περιπτώσεις αποβολής, χορηγούνταν συχνότερα οξυτετρακυκλίνη, χρησιμοποιούνταν δε για την αγωγή, κατά μέσο όρο, 1,12 και 1,03 διαφορετικά αντιβιοτικά στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Σε 94 εκτροφές (21%), πραγματοποιείτο χορήγηση αντιβιοτικών στα νεογέννητα σε μόνιμη βάση, χορηγούνταν δε συχνότερα οξυτετρακυκλίνη και αμπικιλλίνη. Σε περιπτώσεις πνευμονίας σε νεογέννητα, χορηγούνταν συχνότερα οξυτετρακυκλίνη, πενικιλλίνη και τουλαθρομυκίνη, χρησιμοποιούνταν δε για την αγωγή, κατά μέσο όρο, 1,33 και 1,29 διαφορετικά αντιβιοτικά στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Σε περιπτώσεις διάρροιας σε νεογέννητα, χορηγούνταν συχνότερα οξυτετρακυκλίνη, αμοξικιλλίνη και πενικιλλίνη, χρησιμοποιούνταν δε για την αγωγή, κατά μέσο όρο, 1,34 και 1,59 διαφορετικά αντιβιοτικά στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Αναδείχτηκαν 16 παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονταν με τη χορήγηση αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των παραπάνω κλινικών προβλημάτων. Οι περισσότεροι από αυτούς αφορούσαν στους κτηνοτρόφους, συγκεκριμένα δε η εκπαίδευση των κτηνοτρόφων, η ηλικία, η εμπειρία, η συνεχής ή περιστασιακή ενασχόληση και η οικογενειακή παράδοση των κτηνοτρόφων αναδείχτηκαν συχνότερα ότι είχαν συσχέτιση με τα ανωτέρω αποτελέσματα.Το κεφάλαιο ΧI περιλαμβάνει την περιγραφή των προτύπων πραγματοποίησης εμβολιασμών. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά της βρουκέλλωσης πραγματοποιείτο σε όλες τις εκτροφές. Προαιρετικοί εμβολιασμοί πραγματοποιούνταν συχνότερα κατά των κλωστριδιακών λοιμώξεων (σε 98% των εκτροφών), κατά της λοιμώδους αγαλαξίας (σε 57% των εκτροφών), κατά της πνευμονίας (σε 41% των εκτροφών), κατά της χλαμυδιακής αποβολής (σε 38% των εκτροφών), κατά της σταφυλοκοκκικής μαστίτιδας (σε 36% των εκτροφών) και κατά της παραφυματίωσης (σε 10% των εκτροφών). Εμβολιασμοί κατά της πνευμονίας και της σταφυλοκοκκικής μαστίτιδας πραγματοποιούνταν πιο συχνά σε εκτροφές προβάτων και εμβολιασμοί κατά της παραφυματίωσης πραγματοποιούνταν πιο συχνά σε εκτροφές αιγών. Πραγματοποιούνταν, κατά μέσο όρο, 2,8 και 2,7 προαιρετικοί εμβολιασμοί (δηλαδή επιπλέον του εμβολιασμού κατά της βρουκέλλωσης) στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Ο αυξημένος αριθμός εμβολιασμών σχετιζόταν με μεγαλύτερη παραγωγή γάλακτος στις αντίστοιχες εκτροφές. Αναδείχτηκαν 15 παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονταν με την πραγματοποίηση προαιρετικών εμβολιασμών. Από αυτούς, 11 αφορούσαν στη διαχείριση υγείας και 4 στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των κτηνοτρόφων. Ειδικότερα, η συνεργασία με κτηνίατρο, ο ημερήσιος αριθμός αρμεγμάτων και η συνολική καθημερινή παρουσία του κτηνοτρόφου στην εκτροφή συσχετίζονταν με την πραγματοποίηση εμβολιασμών κατά τριών διαφορετικών λοιμώξεων.Το κεφάλαιο XII περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της εξέτασης των δειγμάτων κοπράνων που είχαν συλλεχθεί. Σε δείγματα από 93% των εκτροφών προβάτων ανιχνεύθηκαν στοιχεία ελμίνθων, συγκεκριμένα Dicrocoelium dendriticum (17% των εκτροφών), Fasciola hepatica (1%), Paramphistomum cervi (2%), Moniezia spp. (19%), Trichostrongylidae (86%), Nematodirus spp. (19%), Strongyloides papillosus (7%), Trichuris spp. (20%) και πνευμονικά νηματώδη (18%). Επίσης, σε δείγματα από 79% των εκτροφών προβάτων ανιχνεύτηκαν στοιχεία πρωτοζώων, συγκεκριμένα Eimeria (72% των εκτροφών), Giardia (33%) και Cryptosporidium (7%). Σε δείγματα από 93% των εκτροφών αιγών ανιχνεύθηκαν στοιχεία ελμίνθων, συγκεκριμένα D. dendriticum (15% των εκτροφών), P. cervi (1%), Moniezia spp. (25%), Trichostrongylidae (89%), Nematodirus spp. (17%), S. papillosus (5%), Trichuris spp. (19%) και πνευμονικά νηματώδη (24%). Επίσης σε δείγματα από 71% των εκτροφών αιγών, ανιχνεύτηκαν στοιχεία πρωτοζώων, συγκεκριμένα Eimeria (61% των εκτροφών), Giardia (34%) και Cryptosporidium (11%). Ο μέσος όρος των αυγών Trichostrongylidae στα κόπρανα των ζώων ήταν 215 epg στις εκτροφές προβάτων και 219 epg στις εκτροφές αιγών. Στις εκτροφές προβάτων, για αυξημένα (> 300) epg σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκαν ως προσδιοριστές ο μήνας της γαλακτικής περιόδου κατά τη δειγματοληψία και η ρύθμιση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας στην εκτροφή, για αυξημένη αναλογία (> 63%) Teladorsagia spp. σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκε ως προσδιοριστής η ύπαρξη αχυροστρωμνής, για αυξημένη αναλογία (> 29%) Haemonchus contortus σε δείγματα κοπράνων η ηλικία του κτηνοτρόφου και για ανεύρεση Trichuris spp. σε δείγματα κοπράνων η παροχή συμπυκνωμένων ζωοτροφών στα ζώα. Περαιτέρω, για την ανεύρεση Eimeria σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκε ως προσδιοριστής η απουσία ειδικού κτιρίου για τα αρνιά και για την ανεύρεση Cryptosporidium η έλλειψη βόσκησης των ζώων. Στις εκτροφές αιγών, για αυξημένα (> 300) epg σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκε ως προσδιοριστής η ηλικία απομάκρυνσης των εριφίων από τις μητέρες τους, για αυξημένη αναλογία (> 64%) Teladorsagia spp. σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκε ως προσδιοριστής η εποχή έναρξης της περιόδου τοκετών, για αυξημένη αναλογία (> 27%) H. contortus σε δείγματα κοπράνων η πραγματοποίηση διατροφικών χειρισμών κατά το τελικό στάδιο της εγκυμοσύνης και η ρύθμιση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας στην εκτροφή ως σημαντικοί προσδιοριστές και για ανεύρεση D. dendriticum σε δείγματα κοπράνων ο αριθμός των επισκέψεων κτηνιάτρου στην εκτροφή. Περαιτέρω, για την ανεύρεση Giardia σε δείγματα κοπράνων αναδείχθηκε ως προσδιοριστής η ύπαρξη κεντρικού κτιρίου σταβλισμού των ζώων και για την ανεύρεση Cryptosporidium το σύστημα διαχείρισης στην εκτροφή.Το κεφάλαιο XIII περιλαμβάνει την περιγραφή των προτύπων χορήγησης αντιπαρασιτικών φαρμάκων στις εκτροφές. Ανθελμινθικά φάρμακα χρησιμοποιούνταν σε 322 (99%) εκτροφές προβάτων και 117 (98%) εκτροφές αιγών. Τα ανθελμινθικά φάρμακα που χρησιμοποιούνταν συχνότερα ήταν η αλβενδαζόλη και η ιβερμεκτίνη (σε περισσότερες από 62% (πρόβατα) και 55% (αίγες), αντίστοιχα, των εκτροφών). Πιο συχνά (σε περισσότερες από 69% των εκτροφών), τα ανθελμινθικά φάρμακα χορηγούνταν στη φαρμακοτεχνική μορφή των δισκίων. Εκτοπαρασιτοκτόνα φάρμακα χρησιμοποιούνταν σε 106 (33%) εκτροφές προβάτων και 66 (56%) εκτροφές αιγών. Τα εκτοπαρασιτοκτόνα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν συχνότερα ήταν η συπερμεθρίνη και η δελταμεθρίνη (σε περισσότερες από 44% (πρόβατα) και 48% (αίγες), αντίστοιχα, των εκτροφών). Πιο συχνά (σε περισσότερες από 87% των εκτροφών), τα ανθελμινθικά φάρμακα χορηγούνταν στη φαρμακοτεχνική μορφή του διαλύματος για επίχυση.Το κεφάλαιο XIV περιλαμβάνει τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των κτηνοτρόφων. Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι ήταν άνδρες (93%), επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης στην κτηνοτροφία (89%) και με οικογενειακή κτηνοτροφική παράδοση (87%). Η μέση ηλικία των κτηνοτρόφων ήταν 47 έτη, η μέση διάρκεια της σχετικής ενασχόλησής τους ήταν 24 έτη και 17% είχε λάβει έως πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 54% έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 16% έως μεταδευτεροβάθμια επαγγελματική κατάρτιση και 12% τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε 35% των εκτροφών απασχολείτο επιπλέον (αμειβόμενο) εργατικό δυναμικό. Από τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, η διάρκεια της σχετικής ενασχόλησης των κτηνοτρόφων συσχετιζόταν με τη γεωγραφική εντόπιση των εκτροφών, το σύστημα διαχείρισης, τη φυλή των ζώων, την εφαρμογή απομόνωσης σε νεοεισερχόμενα ζώα στην εκτροφή, την πραγματοποίηση εργαστηριακών εξετάσεων σε ζωοτροφές, την υπερηχογραφική εξέταση για διάγνωση της εγκυμοσύνης, την πραγματοποίηση εμβολιασμών κατά των κλωστριδιακών λοιμώξεων, τον τρόπο αξιολόγησης του σωματικού βάρους για χορήγηση φαρμάκων στα ζώα, τη διατήρηση τράπεζας πρωτογάλακτος, τον αριθμό των ετήσιων κτηνιατρικών επισκέψεων στην εκτροφή, την παραγωγή γάλακτος ανά ζώο, τον αριθμό των νεογέννητων ανά θηλυκό ζώο και τον αριθμό των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφιλης χλωρίδας στο γάλα. Περαιτέρω, η απασχόληση επιπλέον (αμειβόμενου) εργατικού δυναμικού στην εκτροφή συσχετιζόταν με το σύστημα διαχείρισης, την εφαρμογή μηχανικού αρμέγματος, τον αριθμό και τη φυλή των ζώων, την εφαρμογή απομόνωσης σε νεοεισερχόμενα ζώα στην εκτροφή, την πραγματοποίηση εργαστηριακών εξετάσεων σε ζωοτροφές, την υπερηχογραφική εξέταση για διάγνωση της εγκυμοσύνης, τον αριθμό των ετήσιων κτηνιατρικών επισκέψεων στην εκτροφή, την παραγωγή γάλακτος ανά ζώο, την περιεκτικότητα του γάλακτος σε πρωτεΐνες και τον αριθμό των νεογέννητων ανά θηλυκό ζώο. Το κεφάλαιο XV περιλαμβάνει τη μελέτη των ζωονοτικών προβλημάτων που αναφέρθηκαν από τους κτηνοτρόφους και των ενδεχόμενων συσχετίσεων με τις συνθήκες διαχείρισης στην εκτροφή και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των κτηνοτρόφων. Συνολικά 69 κτηνοτρόφοι (15%) ανέφεραν ότι είχαν εκδηλώσει ζωονοτικό πρόβλημα, οι περισσότεροι δε από αυτούς ανέφεραν ότι το εν λόγω πρόβλημα ήταν η βρουκέλλωση (13% του συνόλου των κτηνοτρόφων). Η εκδήλωση βρουκέλλωσης αναφέρθηκε πιο συχνά από αιγοτρόφους παρά από προβατοτρόφους (σχετικός λόγος πιθανοτήτων: 1,9). Ως προσδιοριστές για την εκδήλωση της λοίμωξης σε κτηνοτρόφους αναφέρθηκε η ύπαρξη ειδικού χώρου για τοκετούς και μαιευτικούς χειρισμούς (σε εκτροφές προβάτων και αιγών) και η ύπαρξη γατών στις εκτροφές (μόνον σε εκτροφές προβάτων). Η μέση τιμή του δείκτη βιοασφάλειας (που αναπτύχθηκε με βάση διαχειριστικά δεδομένα που εφαρμόζονταν στις εκτροφές, σε κλίμακα 0 έως 6) ήταν μεγαλύτερη στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας απ’ ό,τι στη νησιωτική χώρα (3,5 έναντι 2,8, αντίστοιχα), επίσης δε ήταν μεγαλύτερη σε εκτροφές όπου ο κτηνοτρόφος είχε εκδηλώσει βρουκέλλωση: 3,7 έναντι 3,3 σε εκτροφές στις οποίες δεν αναφέρθηκε εκδήλωση βρουκέλλωσης από τον κτηνοτρόφο. Στην παρούσα διατριβή, για πρώτη φορά, παρουσιάζονται λεπτομερή και εκτενή αποτελέσματα για τις εκτροφές προβάτων και αιγών στην Ελλάδα. Παρουσιάζονται επίσης πολλές νέες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων και ζώων στην αλυσίδα παραγωγής τροφίμων. Στο σύνολό τους, τα ευρήματα μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία στη διαχείριση υγείας των μικρών μηρυκαστικών, παρέχοντας τεκμηριωμένη υποστήριξη, στο πλαίσιο της ιατρικής ακριβείας στις εκτροφές.Ειδικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη διατριβή είναι τα παρακάτω.(α) Αναπτύχθηκε, αξιολογήθηκε και παρουσιάστηκε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο για τη διαχείριση υγείας σε εκτροφές μικρών μηρυκαστικών. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 442 ερωτήσεις, δομημένες σε επτά ενότητες. Το ερωτηματολόγιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ερευνητικές εργασίες στο πεδίο, για την καταγραφή λεπτομερειών σε υπό μελέτη εκτροφές. Ανάλογα με τις ανάγκες κάποιας μελέτης, μπορεί να τροποποιηθεί, με την προσθήκη ειδικότερων ερωτήσεων και την παράλειψη άλλων λιγότερο σχετικών. Επιπλέον, το ερωτηματολόγιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς κλινικής παρακολούθησης εκτροφών, ως χρήσιμο μέσο για την καταγραφή και τη διατήρηση σχετικών στοιχείων. (β-i) Ο αυξημένος αριθμός σωματικών κυττάρων στο γάλα (που αντανακλά την παρουσία υποκλινικής μαστίτιδας) και οι γαστρεντερικές παρασιτικές λοιμώξεις (κυρίως η μόλυνση από Teladosargia spp.) φαίνεται ότι επηρεάζουν περισσότερο την περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος και πρωτεΐνες, σε σύγκριση με παράγοντες που δεν σχετίζονται με λοιμώξεις. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν επίσης ότι η περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος παρουσίασε μεγαλύτερη μεταβλητότητα από την πρωτεΐνη, ενώ η περιεκτικότητα του γάλακτος σε πρωτεΐνες συσχετίστηκε με περισσότερους παράγοντες από την περιεκτικότητα σε λίπος. Η διαχείριση υγείας στις εκτροφές πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ανωτέρω παράγοντες, μέσω της εφαρμογής κατάλληλων μέτρων για τον έλεγχο της μαστίτιδας και των παρασιτικών λοιμώξεων, επιτυγχάνοντας παραγωγή γάλακτος με αυξημένη περιεκτικότητα σε λίπος και πρωτεΐνες. (β-ii) Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι σχετικά με τον αριθμό σωματικών κυττάρων και την ολική μεσόφιλη χλωρίδα, το γάλα που παράγεται στις εκτροφές προβάτων και αιγών της χώρας μπορεί να θεωρηθεί καλής ποιότητας. Συνολικά, στα δείγματα γάλακτος ταυτοποιήθηκαν 23 διαφορετικά είδη σταφυλοκόκκων. Ορισμένα από αυτά τα είδη δεν είναι κοινά παθογόνα του μαστού, υποδεικνύοντας έτσι την πιθανή προέλευσή τους από άλλες πηγές στο περιβάλλον των αντίστοιχων εκτροφών. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν ότι η μαστίτιδα παραμένει ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει τον αριθμό των σωματικών κυττάρων στο γάλα της παγολεκάνης, ενώ παράμετροι που δεν σχετίζονται με τη μόλυνση φαίνεται ότι ασκούν λιγότερο σημαντική επίδραση. Η αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των σωματικών κυττάρων και των παραμέτρων παραγωγής γάλακτος υποδηλώνει τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις του αυξημένου αριθμού σωματικών κυττάρων στο γάλα. Καθώς βρέθηκε συσχέτιση της φυλής των ζώων με τον αυξημένο αριθμό σωματικών κυττάρων, η γενετική βελτίωση των προβάτων και αιγών ως προς την ανθεκτικότητα στη μαστίτιδα μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη υγεία και ευζωία των μικρών μηρυκαστικών και στην αύξηση της παραγωγικότητας των εκτροφών. (γ) Η απομόνωση στελεχών σταφυλοκόκκων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά στο γάλα που παράγεται για ανθρώπινη κατανάλωση, εγείρει ζητήματα στο πλαίσιο της ενιαίας υγείας, καθώς γενετικό υλικό των εν λόγω στελεχών, το οποίο δεν καταστρέφεται κατά τη θερμική επεξεργασία του γάλακτος, μπορεί δυνητικά να μεταφερθεί σε ανθρώπους. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αποτελέσει τρόπο μεταφοράς γονιδίων ανθεκτικότητας σταφυλοκόκκων από το νωπό γάλα μέσω των γαλακτοκομικών προϊόντων σε ανθρώπους. Αυτό επιτείνει την ανάγκη για περιορισμό της παρουσίας σταφυλόκοκκων στο γάλα και για πρόληψη της ανάπτυξης ανθεκτικότητας στις εκτροφές προβάτων και αιγών, με σκοπό την ελαχιστοποίηση ενδεχόμενων κινδύνων για τη δημόσια υγεία. Τα παρόντα ευρήματα υποδεικνύουν παράγοντες, οι οποίοι συσχετίζονται με την παρουσία ανθεκτικών στελεχών στο παραγόμενο γάλα, και συνακόλουθα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην προσπάθεια για τον περιορισμό της διάχυσης ανθεκτικών στελεχών, με την εφαρμογή ορθών πρακτικών που συμβάλλουν στην πρόληψη της ανάπτυξης ανθεκτικότητας στο πλαίσιο της ενιαίας υγείας. (δ) Η περιορισμένη απομόνωση Listeria spp. από τα δείγματα γάλακτος υποδηλώνει μικρή επικινδυνότητα για τους ανθρώπους που καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα από εκτροφές προβάτων και αιγών. Οι προσδιοριστές που ταυτοποιήθηκαν, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη διαχείριση υγείας των εκτροφών. (ε) Οι κτηνοτρόφοι ανέφεραν ως τις πιο σημαντικές παθολογικές καταστάσεις: σε αρνιά / ερίφια τη διάρροια και την πνευμονία, σε ζώα αντικατάστασης την πνευμονία και την κοινούρωση (εκτροφές προβάτων) ή τη διάρροια (εκτροφές αιγών) και σε ενήλικα ζώα τη μαστίτιδα και την πνευμονία (εκτροφές προβάτων) ή την παραφυματίωση (εκτροφές αιγών). (στ) Τα ευρήματα παρέχουν λεπτομερή αναφορά για τη διαχείριση της αναπαραγωγής στις εκτροφές. Βρέθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση των σχετικών πρακτικών με τα αποτελέσματα της παραγωγής στις εκτροφές, συγκεκριμένα με την παραγωγή γάλακτος και τον αριθμό των αρνιών / εριφίων που γεννιούνται. Υπάρχει η δυνατότητα αύξησης της συχνότητας εφαρμογής ορισμένων πρακτικών, π.χ. της ρύθμισης της αναπαραγωγής και της διάγνωσης της εγκυμοσύνης με υπερηχογραφική εξέταση, που θα συνέβαλαν στη βελτίωση της διαχείρισης υγείας στις εκτροφές. Αυτό υποδεικνύεται από τον αυξημένο αριθμό εμβολιασμών που έλαβαν χώρα σε εκτροφές όπου εφαρμόζονταν αυτές οι πρακτικές, καθώς και από τα καλύτερα αποτελέσματα της παραγωγής στις εν λόγω εκτροφές. (ζ) Η χρήση αντιβιοτικών με βάση τις επιστημονικές αρχές και με συμμόρφωση με τους κανονισμούς και τις νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς και η επιτήρηση στις εκτροφές είναι σημαντικές για τη βελτίωση της ευζωίας των παραγωγικών ζώων και για την ελαχιστοποίηση της ανάπτυξης αντοχής στα αντιβιοτικά. Η σημασία της ενημέρωσης και της κατάρτισης των κτηνοτρόφων σχετικά με τη σωστή χρήση των αντιβιοτικών είναι μεγάλη. Η ορθή χρήση αντιβιοτικών θα συμβάλει στις προσπάθειες για μείωση της αντοχής σε αυτά. (η) Η ορθή εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμού είναι σημαντική για τη βελτίωση της ευζωίας των παραγωγικών ζώων. Η χρήση των εμβολίων θα συμβάλει στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης των λοιμώξεων και δυνητικά της έκτασης της χρήσης αντιβιοτικών στις εκτροφές. Πολλοί από τους προαιρετικούς εμβολιασμούς στις εκτροφές πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της ξηράς περιόδου, στο τέλος της εγκυμοσύνης, επειδή αποσκοπούν σε προστασία των νεογέννητων και των ενήλικων ζώων. Καθώς η ξηρά περίοδος στις προβατίνες και τις αίγες είναι συχνά μικρής διάρκειας, η πραγματοποίηση τεσσάρων ή πέντε εμβολιασμών με μεσοδιαστήματα δύο έως τριών εβδομάδων, δημιουργεί προβλήματα διαχείρισης, καθώς τα ζώα καταπονούνται κατά το τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης και, επιπλέον, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ανάπτυξη αποτελεσματικής ανοσίας εξαιτίας του αυξημένου αριθμού των επαναλαμβανόμενων εμβολιασμών. (θ) Τα αποτελέσματα των παρασιτολογικών εξετάσεων υποδεικνύουν ορισμένες περαιτέρω πτυχές του προβλήματος της ανθεκτικότητας στα ανθελμινθικά στη χώρα. Επίσης, τα ενήλικα ζώα μπορούν να αποτελέσουν σημαντικές πηγές μόλυνσης των νεογέννητων ζώων από πρωτόζωα. Οι παράγοντες διαχείρισης που αναδείχθηκαν ως προσδιοριστές, είναι σημαντικοί για τον έλεγχο των αντίστοιχων λοιμώξεων, μειώνοντας έτσι την έκταση των ελμινθώσεων ή πρωτοζωώσεων, και έτσι υποβοηθώντας την πρόληψη της ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα ανθελμινθικά. (ι) Η μελέτη παρουσιάζει τα πρότυπα χρήσης των ανθελμινθικών και των εκτοπαρασιτοκτόνων φαρμάκων στις εκτροφές. (ια) Η εκτροφή προβάτων και αιγών εξακολουθεί να είναι οικογενειακής μορφής, αν και υπάρχουν πλέον και νέα άτομα μεταξύ των κτηνοτρόφων, εκ των οποίων αρκετά έχουν λάβει και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η επαγγελματική ενασχόληση νέων ατόμων στο αντικείμενο αποτελεί καλό οιωνό για το μέλλον του κλάδου. Τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά μπορεί να επηρεάσουν τις εφαρμοζόμενες πρακτικές διαχείρισης, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να έχουν συνέπειες στην παραγωγή και στην υγεία των ζώων στις εκτροφές. Η διάρκεια της ενασχόλησης των κτηνοτρόφων και η απασχόληση επιπλέον εργατικού δυναμικού στην εκτροφή ήταν τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά που συσχετίζονταν κυρίως με τα ανωτέρω. (ιβ) Η βρουκέλλωση αναφέρθηκε ως το συχνότερο ζωονοτικό πρόβλημα στους κτηνοτρόφους, αναφέρθηκε δε συχνότερα από τους αιγοτρόφους. Παράγοντες διαχείρισης στις εκτροφές αποτελούν προσδιοριστές για την εκδήλωση λοίμωξης στους κτηνοτρόφους. Η βιοασφάλεια φαίνεται ότι ήταν υψηλότερη στις εκτροφές όπου οι κτηνοτρόφοι ανέφεραν την εκδήλωση βρουκέλλωσης σε ανθρώπους. Σε εκτροφές όπου υπάρχουν οι σχετικοί προσδιοριστές, οι κτηνοτρόφοι πρέπει να ενημερώνονται για τον αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης σε ανθρώπους και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα βιοασφάλειας. Το σύνολο των δεδομένων θα βοηθήσει στην κατανόηση των συστημάτων εκτροφής των προβάτων και των αιγών στη χώρα μας, στην παρουσίαση πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση στις εκτροφές, στην εκμετάλλευση των χρονικών περιθωρίων, στην υποστήριξη της ανάπτυξης σχετικών τεχνολογιών και στη βελτιστοποίηση των πρακτικών διαχείρισης υγείας.Μαζί με περαιτέρω ερευνητικές μελέτες της ομάδας μας και μελέτες άλλων ερευνητών στην Ελλάδα και διεθνώς, μπορεί να δημιουργηθεί ένα όραμα για το μέλλον της εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στη χώρα μας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present thesis focuses in mapping the small ruminant industry in Greece, through the collection, from sheep flocks and goat herds throughout the country, of information and samples for detailed processing. Specific objectives of the thesis are as below. (a) The development, use and presentation of a detailed questionnaire for the collection of date from sheep flocks / goat herds, (b) The collection and the presentation of detailed information regarding the infrastructures, the animals, the production characteristics, the diseases, the health management, the nutrition and the human resources and consequently the detailed mapping of sheep flocks / goat herds countrywide in Greece, (c) The investigation of fat and protein content in the bulk-tank raw milk, the description of factors potentially influencing that, the study of somatic cell counts and total bacterial counts, the evaluation of factors associated with increased somatic cell counts and increased total bacterial counts, the ...
The present thesis focuses in mapping the small ruminant industry in Greece, through the collection, from sheep flocks and goat herds throughout the country, of information and samples for detailed processing. Specific objectives of the thesis are as below. (a) The development, use and presentation of a detailed questionnaire for the collection of date from sheep flocks / goat herds, (b) The collection and the presentation of detailed information regarding the infrastructures, the animals, the production characteristics, the diseases, the health management, the nutrition and the human resources and consequently the detailed mapping of sheep flocks / goat herds countrywide in Greece, (c) The investigation of fat and protein content in the bulk-tank raw milk, the description of factors potentially influencing that, the study of somatic cell counts and total bacterial counts, the evaluation of factors associated with increased somatic cell counts and increased total bacterial counts, the identification of possible associations of somatic cell counts and total bacterial counts with milk content and the description of potential associations of somatic cell counts and total bacterial counts in the bulk-tank milk with breeds of sheep / goats in Greece, (d) The study of the prevalence and the patterns of resistance to antibiotics of staphylococcal isolates recovered from bulk-tank milk, the assessment of possible associations of the presence of antibiotic resistance with the quality of milk and the identification of factors associated with presence of antibiotic resistance, (e) The investigation of presence of Listeria spp. in the bulk-tank milk, the assessment of the antibiotic susceptibility patterns of the isolates obtained and the identification of factors associated with the recovery of the bacteria from the bulk-tank milk, (f) The assessment of the presence of specific clinical pathological conditions and the evaluation of the perceptions of farmers regarding the importance of various pathological conditions, (g) The description of the patterns of reproductive management, the presentation of factors associated with these management patterns, the clinical application of reproductive management approaches in the farms and the establishment of potential associations with production outcomes, (h) The description of the patterns of antibiotic usage against four major infections and the description of factors associated with these their use, (i) The description of the patterns of vaccine administration and the description of factors associated with vaccinations, (j) The description of the prevalence of helminth and protozoan infections in adult sheep and goats and the evaluation of farm-related factors potentially associated with the presence of these infections, (k) The description of the patterns of usage of antiparasitics (anthelmintics and ectoparasiticides), (l) The description of the socio-demographic profiles of farmers (shepherds and goatherds) and the investigation of potential associations with health management, production outcomes and health parameters of animals and(m) The investigation of the occurrence of zoonotic problems in farmers and the study of potential associations of the occurrence of brucellosis with socio-demographic characteristics of the farmers and the health management of the animals. The thesis is divided into 15 chapters followed by the General Discussion. Chapter I includes the review of the relevant literature. The Chapter is subdivided into two Parts. In Part A, a scientometrics study into the research output on small ruminants from Greece is presented. In Part B, a scientometrics study into the international research output on mastitis in sheep is presented. Chapter II includes the development and presentation of a detailed questionnaire for the evaluation of small ruminant farms. The questionnaire includes 442 questions organised in seven sections: generalities, infrastructure, animals, production characteristics, health management, nutrition and human resources. Consistency of replies was evaluated in 27 farmers, interviewed twice. Inconsistent replies were given by all farmers and referred to 30 different questions (Cronbach’s coefficient alpha: 0.987). Then, interviews were performed in 444 farms (325 sheep flocks and 119 goat herds) around Greece. Mean duration of an interview was 63.6 min. Clarifications were requested by 273 farmers referring to 22 different questions (maximum per farmer: 8). The experience of the investigator, the primary speaking language by farmers and the number of clarifications asked by farmers affected the duration of the interview. The questionnaire was used in the field study, to collect data in the farms under study. Chapter III includes the description of the procedures employed in the field (during the farm visits) and the laboratory tests in the samples collected during these visits. During the visits to the farms, data were obtained by using the questionnaire through the interviews, body condition scoring of female animals was performed and samples of milk from the bulk-tank and faeces from the animals were collected. Milk samples were processed for somatic cell counting, assessment of milk composition and microbiological examination: total bacterial counts, isolation and identification of staphylococci, isolation and identification of Listeria spp. Staphylococcal isolates were evaluated for biofilm formation and for susceptibility / resistance patterns in 20 antibiotics: amikacin, ampicillin, ceftaroline, ciprofloxacin, clindamycin, erythromycin, fosfomycin, fucidic acid, gentamicin, linezolid, moxifloxacin, mupirocin, mupirocin high level, oxacillin, penicillin G, rifampin, teicoplanin, tetracycline, tobramycin and trimethoprim-sulfamethoxazole. Listeria spp. isolates were assessed for susceptibility / resistance patterns in 5 antibiotics: ampicillin, benzylpenicillin, meropenem, erythromycin and trimethoprim-sulfamethoxazole. Faecal samples were processed for parasitological examination by using the McMaster technique, the flotation method, the sedimentation technique, coproculturing and the Ziehl-Neelsen technique. Chapter IV includes the cumulative findings of the answers during the interviews. The findings are presented separately for sheep flocks and goat herds. Differences were identified between sheep flocks and goat herds in a total of 130 parameters. Chapter V includes the results of examination of the milk samples that had been collected. The mean contents of fat / protein in sheep flocks and goat herds were 6.2% / 4.4% and 4.8% / 3.2%, respectively. For sheep flocks, multivariable analyses revealed breed and age of lamb removal from dams as significant predictors for fat content, and somatic cell counts, management system in the farm, administration of anthelmintic treatment and farmer education as significant predictors for protein content. For goat herds, multivariable analyses revealed stage of lactation period, age of kid removal from dams and breed as significant predictors for fat content, and somatic cell counts, stage of lactation period, grazing duration and % Teladorsagia spp. larvae in faecal samples as significant predictors for protein content. For concurrently high fat and protein content, in multivariable analyses, the following emerged as significant factors: somatic cell counts in milk, epg counts in faecal samples and veterinary collaboration (sheep flocks), and stage of lactation period and somatic cell counts in milk (goats herds). The results indicate that high somatic cell counts in milk (reflecting the presence of subclinical mastitis) and gastrointestinal parasitic infections (mainly Teladorsagia spp. infection) exert a more significant influence on fat and protein content of milk than non-infection-related factors. Mean somatic cell counts in bulk-tank raw milk were 488,000 cells per mL in sheep flocks and 838,000 cells per mL in goat herds, respectively. Mean total bacterial counts were 398,000 cfu per mL and 581,000 cfu per mL, respectively. In total, 228 staphylococcal isolates were recovered form 206 flocks (63%) and 80 staphylococcal isolates were recovered form 75 herds (63%). In sheep flocks, multivariable analyses revealed annual incidence risk of clinical mastitis, age of the farmer and stage of lactation period to be significant predictors for somatic cell counts > 1,000,000 cells per mL and stage of lactation period and the animal house ventilation to be significant predictors for total bacterial counts > 1,500,000 cfu per mL. In goat herds, multivariable analyses revealed frequency of check-ups of milking system and total milk quantity per goat to be significant predictors for somatic cell counts > 1,000,000 cells per mL, whilst no factor emerged to be significant predictor for total bacterial counts > 1,500,000 cfu per mL. In sheep flocks, a negative correlation of somatic cell counts with fat, total protein and lactose and a positive correlation of somatic cell counts with added water were found. In flocks with somatic cell counts > 1,000,000 cells per mL, there was a significant reduction (2%) of protein content, whilst in flocks with somatic cell counts > 1,500,000 cells per mL, significantly lower (43%) annual milk production per ewe was recorded. In goat herds, a negative correlation of somatic cell counts with total protein was found. In herds with somatic cell counts > 750,000 cells per mL , there was a significant reduction (5%) of protein content, whilst in herds with somatic cell counts > 1,500,000 cells per mL, this reduction was more important (8%).Chapter VI includes the results of evaluation of staphylococcal isolates for antibiotic susceptibility / resistance patterns. In sheep flocks, oxacillin-resistant isolates, isolates resistant to any antibiotic and multi-resistant isolates were recovered from 8%, 31% and 12% of flocks, respectively. Of 232 staphylococcal isolates, 12% were resistant to oxacillin, 46% were resistant to at least one antibiotic and 16% were multi-resistant. Resistance was seen more frequently among coagulase-negative (51%) than among Staphylococcus aureus (32%) isolates. Resistance was more frequent against penicillin and ampicillin (34% of isolates), clindamycin (18%) and fosfomycin (14%). For recovery of oxacillin-resistant isolates, the lack of experience by farmers emerged as a significant predictor; respective predictors for the isolation of staphylococci resistant to any antibiotic or multi-resistant isolates were the early stage of the lactation period and the intensive management system applied in the flocks, respectively. In goat herds, oxacillin-resistant isolates, isolates resistant to any antibiotic and multi-resistant isolates were recovered from 5%, 30% and 16% of herds, respectively. Of 80 staphylococcal isolates, 8% were resistant to oxacillin, 50% were resistant to at least one antibiotic and 28% were multi-resistant. Resistance was seen more frequently among coagulase-negative staphylococci (59%) than among S. aureus (24%). Resistance was more frequent against penicillin and ampicillin (41% of isolates) and fosfomycin (28%). For recovery of oxacillin-resistant isolates, the presence of working staff in the herds emerged as a significant predictor; respective predictors for the isolation of staphylococci resistant to at least one antibiotic were part-time farming and high (> 10) number of systemic disinfections in the farm annually. The same three factors concurrently were also identified to be significant for the recovery of multi-resistant isolates. Chapter VII includes the results of examination of bulk-tank milk for Listeria spp. recovery. In sheep flocks, Listeria monocytogenes was isolated from the bulk-tank milk of one farm and Listeria ivanovii was isolated from the bulk-tank milk of three farms. No associations were found between the isolation of L. monocytogenes or L. ivanovii and milk quality. No resistance to antibiotics was identified among the recovered isolates. The following were identified as significant predictors of the isolation of the organism: the presence of pigs, low average relative humidity in the farm environment and a high number of ewes on the farm. Chapter VIII includes the perceptions of farmers regarding the importance of various pathological conditions and the description of clinical pathological conditions in farms. In total, 38 pathological conditions were considered by farmers to be important. In lambs / kids, most farmers considered (a) diarrhoea and (b) pneumonia as the most important pathological conditions. In ewe-lambs / doelings, most farmers considered (a) pneumonia and (b) cerebral coenurosis (sheep flocks) or diarrhoea (goat herds) as the most important pathological conditions. In adult ewes / does, most farmers considered (a) mastitis and (b) pneumonia (sheep flocks) or paratuberculosis (goat herds) as the most important pathological conditions. Differences in the pathological conditions considered to be important in accord with the age of animals, were seen in 18 cases. Among these, the higher significances were seen for the following 12 pathological conditions: abortion, cerebral coenurosis, coliform infections, contagious agalactia, contagious ecthyma, diarrhoea, lameness, mastitis, paratuberculosis, pneumonia, scrapie and selenium deficiency. Chapter IX includes the results of assessment of the reproductive patterns applied in the farms. The mating period for adult sheep and goats started on average on May and June, respectively, and for ewe-lambs and doelings on August and September, respectively. The median duration of the mating period was 2 months for adult animals and 1 month for replacement animals. The median ratio of female to male animals was 22:1 and 25:1 in sheep flocks and goat herds, respectively. Control of reproduction was applied in 33% and 17% of sheep flocks and goat herds, respectively; five (availability of milking parlour, number of ewes in a farm, number of daily milkings, daily period spent by farmers at the farm, farming tradition in the family) and two (number of daily milkings, availability of milking parlour) predictors emerged in sheep flocks and goat herds, respectively. Pregnancy diagnosis by ultrasonographic examination was performed in 37% and 17% of sheep flocks and goat herds, respectively; three (management system applied in farms, age of farmer, farming tradition in the family) and two (management system applied in farms, availability of milking parlour) predictors emerged in sheep flocks and goat herds, respectively. The average per farm number of lambs / kids born per female animal was 1.3 and 1.3 for sheep flocks and goat herds, respectively; five (control of reproduction, location of the farm, presence of working staff, collaboration with veterinary practice, breed of ewes) and two (control of reproduction, breed of female goats) predictors were identified in sheep and goat farms, respectively. Lambs / kids were taken away from their dams at the age of 50 and 65 days, respectively. The average culling age (females / males) was 5.9 / 4.4 years and 6.9 / 4.9 years for sheep flocks and goat herds, respectively. Control of reproduction was associated with increased milk production and higher number of newborns, whilst an inverse correlation between the culling age of animals and milk production was seen. Chapter X includes the patterns of usage of antibiotics in the farms. Most farmers administered the antibiotics to animals at the dose prescribed (80%) and observed the necessary withdrawal period (99%), but fewer farmers (22%) weighed the animals to calculate their bodyweight before antibiotic administration. For the treatment of clinical mastitis, oxytetracycline, penicillin and streptomycin were the antibiotics used more frequently; 2.03 / 2.06 different antibiotics were used per sheep flock / goat herd, most frequently administered in injectable forms (89% of farms). In cases of abortion, oxytetracycline was administered more frequently; 1.12 / 1.03 different antibiotics were used per sheep flock / goat herd. In 94 farms (21%), routine administration of antibiotics was performed to newborns; oxytetracycline and ampicillin were administered more often. For the treatment of pneumonia in newborns, oxytetracycline, penicillin and tulathromycin were used more frequently; 1.33 / 1.29 different antibiotics were used per sheep flock / goat herd. For the treatment of diarrhoea in lambs and kids, oxytetracycline, amoxicillin and penicillin were the antibiotics used more frequently; 1.34 / 1.59 different antibiotics were used per sheep flock / goat herd. In total, 16 variables were identified to be associated with the various outcomes for usage of antibiotics for the control of the above clinical problems. Most of these, referred to farmers; specifically, education, age, experience, professional involvement and family tradition of farmers had a significant association with the above outcomes. Chapter XI includes the vaccination patterns applied in the farms. Vaccination against brucellosis was performed in all sheep flocks and goat herds into the study. Among optional vaccinations, anti-clostridial vaccination was most frequently performed (in 98% of farms), followed by vaccination against contagious agalactia (57% of farms), pneumonia (41%), chlamydial abortion (38%), staphylococcal mastitis (36%) and paratuberculosis (10%). Vaccinations against pneumonia and staphylococcal mastitis were performed more frequently in sheep flocks, whilst vaccinations against paratuberculosis were performed more frequently in goat herds. On average, 2.8 and 2.7 optional vaccinations (i.e., additionally to vaccination against brucellosis) were performed in sheep flocks and goat herds, respectively. The increased number of vaccines administered was associated with a higher average milk production in the respective farms. There was an association of vaccination against staphylococcal mastitis with a reduced recovery of staphylococci from the bulk-tank raw milk. Significant associations of the administration of the various optional vaccines were seen with 15 predictors. Of these, 11 related to health management practices and 4 related to the demographic characteristics of farmers; the collaboration with a veterinarian, the daily number of milking sessions and the period spent daily by the farmer at the farm premises were each associated with the administration of vaccines against three different infections. Chapter XII includes the results of the parasitological examinations of faecal samples. In sheep flocks, parasitic elements of helminths were detected in samples from 93% of flocks; these included Dicrocoelium dendriticum (17% of flocks), Fasciola hepatica (1%), Paramphistomum cervi (2%), Moniezia spp. (19%), Trichostrongylidae (86%), Nematodirus spp. (19%), Strongyloides papillosus (7%), Trichuris spp. (20%) and lungworms (18%). Also, parasitic elements of protozoa were detected in samples from 79% of sheep flocks; these included Eimeria (72% of flocks), Giardia (33%) and Cryptosporidium (7%). In goat herds, parasitic elements of helminths were detected in samples from 93% of herds; these included D. dendriticum (15% of herds), P. cervi (1% of herds), Moniezia spp. (25%), Trichostrongylidae (89%), Nematodirus spp. (17%), S. papillosus (5%), Trichuris spp. (19%) and lungworms (24%). Also, parasitic elements of protozoa were detected in samples from 71% of goat herds; these included Eimeria (61% of herds), Giardia (34%) and Cryptosporidium (11%). Mean Trichostrongylidae counts across all farms in the study were 215 epg in sheep flocks and 219 in goat herds. In sheep flocks, for high (> 300) epg counts in faecal samples, the stage of lactation period and the application of reproductive control emerged as predictors; for high proportion (> 63%) of Teladorsagia spp. in faecal samples, the availability of straw bedding emerged as predictor; for high proportion (> 29%) of Haemonchus contortus in faecal samples, the age of the farmer emerged as predcitor; for detection of Trichuris spp. in faecal samples, the provision of finished feed (concentrate) to animals emerged as predictor. Further, for the detection of Eimeria in samples, the lack of a designated building for lambs emerged as predictor; for the detection of Cryptosporidium, the lack of grazing emerged as predictor. In goat herds, for high (> 300) epg counts in faecal samples, the age of kid removal from their dams emerged as predictor; for high proportion (> 64%) of Teladorsagia spp. in faecal samples, the month of start of the kidding season emerged as predictor; for high proportion (> 27%) of H. contortus in faecal samples, nutritional modifications before the kidding period and application of reproductive control emerged as predictors; for detection of D. dendriticum in faecal samples, the number of veterinary visits to the farm annually emerged as predictor. Further, for the detection of Giardia in samples, the availability of a main building for animals emerged as predictor; for the detection of Cryptosporidium, the management system emerged as predictor. Chapter XIII includes the patterns of usage of antiparasitics in the farms. In total, anthelmintic drugs were used in 322 (99%) sheep flocks and 117 (98%) goat herds. In both sheep flocks and goat herds, the anthelmintic drugs used more frequently were albendazole and ivermectin (in over 62% and 55%, respectively, of farms). More often (in over 69% of farms), anthelmintic drugs were administered to animals in the form of tablet. In total, ectoparasiticide drugs were used in 106 (33%) sheep flocks and 66 (56%) goat herds. In both sheep flocks and goat herds, the ectoparasiticide drugs used more frequently were cypermethrin and deltamethrin (in over 44% and 48%, respectively, of farms). More often (in over 87% of farms), ectoparasiticide drugs were administered to animals in the form of pour-on solution. Chapter XIV presents the socio-demographic characteristics of sheep and goat farmers. Most farmers were male (93%), most were full-time professionals in farming (89%) and most had a farming family tradition (87%). The mean age was 47 years and the mean farming experience was 24 years. For 17% of the farmers, the highest level of education received was primary education, for 54% it was secondary education, for 16% it was post-secondary vocational training and for 12% it was tertiary education. In 35% of farms, external farm workers were employed. Of the socio-demographic characteristics, farming experience was associated with geographical location of farms, management system, breed of animals, application of quarantine measures, laboratory evaluation of feedstuffs, ultrasonographic examination for pregnancy diagnosis, application of vaccination against clostridial infections, means of calculation of bodyweight for drug administration to animals, maintenance of colostrum bank, number of annual veterinary visits, annual milk production per animal, number of newborns and somatic cell counts and total bacterial counts in milk. Further, the employment of external farm workers on the farm was associated with management system, machine-milking, number and breed of animals, application of quarantine measures, laboratory evaluation of feedstuffs, ultrasonographic examination for pregnancy diagnosis, number of annual veterinary visits, annual milk production per animal, protein content in milk and number of newborns. Chapter XV presents the the occurrence of zoonotic problems in sheep and goat farmers. In total, 69 farmers (15%) reported experiencing a zoonotic problem; most of them (13% of all farmers) reported that the zoonotic problem had been brucellosis. Brucellosis occurred more frequently among goatherds than among shepherds (odds ratio: 1.9). For occurrence of brucellosis in shepherds, application of hand-milking, availability of a separate lambing area and presence of cats in the farm emerged as predictors; for the same outcome in goatherds, only the availability of a separate kidding area emerged as predictor. The mean biosecurity score (devised on the basis of biosecurity practices followed in a farm, on a 0 to 6 scale) in farms in the continental part of the country was significantly higher than in the islands: 3.5 versus 2.8, respectively, whilst there was also a significantly higher score in farms, where the farmer reported occurrence of brucellosis: 3.7 versus 3.3 in farms, where the farmer did not report such an incident. This thesis presents, for the first time, detailed and extensive results for sheep and goat farms in Greece. The study also presents many novel facets of the interactions between people and farm animals in the food-producing chain. In their entirety, the findings can be useful tools in the health management of small ruminants, by providing evidence-based support, within the scope of a precision livestock medicine. More specific conclusions derived from the results of the present thesis are as follows.(a) A detailed questionnaire to evaluate health management in small ruminant farms was developed, assessed and presented. The questionnaire includes 442 questions, arranged in seven sections. The questionnaire can be used for research work in the field, to record details in the farms under study. In accord with the needs of a particular study, it can be modified, by adding more specific questions or omitting others deemed to be less important. Moreover, it can also be used for routine clinical monitoring purposes, as a useful means to record and maintain details of farms during clinical work.(b-i) The results indicate that high somatic cell counts in milk (reflecting the presence of subclinical mastitis) and gastrointestinal parasitic infections (mainly Teladorsagia spp. infection) appear to exert a more significant influence on fat and protein content of milk, in comparison to non-infection-related factors. The results also indicate that milk fat showed a greater variability than protein, whilst protein was associated with more predictors than fat content. Health management in farms should take account of these factors and implement appropriate measures for the control of mastitis and parasitic infections; that way, it will be possible to achieve milk production with high fat and protein content.(b-ii) The results indicate that with regard to somatic cell counts and total bacterial counts, the milk produced in sheep flocks and goat farms in the country can be considered of good quality. In total, 23 different Staphylococcus species were identified in the milk samples. Some of these species are not confirmed mammary pathogens, thus indicating their potential origin in other sources in the environment of the respective flocks. The findings underline that mastitis remains the main factor influencing somatic cell counts in the bulk-tank milk, whilst non-infection related factors do not appear to exert a significant influence in comparison to the infection. An adverse correlation between somatic cell counts and milk production parameters indicates the adverse financial effects of increased somatic cell counts. As an association of animal breed with increased somatic cell counts was found, possibly, genetic improvement of sheep and goats for mastitis resistance might contribute to better health and welfare of sheep and goats and to increased productivity on farms.(c) The isolation of antibiotic-resistant staphylococci for milk produced for human consumption raises issues within the one-health concept, as cell-free genetic material of staphylococci resistant to antibiotics, not destroyed during thermal processing of milk, might potentially be transferred to humans. This process could provide a means for the resistance genes of staphylococci present in the raw milk to be disseminated to humans through the dairy products. This puts further pressure on limiting the staphylococcal presence in milk and preventing the development of resistance in small ruminant farms, with a view to minimising public health concerns. The current findings indicate management factors, which can be associated with the presence of resistant isolates in the raw milk produced therein and can be employed as a guide to limit development of resistance by applying good practices that contribute to preventing development of such resistance within the one-health concept.(d) The infrequent isolation of Listeria spp. from the milk samples indicates a small risk for people consuming dairy products from sheep and goat farms. The identification of predictors of the isolation of the organism should be taken into account in the health management of farms.(e) Farmers indicated the following as the most important pathological conditions: in lambs / kids, diarrhoea and pneumonia, in ewe-lambs / doelings, pneumonia and cerebral coenurosis (sheep flocks) or diarrhoea (goat herds) and, in adult ewes / does, mastitis and pneumonia (sheep flocks) or paratuberculosis (goat herds).(f) There is an association of reproductive management practices with production outcomes, specifically, milk production and the number of lambs / kids born. There is a possibility for increasing the use of some practices, e.g., the control of reproduction and pregnancy diagnosis by ultrasonographic examination, which would contribute to improving the health management in the farms. This was shown by the increased number of vaccines administered in farms where these practices were applied, as well as the higher production outcomes in these farms.(g) Antimicrobial usage, based on correct scientific principles and compliance with regulations and policies, as well as surveillance in the farms are important for improving the welfare of farm animals and also for minimising development of antibiotic resistance. The importance of training farmers regarding correct usage of antibiotics is significant. Correct use of antibiotics will contribute to the efforts for a reduction of bacterial resistance to these.(h) The correct implementation of vaccination programs is important for the improvement of the welfare of farm animals. The use of vaccines would contribute to decreasing the incidence of the various infections and potentially the use of antibiotics in the farms. Many of the optional vaccinations scheduled in the farms are carried out during the dry-period, at the end of gestation, because they aim to protect the newborns and the adult animals. As the dry-period in ewes and does is frequently of a short duration for accommodating four or five vaccinations with two- to three-week intervals, it creates management problems, as animals are stressed during the last stage of gestation and, moreover, raises concerns regarding the development of efficient immunity after repeated vaccinations.(i) The results of parasitological examination indicate some further facets of the problem of anthelmintic resistance in the country. Adult animals can be important sources of infection for newborn animals by protozoan parasites. The management factors that emerged should be considered as important for the control of the respective infections, by reducing the presence of helminth or protozoan infections, therefore, further controlling the development of anthelmintic resistance.(j) The study presents the patterns of usage of anthelmintic and ectoparasiticide drugs in small ruminant farms.(k) Sheep / goat farming in Greece is still a family-driven business, but, nevertheless, there are now younger people among small ruminant farmers, of whom several had received post-secondary education. The involvement of younger people in the industry bodes well for the future of the sector. The socio-demographic characteristics may influence the management practices applied, which in turn can have consequences for production and health outcomes at the farms. Farming experience and employment of external farm workers were the socio-demographic characteristics mostly associated with the above.(l) Brucellosis was reported to be the most frequent zoonotic problem among farmers and was reported more frequently by goatherds. Management factors applied in the farms are predictors for occurrence of the infection in farmers. Biosecurity scores were higher in farms where farmers reported occurrence of brucellosis in people. In farms where predictors are present, farmers should be warned of an increased potential risk for human infection and appropriate biosecurity measures should be implemented. The entirety of the data will help to understand sheep / goat farming systems in Greece, to provide information about the situation in the farms, to provide efficiency for time, to support development of relevant technologies and to optimise health management practices. Along with further work from our group and with work of other researchers in Greece and internationally, ultimately it may thus be created a vision for the future of the small ruminant industry in Greece.
περισσότερα
Η διατριβή είναι δεσμευμένη από τον συγγραφέα
(μέχρι και: 7/2025)
|
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα