Περίληψη
Εισαγωγικώς, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους επελέγη από τον γράφοντα η εξέταση του συγκεκριμένου θέματος, καθώς και μερικές βασικές μεθοδολογικές παραδοχές της παρούσας διατριβής. Eπίσης, μία συνοπτική «υπόθεση εργασίας», η οποία εισάγει τον αναγνώστη στο παρόν πλαίσιο αντιμετώπισης εγκλημάτων διαφθοράς και στα σημεία στα οποία παρουσιάζεται η ανάγκη να εμπλουτιστεί το ισχύον ποινικό δόγμα με τη θεωρία των εγκληματικών δικτύων διαφθοράς.Στο Πρώτο Κεφάλαιο εξετάζεται η δικαιοπολιτική προσέγγιση του φαινομένου με ιδιαίτερη αναφορά στη νομική έννοια της διαφθοράς, καθώς επιχειρείται η ανάδειξη του ευρύτερου χαρακτήρα της εν σχέσει προς τη δωροδοκία/δωροληψία. Εντοπίζονται διαφοροποιήσεις τόσο ως προς το εύρος της βλάβης του εννόμου αγαθού όσο και ως προς την ένταση της χρησιμοποίησης των μηχανισμών και λειτουργιών του δημοσίου τομέα για την επίτευξη των εγκληματικών στόχων των δραστών. Περαιτέρω, επιχειρείται μία προσπάθεια ταξινομήσεων και κατατάξεων του φαινομένου, με ανάπτυξη ...
Εισαγωγικώς, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους επελέγη από τον γράφοντα η εξέταση του συγκεκριμένου θέματος, καθώς και μερικές βασικές μεθοδολογικές παραδοχές της παρούσας διατριβής. Eπίσης, μία συνοπτική «υπόθεση εργασίας», η οποία εισάγει τον αναγνώστη στο παρόν πλαίσιο αντιμετώπισης εγκλημάτων διαφθοράς και στα σημεία στα οποία παρουσιάζεται η ανάγκη να εμπλουτιστεί το ισχύον ποινικό δόγμα με τη θεωρία των εγκληματικών δικτύων διαφθοράς.Στο Πρώτο Κεφάλαιο εξετάζεται η δικαιοπολιτική προσέγγιση του φαινομένου με ιδιαίτερη αναφορά στη νομική έννοια της διαφθοράς, καθώς επιχειρείται η ανάδειξη του ευρύτερου χαρακτήρα της εν σχέσει προς τη δωροδοκία/δωροληψία. Εντοπίζονται διαφοροποιήσεις τόσο ως προς το εύρος της βλάβης του εννόμου αγαθού όσο και ως προς την ένταση της χρησιμοποίησης των μηχανισμών και λειτουργιών του δημοσίου τομέα για την επίτευξη των εγκληματικών στόχων των δραστών. Περαιτέρω, επιχειρείται μία προσπάθεια ταξινομήσεων και κατατάξεων του φαινομένου, με ανάπτυξη του εννοιολογικού περιεχομένου της εγκληματικής διαφθοράς και προσπάθεια να οριοθετηθεί η διαφθορά μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής, με κριτήριο την υπαλληλική ιδιότητα των αυτουργών και συμμετόχων. Ως προς την εξέταση της δικτυακής διαφθοράς, όπως αυτή εμφανίζεται και λειτουργεί ως υπέρβαση της διμερούς συναλλαγής, επισημαίνεται ο συστημικός χαρακτήρας της αλλά και τα επάλληλα επίπεδα αποφασιστικής ευθύνης συγκεκριμένων φυσικών – νομικών προσώπων για το συνολικό σχεδιασμό των επιμέρους και μερικότερων εγκληματικών ενεργειών και την τελική απεύθυνση του προϊόντος/ων της διαφθοράς.Στο Δεύτερο Κεφάλαιο εντάσσεται σε συστηματικά πλαίσια η ανάλυση των εγκληματικών δικτύων διαφθοράς με παράθεση των διεθνών ακαδημαϊκών θεωριών για το δικτυακό φαινόμενο, με εστίαση στην τυπολογία και στα ουσιώδη στοιχεία της ανάλυσης των δικτύων, τα οποία αποτελούνται από πυρήνες (cores) και περιφέρειες (peripheries) δραστών, αλλά και στα λειτουργικά στοιχεία των εγκληματικών δικτύων ως παραγόντων που δημιουργούν και συντηρούν τη διαφθορά. Εξετάζονται κατ’ αρχήν τα κοινωνικά δίκτυα διαφθοράς, καθώς οι σχέσεις ή δεσμοί μεταξύ των δρώντων ή των μονάδων εντός του δικτύου αποκτούν οργανωσιακή μορφή και διεισδύουν στους πολιτικούς, οικονομικούς και διοικητικούς θεσμούς. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, τα επιχειρηματικά δίκτυα διαφθοράς μπορούν και επιχειρούν σε εθνικό ή διεθνικό επίπεδο με διευρυμένο κύκλο δραστηριοτήτων και κατ’ αυτόν τον τρόπο δομούνται και λειτουργούν ως εγκληματικά δίκτυα διαφθοράς.Στο Τρίτο Κεφάλαιο ακολουθεί η ανάλυση του οικονομικού εγκλήματος εν σχέσει προς τη δικτυακή διαφθορά, με ανάπτυξη της εννοιολογίας και της περιπτωσιολογίας αυτού, όπως και των πραγματολογικών συσχετίσεων, συναφειών και αποκλίσεων του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος με τη δικτυακή διαφθορά. Σημαντικό κριτήριο διαφοροποίησης αποτελεί η παραδοχή πως ενδεχόμενη προσβολή δημόσιας περιουσίας από ιδιώτη, χαρακτηρίζει το σχετικό έγκλημα ως οικονομικό, αλλά και η παγιωμένη μη συμπερίληψη στην έννοια της διαφθοράς αρκετών αδικημάτων που δύνανται να βλάψουν τη δημόσια περιουσία – λογιστικό ακόμη και όταν τελούνται από δημόσιο λειτουργό. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού και διεθνούς οικονομικού ποινικού δικαίου εν σχέσει προς τη διαφθορά.Στο Τέταρτο Κεφάλαιο αξιολογούνται και παρατίθενται δημοσίου δικαίου και θεσμικές πτυχές της δικτυακής διαφθοράς με ιδιαίτερη αναφορά στην πολιτική και υπηρεσιακή διαφθορά των ανωτέρων κρατικών λειτουργών, των πολιτικών αξιωματούχων, των δημοσίων υπαλλήλων και την ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης. Ευσύνοπτα αναπτύσσονται οι αποχρώσεις ως προς τις εννοιολογικές και θεσμικές διαστάσεις του φαινομένου της δικτυακής διαφθοράς.Στο Πέμπτο Κεφάλαιο διατυπώνονται οι εξαιρετικά σημαντικές προσωποπαγείς και πραγματοπαγείς θεωρήσεις για τη δικτυακά οργανωμένη εγκληματικότητα, ενώ καταχωρούνται κρίσεις και αναφορές για τη σπονδύλωση της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος με άξονα αναφοράς τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος. Αναδεικνύονται οι κρίσιμες αντιστίξεις μεταξύ της στοχοθεσίας, της δομής και της λειτουργίας των εγκληματικών οργανώσεων σε σχέση με τα δίκτυα διαφθοράς. Η θεωρία των δικτύων υπερβαίνει τόσο την κάθετη όσο και την οριζόντια οργανωτική δομή και εκτελεστική – επιχειρησιακή λειτουργία των εγκληματικών ομάδων ή οργανώσεων και την αντικαθιστά με την έννοια της συγκεντρωτικής ή αντίθετα της αποκεντρωμένης άσκησης των εγκληματικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η διαδικτυακή εγκληματικότητα αναπτύσσεται μάλλον ως σύστημα παρά ως μεμονωμένη οργάνωση ή ομάδα. Εξάλλου, οι σχέσεις των πυρηνικών και περιφερειακών μελών των δικτύων αρθρώνονται όχι σε καθεστώς ιεραρχικών, όπως οι εγκληματικές οργανώσεις, αλλά ετεραρχικών σχέσεων. Η δε νομιμοποίηση εσόδων από δραστηριότητες εγκληματικών οργανώσεων εντάσσεται ως εννοιολογικός και λειτουργικός παράγων στην προσέγγιση των εγκλημάτων διαφθοράς και των οργανωμένων εγκληματικών δικτύων.Στο Έκτο Κεφάλαιο αποτυπώνεται η απάντηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς ποινικού δικαίου στη δημόσια διαφθορά, με παράθεση και αναφορές στην ελληνική έννομη τάξη, στην κοινοτική – ενωσιακή νομοθεσία, στη Σύμβαση του ΟΟΣΑ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΗΕ. Αναζητούνται εκλεκτικές συγγένειες στην προσπάθεια σύγκλισης, εναρμόνισης και συγκριτικής θεώρησης των παραπάνω καταστατικών νομοθετικών κειμένων και Συμβάσεων. Επιπλέον παρατίθενται οι σχετικές ρητές αναφορές των ως άνω Συνθηκών ή των Προοιμίων τους σε δίκτυα διαφθοράς ή σε δομολειτουργικά στοιχεία που περιγράφουν δικτυακές μορφές εγκληματικότητας, χωρίς όμως να ορίζονται και να αναλύονται με επάρκεια. Ειδικότερα, τουλάχιστον από το 1995 στη σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπιστωνόταν πως η κοινοτική απάτη συχνά διαπράττεται από οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα, ότι σε πράξεις δωροδοκίας μπορούν να είναι εμπλεγμένα πρόσωπα διαφορετικής υπηκοότητας που υπηρετούν σε διάφορα κρατικά όργανα ή οργανισμούς και συχνά διαπράττονται από ή προς πρόσωπα που έχουν ανώτατα αξιώματα όσο και από ανώτερα ή ανώτατα στελέχη νομικών προσώπων. Οι ίδιες περίπου διατυπώσεις περιλαμβάνονται και στην οδηγία 2017/1371/ΕΕ. Εξάλλου, στον κανονισμό 2016/794/ΕΕ γίνεται αναφορά σε μεγάλης κλίμακας δίκτυα εγκληματιών που αναπτύσσουν εντεινόμενη εγκληματική δραστηριότητα και μάλιστα σε διασυνοριακή βάση, περιλαμβανομένων των εγκλημάτων διαφθοράς. Επίσης, στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2017/2028 σχετικά με τα δίκτυα διαφθοράς και τους μεσάζοντες, προτείνεται η ανάλυση και η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία δικτύων διαφθοράς στο υψηλότερο επίπεδο εξουσίας που έχουν ως σκοπό να επηρεάσουν άτομα, δημοσίους λειτουργούς ή την εκτέλεση δημόσιων υπηρεσιών. Επίσης, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία αναλύοντας τους παράγοντες που αποτρέπουν τις ορθές αναφορές για την τέλεση πράξεων απάτης/διαφθοράς, όπως και τις δυσχέρειες στους διενεργούμενους ελέγχους διαπιστώνει πως υφίστανται στεγανοποιημένα συστήματα πολιτικών δικτύων και ανάλογων δεσμών.Στο Έβδομο Κεφάλαιο δε θα μπορούσε να παραλειφθεί η συσχέτιση της δημόσιας δικτυακής διαφθοράς με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και την παραβίαση των διατάξεων περί πόθεν έσχες, ιδίως σε ποινικοδογματικό επίπεδο, όπως επίσης και με έννοιες συμπλεκόμενες και συνυφαινόμενες στην δικτυακή διαφθορά, ήτοι του ξεπλύματος χρήματος των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων και των συναφών ρυθμίσεων για τη συμμετοχή δημοσίων λειτουργών και κρατικών αξιωματούχων σε υπεράκτιες εταιρείες ή του ελέγχου της επιχορήγησης και χρηματοδότησης ΜΚΟ. Ο νομοθέτης του ΟΗΕ στον οδηγό για τη σύμβαση κατά της διαφθοράς, καλεί τους εμπειρογνώμονες να ανιχνεύσουν νέες μεθόδους ως προς το ξέπλυμα παράνομων εσόδων που σχετίζονται με δίκτυα διαφθοράς. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2021 αναγνωρίζει πως τα παλιά εγκληματικά συνδικάτα έχουν μετατραπεί σε εξελιγμένα εγκληματικά δίκτυα. Άλλωστε, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ το 2016 κάνει λόγο για δίκτυα εγκλήματος με οργανωσιακή δομή. Εξάλλου, η FATF στην έκθεσή της του 2020 για τη νομιμοποίηση εσόδων αναφέρει πως οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που διευκολύνουν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκλήματα διαφθοράς, εκτός από την ευκαιριακή συνεργασία τους με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να λειτουργούν ως υποσυστήματα εντός των δικτύων διαφθοράς. Επιπλέον, κατά την Οδηγία 2018/843/ΕΕ αναφέρεται πως η απρόσκοπτη πρόσβαση των Μ.Χ.Π. στις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις λειτουργίες οποιασδήποτε υπόχρεης οντότητας είναι απαραίτητη, για να εξασφαλιστεί ότι οι ροές χρήματος από τα παράνομα δίκτυα μπορούν να εντοπιστούν σωστά και να ανιχνεύονται σε πρώιμο στάδιο. Τέλος, υπό την ισχύ του νόμου 4557/2018 η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει αποστολή μεταξύ άλλων τη διενέργεια επιχειρησιακών αναλύσεων, όταν υφίστανται ενδείξεις ή υπόνοιες διάπραξης σοβαρής ή οργανωμένης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με στόχο τη διασύνδεση υποθέσεων, τον εντοπισμό εγκληματικών δικτύων και την εξακρίβωση του τρόπου δράσης αυτών.Στο Όγδοο Κεφάλαιο οριοθετούνται οι ποιοτικές διαστάσεις της δημόσιας δικτυακής διαφθοράς ως υπηρεσιακού εγκλήματος, με αναφορές ιδίως στα ποινικοδογματικά στοιχεία της δωροδοκίας/δωροληψίας πολιτικών-κρατικών αξιωματούχων και δημοσίων λειτουργών-υπαλλήλων, κατά την παράθεση της ανάλυσης των επιμέρους νομοτυπικών υποστάσεων των παραπάνω εγκλημάτων, ειδικώς όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του ΠΚ με το Ν. 4619/2019 με τις επενεχθείσες έκτοτε αλλαγές. Σημαντική είναι η παρουσίαση της εμπορίας επιρροής σε παθητική και ενεργητική μορφή. Αναφορές για τη δωροδοκία-δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα παρατίθενται ιδίως για τη συναγωγή συγκριτικών παρατηρήσεων. Από πλευράς συνεπειών δε θα μπορούσαν να παραλειφθούν οι διατάξεις για τη δήμευση οικονομικών προϊόντων διαφθοράς, όπως και για τη στέρηση δημόσιας θέσης-αξιωμάτων σε αυτουργούς και συμμετόχους εγκλημάτων διαφθοράς. Με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα, εμπλουτίζεται μεθοδολογικά και προσδιορίζεται κατά ουσιαστικότερο τρόπο η έννοια του υπαλλήλου στα υπηρεσιακά εγκλήματα διαφθοράς, ειδικά όταν αυτά τελούνται στην αλλοδαπή. Τέλος, διατάσσονται συστηματικά τα ευνοϊκά μέτρα για φυσικά πρόσωπα που καταγγέλλουν πράξεις διαφθοράς, όπως και το ζήτημα της προστασίας μαρτύρων με ουσιώδη συμβολή στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς. Αποσαφηνίζονται δε εν τέλει σημαντικά σημεία σχετιζόμενα με τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.Στο Ένατο και τελευταίο Κεφάλαιο της διατριβής επιδιώκεται η άρθρωση και η συστηματική διατύπωση της πρότασης εισαγωγής ποινικής διάταξης για τα δίκτυα διαφθοράς. Αναζητούνται οι σχέσεις μεταξύ θεσμικής και νομολογιακής επιβεβαίωσης της δομής και λειτουργίας εγκληματικών δικτύων διαφθοράς –ιδίως σε διαχρονική διάσταση βάσει πορισμάτων αρμοδίων Κοινοβουλευτικών Επιτροπών και αποφάσεων του Αρείου Πάγου– και της ιχνηλάτησης των διαφορετικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν το οργανωμένο έγκλημα. Με βάση την ως άνω μεθοδολογία, η νομοτυπική υπόσταση και η ποινικοδογματική ratio εντάσσονται ως αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να προσεγγιστεί κατά τρόπο εννοιολογικά και πραγματολογικά άρτιο η χρησιμότητα της εισαγωγής της νομοτυπικής μορφής των δικτύων διαφθοράς στο corpus του ΠΚ. Η νομολογιακή και εν μέρει θεωρητική προσπάθεια να ενταχθούν τα εγκληματικά δίκτυα στη νομοτυπική υπόσταση των εγκληματικών οργανώσεων, κρίνεται ως αλυσιτελής, καθόσον τα διακριτά εννοιολογικά και δομολειτουργικά στοιχεία τους είναι περισσότερα από τα σχετικά σημεία σύγκλισης και αλληλοεπικάλυψης. Η πρόταση για την εισαγωγή άρθρου στο corpus του ποινικού κώδικα ως προς τα εγκληματικά δίκτυα διαφθοράς δεν πρέπει να ιδωθεί ως μία προσέγγιση που αυξάνει την ποινικοποίηση σε τομείς αξιόποινης δραστηριότητας που ήδη καλύπτονται, αλλά ως μια συμβολή στην επίλυση θεωρητικών και νομολογιακών προβλημάτων που ανακύπτουν από τη δυσκολία των διωκτικών, ανακριτικών και δικαστικών αρχών να στοιχειοθετήσουν με επάρκεια την αυτουργία ή συμμετοχή προσώπων σε εγκληματικές οργανώσεις όταν αυτά τελούν εγκλήματα διαφθοράς.Ακόμη και αν η πρόταση για την εισαγωγή αυτοτελούς νομοτυπικής υπόστασης δεν τύχει εφαρμογής, η παράθεση και ανάλυση των εγκληματικών δικτύων διαφθοράς μπορεί να λειτουργήσει ως ερμηνευτικό κριτήριο, ώστε η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων να έχει τα μεθοδολογικά εργαλεία που θα καταστήσουν τη δικαιοδοτική κρίση πλέον ασφαλή τόσο στην ανακριτική διαδικασία όσο και στην επ’ ακροατηρίω δίκη, ώστε η απόδοση των κατηγοριών για τη συμμετοχή και ευθύνη εκάστου πυρηνικού ή περιφερειακού μέλους και η αντίστοιχη επιμέτρηση των ποινών να ανταποκρίνεται προς ένα φιλελεύθερο και δικαιοκρατικό προσανατολισμό, που θα θεραπεύεται παράλληλα με τον αντεγκληματικό στόχο της αντιμετώπισης του φαινομένου της διαφθοράς.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The submitted - as doctoral thesis - presentation aims to approach the Penal Law science through enrichment of ongoing penal dogma, concerning crimes of corruption committed by actors or groups under the management of organized criminal networks. The presented legal basis approaches the sense and concept of public corruption at crimes of official misconduct, bribery and fraud against the financial interests of EU , that aim to specify the wide range of economic criminality, along with corporate offences, money laundering and crimes of corruption on private sector. The presented structure and function of ΄΄criminal corruption networks΄΄ intends to explain and compare crucial penal terms, that are used as isolated terms on International and European Law Conventions and Statutories against corruption (European Union – Anti-fraud and anti-corruption legislation , Organization for Economic Cooperation and Development – Anti-Bribery Convention on International Business Transactions , Unite ...
The submitted - as doctoral thesis - presentation aims to approach the Penal Law science through enrichment of ongoing penal dogma, concerning crimes of corruption committed by actors or groups under the management of organized criminal networks. The presented legal basis approaches the sense and concept of public corruption at crimes of official misconduct, bribery and fraud against the financial interests of EU , that aim to specify the wide range of economic criminality, along with corporate offences, money laundering and crimes of corruption on private sector. The presented structure and function of ΄΄criminal corruption networks΄΄ intends to explain and compare crucial penal terms, that are used as isolated terms on International and European Law Conventions and Statutories against corruption (European Union – Anti-fraud and anti-corruption legislation , Organization for Economic Cooperation and Development – Anti-Bribery Convention on International Business Transactions , United Nations – Convention against Corruption , Council of Europe – Penal Law Convention against Corruption ) but they are not yet codified as a penal scheme, and furthermore as a certain criminal role for each participant who acts by particular crimes but obeys or gives account to a distinct criminal network, a corruption network.b. The critical factors of inflexibility and strictness define and characterize penal law, as a result of state boundaries at territorial enforcement of penal legislation and as much as sovereign territorial jurisdiction and priority at prosecution on indigenous, accused or perpetrator persons for a certain crime even if it is committed abroad. These factors seem to get surpassed by International or European Conventions against corruption, either those who claim immediate and binding implication from the member States that sign and ratify them (mandatory-enforcive International and European Law) or have the legal scheme as memoranda or international statutory declarations that set new forms of general legal clauses of Public International Law and EU legislation (frame-conceptive International and European Law). In that case the parliamentary legislator and the governing or administrative officials are obliged either to ratify and implement them as they are written, or set a penal law/act based upon these accepted forms of legal clauses and typical rules or norms that are the main objectives of that Conventions and Regulations.c. Many legal institutions intend to fight corruption on a European and International scale. Group of States Against Corruption {GRECO} (COE), Financial Action Task Force {FATF} (OECD), Europol-Eurojust-OLAF -European Public Prosecutor (EU), United Nations Office on Drugs and Crime (UN). Their scope is to search, seizure and confiscate the proceeds or any economic advantage from crime, mainly on money laundering offences, as the ongoing placement, layering and integration stages of that criminal activity grow, offering the opportunity for networks and organizations to hide, transform and disguise the illegal outcome of their criminal activity in corruption offences. Alternative investments can offer a large variety of possibilities for corrupted investors to recuperate large profits, partly with the opportunity to stay anonymous and unknown. Also asset backed securities, derivatives, hedge funds, venture capital, secret trusts and foundations, corresponded and triangularly linked banking systems and private equity funds are some of prominent financial innovations, which can be transformed as possible legal and illegal deviations that extend far outside traditional banking business, central bank supervision and remain out of government control. d. A main instrument facilitating the function of criminal corruption networks and a methodical way of further hiding the illegal gain, bribe, profit or financial benefit seem to be offshore companies. Using secrecy jurisdictions as platforms for their operations, mobilizing legal and financial intermediaries, create complex and opaque offshore structures to facilitate economic crime and impede investigation. These are autonomous or semi-autonomous jurisdictions offering a combination of lax regulation, low or zero taxation on income and capital of non residents, legally enforced banking secrecy, non disclosure of corporate ownership, non disclosure of who benefits from offshore trusts and foundations and an absence of effective information exchange with the authorities of third party countries. The provision of legally enforced secrecy is a key attraction to users of those arbitrary jurisdictions, making these places susceptible to be used as platforms for a wide range of crimes and corrupt practices, including fraud, embezzlement, insider trading, tax evasion and bribe paying. e. The battle against corruption is not a modern total war, with heroes and enemies. The goals that are aspired within a liberal and democratic system of dispensing penal justice, focus on the prevention and suppression of the criminal phenomenon, within the boundaries of constitutional guarantees that oblige the prosecutional officials and judicial authorities to secure the procedural and overall legal rights of the accused or charged person, their advocates – counsels, the relatives, the whistle blowers, the crucial witnesses under state protection, the accomplice – participants in crime and all the prosecutional and juridical officials that investigate and gather all the evidence about crimes of corruption. f. Almost inevitably at the presented thesis, the doctrinal penal analysis and implications join the sciences of Criminalistics, Sociology of Law, Theory of Political Institutions and Economics. It has been tried to form a solid structure of criminal corruption networks theory, aside with the similarities and distinctions with organized crime and prove legal - deductive and inductive - reasons and syllogisms, on a penal law and penal theory perspective, not under the scope of other relative or similar sciences. As a result the findings and conclusions can be exploited de lege ferenda, as they are elaborated and processed from the aspect of the stricta and certa standards of penal dogma theory and therefore can be utilizable by the legislators and the court justice, the implementators of penal and criminal law.g. The bribocentric pattern on explaining crimes of corruption is not sufficient on confronting the phenomenon. The word corruption, both in Common and European Law, indicates impurity or debasement and when found in the criminal law it means depravity or gross impropriety of a public official. On the part of the briber this requires an intent to subject the official action of the recipient, to the influence of personal gain or advantage rather than public welfare. On the part of the bribee subjects an intent to use the opportunity, to perform a public duty as a means of acquiring an unlawful personal benefit or advantage. But corruption is definitely something beyond these conclusions. It concerns also the effort of distracting members of the Parliament or the Government from their proper functions. Especially, some corporate executives seduce members by the offer of places and pensions, by various persuasions and cooperate to excise schemes whereby the activities of Administration grow beyond Parliament΄s or Government΄s control. These means of subversion are known collectively as political corruption. h. The established opinion of that thesis is about combating successfully the corruption phenomenon on public or private sector of administration and finance. Both the penal and criminal conclusions or solutions are intersected, as they join between the grey areas of illicit/delinquent behavior and illegal/criminal action, their causes and consequences. It seems that creation, development and establishment of uncontrollable gangs, groups and networks and the antisocial opposition to state institutions, so as civil and economic form and structure, at a given society, favors corruption to function and dwell onto agile corruption networks, which easily turn - following a complicate and dangerous procedure of social engineering - to wide, oversocial and spread criminal corruption networks with main accesses, instruments and goals organized crime, money laundering , bribery, illicit enrichment crimes, in which are involved public or state officials and members of political parties. It also concerns the criminal relation between them and media owners or corporate executives, illegal offshore companies, trade of influence and embezzlement . i. Essential unifying prerequisite for the particular crimes of corruption is the notion of illegal – illicit exchange between a public official and an individual person or private company, although that theory is not sufficient and adequate to combat the criminal phenomenon, as restrains corruption to a two tier or principal agent model that ends to explain corruption as an inevitable outcome of personal or even cultural differences. This thus concludes to criticize the present and past conditions of social development and economic or financial enterprise, but is mainly coming up to mental and moral motives such as greed, illegal profit or gain, social injustice or criminal habit and addiction to criminal behavior.j. Following this particular view and aspect, the phenomenon of corruption seems a knotty problem even by the means of penal law and penal justice. This difficulty rises when corruption is considered like a main structural characteristic of the modern and post-modern society, especially at the productive and commercial sector, as well as tool of economic growth. But undoubtedly threatens democracy, as a criminal phenomenon that endangers transparent and just society. The coordinated international and European interest that concluded in detailed penal legislation, so as the opinion, declaration and thesis of organizations against corruption, the scholars and public opinion all over the world, is far from concerning and facing corruption a simple decision and execution - each time a certain crime is committed - between only two or three persons: the corrupted, the corruptor and sometimes an intermediary. k. This emphasis on criminal networks reflects a growing acknowledgment, among researches into crime, and the realization by law enforcement agencies, as they detect patterns of organized crime that do not fit the past analyses or implementations. The German BKA (BundesKriminalAmt) for example has observed a few years ago that most of the criminal organizations it investigates are ΄΄loose networks΄΄. Their pervasiveness, their capacity to coexist both within and outside hierarchies, establishing what is considered as heterarchy, their ability to make markets more efficient by facilitating directed flows of information and commodities, give networks an elusive quality. They are plastic organizations that can be molded in many different ways. Through technological means and communications, transaction networks facilitate the operation of larger and more dispersed criminal corruption networks as their critical force multiplier. l. The recent global financial crisis has generated political pressure for more regulation of the banking sector, in order to confront new ways of laundering funds and corruption incomes. The expansion of regulation from banking to other sectors like real estate and traders of large values, illustrates that money so far always found its way by exploring new sectors which then had yet to be regulated. Effective information exchange between national authorities could overcome the barriers posed by banking secrecy, aside with over-ride clauses built into international treaties. Global frameworks could be agreed for taxing multinationals on the basis of where the corruption suspects - individuals or corporate executives binded on networks - actually generate their profits. Codes of conduct for public officials and corporate executives aim to release the corruption matter. Record keeping, financial reporting, internal monitoring, external audit, procurement guidelines, along with compliance to fair competition are tools to satisfy the will of modern societies that demand a new business and commercial transactions ethics, a new corporate and public administration liability.
περισσότερα