Περίληψη
Η πλειονότητα των βοσκήσιμων εκτάσεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, στις οποίες ασκείται εκτατική εκτροφή προβάτων, χαρακτηρίζονται από δυσμενείς εδαφοκλιματικές συνθήκες, με το φαινόμενο να είναι εντονότερο στις ημίξηρες περιοχές. Συχνά ωστόσο, η χρήση τους απέχει πολύ από το να είναι βιώσιμη και αειφορική, αντίθετα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις, ενισχύοντας φαινόμενα της υποβάθμισης των παραγωγικών πόρων, απώλειας βιοποικιλότητας και την καταστροφή του οικοσυστήματος. Στην παρούσα μελέτη, διερευνούμε την αμφίδρομη σχέση των βοσκοτόπων και της προβατοτροφίας σε μια τυπική ημίξηρη περιοχή της Μεσογείου. Για τον σκοπό αυτόν επιλέχθηκαν τέσσερεις προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην τοποθεσία Άγρα, στη δυτική Λέσβο και καταγράφηκε το είδος της κάλυψης των βοσκοτόπων, η παραγωγικότητα τους, η ποικιλότητα της ποώδους χλωρίδας και η ποιότητα της παραγόμενης βιομάζας. Για χρονικό διάστημα δύο υδρολογικών ετών (Σεπτέμβριο έως Ιούνιο), σε 14 βοσκότοπους καταγράφηκε η παραγωγή ποώδους βιομάζας, ...
Η πλειονότητα των βοσκήσιμων εκτάσεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, στις οποίες ασκείται εκτατική εκτροφή προβάτων, χαρακτηρίζονται από δυσμενείς εδαφοκλιματικές συνθήκες, με το φαινόμενο να είναι εντονότερο στις ημίξηρες περιοχές. Συχνά ωστόσο, η χρήση τους απέχει πολύ από το να είναι βιώσιμη και αειφορική, αντίθετα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις, ενισχύοντας φαινόμενα της υποβάθμισης των παραγωγικών πόρων, απώλειας βιοποικιλότητας και την καταστροφή του οικοσυστήματος. Στην παρούσα μελέτη, διερευνούμε την αμφίδρομη σχέση των βοσκοτόπων και της προβατοτροφίας σε μια τυπική ημίξηρη περιοχή της Μεσογείου. Για τον σκοπό αυτόν επιλέχθηκαν τέσσερεις προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην τοποθεσία Άγρα, στη δυτική Λέσβο και καταγράφηκε το είδος της κάλυψης των βοσκοτόπων, η παραγωγικότητα τους, η ποικιλότητα της ποώδους χλωρίδας και η ποιότητα της παραγόμενης βιομάζας. Για χρονικό διάστημα δύο υδρολογικών ετών (Σεπτέμβριο έως Ιούνιο), σε 14 βοσκότοπους καταγράφηκε η παραγωγή ποώδους βιομάζας, με τρεις μετρήσεις ανά έτος και η χλωριδική ποικιλότητα όταν τα φυτά βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, κατά το τέλος της βλαστικής περιόδου. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν από τη βοσκημένη περιοχή και μέσα σε μικρούς κλωβούς προστατευμένους από τη βόσκηση, οι οποίοι τοποθετούνταν διαδοχικά μέσα στο έτος. Τα παραπάνω μεγέθη συνοδευτήκαν από την ανάλυση των κλιματολογικών δεδομένων, κατά την ίδια περίοδο, αλλά και σε βάθος εννιαετίας, επιπλέον, στο τέλος κάθε σεζόν πραγματοποιήθηκε χημική ανάλυση με σκοπό την εκτίμηση της ποιότητας της παραχθείσας ποώδους βιομάζας. Οι κτηνοτρόφοι κατέγραψαν τις ζωοτεχνικές πρακτικές που ακολουθούσαν, τα εισερχόμενα και τα εξερχόμενα των μονάδων τους σε ερωτηματολόγια, ενώ από τον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό Δήμητρα λήφθηκαν τα αποτελέσματα της ανάλυσης του παραγόμενου γάλακτος της αντίστοιχης περιόδου. Τα αποτελέσματα δείχνουν σημαντικές διαφορές παραγωγικότητας τόσο μεταξύ των βοσκοτόπων όσο και μεταξύ των ετών, η οποία ωστόσο παραμένει αξιόλογη, πάρα την υψηλή βοσκητική πίεση. Αντιστρόφως, μικρές διαφορές παρατηρούνται μεταξύ των κλωβών και τους διαφορετικούς βαθμούς βόσκησης, τόσο ως προς την παραγωγικότητα αλλά και την χλωριδική ποικιλότητα. Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το «ιστορικό χρήσης» των χωραφιών είναι σημαντικό, καθώς οι βοσκότοποι που είχαν χρησιμοποιηθεί για αροτραίες καλλιέργειες στο παρελθόν, καθώς και εκείνοι που έχουν δεχθεί ανθρώπινες παρεμβάσεις – βελτιώσεις ή βρίσκονται σε ευνοϊκές τοποθεσίες, ήταν και οι πιο παραγωγικοί και με την μεγαλύτερη ποικιλία ειδών. Αντίθετα, οι επικλινείς βοσκότοποι και με τα πιο ρηχά εδάφη, έδειχναν σημάδια υπερβολικής χρήσης και υποβάθμισης. Παρόλα αυτά, γενικά μπορούμε να πούμε ότι τα υπό μελέτη οικοσυστήματα έδειξαν υψηλό βαθμό ανθεκτικότητας παρά την εντατική χρήση τους. Σε σχέση με την ποιότητα του παραγόμενου γάλακτος και την οικονομικότητα των κτηνοτροφικών μονάδων, δεν μπόρεσαν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα καθώς απαιτούνταν πολύ πιο λεπτομερής καταγραφή οικονομικών δεδομένων και των ζωοτεχνικών χειρισμών, την οποία οι συνεργαζόμενοι κτηνοτρόφοι δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσουν.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The majority of grazing lands in Mediterranean ecosystems that support extensive sheep farming are characterized by unfavorable edapho-climatic conditions. This phenomenon is more intense in the semi-arid areas. Nevertheless, their use is far from being viable and sustainable, on the contrary, it brings about negative impacts, reinforcing phenomena such as degradation of productive resources, loss of biodiversity and the destruction of the ecosystem.In this research we investigate the mutual relationship between grazing lands and sheep husbandry in a typical semi-arid Mediterranean area. For this purpose, four sheep farms were selected at the Agra locality in the western part of Lesvos Island. We recorded land cover, herbaceous biomass productivity and quality, and floral diversity. For a period of two consecutive hydrological years (September to June) we recorded herbage biomass on 14 plots of grazing lands, with three measurements per season and the species richness of herbaceous pla ...
The majority of grazing lands in Mediterranean ecosystems that support extensive sheep farming are characterized by unfavorable edapho-climatic conditions. This phenomenon is more intense in the semi-arid areas. Nevertheless, their use is far from being viable and sustainable, on the contrary, it brings about negative impacts, reinforcing phenomena such as degradation of productive resources, loss of biodiversity and the destruction of the ecosystem.In this research we investigate the mutual relationship between grazing lands and sheep husbandry in a typical semi-arid Mediterranean area. For this purpose, four sheep farms were selected at the Agra locality in the western part of Lesvos Island. We recorded land cover, herbaceous biomass productivity and quality, and floral diversity. For a period of two consecutive hydrological years (September to June) we recorded herbage biomass on 14 plots of grazing lands, with three measurements per season and the species richness of herbaceous plant communities, at the period of maximum growth of species, at the end of each growing season. Measurements came from grazed area and inside small exclosures (cages protected from grazing), which were installed consecutively during the season. The above measurements were accompanied by the analysis of the climatological data of the same period and also of a period of nine years. At the end of each season, chemical analysis was carried out, with the aim of assessing the quality of the herbaceous biomass produced. The farmers recorded in questionnaires the inputs and outputs of their farms and the animal husbandry practices carried out, while the results of the analysis of the produced milk for the corresponding period were obtained from the Greek Agricultural Organization Dimitra. Results show sizable productivity differences among pasture plots as well as seasons and an overall medium to high degree of productivity and species richness considering the relatively intensive grazing. On the contrary, the differences over the different cages and the degree of grazing intensity were little. These results suggest that the “history” of the fields is important, as grazing lands that had been used for arable crops in the past, as well as the fields that received manmade improvement and those in favorable locations, were the most productive and diverse ones, while shallower soils and inclined grazing lands showed signs of overuse and degradation. Overall, these ecosystems showed a high degree of resilience despite their intensive use. In relation to the quality of the produced milk and the economics of the farms, it was not possible to make safe assumptions as much more detailed recording of the economic data and animal husbandry practices was required, which, the collaborating farmers, were not able to carry out.
περισσότερα