Περίληψη
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα αντικατοπτρίζει ορισμένη κοινωνική σύνθεση και εκφράζει τον εθνικό χαρακτήρα και την πνευματική παράδοση του λαού, ο οποίος το έχει καθιερώσει. Το ίδιο ισχύει και με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικότερα με το μάθημα της Ιστορίας. Γι’ αυτό και σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων βυζαντινής ιστορίας στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση του 19ου και του 20ού αιώνα, υπό το πρίσμα των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της κάθε περιόδου. Ως έτος αφετηρίας της έρευνάς μας επιλέχθηκε το 1864, διότι από τότε άρχισε η συστηματική οργάνωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως αποτυπώνεται και στη σχετική νομοθεσία της εποχής.Τα χαρακτηριστικά των δύο μελετώμενων αιώνων εκτίθενται στο εισαγωγικό κεφάλαιο της διατριβής, το οποίο αποτελείται από πέντε ενότητες. Στην πρώτη αναφέρονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν από το 1864 έως και το 2000. Ακολούθως, σε δεύτερη ενότητα περιγράφεται ...
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα αντικατοπτρίζει ορισμένη κοινωνική σύνθεση και εκφράζει τον εθνικό χαρακτήρα και την πνευματική παράδοση του λαού, ο οποίος το έχει καθιερώσει. Το ίδιο ισχύει και με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικότερα με το μάθημα της Ιστορίας. Γι’ αυτό και σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων βυζαντινής ιστορίας στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση του 19ου και του 20ού αιώνα, υπό το πρίσμα των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της κάθε περιόδου. Ως έτος αφετηρίας της έρευνάς μας επιλέχθηκε το 1864, διότι από τότε άρχισε η συστηματική οργάνωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως αποτυπώνεται και στη σχετική νομοθεσία της εποχής.Τα χαρακτηριστικά των δύο μελετώμενων αιώνων εκτίθενται στο εισαγωγικό κεφάλαιο της διατριβής, το οποίο αποτελείται από πέντε ενότητες. Στην πρώτη αναφέρονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν από το 1864 έως και το 2000. Ακολούθως, σε δεύτερη ενότητα περιγράφεται η ανάπτυξη και εδραίωση των σπουδών Βυζαντινής Ιστορίας. Γι’ αυτό και καταγράφονται οι βασικοί σταθμοί αυτής της πορείας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Παράλληλα, αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο η εξέλιξη των βυζαντινών σπουδών αποτυπώνεται στα εγχειρίδια βυζαντινής ιστορίας που διδάχθηκαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.Σε δύο ξεχωριστές παραγράφους περιγράφεται η οργάνωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά τα ίδια έτη και ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. παρατηρήθηκε έντονη η τάση του μιμητισμού συγγραμμάτων δυτικοευρωπαίων ιστορικών. Ως εκ τούτου, οι έφηβοι μαθητές της συγκεκριμένης περιόδου διδάχθηκαν και γνώρισαν τη βυζαντινή ιστορία, όπως την αποτύπωσαν και την αποτίμησαν οι ξένοι και κυρίως οι Γερμανοί ιστορικοί. Η ίδια τάση εξακολουθεί να ισχύει και στις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια που συγγράφονται από Έλληνες ιστορικούς, και όχι μόνο, αποτελούν συμπιλήματα ξένης εργογραφίας. Όταν τα σχολικά εγχειρίδια αποδεσμεύονται πλέον από τα ιστορικά έργα των δυτικοευρωπαίων, τότε αντικατοπτρίζεται σε αυτά η ελληνική πραγματικότητα. Προκειμένου να συνδεθεί η έρευνά μας με τη σύγχρονη πρακτική, στις δύο τελευταίες παραγράφους του εισαγωγικού κεφαλαίου υπερβαίνουμε το ιστορικό πλαίσιο που αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Αντλώντας πληροφορίες από τους οδηγούς σπουδών των τμημάτων ιστορίας των ελληνικών πανεπιστημίων, εκθέτουμε τα μαθήματα βυζαντινής ιστορίας και τα αμέσως σχετιζόμενα με αυτήν, που διδάσκονται οι σημερινοί φοιτητές και μελλοντικοί ιστορικοί επιστήμονες και εκπαιδευτικοί. Η αναφορά μας δεν επεκτείνεται στις Μεσαιωνικές Σπουδές, καθώς δεν άπτονται του άμεσου αντικειμένου της έρευνάς μας. Ακολούθως, γίνεται μία σύντομη παρουσίαση του μαθήματος της βυζαντινής ιστορίας που διδάσκονται σήμερα οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όσον αφορά στην εξιστόρηση των σημαντικότερων σταθμών στην ιστορία του Βυζαντίου, επιλέξαμε να αναφερθούμε στην εικονομαχία, στις σταυροφορίες, στην ίδρυση των λατινικών και των ελληνικών κρατών μετά το 1204 και στην άλωση του 1453. Ασφαλώς υπάρχουν και πολλά άλλα εξίσου σημαντικά γεγονότα, ωστόσο η επιλογή τους έγινε επειδή αποτελούν σημεία-σταθμούς για την κατανόηση της οπτικής με την οποία αντιμετωπίζουν οι συγγραφείς διδακτικών εγχειριδίων τη βυζαντινή ιστορία. Η εικονομαχία κατ’ αρχάς, ως μία πολιτικο-θρησκευτική διαμάχη που απασχόλησε ολόκληρη την αυτοκρατορία για μια περίοδο που ξεπερνά τον ένα αιώνα, είναι ένα ζήτημα που δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από την παρούσα διατριβή. Το γεγονός αυτό παρουσιάζει επιπλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς στα εγχειρίδια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που στηρίζονται αρχικά στις αφηγήσεις των ξένων ιστορικών συγγραφέων και στη συνέχεια σε αυτές του Κ. Παπαρρηγόπουλου, η εικονομαχία περιγράφεται ως μια απόπειρα μεταρρύθμισης του βυζαντινού κράτους, η οποία – κατά τους συγγραφείς – δυστυχώς, απέτυχε. Η εικόνα στα σχολικά βιβλία του 20ού αιώνα αντιστρέφεται σταδιακά, αφού για το ίδιο γεγονός οι ιστορικοί ακολουθούν την κρατούσα και σήμερα άποψη (η οποία βασίζεται κατά βάσιν στην ορθόδοξη θεολογική τοποθέτηση) που τονίζει περισσότερο τον θρησκευτικό της χαρακτήρα. Οι σταυροφορίες αποτελούν στη συνέχεια έναν επίσης σημαντικό σταθμό στην ιστορία του Βυζαντίου, καθώς συνέβαλαν τα μέγιστα στην αποδιοργάνωσή του και στην προσωρινή διάσπασή του με την ίδρυση των λατινικών και των ελληνικών κρατών μετά την άλωση του 1204. Η μελέτη του τρόπου με τον οποίο περιγράφονται τα δύο αυτά γεγονότα στα αντίστοιχα κεφάλαια των βιβλίων, που απευθύνονται στους μαθητές και τις μαθήτριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκφράζει την καθολική αποδοκιμασία της δυτικής χριστιανοσύνης και αφήνει να διαφανεί μια έντονη αντιπάθεια προς τους εξ εσπερίας λαούς. Το τελευταίο γεγονός που εντάξαμε στο συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν είναι άλλο από την άλωση του 1453, καθώς αποτελεί ουσιαστικά την κατακλείδα στη μακραίωνη ιστορία του βυζαντινού κράτους. Σε αυτήν κυριαρχούν οι σπουδαίες μορφές του Κωνσταντίνου ΙΒ’ Παλαιολόγου και του Μεχμέτ Β’, οι οποίοι αγωνίστηκαν με κάθε μέσο που διέθεταν στην προσπάθεια να κατισχύσουν ο ένας εναντίον του άλλου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το δεύτερο κατά σειρά κεφάλαιο, αυτό που περιγράφει τις απόψεις των συγγραφέων σχολικών εγχειριδίων για την εικόνα των «άλλων» στο Βυζάντιο. Επιλέξαμε να αναφερθούμε στους λαούς με τους οποίους ασχολούνται περισσότερο οι εν λόγω συγγραφείς, δηλαδή (κατά σειρά εμφάνισης στο προσκήνιο) με τους Πέρσες, τους Άραβες, τους Βούλγαρους, τους σλαβικούς λαούς (Σέρβους και Ρώσους), και τέλος τους Τούρκους (Σελτζούκους και Οθωμανούς). Εντύπωση εδώ προκαλεί – πέραν των άλλων – η πολεμική εναντίον των Βουλγάρων στα διδακτικά εγχειρίδια, και μάλιστα όχι τόσο του 19ου αιώνα, αλλά του 20ού, η οποία αποτελεί παρακολούθημα των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αυτούς τους δύο αιώνες. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, η έρευνά μας επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις γυναίκες τα σχολικά βιβλία. Αναμφισβήτητα, η συγγραφική ιδιότητα κυριαρχείται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό από άνδρες, γεγονός που δικαιολογεί (εν μέρει ασφαλώς) τη στάση που κρατούν έναντι της γυναικείας παρουσίας στο Βυζάντιο. Δεν λείπουν οι μειωτικοί και συχνά προσβλητικοί για τις γυναίκες χαρακτηρισμοί, κάτι που περιορίζεται σταδιακά στον 20ό αιώνα, χωρίς όμως να εξαλείφεται εντελώς. Ξεχωριστή αξία έχει και το κεφάλαιο που αφορά στους χαρακτηρισμούς των αυτοκρατόρων, μέσα από τους οποίους οι ιστορικοί εκφράζουν την προτίμηση ή την απέχθειά τους σε καθέναν απ’ αυτούς. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει πολλούς συγγραφείς να διαφέρουν ως προς τις αξιολογικές τους κρίσεις απέναντι σε διάφορους αυτοκράτορες. Ερευνώντας κανείς τα σχολικά εγχειρίδια, θα διαπιστώσει πως βρίθουν από εκφράσεις που σήμερα θα ήταν αδιανόητες σε ένα σχολικό βιβλίο, όπως «ανίκανος», «άθλιος», ακόμη και «βλαξ». Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως, παρότι με την πάροδο του χρόνου οι χαρακτηρισμοί περιορίζονται ή αμβλύνονται, δεν παύουν να υφίστανται ακόμα και στα εγχειρίδια που κυκλοφορούσαν έως τα τέλη του 20ού αιώνα. Στο τελευταίο κεφάλαιο που αφορά στους αυτοκράτορες, επιλέξαμε να ασχοληθούμε μόνο με δύο, τον Μ. Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό. Αυτό συμβαίνει όχι επειδή δεν υπάρχουν πολλοί σημαντικοί βυζαντινοί βασιλείς, στους οποίους αφιερώνονται αρκετές σελίδες στα διδακτικά βιβλία της μελετώμενης περιόδου, αλλά επειδή έχει ήδη γίνει λόγος γι’ αυτούς σε προηγούμενα κεφάλαια. Επί παραδείγματι, το πρόσωπο του Λέοντα Γ’ Ισαύρου και άλλων σημαντικών βασιλέων που τον διαδέχθηκαν, κυριαρχεί στην ενότητα που αφορά στην εικονομαχία, ενώ του Κωνσταντίνου ΙΒ’ Παλαιολόγου στην ενότητα που αφορά στην άλωση του 1453. Θεωρήσαμε ωστόσο φρόνιμο να επικεντρωθούμε στα δύο πρόσωπα του Μ. Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού, καθώς στην περίοδο της βασιλείας τους αφιερώνονται οι περισσότερες σελίδες των σχολικών βιβλίων.Μετά την παράθεση της βιβλιογραφίας προσθέσαμε – κατόπιν υποδείξεως του επιβλέποντος Καθηγητού κ. Αλέξιου Σαββίδη – δύο παραρτήματα. Στο πρώτο παρατίθενται σύντομα βιογραφικά στοιχεία για τους συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων, καθώς με το έργο τους διαμόρφωσαν, επηρέασαν και καθόρισαν τη σπουδή της βυζαντινής ιστορίας στην Ελλάδα. Στο δεύτερο παράρτημα καταγράφονται όλα τα σχολικά εγχειρίδια που μελετήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των επανεκδόσεών τους. Δυστυχώς, παρά τις επιστάμενες έρευνες σε αρχεία και βιβλιοθήκες, δεν κατέστη δυνατή η εύρεση όλων των επανεκδόσεων των εν λόγω βιβλίων. Ωστόσο θα κρίναμε το γεγονός επουσιώδες, καθώς τα περισσότερα από τα ελλείποντα εγχειρίδια αποτελούν ενδιάμεσες επανεκδόσεις και η μελέτη των αμέσως προηγούμενων ή των αμέσως επόμενων εκδόσεων δεν παρουσιάζει καμία σημαντική διαφοροποίηση ως προς το περιεχόμενο. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε πως τα σχολικά εγχειρίδια της μελετώμενης εποχής αποτελούν αξιόλογες προσπάθειες των συγγραφέων τους – mutatis mutandis – να ακολουθήσουν τα σύγχρονά τους ιστοριογραφικά ρεύματα, τα οποία κυριαρχούσαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, η προσπάθεια αυτή χαρακτηρίζεται από μια τάση μίμησης, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της εικονομαχίας. Κατά τον 20ό αιώνα, η ελληνική σχολική ιστοριογραφία φαίνεται σταδιακά να αποκτά τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, ως ξεχωριστή εθνική ιστοριογραφία. Σε αυτό συνέβαλαν και οι διεθνείς κατά κύριο λόγο εξελίξεις, οι οποίες επηρέασαν αναμφισβήτητα την κρίση και τις επιλογές των συγγραφέων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της αντιμετώπισης των Βουλγάρων. Επειδή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870 οι Βούλγαροι δεν είχαν δημιουργήσει δικό τους κράτος, δεν είχαν παρατηρηθεί εδαφικές διεκδικήσεις από μέρους τους σε εδάφη που θεωρούνταν από την ελληνική πλευρά ελληνικά, και ως εκ τούτου η σχολική ιστοριογραφία δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Μετά όμως τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (3/3/1878) και την πρόσκαιρη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» που οδήγησε στη δημιουργία βουλγαρικού κράτους, ξεκίνησαν έντονες διενέξεις με το ελληνικό κράτος για την τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης, με τις δύο πλευρές να ερίζουν για το ποιος δικαιούνταν να καταλάβει αυτές τις περιοχές μετά τη διαφαινόμενη εκδίωξη των Τούρκων από εκεί. Ο «Μακεδονικός Αγώνας», στον οποίο και οι δύο πλευρές αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων για επικράτηση, αναζωπύρωσε παλαιότερα μίση, που αντικατοπτρίζονται εναργέστατα στα ελληνικά σχολικά βιβλία βυζαντινής ιστορίας. Η αντιπαλότητα αυτή δεν θα καμφθεί ούτε κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, ούτε κατά τα τέλη του. Η βουλγαρική κατοχή ελληνικών περιοχών στη βόρειο Ελλάδα, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, καθώς και η μεταπολεμική επιλογή διαφορετικών στρατοπέδων από τις δύο χώρες διατήρησε αυτή την αντιπαράθεση αμείωτη, όπως είναι φανερό στα σχολικά εγχειρίδια. Ασφαλώς, τα σχολικά εγχειρίδια ακολούθησαν πιστά τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις στη σχολική ιστοριογραφία, γεγονός που καθίσταται εμφανές, ιδιαίτερα μεταπολεμικά. Η άμβλυνση των αντιπαραθέσεων και οι αιχμηρές παρατηρήσεις για πρόσωπα ή λαούς, αντικαθίστανται από μια γλώσσα λειασμένη, ήπια και σύμφωνη με διεθνή δεδομένα, χωρίς όμως να απομακρύνεται από τον βασικό σκοπό της, «την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» των μαθητών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Every educational system reflects a certain social structure and expresses the national character and the intellectual tradition of the people who have established it. The same applies to the Greek educational system and especially to the subject of History. For this reason, the purpose of this dissertation is to study the content of the school textbooks related to Byzantine history in Greek secondary education of the 19th and 20th centuries, in the light of the political and social conditions framing in each period.The characteristics of the two studied centuries are presented in the Introduction of the dissertation, which consists of two sections with two subsections each. The first lists the most important historical events that took place from 1864 to 1900. Subsequently, the second subsection describes the way in which secondary education was organised during those years and the way in which the subject of History was taught. Undoubtedly, those were the years of formation and organ ...
Every educational system reflects a certain social structure and expresses the national character and the intellectual tradition of the people who have established it. The same applies to the Greek educational system and especially to the subject of History. For this reason, the purpose of this dissertation is to study the content of the school textbooks related to Byzantine history in Greek secondary education of the 19th and 20th centuries, in the light of the political and social conditions framing in each period.The characteristics of the two studied centuries are presented in the Introduction of the dissertation, which consists of two sections with two subsections each. The first lists the most important historical events that took place from 1864 to 1900. Subsequently, the second subsection describes the way in which secondary education was organised during those years and the way in which the subject of History was taught. Undoubtedly, those were the years of formation and organisation of the Greek educational system. 1864 was thus chosen as the starting year of our research, as it was the year when the systematic development of the Greek educational system, reflected also in the relevant legislation of that time. During the period under study, a strong tendency to imitate books written by Western European historians was observed. Therefore, the adolescent students of the 19th century were taught and acquainted with Byzantine history as captured and estimated by historians from other countries, especially from Germany. The same tendency continues at the beginning of the 20th century, when the first school textbooks written by Greek historians, and not only, are compilations of foreign work. When textbooks no longer depend on the historical books of Western Europeans, then the Greek reality is reflected in them. This reality is mentioned in the second section of the Introduction. As for the narration of the most important watersheds in the history of the Byzantine Empire, we opted in favour of Iconoclasm, the Crusades, the foundation of the Latin and Greek states after 1204 and the Fall of Constantinople in 1453. Τhere are certainly many other equally important events, but those were chosen due to the fact that they were turning points in the process of understanding the perspective of the authors when dealing with Byzantine history. First of all, the concept of Iconoclasm, as a political-religious controversy that affected the whole empire for a period of more than a century, is an issue that could not be absent from the present dissertation. This event is of particular interest for another reason, as the textbooks of the 19th and early 20th century which were based first on the narrations of foreign historians and later on those of C. Paparrigopoulos, describe Iconoclasm as an attempt to reform the Byzantine state, which - according to the authors-unfortunately, failed. The impression in the textbooks of the 20th century was gradually reversed, as for the same event historians follow the same view as today (which is primarily based on the orthodox-theological point of view) emphasising more its religious character.The Crusades comprise another important milestone in the history of Byzantium, as they greatly contributed to its disorganisation and temporary division with the foundation of the Latin and Greek states after the Fall of Constantinople in 1204. The study of the way these two historical events were described in the respective chapters of the books addressed to the students of the secondary education expresses the general disapproval of Western Christianity and implies a strong aversion for the people of the West. The last event included in this chapter is none other than the Fall of Constantinople in 1453, being actually the conclusion in the long history of the Byzantine state. It is dominated by the great figures of Constantine XII Palaiologos and Mehmet II, who fought with all the means they had trying to conquer each other. The second chapter, which describes the views of textbook authors on the “others” in Byzantium, is also of particular interest. We chose to refer to the peoples who these authors mostly deal with, namely (in order of appearance in the forefront) the Persians, the Arabs, the Bulgarians, the Slavs (the Serbs and the Russians), and finally the Turks (the Seljuks and the Ottomans). What is impressive here – among other things – is the polemic against the Bulgarians in the textbooks, not so much in those of the 19th century as in those of the 20th, which is a corollary of the relations between the Greeks and Bulgarians during these two centuries. In the following chapter, our research focuses on how textbooks treat women. Undoubtedly, writing is a quality almost entirely dominated by men, which justifies (in part of course) the attitude they adopt towards the female presence in Byzantium. There are derogatory and often offensive descriptions against women, something that was gradually restricted in the 20th century, but without being completely eliminated. The chapter on the characterisation of emperors, through which historians express their preference or dislike for each of them, holds a remarkable value. This is the reason why a lot of authors’ opinion towards the emperors differs significantly. Studying school textbooks, one will find that they are full of expressions that today would be unthinkable in a textbook, such as “incompetent”, “despicable”, even “stupid”. In fact, it is impressive that, although over time this kind of cahracterisations are reduced or diminished, they do not cease to exist even in the textbooks that were used until the end of the 20th century.The last chapter, which concerns the emperors, deliberately deals with only two, Constantine the Great and Justinian. This happens not because there are not many other important Byzantine rulers, to whom several pages are devoted in the textbooks of the period under study, but because those have already been mentioned in previous chapters. For instance, Leo III the Isaurian and his successors dominate the section concerning Iconoclasm, while Constantine XII Palaiologos dominates the section about the Fall of Constantinople in 1453. However, it was considered wise to focus on these two personalities, the one of Constantine the Great and the other of Justinian, as most of the pages in the textbooks are dedicated in the period of their reign.After the bibliography references and citation, an appendix with all the textbooks that were studied, including the republished ones, was added upon the recommendation of the supervising Professor, Mr. Alexios Savvidis. Unfortunately, despite the fact that a diligent research in archives and libraries was conducted, it was not possible to find all the republished books. However, this fact could be considered insignificant, as most of the missing textbooks are intermediate editions and the study of the ones preceding or following does not show any significant difference in content.In general terms, we could say that the authors of the textbooks of the studied period proved to have made a remarkable effort - mutatis mutandis - to follow their contemporaneous historiographical trends prevailing in the rest of Europe. In several cases, though, especially during the 19th century, this effort is characterised by a tendency to imitate, with Iconoclasm being the most representative example. During the 20th century, Greek school historiography seems to gradually acquire, as a separate national historiography, its own special way of expression. This was mainly due to the international developments, which undoubtedly influenced authors’ estimation and choices, with the most typical example that of the viewpoint towards the Bulgarians. The Bulgarians had not created their own state until 1870 and no subsequent territorial claims had been made on their part in lands considered Greek by the Greek side; therefore, school historiography showed little interest in them. However, after the treaty of San Stefano (3/3/1878) and the temporary establishment of “Greater Bulgaria” that led to the creation of a Bulgarian state, intense disputes commenced with the Greek state over the fate of Macedonia and Thrace, with both sides arguing over the entitlement to occupy these areas after the apparent expulsion of the Turks. The “Macedonian Struggle”, where both sides fought to the end for supremacy, rekindled old hatred, which is actively reflected in the Greek textbooks of Byzantine history. This rivalry will subside neither at the beginning nor at the end of the 20th century. The Bulgarian occupation of Greek territories in northern Greece during World War II, as well as the post-war support of different sides by the two countries, kept this rivalry undiminished, as it is evident in school textbooks.It is an undeniable fact that textbooks in school historiography faithfully followed the European and world developments, which becomes apparent especially after World War II. Controversies are mitigated and sharp remarks about persons or peoples are replaced by a smooth, gentle and in line with international reality language, but without deviating from its main purpose, i.e. “the development of students’ national and religious consciousness”.
περισσότερα