Η ιστορική εξέλιξη των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων: από την αναλογική έως την ψηφιακή εποχή
Περίληψη
Η παρούσα έρευνα της αδιάλειπτης παρουσίας και εξέλιξης του ελληνικού αλφαβήτου στην ιστορία του έντυπου λόγου επιχειρεί να συνθέσει μία συνολική επισκόπηση των προσωπικοτήτων, των ιστορικών γεγονότων, των αισθητικών κατευθύνσεων και των τεχνολογικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν την ποικιλία της μορφολογίας των ελληνικών χαρακτήρων από την εφεύρεση της τυπογραφίας έως τα τέλη του 20ού αιώνα. Παράλληλα, ενδελεχής έρευνα σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, μαζί με τον εντοπισμό άγνωστων τυπογραφικών δειγματολογίων του 18ου, 19ου και του 20ού αιώνα επέτρεψαν για πρώτη φορά τη συστηματική συλλογή και σχεδιαστική αποτύπωση αντιπροσωπευτικών γραμματοσειρών κάθε πολιτισμικού χώρου και τεχνολογικού σταδίου κατασκευής τους, ώστε η ιστορική διαδρομή της παρουσίας και της χρήσης τους στην έντυπη παραγωγή να είναι σαφώς οριοθετημένη και να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο ιστορικής και εικονικής παρουσίας-επεξεργασίας.Στην ευρύτερη τυπογραφική παραγωγή της Ευρώπης, η ύπαρξη ελληνικών κειμένων με ελληνική ...
Η παρούσα έρευνα της αδιάλειπτης παρουσίας και εξέλιξης του ελληνικού αλφαβήτου στην ιστορία του έντυπου λόγου επιχειρεί να συνθέσει μία συνολική επισκόπηση των προσωπικοτήτων, των ιστορικών γεγονότων, των αισθητικών κατευθύνσεων και των τεχνολογικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν την ποικιλία της μορφολογίας των ελληνικών χαρακτήρων από την εφεύρεση της τυπογραφίας έως τα τέλη του 20ού αιώνα. Παράλληλα, ενδελεχής έρευνα σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, μαζί με τον εντοπισμό άγνωστων τυπογραφικών δειγματολογίων του 18ου, 19ου και του 20ού αιώνα επέτρεψαν για πρώτη φορά τη συστηματική συλλογή και σχεδιαστική αποτύπωση αντιπροσωπευτικών γραμματοσειρών κάθε πολιτισμικού χώρου και τεχνολογικού σταδίου κατασκευής τους, ώστε η ιστορική διαδρομή της παρουσίας και της χρήσης τους στην έντυπη παραγωγή να είναι σαφώς οριοθετημένη και να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο ιστορικής και εικονικής παρουσίας-επεξεργασίας.Στην ευρύτερη τυπογραφική παραγωγή της Ευρώπης, η ύπαρξη ελληνικών κειμένων με ελληνική γραφή υπήρξε πολύ μικρή, αν συγκριθεί με ποσοτικούς όρους, σε σχέση με τα αντίστοιχα στη λατινική και τις λατινογενείς γλώσσες. Παρόλα αυτά, έως τον 20ό αιώνα οι ελληνικές εκδόσεις απευθύνονταν σε ένα λόγιο κοινό, που κατά κανόνα αποτελούσε τον πνευματικό και πολιτισμικό καθοδηγητή της κάθε τοπικής κοινωνίας, και η εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα και γραφή και η επιρροή της υπήρξε πολύ μεγαλύτερη. Οι βασικές 6 παράμετροι της μελέτης είναι: Χρονικά όρια: Στη μελέτη ακολουθείται η χρονολογική παρουσίαση σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη περιοδολόγηση που προκύπτει από την καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η έρευνα και η αφήγηση έχει θέσει ως ιστορικό όριο τα τέλη του 20ού αιώνα, γιατί η νέα ψηφιακή πραγματικότητα εισήγαγε μια διαφορετική τεχνολογική, οικονομική και αισθητική αντίληψη που θα χρειαστεί άλλα αναλυτικά εργαλεία και αναφορές.Γεωγραφική διασπορά: Παράλληλα με τη χρονική κατόπτευση, η αφήγηση παρακολουθεί και τις ιδιαίτερες ιστορικές εξελίξεις σε κάθε μεγάλο λόγιο, αστικό και βιομηχανικό κέντρο της Ευρώπης που άφησε το αποτύπωμά του στη διαμόρφωση των αισθητικών και τεχνολογικών επιλογών των ελληνικών στοιχείων.Συνέχεια και ασυνέχεια του αισθητικού παραδείγματος: Στόχος της έρευνας είναι να αναδείξει τόσο τη σταδιακή εξέλιξη, όσο και τις σημαντικές αλλαγές παραδείγματος χρησιμοποιώντας ως εργαλεία την ιστορική εξέλιξη της τεχνολογίας, της ευρωπαϊκής κοινωνίας και της ευρύτερης ιστορίας της τέχνης, μέρος της οποίας είναι η τεχνουργία της τυπογραφίας.Η τεχνολογική παράμετρος: Οι αισθητικές και οικονομικές συνιστώσες της παρουσίας των τυπογραφικών στοιχείων στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην τεχνολογική επανάσταση της τυπογραφικής μεθόδου και συνέχισαν να επηρεάζονται από κάθε νέα βελτίωση ή επαναστατική αλλαγή της μηχανολογίας, της χημείας, της μεταλλουργίας και γενικότερα της εκβιομηχάνισης που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ανάπτυξη μετά την Αναγέννηση. Για τον σκοπό αυτό παρουσιάζεται και αναλύεται η τεχνολογική διαδικασία που επέτρεψε τη σχεδίαση, χάραξη και χύτευση των στοιχείων σε κάθε περίοδο.Η σχεδιαστική παράμετρος: ένα πολύ σημαντικό μέρος της έρευνας αποτελεί η επιλογή, η συλλογή των χαρακτήρων και η ψηφιακή σχεδίαση των ελληνικών αλφαβήτων. Μέσα από αυτή την προσπάθεια επιτυγχάνεται αρχικά η διάσωση του σχεδιαστικού παρελθόντος και στη συνέχεια η συγκρότηση μια συλλογής πολλών διαφορετικών μορφών των ελληνικών γραμματοσειρών που εμφανίστηκαν ανά περίοδο και ανά γεωγραφική περιοχή, οι οποίες παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε τέτοια αναλυτική αποτύπωση. Παρουσιάζονται ψηφιοποιημένα 438 πεζοκεφαλαία, 229 κεφαλαιογράμματα και 36 μικρογράμματα αλφάβητα.Η εικονογραφική παράμετρος: Η έρευνα χρησιμοποιεί τις διαθέσιμες βιβλιογραφικές πηγές και ιστορικά αρχεία για την ύφανση της ιστορικής διαδρομής, αλλά παράλληλα και εξίσου σημαντικά προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία της οπτικής μνήμης του παρελθόντος. Η θεματική απαιτεί μια λεπτομερή αναφορά στη χρήση των ελληνικών αλφαβήτων κάθε περιόδου και η λεκτική περιγραφή τους μόνο δεν θα πρόσθετε σημαντική γνώση της εξέλιξής τους. Οι φωτογραφίες από χαρακτικά έργα, δείγματα σελίδων βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων, μηχανών και εργαλείων επιτρέπουν την αποτύπωση με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο της εξελικτικής πορείας ή των τομών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο.Η αφήγηση των ιστορικών, αισθητικών και τεχνολογικών εξελίξεων που διαμόρφωσαν τη μορφολογία και την πρακτική χρήση των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων και η αποτύπωση της μορφολογίας τους σε κάθε περίοδο παρουσιάζονται σε τέσσερα Κεφάλαια:Το πρώτο Κεφάλαιο περιέχει εν συντομία την εμφάνιση και την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γραφής μετά την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου, την πορεία του σε κεφαλαιογράμματα στοιχεία κατά την αρχαϊκή περίοδο, την κλασσική εποχή και τους ελληνιστικούς χρόνους. Ακολούθως, συνεχίζεται η περιγραφή της βυζαντινής πορείας προς τη μικρογράμματη γραφή και την εισαγωγή των συμπλεγμάτων, βραχυγραφιών και ενώσεων γραμμάτων που εμπλούτισαν την αισθητική παρουσία των βυζαντινών κειμένων.Στο Κεφάλαιο περιλαμβάνεται, επίσης, η παρουσίαση και ανάλυση της πρώτης φάσης κατασκευής τυπογραφικών στοιχείων, η συγκρότηση του συναφιού των τυποχαρακτών και τυπογράφων, η εξέλιξη των συστημάτων μέτρησης των μεγεθών των στοιχείων και τα προβλήματα και οι λύσεις που κατέληξαν για τη διαχείριση της περίπλοκης ελληνο-βυζαντινής γραφής. Έμφαση δίνεται στις επιλογές που καταγράφονται για την εξέλιξη της μορφολογίας των γραμμάτων τόσο στην περίοδο της αρχετυπίας, όσο και κατά την περίοδο του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής επανάστασης, όταν εγκατέλειψαν τα πολυάριθμα συμπλέγματα και η σχεδίαση ακολούθησε την αισθητική της έντονα αυξομειούμενης κοντυλιάς που είχε καθιερωθεί στην ευρωπαϊκή καλλιγραφία.Από το δεύτερο Κεφάλαιο αρχίζει η χρονολογική παρουσίαση, η αποτύπωση και η αναλυτική συζήτηση της εμφάνισης των πρώτων ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων. Αρχίζοντας από την Ιταλία της Αναγέννησης, όπου εμφανίστηκαν τα πρώτα έντυπα βιβλία με ελληνικά κείμενα, καταγράφονται οι σημαντικότεροι εκδότες-τυπογράφοι και χαράκτες που διαμόρφωσαν τη μορφή των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων. Το 1486 η παράτολμη προσπάθεια δύο κρητικών κληρικών, του Λαόνικου και του Αλέξανδρου στη Βενετία, να αναβιώσουν τη βυζαντινή καλλιγραφία σε όλη της την πολυπλοκότητα με τη χάραξη υπερχιλίων διαφορετικών συμπλεγμάτων άνοιξε τον δρόμο για τις δυνατότητες της τυπογραφικής μεθόδου να διαχειρίζεται περίπλοκα σχέδια. Έτσι το 1494 το παράδειγμά τους ακολούθησε ο πλέον επιτυχημένος λόγιος-τυπογράφος της ιταλικής Αναγέννησης, ο Άλδος Μανούτιος. Το τιτάνιο έργο της κριτικής επιμέλειας της πρώτης έντυπης έκδοσης όλης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που ανέλαβε με μια ομάδα αφοσιωμένων ελλήνων φιλολόγων εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό όλης της Ευρώπης και η επιλογή του να παράγει γραμματοσειρές με όλα τα βυζαντινά συμπλέγματα καθιέρωσε την τυπογραφική παρουσία της βυζαντινής αισθητικής στα ελληνικά κείμενα. Από τους πρωτεργάτες του ελληνικού έντυπου βιβλίου στη Βενετἰα αναδείχθηκε ο πολυσχιδής κρητικός Ζαχαρίας Καλλιέργης, ο οποίος εξελίχθηκε σε δεινό τυποχαράκτη και τυπογράφο. Τόσο το πρώιμο έργο του στη Βενετία (περ. 1490-1510), όσο και η μετέπειτα συμβολή του στο ελληνικό τυπογραφείο της Ρώμης (1515-1517) εντυπωσιάζουν. Μια γενιά αργότερα, ένας άλλος κρητικός, ο λόγιος-καλλιγράφος Άγγελος Βεργίκιος κλήθηκε στο Παρίσι για να οργανώσει την ελληνική βιβλιοθήκη του γάλλου βασιλιά και να συνεργαστεί με τον χαράκτη Claude Garamont για τη χάραξη μιας ελληνικής γραμματοσειράς για το μεγαλεπήβολο εκδοτικό πρόγραμμά του. Πράγματι, η εντυπωσιακή όσμωση σχεδιαστικής και χαρακτικής τεχνουργίας που διέθετε η γραμματοσειρά Grecs du roi σε συνδυασμό με τη χρήση της από τους ακαταπόνητους εκδότες Robert και Henri Estienne για τις απαράμιλλες ελληνικές εκδόσεις τους την κατέστησαν πρότυπο προς μίμηση των τυποχαρακτών και των εκδοτών σε όλη την Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες.Η αυξανόμενη παρουσία και κύρος των αρχαιοελληνικών σπουδών και των πατερικών κειμένων στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων έδοσε ώθηση στην ελληνική τυπογραφική παραγωγή και οι καλύτεροι εκδότες και τυπογράφοι κρίνονταν, συχνά, από την ποιότητα των ελληνικών βιβλίων τους. Ονομαστοί εκδοτικοί οίκοι, όπως του Plantin, των Enschedé, των Elsevir, της Οξφόρδης, του Καίημπριτζ κ.ά. κυκλοφόρησαν εξαιρετικά δείγματα που έθεταν ψηλά τον πήχυ της εκδοτικής επιμέλειας και της ελληνικής τυπογραφικής παρουσίας.Κατά τη μακρά περίοδο που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν υποδουλωμένη στην οθωμανική αυτοκρατορία, η συνεχής παρουσία της ελληνικής γλώσσας στο δυναμικά εξελισσόμενο πολιτισμικό γίγνεσθαι της Ευρώπης οδήγησε τελικά σε σημαντικές εξελίξεις στη μορφολογία των ελληνικών γραμμάτων. Οι αλλαγές αυτές πρόερχονταν από τη δυτικο- ευρωπαϊκή καλλιγραφική πρακτική οδηγώντας, ουσιαστικά, στην απομάκρυνση της ελληνικής γραφής από τα βυζαντινά αισθητικά πρότυπα που είχαν ενσωματωθεί στην τυπογραφική πρακτική κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της έντυπης παραγωγής. Η απεμπόληση των πολυάριθμων συμπλεγμάτων και βραχυγραφιών από τα μέσα του 18ου αιώνα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ευκολότερη και φθηνότερη παραγωγή ελληνικών βιβλίων που επέτρεψε τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλολογίας στην ευρωπαϊκή δευτεροβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παράλληλα, όμως, η νέα ελληνική γραφή υπήρξε αφανής, αλλά ευεργετικός παράγοντας στην προετοιμασία της γενιάς που οργάνωσε και ηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης, διευκολύνοντας με την απλότητά της τη γρήγορη έξοδο του νεοελληνικού κράτους από τη μεσαιωνική στασιμότητα που βρισκόταν για αιώνες.Στο τρίτο Κεφάλαιο περιλαμβάνονται οι πολύπλευρες εξελίξεις του 19ου αιώνα. Παρουσιάζεται η «αλλαγή παραδείγματος» που θα καθορίσει πλέον εμφατικά τη νέα πορεία της μορφής των ελληνικών γραμμάτων για τους επόμενους αιώνες. Έχοντας πλέον μεταφέρει τη λατινική μορφολογία της ανισόπαχης κοντυλιάς στη σχεδιαστική φιλοσοφία του ελληνικού αλφαβήτου οι πιο διαδραστικοί τυποχαράκτες- εκδότες της νεοκλασικής αισθητικής, ο Ιταλός Giambattista Bodoni, ο Γάλλος Firmin Didot και ο Γερμανός Karl Tauchnitz καθιέρωσαν ένα στρογγυλόσχημο ελληνικό πρότυπο με έντονες αντιθέσεις μεταξύ των κορμών και των μίσχων στη σχεδίαση κάθε γράμματος. Από τις αρχές του αιώνα, αξιοσημείωτη είναι και η αλλαγή των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων στην Αγγλία, όταν η υιοθέτηση της γραφής του μεγάλου ελληνιστή φιλόλογου Richard Porson ως πρότυπο μιας νέας ελληνικής γραμματοσειράς κυριάρχησε γρήγορα σε όλες τις ελληνικές εκδόσεις της αυτοκρατορίας και στις ΗΠΑ, αλλά είχε ελάχιστη χρήση στην Ελλάδα. Η χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας και της αστυφιλίας καθ᾽όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα έφερε μεγάλη ώθηση στην εκδοτική παραγωγή και η ανάπτυξη της δημόσιας παιδείας αύξησε σημαντικά τη διδασκαλία των αρχαιοελληνικών σπουδών τόσο για την εγκύκλιο, όσο και την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Δυτική Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η επιτυχία του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα κατέληξε στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους χωρίς, όμως, καθόλου τεχνολογικό υπόβαθρο, που οδήγησε στην απόλυτη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας γενικότερα και της εκδοτικής παραγωγής ειδικότερα από την ευρωπαϊκή βιομηχανική τεχνολογία. Μετά την Επανάσταση και έως το τέλος του αιώνα καταγράφονται οι πρώτες προσπάθειες να ιδρυθούν στοιχειοχυτήρια από δραστήριους τυπογράφους-εκδότες, όπως ο Κωνσταντίνος Γκαρπολάς, ο Κωνσταντίνος Μηλιάδης και ο Ανδρέας Κορομηλάς ή επιχειρηματίες-εκδότες σαν τον Ανέστη Κωνσταντινίδη, τον Νικόλαο Καργαδούρη, τον Karl Meissner κ.ά. Τέλος, το Τρίτο Κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση και ανάλυση των επαναστατικών τεχνολογικών αλλαγών στη μηχανική χάραξη, χύτευση και στοιχειοθεσία των κειμένων που σημειώθηκε στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μετά τη ραγδαία ανάπτυξη της εκτυπωτικής τεχνολογίας και τις βαθιές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που δημιούργησε η εκρηκτική κεφαλαιοκρατική και εμπορική επέκταση μαζί με την εξίσου εντυπωσιακή δημοσιογραφική-εκδοτική διείσδυση σε όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα κάθε κράτους.Το τέταρτο και τελευταίο Κεφάλαιο επικεντρώνεται στις εξελίξεις του 20ού αιώνα που διαμόρφωσαν μια σύνθετη σε γεγονότα και αντιφατική σε επιλογές περίοδο. Στη συζήτηση περιλαμβάνεται η συγκέντρωση, μελέτη και αποτύπωση του κλάδου της στοιχειοχύτευσης και στοιχειοθεσίας κατά την επιταχυνόμενη ανάπτυξη του βιοτεχνικού τομέα στην Ελλάδα από τον μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά. Η παγκόσμια κυριαρχία δύο στοιχειοθετικών μηχανικών συστημάτων, της Λινοτυπίας και της Μονοτυπίας δημιούργησε τις βάσεις μιας εντυπωσιακής ανάπτυξης των έντυπων μέσων για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και είχε αναπόδραστα σημαντικό μερίδιο στις επιλογές και την αισθητική των ελληνικών γραμματοσειρών. Από τις αρχές του αιώνα τα πρώτα ελληνικά στοιχειοχυτήρια υπήρξαν εταιρείες δραστήριων επιχειρηματιών που εισήγαγαν τον αναγκαίο μηχανολογικό εξοπλισμό και τις μήτρες ελληνικών γραμματοσειρών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας προσπαθώντας να ανταγωνιστούν τις απευθείας εισαγωγές με χαμηλότερες τιμές και ταχύτερη εξυπηρέτηση. Παρατηρούμε τη σταδιακή ανάπτυξη δύο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, των Β. Καρύδη - Α. Καρότση και των Εμ. Καρπαθάκη - Οδ. Αναγνωστόπουλου, η συλλογή των οποίων αυξανόταν συνεχώς σε ποικιλία, ιδιαίτερα στις διακοσμητικές κεφαλαιογράμματες σειρές. Ξεχώρισε δε η χαρακτική ικανότητα του Καρπαθάκη, ο οποίος όχι μόνο διεύθυνε την εταιρεία, αλλά ήταν ο πρώτος Έλληνας που σχεδίασε ελληνική γραμματοσειρά μετά την Αναγέννηση, την ισόπαχη Ολύμπια. Προπολεμικά, η συλλογή ελληνικών γραμματοσειρών των αμερικανικών εταιρειών Linotype και Lanston Monotype περιλάμβανε μόνο παραλλαγές από τις παραδοσιακές γραμματοσειρές των στοιχειοχυτηρίων του 19ου αιώνα. Αντιθέτως, η αγγλική Monotype Corporation από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 παρουσίασε την αναβίωση μιας αναγεννησιακής ισόπαχης ελληνικής σειράς που είχε επιλέξει ο βιβλιολόγος της Βρετανικής Βιβλιοθήκης Victor Scholderer με την ονομασία New Hellenic, η οποία ανταγωνίστηκε την Porson Greek στις αγγλικές εκδόσεις αρχαιοελληνικών κειμένων. Παράλληλα, το τυπογραφικό πρόγραμμα του Stanley Morison για ανανέωση της συλλογής λατινικών σειρών της Monotype επέτρεψε στις αντισυμβατικές αντιλήψεις των Eric Gill και Jan Van Krimpen να σχεδιάσουν την ελληνική έκδοση των λατινικών γραμματοσειρών τους Perpetua και Romulus, αντιστοίχως, εξομοιώνοντας πλήρως τα ελληνικά πεζά με τα λατινικά. Μετά την καταστροφική καταιγίδα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, η ερήμωση της επαρχίας, η έλλειψη ανανέωσης του αγροτικού εξοπλισμού και το ανώμαλο πολιτικό καθεστώς που άφησε πίσω της η εμφύλια σύρραξη οδήγησαν σε πρωτοφανή αύξηση του πληθυσμού των μεγάλων κέντρων. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες έδωσαν ώθηση στην εκδοτική βιομηχανία που πρόσφερε φθηνή ενημέρωση και ψυχαγωγία, ενώ, παράλληλα, επέτρεψε την ανάπτυξη του κλάδου της έντυπης μαζικής διαφήμισης στον συγκεντρωμένο πληθυσμό. Τα δύο μεταπολεμικά στοιχειοχυτήρια που κυριάρχησαν την εικοσαετία 1960-1980 ήταν τα «ΠΑΠ» του Θεόδωρου Παρασκευόπουλου και «Βικτώρια» του Ιωάννη Σαρασίτη, τα οποία πέραν των παραδοσιακών σειρών διεκδίκησαν την πρωτοκαθεδρία της ελληνικής αγοράς με την παραγωγή πολλών διακοσμητικών γραμματοσειρών για τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, έως ότου η παγκόσμια αλλαγή από τη στοιχειοθεσία μεταλλικών στοιχείων στη φωτοστοιχειοθετική τεχνολογία οδήγησε στο αναπόδραστο τέλος όλης της παραδοσιακής τυπογραφικής τέχνης.Παράλληλα, η νέα εξωστρεφής πολιτική πωλήσεων στοιχειοθετικών μηχανών της εταιρείας Monotype έφερε την παραγωγή δύο νέων ελληνικών γραμματοσειρών: της Greek Gill και της Greek Times. Η μεγάλη επιτυχία της λατινικής Gill Sans και Times New Roman τη δεκαετία του 1930 τις έκαναν ιδανικές πρέσβειρες της νέας πολιτικής της εταιρείας. Η μοντερνική ισόπαχη σχεδίαση του Eric Gill είχε λίγα σχεδιαστικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, αλλά η κλασική σχεδίαση της Times σε αναγεννησιακά πρότυπα επέβαλε την προσαρμογή της με σύγχρονη οπτική, αλλά και με παραδοσιακές αναφορές.Από τη δεκαετία του 1950, άρχισε να εμφανίζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό η νέα φωτοστοιχειοθετική μέθοδος παραγωγής κειμένου, η τεχνική εξέλιξη της οποίας σκιαγραφείται για την καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετώπισε το ολιγοπώλιο των τριών «δεινοσαύρων» του κλάδου. Η ραγδαία ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και της λιθογραφικής εκτυπωτικής μεθόδου οδήγησε στην εγκατάλειψη της υψιτυπίας και των μολυβένιων στοιχείων που κυριαρχουσαν στον εκδοτικό χώρο από την εποχή του Γουτεμβέργιου. Η φωτογραφική στοιχειοθεσία του κειμένου και η λιθογραφική εκτύπωση των εντύπων προσέφερε μεγάλα οικονομικά οφέλη που γρήγορα επικράτησαν παγκοσμίως καταργώντας το ολιγοπώλιο των στοιχειοθετικών μηχανών της λινοτυπίας και της μονοτυπίας. Οι εταιρείες προσπάθησαν να εκσυχρονίσουν την τεχνολογική τους βάση και μετέτρεψαν τις μηχανές τους σε φωτοστοιχειοθετικές, αλλά τελικά ο ασταμάτητος ανταγωνισμός από πολλές μικρές και ευέλικτες επιχειρησιακά εταιρείες οδήγησε στην εκκοφαντική πτώση τους τη δεκαετία του 1980.Η εντυπωσιακή εκδοτική ανάπτυξη κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και η ταυτόχρονη ταχύτατη τεχνολογική αλλαγή οδήγησε στον παροπλισμό των παλαιότερων έμπειρων στοιχειοθετών και τεχνικών της παραδοσιακής τυπογραφίας τη θέση των οποίων πήραν ανειδίκευτοι δακτυλογράφοι με ελάχιστη εμπειρία της τυπογραφικής αισθητικής. Η εταιρία Linotype είχε προσπαθήσει να κερδίσει την ελληνική φωτοστοιχειοθετική αγορά με την προσφορά νέων εξελληνισμένων γραμματοσειρών όπως η Helvetica, Optima, Century Schoolbook και Baskerville. Γρήγορα νέα και δυναμικά γραφεία εισήγαγαν φωτοστοιχειοθετικά μηχανήματα και ανέλαβαν την παραγωγή οδηγώντας σε μαρασμό τα περισσότερα μικρά καλλιτεχνικά τυπογραφεία. Η μεταφορά της στοιχειοθετικής τεχνογνωσίας από την πολυετή εμπειρία του χειρωνάκτη τυπογράφου ή μονοτύπη στη γρήγορη παραγωγή κειμένου από κατά κανόνα άπειρους δακτυλογράφους είχε αρνητική επίπτωση στην αισθητική των εντύπων, αλλά η ταχύτητα των αλλαγών της ελληνικής κοινωνίας δεν άφηνε περιθώρια κριτικής περισυλλογής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις φωτοστοιχειοθεσίας που αναπτύχθηκαν με εντυπωσιακό ρυθμό από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως τα τέλη του αιώνα στηρίχθηκαν κυρίως στις παραδοσιακές σειρές και σε «εξελληνισμούς» που έρχονταν από τις εταιρείες που παρείχαν τον φωτοστοιχειοθετικό εξοπλισμό τους. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως και τα πρώτα χρόνια της εισαγωγής της νέας ψηφιακής τεχνολογίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present study of the continuous presence and evolution of the Greek alphabet within the history of printing attempts to compose a comprehensive overview of the personalities, historical events, aesthetic directions and technological parameters that shaped the morphology of Greek characters from Gutenberg’s invention until the end of the 20th century. At the same time, thorough research in books, magazines and newspapers, together with the presentation of unknown typographic specimens from the 18th, 19th and 20th centuries, allowed for the first time, the systematic collection and digitization of representative fonts of each different cultural milieu and technological stage. Thus, the trajectory of their presence and use in printed production can be clearly demarcated and presented as a historical and visual continuum.Within the European typographic production, the existence of Greek texts was very small, compared in quantitative terms to Latin and other languages. Nevertheless, Gre ...
The present study of the continuous presence and evolution of the Greek alphabet within the history of printing attempts to compose a comprehensive overview of the personalities, historical events, aesthetic directions and technological parameters that shaped the morphology of Greek characters from Gutenberg’s invention until the end of the 20th century. At the same time, thorough research in books, magazines and newspapers, together with the presentation of unknown typographic specimens from the 18th, 19th and 20th centuries, allowed for the first time, the systematic collection and digitization of representative fonts of each different cultural milieu and technological stage. Thus, the trajectory of their presence and use in printed production can be clearly demarcated and presented as a historical and visual continuum.Within the European typographic production, the existence of Greek texts was very small, compared in quantitative terms to Latin and other languages. Nevertheless, Greek publications were addressed to a learned readership, who as a rule were the spiritual and cultural leaders of each local community and their familiarity with the Greek script was much greater, therefore, so was its influence. The basic 6 parameters of the study are:The time constraint:The study follows a chronological presentation from the invention of printing in combination with special periodization that results from the recording of the most important events in European history. My research and the narrative is concluded by the late 20th century, because the new digital reality henceforth introduced a different technological stage, resulting in economic and aesthetic realities that would require different analytical tools and references.The geographical limitations:In tandem with the chronological narrative, the research follows special historical developments in every major academic, urban and industrial centre of Europe that left its mark on the formation of the design aesthetic and technological innovations on the Greek types.Continuity and discontinuity of the aesthetic example:The aim of the research was to highlight the evolution and the significant paradigm changes of type design aesthetics, using as tools the developments of European society and art, as well as the publishing revolution after the 19th century.The technological parameter:The design and financial investment of Greek type production in the European foundries increased after many changes in engineering, chemistry and metallurgy that marked the industrial revolution in Europe and the USA. For this purpose, the technical processes which informed the design, engraving and casting of Greek types in each period are presented and analyzed.The visual parameter:The research uses several available bibliographic sources and historical archives to trace the path of history, whilst at the same time the importance of the visual memory of the past is also highlighted. The subject matter requires detailed references of the use of the various Greek alphabets of each period as their verbal description alone could not add significant knowledge of their evolution. Illustrations from engravings, sample pages of books, type specimen sheets, newspapers and machinery designs were used in order to capture the evolutionary course or the radical changes that played an important role.The narration of the historical, aesthetic and technological developments which shaped the design choices and the practical use of the Greek printing types are presented in four Chapters:The 1st Chapter discusses briefly the beginnings and historical development of the Greek script after the adoption of the Phoenician alphabet; its development of capital letters during the archaic period, the classical era and the Hellenistic times. It is followed by the description of the Byzantine scribal practice which led from majuscule to miniscule letterforms and ushered in the introduction of numerous ligatures, that enriched and complicated the form of the Byzantine texts.The 1st Chapter also includes the presentation and analysis of the traditional type-cutting stages, tools and procedures, the formation of the printing guilds, the formation and evolution of the various systems for type sizes and names, as well as the problems and solutions for the complex type-cutting and typesetting practices of Greek texts. Emphasis is also placed on the choices recorded for the evolution of Greek type design from the period of the incunabula up to the Enlightenment and the Industrial Revolution, when publishers and type-cutters abandoned the numerous Byzantine ligatures and their new designs followed the modulated stroke model established in European calligraphy.From the 2nd Chapter a chronological presentation begins, illustrating the first generation of Greek types. Starting in Renaissance Italy, where the first printed books with Greek texts appeared, the most important publishers-printers and engravers who defined the type forms are recorded. In 1486, the daring attempt of two Cretan clergymen, Laonicus and Alexander in Venice, to revive the Byzantine calligraphic standards, by cutting over a thousand different ligatures, opened the way for the possibilities of the printing method to use complex designs. Thus, in 1494 their example was followed by Aldus Manutius, the most successful scholar-printer of the Italian Renaissance. His herculean effort of publishing the first printed editions of all the ancient Greek literature with a group of dedicated Greek scholars impressed everyone in Europe and his choice to produce Greek fonts with numerous Byzantine ligatures established the typographic presence of the Byzantine scribal aesthetic in Greek texts. Zacharias Kalliergis, a talented and versatile Cretan scribe, emerged as one of the pioneers of Greek printed books and became a prolific typographer and printer. Both his early work in Venice and his later presence in Rome are impressive. A generation later, another Cretan, the scholar-calligrapher Angelos Vergikios was invited to Paris to organize the French king’s Greek library and to collaborate with the engraver Claude Garamont for a new Greek font to be used for the royal publishing programme. Indeed, that striking combination of unsurpassed Greek lettering and type-cutting that came to be known as the Grecs du roi types was used by the tireless publishers Robert and Henri Estienne for their unparalleled Greek editions. They established the Grecs du roi as the ultimate standard for printers and publishers to follow throughout Europe for two centuries. The growing presence and prestige of the ancient Greek literature and the patristic texts in the curricula of European universities gave impetus to Greek typographic production and the best publishers and printers were often judged by the quality of their Greek editions. Well-known publishing houses, such as Plantin, Enschedé, Elsevir, Oxford and Cambridge, etc. published exceptional volumes that raised the bar of publishing quality for Greek books. During the long period that Greece was enslaved under the Ottoman Empire, the constant presence of the Greek language in the dynamically evolving cultural developments in Europe eventually led to important changes in the design of Greek letters. These changes came from the Western-European calligraphic practice, which marked, in essence, the departure of Greek writing from the Byzantine aesthetic that had been incorporated in the printing practice during the first three centuries of printed production. The purge of the numerous ligatures in the middle of the 18th century was a decisive factor for the easier and cheaper production of Greek books, and it allowed the easier teaching of ancient Greek literature in European secondary and university education. At the same time, nonetheless, the new Greek script played an invisible but beneficial factor in the preparation of the generation that organized and led the Greek Revolution, facilitating with its simplicity the rapid exit of the modern Greek nation state from its medieval stagnation that existed for centuries under the Turks.The 3rd Chapter includes the multifaceted developments of the 19th century. The “paradigm shift” is presented, which emphatically determined the new course of Greek types for the coming centuries. By imposing the Latin type design forms on the Greek alphabet, the most prominent typographers-publishers of the neoclassical aesthetic, the Italian Giambattista Bodoni, the French Firmin Didot and the German Karl Tauchnitz, established a rounded form for each letter. The change of the Greek type paradigm in England is also notable; the adoption of the writing hand of the great philologist Richard Porson as a model of a new Greek font quickly prevailed in all Greek editions of the empire and in the USA, but it had minimal use in Greece. The unprecedented development of the industrial society throughout the 19th century brought a great boost to the publishing sector and the development of public education significantly increased the teaching of ancient Greek literature for both the secondary and higher education in Western Europe. In Greece, the success of the national liberation struggle resulted in the creation of the first Greek state without, however, any technological capabilities, which led to the complete dependence of the Greek economy in general and the printing and publishing sector in particular on European industrial technology. After the Greek Revolution and until the end of the 19th century, the first attempts were recorded to establish factories by energetic printers, such as Konstantinos Garpolas, Konstantinos Miliadis and Andreas Koromilas or entrepreneurs-publishers like Anestis Konstantinidis, Nicolaos Kargadouris, Karl Meissner etc. Finally, the 3rd Chapter concludes with a presentation and analysis of the revolutionary technological changes in the engineering, casting and typesetting of texts that took place in Europe and the USA after the rapid development of printing technology and the profound socio-economic changes created by the explosive capital and commercial expansion along with the equally impressive expansion of newspaper publishing in almost all social strata in every nation.The 4th and final Chapter focuses on the developments of the 20th century, when a complex period was formed, full of events and contradictory in choices. The discussion includes the study and mapping of the industrial concentration in the field of typecasting and typesetting during the accelerated development of the industrial sector in Greece in the interwar and postwar years. The world domination by two principal typesetting systems, i.e. Linotype and Monotype, laid the foundations for an impressive development of print media for most of the 20th century and inevitably played an important role in the choices and aesthetics of Greek font production. From the beginning of the century, the first Greek type foundries were companies of entrepreneurs who imported the necessary machinery and Greek type matrices from European foundries, and were trying to compete by charging lower prices and offering faster service. We observe the development of two competing companies: V. Karydis - A. Karotsis and Em. Karpathakis - Anagnostopoulos, the collection of which was growing in variety, especially in the decorative capital letters series. In the first decades, the collection of Greek fonts of the American typesetting companies, Linotype and Lanston Monotype, included only variations of the traditional typefaces of the 19th century. In contrast, the English Monotype Corporation introduced the revival of a renaissance Greek series selected by the British Library librarian, Victor Scholderer; it was called New Hellenic, and challenged the supremacy of the Porson Greek in ancient Greek editions. At the same period, Stanley Morison’s typographic program for renewing Monotype’s Latin collection allowed the unconventional ideas of Eric Gill and Jan Van Krimpen to design the Greek version of their Latin fonts, Perpetua and Romulus, respectively, with fully simulated Greek lowercase letters.In Greece after World War II, the destruction of rural production, the lack of investment for agricultural equipment and the deep political scars left behind by the civil conflict led to an unprecedented increase in the population of a few cities. The austere economic conditions gave impetus to the publishing industry that offered cheap information and entertainment, while, at the same time, allowed the fast growth of advertising to the concentrated population. The two post-war type foundries that dominated the period between 1960-1980 were by Theodoros Paraskevopoulos (“PAP”) and by Ioannis Sarasitis (“Victoria”). In addition to the traditional font series they both claimed the primacy of the Greek market with the production of many decorative fonts, until the global shift from hot-metal type to photocomposition technology led to the inevitable end of all traditional typographic art.During the same period, however, the new international sales initiative of the British Monotype company brought the production of two more Greek typefaces: Greek Gill Sans and Greek Times. The great success of Gill Sans and Times New Roman in the 1930s made them ideal ambassadors for the company’s new policy. Converting into Greek Gill’s modern sans serif design had few problems to deal with, but the Times’ classic Renaissance design required its adaptation to a modern look as well as to more traditional references. From the 1950s onwards, the new photocomposition method of text production began to emerge at an accelerating rate; the technical development of which is outlined for a better understanding of the challenges faced by the oligopoly of the three “dinosaurs” of the industry: Linotype, Intertype and Monotype. The rapid development of photo-electronic technology and lithographic printing led to the abandonment of the hot-metal printing that had dominated the publishing sector since the Gutenberg era. Photocomposition of the text and lithographic printing offered great economic benefits that quickly prevailed worldwide. Linotype, Intertype and Monotype tried desperately to modernize their technology base and turn their obsolete machines into phototypesetters, but eventually the unceasing competition from many small and flexible companies led to their downfall in the 1980s.The impressive publishing development during the post-war period in Greece and at the same time the rapid technological change led to the sudden decommissioning of the older generations of experienced typesetters and technicians of traditional hot-metal printing, who were replaced mostly by unskilled typists with minimal experience of typographic aesthetics. Linotype Co. had tried to win the Greek phototypesetting market by offering new Hellenized fonts such as Helvetica, Optima, Century Schoolbook and Baskerville. However, new and dynamic companies introduced phototypesetting machines and took over a large part of the sector leading to the decline of most small printing establishments. The quick transfer from the local artisan-printers or monotype operators, whose knowledge was gained after many years of experience, to the recruitment of inexperienced typists for the cheap and rapid production of text had an inevitable negative impact on the aesthetics of the publishing sector in Greece, but the speed of change left no room for any critical reflection at the time. Phototypesetting companies multiplied and developed at an impressive rate from the mid-1970s to the end of the century and their type libraries relied mainly on the traditional font series and many “Hellenized” Latin typefaces were imported from the foreign manufacturers that provided their typesetting equipment. This situation remained unchanged until the introduction of the new digital technology, which ushered in another revolution in visual communication.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (127.19 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα