Περίληψη
Η εξέλιξη της Αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και η αυξημένη κινητικότητα των λαών λόγω της παγκοσμιοποίησης κάνουν επιτακτική την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι καθιερωμένες προσεγγίσεις στην παραδοσιακή δομή του «έθνους» και να επαναξιολογηθούν και αναδομηθούν οι υπάρχουσες αντιλήψεις και πρακτικές για τη διαπολιτισμικότητα. Συγκεκριμένα στον τομέα της εκπαίδευσης, οι σχολικές τάξεις χαρακτηρίζονται από έντονη ετερότητα, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλες μορφές, όπως είναι οι πολιτισμικά και γλωσσικά διαφοροποιημένοι μαθητές, οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, και / ή οι χαρισματικοί-ταλαντούχοι μαθητές. Ειδικότερα, διδακτικά και μαθησιακά περιβάλλοντα που αποτελούνται από πολιτισμικά και γλωσσικά διαφοροποιημένους μαθητές προϋποθέτουν ενδελεχή σχεδιασμό και επιμελή προετοιμασία του αναλυτικού προγράμματος και, παράλληλα, παροχή υψηλής ποιότητας διδασκαλίας της Αγγλικής γλώσσας.Με βάση τα προαναφερθέντα, και δεδομένου ότι παραμένει άγνωστος μέχρι στιγμής ο βαθμός στον ...
Η εξέλιξη της Αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και η αυξημένη κινητικότητα των λαών λόγω της παγκοσμιοποίησης κάνουν επιτακτική την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν οι καθιερωμένες προσεγγίσεις στην παραδοσιακή δομή του «έθνους» και να επαναξιολογηθούν και αναδομηθούν οι υπάρχουσες αντιλήψεις και πρακτικές για τη διαπολιτισμικότητα. Συγκεκριμένα στον τομέα της εκπαίδευσης, οι σχολικές τάξεις χαρακτηρίζονται από έντονη ετερότητα, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλες μορφές, όπως είναι οι πολιτισμικά και γλωσσικά διαφοροποιημένοι μαθητές, οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, και / ή οι χαρισματικοί-ταλαντούχοι μαθητές. Ειδικότερα, διδακτικά και μαθησιακά περιβάλλοντα που αποτελούνται από πολιτισμικά και γλωσσικά διαφοροποιημένους μαθητές προϋποθέτουν ενδελεχή σχεδιασμό και επιμελή προετοιμασία του αναλυτικού προγράμματος και, παράλληλα, παροχή υψηλής ποιότητας διδασκαλίας της Αγγλικής γλώσσας.Με βάση τα προαναφερθέντα, και δεδομένου ότι παραμένει άγνωστος μέχρι στιγμής ο βαθμός στον οποίο οι Έλληνες εκπαιδευτικοί της Αγγλικής γλώσσας θεωρούνται επαρκώς καταρτισμένοι να διδάξουν την Αγγλική γλώσσα σε τρίγλωσσους μαθητές, καταγράφεται παγκοσμίως μια αυξανόμενη ζήτηση όχι μόνο για ικανούς ομιλητές της Αγγλικής γλώσσας, αλλά και για ικανούς εκπαιδευτικούς της Αγγλικής και για αποτελεσματική διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Στόχο των εκπαιδευτικών πλέον δεν αποτελεί η μετάδοση μιας δεύτερης γλώσσας σε ένα μονόγλωσσο μαθητικό κοινό. Η νέα σχολική πραγματικότητα απαιτεί εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των διαφοροποιημένων μαθητικών πληθυσμών, οι οποίοι μεταφέρουν τις μητρικές τους γλώσσες και τον πολιτισμό τους στην τυπική σχολική τάξη. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διατριβή επιδιώκει αρχικά να περιγράψει την ισχύουσα κατάσταση στις σχολικές μονάδες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, όπου η Αγγλική διδάσκεται ως τρίτη γλώσσα σε δίγλωσσους μαθητές. Αναλυτικότερα, διερευνώνται οι απόψεις, καθώς και η κατάρτιση των Ελλήνων εκπαιδευτικών της Αγγλικής αναφορικά με τη διαπολιτισμικότητα και τις προσεγγίσεις καθώς επίσης και τις πρακτικές που υιοθετούν για να διδάξουν την Αγγλική ως τρίτη γλώσσα σε πολιτισμικά μεικτές τάξεις. Στη συνέχεια, η μελέτη διερευνά τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές για τη διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας σε μαθητές που μπορεί να διαφοροποιούνται εθνικά, φυλετικά και / ή γλωσσολογικά από τους μονόγλωσσους μαθητές στην μεικτή ελληνική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο, υποθέτουμε ότι μπορούν να αναδειχθούν τυχόν αδυναμίες και κενά στη διδασκαλία, εκμάθηση και κατάκτηση της τρίτης γλώσσας. Παράλληλα, θεωρούμε ότι σε συνδυασμό με τη διερεύνηση των επαγγελματικών βιωμάτων των εκπαιδευτικών της Αγγλικής, μπορούν να κατατεθούν προτάσεις για την βέλτιστη επαγγελματική ανάπτυξή τους με απώτερο στόχο να ανταποκρίνονται εκείνοι στις ανάγκες αυτού του μοναδικού και ιδιαίτερου μαθητικού πληθυσμού. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα έρευνα φιλοδοξεί να καλύψει το κενό που παρατηρείται στην υπάρχουσα αρθρογραφία και βιβλιογραφία σχετικά με τη διδασκαλία της τρίτης γλώσσας στο ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρέχοντας συγχρόνως προτάσεις για τη βελτίωση της παρούσας κατάστασης.Για την επίτευξη του σκοπού και των στόχων που αναφέρθηκαν χρησιμοποιήθηκε μικτή μεθοδολογία έρευνας. Ως εργαλεία συλλογής ερευνητικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο, το οποίο διανεμήθηκε σε 93 εν ενεργεία εκπαιδευτικούς Αγγλικής γλώσσας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και η ημι-δομημένη συνέντευξη, στην οποία συμμετείχαν 12 εκπαιδευτικοί Αγγλικής γλώσσας. Η ανάλυση των δεδομένων βασίστηκε στο κοινωνικο-κονστρουβιστικό πλαίσιο και στις θεωρίες που το διέπουν, σε συνδυασμό με τη σχετική βιβλιογραφία που αφορά στην εκμάθηση και διδασκαλία της δεύτερης και τρίτης γλώσσας. Τα ευρήματα της έρευνας τόσο από τα ερωτηματολόγια όσο και από τις συνεντεύξεις δεν συγκλίνουν. Ενώ κατέστη εμφανές από τα ερωτηματολόγια ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών έχουν θετική στάση απέναντι στους γλωσσικά και πολιτισμικά διαφοροποιημένους μαθητές τους, και χρησιμοποιούν διάφορες γενικές μεθοδολογικές πρακτικές, εντούτοις οι συμμετέχοντες απέφυγαν να αναφερθούν σε συγκεκριμένες βασικές στρατηγικές οι οποίες -βάσει ερευνών- αποδεδειγμένα συμβάλλουν στην επιτυχή διδασκαλία και εκμάθηση της τρίτης γλώσσας.Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση των πλεονεκτημάτων της πολυγλωσσίας στους μαθητές, η πλειοψηφία αυτών δεν περιλαμβάνει την μητρική τους γλώσσα στην διδασκαλία- παραβλέποντας με αυτόν τον τρόπο τα πιθανά οφέλη μιας τέτοιας στάσης- και αντ’ αυτού επιλέγουν είτε τη δεύτερη (Ελληνικά) είτε την τρίτη (Αγγλικά) γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, εκλαμβάνουν τις μητρικές γλώσσες των μαθητών ως έρεισμα και τις χρησιμοποιούν ως μέσο για την πιο ομαλή εκμάθηση της επιπρόσθετης γλώσσας. Επιπλέον, τα ευρήματα δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο το ρόλο τους ως πολιτισμικοί διαμεσολαβητές αλλά δεν έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στις στρατηγικές που χρησιμοποιούν, η πλειοψηφία των οποίων επίσης συναρτάται με τους διάφορους πολιτισμούς που συνυπάρχουν στην τάξη. Αυτό υποδηλώνει την επίπονη προσπάθεια των εκπαιδευτικών να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του εκάστοτε σχολικού πλαισίου και να το διαχειριστούν αποτελεσματικά.Με βάση όσα έχουν προαναφερθεί, η έρευνα προτρέπει στην αναθεώρηση ή ακόμα και στον εκσυγχρονισμό των διαπολιτισμικών πρακτικών στην ξενόγλωσση τάξη, αλλά και του ευρύτερου νομοθετικού πλαισίου που προσδιορίζει τη διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας σε τρίγλωσσους μαθητές στο Ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο. Επιπρόσθετα, τα ευρήματα της έρευνας υποδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών να αντικαταστήσει την απλή αναφορά σε θεωρητικές αρχές ή την σπάνια αξιοποίηση ακόμα και την παράλειψη συγκεκριμένων στρατηγικών με ένα συμπαγές επιμορφωτικό πλαίσιο ειδικά σχεδιασμένο για Έλληνες εκπαιδευτικούς της Αγγλικής γλώσσας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες και κατευθύνσεις για την πρακτική εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών διδασκαλίας της τρίτης γλώσσας. Ιδιαίτερα τα ποιοτικά δεδομένα τονίζουν τον κεντρικό ρόλο των εκπαιδευτικών σε μελλοντικές μεταρρυθμιστικές διαδικασίες. Σε αυτά οι εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι η επιθυμητή αλλαγή θα έρθει μόνο εάν αναπτυχθούν επιμορφωτικά πλαίσια με συνοχή και εάν δημιουργηθούν εκπαιδευτικές κοινότητες μεταξύ εκπαιδευτικών και εμπειρογνωμόνων. Μια τέτοια μορφή επαγγελματικής ανάπτυξης ίσως έχει σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη πιο ισότιμων μαθησιακών περιβαλλόντων καθώς επίσης και στην παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους τους μαθητές ώστε να κατακτήσουν μια ξένη ή επιπρόσθετη γλώσσα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
With the internationalization of English and the increased human mobility around the globe, it is nowadays deemed more than imperative to reconsider long held views about the notion of the traditional structure of the ‘nation’ and gear towards the reassessment and reconstruction of various ideas and practices. Speaking of education, classrooms are characterized by increased diversity which can take on various forms ranging from students who are culturally or linguistically diverse, students with disabilities to even gifted students. Specifically, teaching and learning contexts consisting of culturally and linguistically diverse (CLD) students call for meticulous planning and careful curriculum design as well as high quality English language education. Hence, given that it is unknown the degree to which Greek EFL teachers are equipped to teach English L3 learners, there is an increasing demand worldwide not only for competent English language speakers, but also for competent English lan ...
With the internationalization of English and the increased human mobility around the globe, it is nowadays deemed more than imperative to reconsider long held views about the notion of the traditional structure of the ‘nation’ and gear towards the reassessment and reconstruction of various ideas and practices. Speaking of education, classrooms are characterized by increased diversity which can take on various forms ranging from students who are culturally or linguistically diverse, students with disabilities to even gifted students. Specifically, teaching and learning contexts consisting of culturally and linguistically diverse (CLD) students call for meticulous planning and careful curriculum design as well as high quality English language education. Hence, given that it is unknown the degree to which Greek EFL teachers are equipped to teach English L3 learners, there is an increasing demand worldwide not only for competent English language speakers, but also for competent English language teachers and efficient English language teaching. EFL teachers can no longer aim towards monolingual English speakers acquiring a second language. The new school reality calls for educational reforms to address the needs of diverse school populations who bring both their home languages and cultures into a mainstream classroom.In this context, this thesis first strives to describe the current situation in Primary schools in Western Greece, where English is taught as a third language to bilingual students. In particular, we seek to examine the Greek EFL teachers’ views and knowledge regarding various issues related to interculturalism and their actual approaches and practices to third language teaching in mixed classrooms. Secondly, this study aims to explore the most efficient strategies regarding the teaching of English to students who may be ethnically, racially and / or linguistically different from the mainstream students in a Greek mixed classroom. This way, weaknesses, as well as gaps in third language teaching, learning and acquisition will be identified and in relation with the examination of professional experiences, suggestions will be provided for the optimal teachers’ development opportunities addressing this unique population of learners. In this light, this study fills a gap in the present body of knowledge on L3 instruction at a Primary level in the Greek educational context and puts forward suggestions for the improvement of the current situation.Towards these goals, a multi-method approach was applied, with the administration of a teacher questionnaire to 93 in-service English language teachers in the Western Greece and in-depth, semi-structured interviews carried out with 12 teachers.The analysis of the data was situated in a social-constructivist framework and was thus informed by according theory underpinnings in conjunction with the related literature on second and third language learning and teaching. The findings of the study gleaned from both the questionnaire and the interviews were not convergent. While it was evident from the questionnaire that the majority of the teachers had positive attitudes towards CLD students and did employ various general techniques, they failed to refer to basic strategies which -based on research- have been proven to be conducive to successful L3 teaching and learning. Also, although teachers are aware of the advantages several languages may confer to learners, the majority of them do not involve students’ first languages in learning- ignoring this way the potential benefits, but they opt for either the second (Greek) or the third (English) one, instead. They still, though, consider first languages as a kind of scaffold and use them as a stepping stone for students’ smoother learning. Moreover, the findings indicate that teachers mostly regard themselves as cultural mediators and do not perceive absolute faith in their chosen strategies, the majority of which are also culturally – bound. This implies the teachers’ great struggle to adapt to the given contextual demands and maintain order in any teaching context.Based on the aforementioned points, the study urges for a reconsideration or even an update of the intercultural practices regarding the foreign language classroom and of the wider legal framework regarding the teaching of English to L3 learners in the Greek educational context. Moreover, the implications of the study include the great need for teacher training to replace the mere theoretical conceptions or the rare use or even omission of specific strategies with a coherent framework for Greek EFL teachers, which would contain new initiatives and guidance for actual, practical implementation of effective L3 strategies. The qualitative data, in particular, highlight the centrality of teachers in future change processes. They suggest that the desired change will come if coherent frameworks are developed and learning communities among teachers and experts are established. This professional development may have a significant impact on developing more equitable learning environments and providing all students with equal chances of mastering a foreign or additional foreign language.
περισσότερα