Περίληψη
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η έρευνα της αφηγηματικής διαδικασίας που θέτουν σε κίνηση οι ταινίες του Michael Haneke 71 Fragmente einer chronologie des zufalls (1994), Funny Games (1997) και Caché (2005)• πώς ο θεατής ωθείται, παράλληλα με την κατανόηση της ιστορίας, στην επίγνωση και εξερεύνηση της ίδιας της ερμηνευτικής δραστηριότητας διά μέσου της οποίας επιχειρεί αυτήν την κατανόηση, και τι αποτέλεσμα έχει αυτή η ερμηνευτική αυτεπίγνωση στην προσέγγιση τόσο της διήγησης, όσο και της πραγματικότητας στην οποία το αφήγημα αναφέρεται. Στο πρώτο μέρος της διατριβής, αντλώντας θεωρητικά εργαλεία από τη νεο-φορμαλιστική και τη γνωσιακή κινηματογραφική θεωρία, από τη σημειωτική και την αφηγηματολογία, καθώς και από τη γνωστική ψυχολογία, τη φαινομενολογική ερμηνευτική και τη θεωρία της πρόσληψης, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο παράγεται και προσλαμβάνεται το αφηγηματικό νόημα στον κινηματογράφο. Πώς το φιλμικό κείμενο μέσα από τη δομική του οργάνωση δημιουργεί πιθανότητες αφη ...
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η έρευνα της αφηγηματικής διαδικασίας που θέτουν σε κίνηση οι ταινίες του Michael Haneke 71 Fragmente einer chronologie des zufalls (1994), Funny Games (1997) και Caché (2005)• πώς ο θεατής ωθείται, παράλληλα με την κατανόηση της ιστορίας, στην επίγνωση και εξερεύνηση της ίδιας της ερμηνευτικής δραστηριότητας διά μέσου της οποίας επιχειρεί αυτήν την κατανόηση, και τι αποτέλεσμα έχει αυτή η ερμηνευτική αυτεπίγνωση στην προσέγγιση τόσο της διήγησης, όσο και της πραγματικότητας στην οποία το αφήγημα αναφέρεται. Στο πρώτο μέρος της διατριβής, αντλώντας θεωρητικά εργαλεία από τη νεο-φορμαλιστική και τη γνωσιακή κινηματογραφική θεωρία, από τη σημειωτική και την αφηγηματολογία, καθώς και από τη γνωστική ψυχολογία, τη φαινομενολογική ερμηνευτική και τη θεωρία της πρόσληψης, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο παράγεται και προσλαμβάνεται το αφηγηματικό νόημα στον κινηματογράφο. Πώς το φιλμικό κείμενο μέσα από τη δομική του οργάνωση δημιουργεί πιθανότητες αφηγηματικής σημασίας και πώς ο θεατής στηρίζεται σε φιλμο-αφηγηματικά και ευρύτερα πολιτισμικά γνωστικά σχήματα, για να πραγματώσει κάποιες από αυτές τις πιθανότητες και να συναγάγει το τελικό αφηγηματικό gestalt. Υπ’ αυτό το πρίσμα αναλύεται ο κώδικας της κλασικής αφήγησης, η εξέλιξη των αρχών που καθιέρωσαν τα στούντιο του Χόλιγουντ στις αρχές του 20ού αιώνα, ο οποίος αποτελεί σήμερα παγκοσμίως το δεσπόζον πρότυπο κατασκευής των αφηγηματικών κινηματογραφικών ταινιών και θέτει το βασικό πλαίσιο της προ-κατανόησής τους, τον ορίζοντα δηλαδή των βασικών σχημάτων και προσδοκιών του κινηματογραφικού κοινού. Παράλληλα αναδεικνύεται το πώς οι κλασικές κινηματογραφικές «συνήθειες» ενσωματώνουν αλλά και διαμορφώνουν οι ίδιες ευρύτερα πολιτισμικά σχήματα και προκαταλήψεις που επικρατούν στις αποκαλούμενες «δυτικές» (και όχι μόνο) κοινωνίες, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει λόγος για ένα «Χόλιγουντ» νοητικό υπόβαθρο το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στον τρόπο που συγκροτείται η πραγματικότητα στην αντίληψή μας. Στο δεύτερο μέρος, εξετάζονται σχεδόν σκηνή προς σκηνή τα κείμενα των τριών ταινιών του Haneke, η αφηγηματική τους αρχιτεκτονική και η στιλιστική τους διαμόρφωση, και παράλληλα ανιχνεύονται οι πιθανές ερμηνευτικές και συναισθηματικές αντιδράσεις ενός υποθετικού θεατή που εμφορείται από τις κλασικές χολιγουντιανές «συνήθειες» και προσδοκίες, καθώς παρακολουθεί τις εικόνες και τους ήχους των ταινιών να ξετυλίγονται στον χρόνο της προβολής. Η συνδυαστική αυτή μελέτη της μορφής και της πρόσληψης των ταινιών αναδεικνύει τη λειτουργία μιας ξεχωριστής αφηγηματικής διαδικασίας, η οποία οδηγεί σταδιακά τον θεατή στον έλεγχο της ίδιας του της ερμηνευτικής δραστηριότητας• στην επίγνωση των αντιληπτικών και ψυχολογικών αυτοματισμών που περιλαμβάνει η συνηθισμένη του ανταπόκριση στις ταινίες, η οποία εδώ αποδεικνύεται ανεπαρκής, καθώς και του πώς συνδέονται οι αυτοματισμοί αυτοί με τη ‒διαρκώς ματαιούμενη εδώ‒ επιθυμία του να συναντηθεί με έναν ηθικά αμφιλεγόμενο μηχανισμό κινηματογραφικής απόλαυσης. Αναδεικνύεται, εντέλει, το πώς η επίγνωση του «κλασικού», χολιγουντιανού νοητικού υποβάθρου και η ενδεχόμενη μετατόπιση από αυτό, επιτρέπει την προσέγγιση από μια λιγότερο περιορισμένη σκοπιά και σε έναν πιο ευρύ ορίζοντα, όχι μόνο της διήγησης των ταινιών αλλά και της πραγματικότητας στην οποία η διήγηση αυτή αναφέρεται, πτυχών δηλαδή της ίδιας της πραγματικότητας των θεατών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study seeks to examine the narrative process that is set in motion by Michael Haneke’s films 71 Fragmente einer chronologie des zufalls, Funny Games and Caché; how the spectator is prompted, not only to understand the story, but to become aware of and investigate her own interpretive activity through which she attempts this understanding, and what impact this interpretive self-consciousness has on the way in which she approaches both the story itself and the reality which the narrative refers to. In its first part, drawing on neo-formalist and cognitive film theory, and combining concepts of semiotics, narratology, cognitive psychology and phenomenological reception theory, the thesis presents the way in which the meaning of a narrative film is being produced and perceived: how the filmic text, through its structural organization creates possibilities of narrative meaning, and how the viewer, based on cine-narrative and broader, cultural cognitive schemata, realizes some of these ...
This study seeks to examine the narrative process that is set in motion by Michael Haneke’s films 71 Fragmente einer chronologie des zufalls, Funny Games and Caché; how the spectator is prompted, not only to understand the story, but to become aware of and investigate her own interpretive activity through which she attempts this understanding, and what impact this interpretive self-consciousness has on the way in which she approaches both the story itself and the reality which the narrative refers to. In its first part, drawing on neo-formalist and cognitive film theory, and combining concepts of semiotics, narratology, cognitive psychology and phenomenological reception theory, the thesis presents the way in which the meaning of a narrative film is being produced and perceived: how the filmic text, through its structural organization creates possibilities of narrative meaning, and how the viewer, based on cine-narrative and broader, cultural cognitive schemata, realizes some of these possibilities and infers the final narrative gestalt. Then, from this perspective, the study investigates the trope of classical narration, the development and consolidation of the principles and norms established by the Hollywood studios in the beginning of the 20th century, which provides today’s viewers and film-makers with the basic schemata for the construction and the comprehension of a narrative film. How, in this context, the spectator loses awareness of his own part in the creation of meaning, “spelled” by a fictional universe that seems to exist in itself, and which he perceives passively, relieved of all responsibility for anything that “happens” in it; and how, while enjoying this pleasurable cinematic experience, the viewer reproduces and reinforces within himself a “Hollywood” mindset, that shapes the way he sees not only the movies, but his reality as well.In the second part, the focus shifts to Haneke’s films and how they prompt their viewer to work against her “Hollywood” habits. Along with a detailed examination of the films’ form and structure, the study traces the interpretive and emotional responses of a “classical” spectator, as the textual elements succeed one another on the screen. This combined investigation of the texts’ structure and reception, discloses a narrative process in which the viewer comes to acknowledge her own cine-narrative and cultural pre-conceptions and the way these are woven together with a ‒continuously frustrated here‒ longing for a morally questionable mechanism of cinematic pleasure. How, finally, it becomes possible for the viewer to shift from the dominant classical mindset, and see both the diegesis and the real world in a way that would entail less predetermined and over-simplistic answers.
περισσότερα