Περίληψη
Στόχο της διατριβής αποτελεί η ανάλυση της ίδρυσης, λειτουργίας και λήξης της έννομης σχέσης των συντρόφων από το σύμφωνο συμβίωσης του Ν. 4356/2015, οι οποίες συζητούνται σε τρία ταυτώνυμα μέρη της μελέτης. Διατηρώντας ζωντανή την επικοινωνία των διατάξεων του Ν. 4356/2015 με εκείνες του προηγούμενου, Ν. 3719/2008, το σύμφωνο συμβίωσης αναγνωρίζεται ως έννομη σχέση του οικογενειακού δικαίου, ενώ συγχρόνως αξιολογείται ως δικαιικός θεσμός, διαφορετικός και όχι υποδεέστερος του γάμου. Επιλέγοντας μια εξελικτική μέσα στον χρόνο εποπτεία της έννομης σχέσης, στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, αναζητούνται αρχικά τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της δικαιοπραξίας του συμφώνου. Εκτενής αναφορά γίνεται και στις προϋποθέσεις κύρους, διαπιστώνοντας ότι το σύμφωνο ελέγχεται και με τους γενικούς λόγους ακυρότητας. Επισημαίνεται ότι η ληξιαρχική του καταχώριση αποτελεί νόμιμο όρο του ενεργού. Το δεύτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο ανίσχυρο σύμφωνο συμβίωσης, που εμπεριέχει το ανυπόστατο, το άκυρ ...
Στόχο της διατριβής αποτελεί η ανάλυση της ίδρυσης, λειτουργίας και λήξης της έννομης σχέσης των συντρόφων από το σύμφωνο συμβίωσης του Ν. 4356/2015, οι οποίες συζητούνται σε τρία ταυτώνυμα μέρη της μελέτης. Διατηρώντας ζωντανή την επικοινωνία των διατάξεων του Ν. 4356/2015 με εκείνες του προηγούμενου, Ν. 3719/2008, το σύμφωνο συμβίωσης αναγνωρίζεται ως έννομη σχέση του οικογενειακού δικαίου, ενώ συγχρόνως αξιολογείται ως δικαιικός θεσμός, διαφορετικός και όχι υποδεέστερος του γάμου. Επιλέγοντας μια εξελικτική μέσα στον χρόνο εποπτεία της έννομης σχέσης, στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, αναζητούνται αρχικά τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της δικαιοπραξίας του συμφώνου. Εκτενής αναφορά γίνεται και στις προϋποθέσεις κύρους, διαπιστώνοντας ότι το σύμφωνο ελέγχεται και με τους γενικούς λόγους ακυρότητας. Επισημαίνεται ότι η ληξιαρχική του καταχώριση αποτελεί νόμιμο όρο του ενεργού. Το δεύτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο ανίσχυρο σύμφωνο συμβίωσης, που εμπεριέχει το ανυπόστατο, το άκυρο, το ακυρώσιμο και το ανενεργό σύμφωνο. Μάλιστα, στο πεδίο της ακυρότητας, η οποία διαμορφώνεται πάντοτε ως απόλυτη και μη αυτοδίκαιη, αναδείχθηκε η ανάγκη αναζήτησης περιορισμών, ενόψει του οικογενειακού χαρακτήρα της έννομης σχέσης. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, οι προβληματισμοί κινούνται σε δύο άξονες. Αφενός στην κατάλληλη προσαρμογή στους συντρόφους των διατάξεων του ΑΚ για τις σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους, αφετέρου στην αναζήτηση των ορίων άσκησης της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών ως προς τη ρύθμιση των μικτών και περιουσιακών σχέσεων τους, με έμφαση στη ρύθμιση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Στο πρώτο κεφάλαιο, αναδεικνύεται η εξομοίωση της συντροφικής με την έγγαμη συμβίωση, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο ανάγεται σε βασική παραδοχή της μελέτης η διαπίστωση ότι οι διατάξεις του ΑΚ για τις σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους ενδοτικοποιούνται κατά τη μεταφορά τους στο σύμφωνο, υπό τους όρους που συνθέτουν οι αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης. Το τρίτο και τελευταίο μέρος της διατριβής εξετάζει σε δύο ξεχωριστά κεφάλαια τους λόγους λήξης της έννομης σχέσης και τις έννομες συνέπειες της λύσης του συμφώνου με δικαιοπραξία αλλά και λόγω θανάτου. Προσεγγίζεται αρχικά η αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου λόγω τέλεσης γάμου και ακολούθως μελετάται η αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της ακύρωσης του ελαττωματικού συμφώνου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Σε ξεχωριστή παράγραφο εξετάζεται η λύση του συμφώνου με δικαιοπραξία, είτε με συμφωνία των μερών, όπου προβληματίζει και η δυνατότητα πλαισίωσής της με επιπλέον εκκαθαριστικές, περιουσιακές συμφωνίες, είτε με μονομερή δήλωση του ενός. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής αφιερώνεται ειδική παράγραφος για τη ρύθμιση της διατροφής για τον χρόνο μετά τη λύση του συμφώνου, ενώ η τελευταία ασχολείται με την κληρονομική διαδοχή (εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης) μεταξύ των συντρόφων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη δυνατότητα «παραίτησης» από το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα που προβλέπει ο νόμος, η οποία, αξιολογείται ως κληρονομική σύμβαση με αντικείμενο τον αποκλεισμό της ιδιότητας του συντρόφου ως in abstracto μεριδούχου. Συμπερασματικά, η προσηλωμένη επεξεργασία της έννομης σχέσης των μερών του συμφώνου προσφέρει λύσεις όχι μόνο σε προβληματισμούς που απασχόλησαν τη θεωρία αλλά και σε πρακτικά ζητήματα που θα αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον και η νομολογία. Επιτρέπει, όμως, ως ένα βαθμό και μια νέα ανάγνωση των διατάξεων του γάμου, συμβάλλοντας έτσι στην ερμηνευτική ανανέωσή τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present thesis aims to analyse the establishment, function and termination of the legal relationship of the partners of the civil union as regulated by the law no 4356/2015. Each of these main topics is discussed in three distinct parts. This thesis recognizes the civil union as a legal relationship governed by family law, while attempting its evaluation as a legal institution different, albeit equivalent to marriage. The first chapter of the first part seeks to determine the elements of the legal form of the civil union agreement. Continuing with an extended reference to the conditions of validity of the contract, it is noted further that the legal effect of the contract is conditioned upon its registration in the relevant authority’s registry. The second chapter explores the invalid civil union contract, an umbrella-term entailing the non-existent, the null, the voidable and the non-effective contract. Notably, the invalidity of the civil union contract calls for limitations give ...
The present thesis aims to analyse the establishment, function and termination of the legal relationship of the partners of the civil union as regulated by the law no 4356/2015. Each of these main topics is discussed in three distinct parts. This thesis recognizes the civil union as a legal relationship governed by family law, while attempting its evaluation as a legal institution different, albeit equivalent to marriage. The first chapter of the first part seeks to determine the elements of the legal form of the civil union agreement. Continuing with an extended reference to the conditions of validity of the contract, it is noted further that the legal effect of the contract is conditioned upon its registration in the relevant authority’s registry. The second chapter explores the invalid civil union contract, an umbrella-term entailing the non-existent, the null, the voidable and the non-effective contract. Notably, the invalidity of the civil union contract calls for limitations given the family-related nature of the underlying legal relationship. The discussion in the second part of the thesis is roughly structured around two main questions. Firstly, this part investigates the appropriate adaptation of the Greek Civil Code’s provisions on the relationships of the spouses, when applied in the civil union scheme. Secondly, the research focuses on possible barriers set to the exercise of the parties’ contractual freedom, when they aspire to regulate their property regime and especially the legal claim of participation in acquisitions. The first chapter highlights the proximity of the partnership with the marital relationship, whereas the second chapter accepts that the incorporation of the default provisions of the Greek CC in the civil union agreement loosens their absolute nature, always though in accordance with the general principles of equality and solidarity. The third part of the thesis examines the grounds for termination of the legal relationship and the legal consequences in case of termination or death. The analysis starts by assessing the automatic termination of the agreement due to the subsequent marriage of the parties and continues with discussing the retroactivity of the legal consequences pursuant to the invalidation of the civil union contract by a final judicial decision. A separate paragraph is devoted to the termination of the agreement by the parties themselves, either by mutual agreement or with a unilateral declaration. The last chapter includes a special reference to the regulation of the alimony following the termination of the civil union and a review of the succession-related issues, regarding both the intestate succession and the succession by way of a will. Emphasis is given to the possibility to declare a waiver from their legally reserved share in case of a partner’s death. Overall, the systematic study of the legal relationship of the civil union answers theoretical concerns while offering solutions to practical issues, which will emerge during the adjudication of relevant cases in the near future. Besides, this research allows for a new reading of the existent legal provisions of the marriage, offering thereby new perspectives in their interpretation.
περισσότερα