Η πρώιμη ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας: από τα χρόνια του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου έως το τέλος του μεσοπολέμου: (1884-1940)
Περίληψη
Η ανά χείρας εργασία έθεσε ως στόχο να φωτίσει περαιτέρω την πρώιμη ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας, από τη γένεσή της τα χρόνια του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου (1884-1940).Θεωρούμε ότι σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό ο στόχος επιτυγχάνεται, καθώς στα κεφάλαια της διατριβής έγινε δυνατή η ανάδειξη προσώπων, απόψεων, νοοτροπιών, τάσεων και βέβαια, γεγονότων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν την ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας κατά την μακράν αυτή περίοδο που εξετάζεται. Το κύριο βάρος της εργασίας είναι γεγονός ότι δόθηκε στην περιγραφή των αρχαιολογικών ζητημάτων ιδίως της εποχής του Μεσοπολέμου, σχεδόν πλήρως ανεξερεύνητης έως σήμερα, κρίθηκε όμως απαραίτητη και η εξιστόρηση των προηγηθέντων, για την επαρκέστερη κατανόηση όσων ακολούθησαν. Ως εισαγωγικό λοιπόν κεφάλαιο προτάχθηκε η προδρομική ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας∙ οι πρώιμες έρευνες του Μ. Καλοκαιρινού, η επόμενη περίοδος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, τα χρόνια της Κρητική ...
Η ανά χείρας εργασία έθεσε ως στόχο να φωτίσει περαιτέρω την πρώιμη ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας, από τη γένεσή της τα χρόνια του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου (1884-1940).Θεωρούμε ότι σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό ο στόχος επιτυγχάνεται, καθώς στα κεφάλαια της διατριβής έγινε δυνατή η ανάδειξη προσώπων, απόψεων, νοοτροπιών, τάσεων και βέβαια, γεγονότων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν την ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας κατά την μακράν αυτή περίοδο που εξετάζεται. Το κύριο βάρος της εργασίας είναι γεγονός ότι δόθηκε στην περιγραφή των αρχαιολογικών ζητημάτων ιδίως της εποχής του Μεσοπολέμου, σχεδόν πλήρως ανεξερεύνητης έως σήμερα, κρίθηκε όμως απαραίτητη και η εξιστόρηση των προηγηθέντων, για την επαρκέστερη κατανόηση όσων ακολούθησαν. Ως εισαγωγικό λοιπόν κεφάλαιο προτάχθηκε η προδρομική ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας∙ οι πρώιμες έρευνες του Μ. Καλοκαιρινού, η επόμενη περίοδος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας και τέλος, η περίοδος αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα έως το 1922, έτος που θεωρείται χρονολογικό όριο για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Το δεύτερο μέρος της διατριβής αφιερώθηκε στην περιγραφή των αρχαιολογικών γεγονότων και ζητημάτων του Μεσοπολέμου. Σε αυτό εξετάστηκαν, επιλεκτικά, αρχαιολογικά ζητήματα που αξιολογήσαμε ως μείζονα και επιπλέον, -λόγω ακριβώς της διάρκειας και της σημασίας τους-, ως ενδεικτικά των τάσεων και των αντιλήψεων που ερμηνεύουν σε ικανοποιητικό βαθμό τα κύρια χαρακτηριστικά της κρητικής αρχαιολογίας. Ο Μεσοπόλεμος, όμως, για την κρητική αρχαιολογία, υπήρξε περίοδος πολυάριθμων και σημαντικών γεγονότων, περίοδος τομών αλλά και συνεχειών, με επιτυχίες αλλά και αστοχίες, με ενδιαφέρουσες και ποικίλες ανακατατάξεις, που θα ήταν αδύνατο να αγνοηθούν. Ως εκ τούτου, μετά από τα εισαγωγικά κεφάλαια της προδρομικής ιστορίας και της γενικής περιγραφής του Μεσοπολέμου, κρίθηκε απαραίτητη η παράθεση εκτενούς κεφαλαίου, εν είδει χρονικού, με τα κύρια γεγονότα της αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Κρήτης, όπου αναδεικνύονται πάμπολλα ζητήματα που απασχόλησαν τους κατά καιρούς συμμετέχοντες σε αυτήν. Η καταγραφή αυτή, αν και εκ των πραγμάτων ευσύνοπτη, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς για πρώτη φορά επιχειρείται ένα αναλυτικό χρονικό των κρητικών αρχαιολογικών ζητημάτων του Μεσοπολέμου. Στα Κεφάλαια 3 έως 10 εξετάστηκαν, σχολαστικά, τα κατά τη γνώμη μας σημαντικά αρχαιολογικά ζητήματα, που λόγω της φύσης τους, της ευρύτητας, αλλά και της διάρκειάς τους, θεωρήσαμε πως δίνουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της αρχαιολογικής πραγματικότητας στην Κρήτη, όχι μόνο της εποχής του Μεσοπολέμου αλλά και γενικότερα. Τα μείζονα αυτά αρχαιολογικά θέματα, επιχειρήθηκε να εξεταστούν με αφετηρία τις προηγούμενες περιόδους, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η διαχρονική διαχείρισή τους, μέσα στη μεταβαλλόμενη ροή προσώπων και πολιτικο-διοικητικών καταστάσεων. Σε όλα εξάλλου τα ζητήματα αυτά, μολονότι αποτέλεσαν γεγονότα που απασχόλησαν τον Μεσοπόλεμο, η αφετηρία ανιχνεύεται στις προγενέστερες περιόδους, ήδη από τα χρόνια, δηλαδή, του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, ή, συνηθέστερα, της Κρητικής Πολιτείας. Πρόκειται για κάποια από τα διαχρονικά αρχαιολογικά ζητήματα που απασχόλησαν την κρητική αρχαιολογία, όπως η διοικητική οργάνωση της Υπηρεσίας, οι προτεραιότητές της, οι μεγάλοι σεισμοί, το μουσειακό ζήτημα, οι Ξένες Σχολές, οι αναστηλώσεις των μινωικών ανακτόρων, η αρχαιοκαπηλία και άλλα. Στο σχετικό με την ιστορία του Μουσείου Ηρακλείου κεφάλαιο και τους σεισμούς που έπληξαν το πρώτο μουσειακό κτήριο της Κρήτης και τους θησαυρούς του, αναδεικνύεται ο τιτάνιος αγώνας των Εφόρων -του Ξανθουδίδη αρχικά κι έπειτα του Μαρινάτου-, να περισώσουν τις αρχαιότητες από τη δαμόκλεια σπάθη ενός ετοιμόρροπου οικοδομήματος, η κατάρρευση του οποίου επαπειλείτο, διαρκώς, από τους επαναλαμβανόμενους σεισμούς του Μεσοπολέμου. Αναδεικνύεται, όμως, επιπλέον, το γεγονός ότι η τελική ανέγερση του νέου Μουσείου Ηρακλείου (1935), του κατεξοχήν έως σήμερα Μουσείου της Κρήτης, υπήρξε αποτέλεσμα των συνεπειών των τριών διαδοχικών -και καταστρεπτικών για τις κρητικές αρχαιότητες- σεισμών του Μεσοπολέμου, αλλά και της παραγνωρισμένης δράσης του Εφόρου Σπ. Μαρινάτου, ο οποίος οραματίστηκε πριν από οποιονδήποτε άλλον την αναγκαιότητα ενός σύγχρονου μουσείου στην Κρήτη και εργάστηκε με πραγματική αυτοθυσία και προσωπικό κόστος για την κατασκευή του. Χρήσιμα συμπεράσματα προκύπτουν και στο κεφάλαιο που εξετάζει την πορεία των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών στην Κρήτη, από την προδρομική δράση εκπροσώπων των ξένων χωρών τα χρόνια του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, μέχρι και την συγκροτημένη παρουσία των Σχολών αυτών κατά περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο ζήτημα των παραχωρήσεων των μεγάλων ανασκαφών της Κρήτης από το καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας, επιχειρείται εδώ να δοθεί μια νέα οπτική εξέτασης∙ Στη μάλλον στερεότυπη ερμηνεία της εκβιαστικής σχεδόν απόσπασης των σχετικών αδειών από τις μεγάλες δυνάμεις, που υπήρξαν και εγγυήτριες για το νεοπαγές κρατίδιο, αντιπαραβάλλουμε την άποψη ότι οι ανασκαφές παραχωρήθηκαν ουσιαστικά από τον πανίσχυρο Έφορο Ιωσήφ Χατζιδάκη, μέχρι πρότινος διαρκή Πρόεδρο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, σε φορείς και ανθρώπους που ο ίδιος έκρινε καταλληλότερους. Ο Χατζιδάκης άλλωστε ήταν ο πρώτος αρμόδιος, που συνέλαβε -και υπηρέτησε πιστά σε ολόκληρο τον υπηρεσιακό βίο του- την άποψη περί την αναγκαιότητα διεθνοποίησης της κρητικής αρχαιολογίας. Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάστηκαν και οι γενικά καλές σχέσεις μεταξύ των Σχολών και των τοπικών εκπροσώπων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αναδεικνύεται, όμως, ότι δεν έλειψαν και οι σχετικές οξύτητες, εδραζόμενες, βασικά, σε κυριαρχικές αντιλήψεις μερίδας των ξένων αρχαιολόγων, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις ώθησαν τα πράγματα σε καταστάσεις που υπερέβησαν τα όρια της επιστήμης, εισερχόμενες στο γνωστό και από άλλες περιοχές πεδίο, που διαμορφώνεται από το δίπολο αρχαιολογίας και πολιτικής. Το κεφάλαιο κλείνει με την επισκόπηση του ζητήματος της απουσίας της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας από τα κρητικά αρχαιολογικά δρώμενα, η οποία εδώ αποδίδεται απλώς στην απροθυμία της ίδιας της Εταιρείας ή/και των Εταίρων της, που παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες και τις σχετικές διαβεβαιώσεις, -όπως λ.χ. για την Απτέρα, και τα Μάλια-, δεν προχώρησαν ποτέ στην οργάνωση οποιουδήποτε ανασκαφικού προγράμματος στην Κρήτη. Χρήσιμα συμπεράσματα προκύπτουν και από το κεφάλαιο που αφιερώνεται στο ζήτημα των αναστηλώσεων των μινωικών ανακτόρων, με την εξέταση ιδίως της περίπτωσης του ανακτόρου της Κνωσού. Η παρούσα εργασία δεν είχε ως στόχο την ανάδειξη της γνωστής εν πολλοίς αλληλουχίας των κατά καιρούς αναστηλωτικών παρεμβάσεων στην Κνωσό, ούτε όμως και την παρουσίαση της αρνητικής, κυρίως, κριτικής που προκάλεσε το αναστηλωτικό έργο του Έβανς. Αντίθετα, για πρώτη φορά, γίνεται προσπάθεια να ερευνηθεί εδώ και να αναλυθεί η στάση του ελληνικού κράτους, και του αρμόδιου Υπουργείου, κατά τη διάρκεια του πολύχρονου αναστηλωτικού προγράμματος του Εβανς. Για τον σκοπό αυτό παρατίθενται σχολαστικά όλες οι σωζόμενες ειδικές υπηρεσιακές εκθέσεις και αναφορές των Εφόρων προς το Υπουργείο, ήδη από το πρώτο χρόνο της ανασκαφής στην Κνωσό. Για πρώτη φορά αναδεικνύονται τα γεγονότα και κυρίως οι αντιλήψεις που οδήγησαν- με τη συναίνεση, όπως προκύπτει, του ελληνικού Κράτους-, στις εκτεταμένες αναστηλώσεις του Έβανς στην Κνωσό, οι οποίες, σημάδεψαν, εν τέλει, την εικόνα και την πρόσληψη του μινωικού πολιτισμού. Σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί κι εκείνο που αφιερώνεται, στην αρχαιολογική πολιτική που ασκήθηκε ειδικά για τη δυτική Κρήτη, όπου η αρχαιολογική μέριμνα υπήρξε σταθερά πλημμελής καθ' όλη την διάρκεια της εποχής που εξετάζεται. Αναδεικνύονται εδώ οι νοοτροπίες που συνετέλεσαν στην παραγνώριση της αρχαιολογικής σημασίας της δυτικής Κρήτης και συνέβαλαν αναμφίβολα στην αρχαιολογική καχεξία που τη χαρακτήριζε έως πρόσφατα. Βασικότερη αιτία της παραγνώρισης αυτής υπήρξε η υποτιθέμενη -από τα προδρομικά κιόλας χρόνια-, πανθομολογούμενη πάντως, απουσία προϊστορικού παρελθόντος από τη δυτική Κρήτη. Μια παρεξήγηση που ελάχιστα μπορούσε να αποκατασταθεί με δεδομένη την σταθερή προσήλωση της έδρας του εκάστοτε Εφόρου δυτικής Κρήτης, στην αναδυόμενη από τα χρόνια των περιηγητών Μητρόπολη της κρητικής αρχαιολογία, το Ηράκλειο. Στο ίδιο κεφάλαιο αναδεικνύεται και η ιστορία του Μουσείου Χανίων και η άγνωστη εν πολλοίς καταστροφή του από την πυρκαγιά του 1934, συνδεδεμένη άμεσα με την γενικότερη και διαχρονική απαξίωση της αρχαιολογικής σημασίας του δυτικού τμήματος της Μεγαλονήσου. Μια καταστροφή, η οποία πάντως επικύρωσε την γενικότερη κακοδαιμονία του Μουσείου, το οποίο, αν και ιδρύθηκε με φιλόδοξους στόχους, ήδη από τον πρώτο αρχαιολογικό νόμο της Κρητικής Πολιτείας, δεν αναδείχτηκε ποτέ σε ρόλο ανώτερο επαρχιακής αρχαιολογικής συλλογής. Σημαντικό για τα συμπεράσματά του, είναι και το κεφάλαιο για τις ελάσσονες μορφές της κρητικής αρχαιολογίας, που διένυσαν τον υπηρεσιακό βίο τους στις σκιές των Εφόρων. Εδώ φωτίζεται η δράση των αρχαιολόγων με το βαθμό του Επιμελητή Αρχαιοτήτων, αλλά και των εκπαιδευτικών με το οφίκιο του Εκτάκτου Επιμελητή Αρχαιοτήτων, οι οποίοι υπηρέτησαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Κρήτης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Αναδεικνύεται ο παραγνωρισμένος ρόλος τους και η συχνά τεράστια προσφορά τους στα αρχαιολογικά ζητήματα της Κρήτης. Αναδεικνύονται όμως και οι δύσκολες συνθήκες κατά τις οποίες διατελούσαν, υπο-αμοιβόμενοι, με ανύπαρκτα επιστημονικά δικαιώματα, με πλήθος δίκαιων παραπόνων, καθώς υπηρετούσαν έναν επιστημονικό κλάδο και μία κρατική Υπηρεσία που έθετε στο επίκεντρο τον Έφορο Αρχαιοτήτων. Το σχετικό με την αρχαιοκαπηλία κεφάλαιο συνιστά ίσως την πρώτη απόπειρα προσέγγισης του φαινομένου της αρχαιοκαπηλίας στην Κρήτη, ιδίως για την εποχή του Μεσοπολέμου. Γίνεται προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης των μεθόδων της αρχαιοκαπηλικής δράσης, των φορέων άσκησής της, των σχετικών κυκλωμάτων, και βέβαια των τρόπων αντιμετώπισης που ακολουθούνταν από το οργανωμένο κράτος και ιδίως τους κατά καιρούς τοπικούς αρμοδίους Εφόρους. Γίνεται με έκπληξη αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση του οξύτατου αυτού προβλήματος που μάστιζε και την Κρήτη, δεν ήταν αποτέλεσμα εγκεκριμένου κεντρικού σχεδιασμού, αλλά είχε άμεση εξάρτηση από την προσωπικότητα του εκάστοτε Εφόρου, το προσωπικό σθένος και τον δυναμισμό του. Ως βασικές μελέτες περίπτωσης στο ίδιο κεφάλαιο εξετάστηκαν δυο μείζονα, σχετικά γεγονότα του Μεσοπολέμου, άγνωστα εν πολλοίς έως σήμερα: Η μεγάλη κλοπή του Μουσείου Ηρακλείου το 1938, από τους αρχαιοφύλακές του, και η εκτεταμένη αρχαιοκαπηλία του σπηλαίου Αρκαλοχωρίου το 1934. Η εξιστόρηση των δύο συγκεκριμένων υποθέσεων είναι σκόπιμη καθώς αναδεικνύουν το σύνολο σχεδόν των παραγόντων, οι οποίοι, αθροιζόμενοι, καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την πάταξη της αρχαιοκαπηλίας στην Κρήτη και αλλού: Αφενός τις παθογένειες της υποστελεχωμένης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που ενίοτε εκπορεύονται και από επίορκα στελέχη της, και αφετέρου, τη διαχρονική δυσκινησία του γραφειοκρατικού ελληνικού Κράτους, ή την συχνή αστοχία των αρχαιολογικών νόμων, που είτε εμπόδισαν το διωκτικό έργο της Υπηρεσίας, είτε και υπέθαλψαν ακόμη, ακουσίως, την διακίνηση και εμπορία των αρχαιοτήτων. Αναδεικνύουν, επιπλέον, τη βραδύτητα της ελληνικής δικαιοσύνης, από τα αρχικά ακόμη στάδια της ανάκρισης έως και την επιβολή των τελικών ποινών κατά των ενόχων, οι οποίες, -βασιζόμενες στο ελάχιστα αυστηρό νομικό πλαίσιο-, επιβάλλονταν, με σκανδαλώδη, σε πολλές περιπτώσεις, επιείκεια. Και οι δύο υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, άλλωστε, δοκίμασαν τις αντοχές του Κράτους και της τοπικής Υπηρεσίας και κυρίως, αποκάλυψαν, ιδίως η κλοπή στο Μουσείο, τις εύθραυστες σχέσεις μεταξύ αρχαιολογικής κοινότητας και τοπικής κοινωνίας. Τα συμπεράσματα από το κεφάλαιο που αφιερώνεται στην επιστημονική και υπηρεσιακή εξωστρέφεια των κατά καιρούς πρωταγωνιστών των αρχαιολογικών πραγμάτων της Κρήτης συνιστούν πραγματική έκπληξη. Με την παράθεση πλήθους μαρτυριών, ιδίως από τον ημερήσιο τύπο Κρήτης και Αθηνών, γίνεται αντιληπτή η σταθερή επιμονή των παλαιών αρχαιολόγων, στη διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με την τοπική κοινωνία, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι συνθήκες δεν ευνοούσαν μια τέτοια επαφή. Στο σύνολό τους, αν και σε βαθμό που ποικίλει, οι εκπρόσωποι της κρητικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, πρώτος ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, κι έπειτα ο Ξανθουδίδης και ιδίως ο Μαρινάτος, γίνεται σαφές ότι έθεταν ως προτεραιότητα του υπηρεσιακού και επιστημονικού τους καθήκοντος, την στενή επαφή με την τοπική κοινωνία, την ενημέρωσή της για τα αρχαιολογικά πράγματα, τα προβλήματα, τα επιτεύγματα. Και είναι πράγματι εκπληκτική η διαπίστωση ότι, ότι η καινοφανής, σήμερα, τάση για δημόσια αρχαιολογία υπήρξε αυτονόητη αίσθηση επιστημονικού και υπηρεσιακού καθήκοντος για τους προγενέστερους, που είναι σκόπιμο, απλώς, να επανέλθει. Το δέκατο και τελευταίο κεφάλαιο τίθεται ως επίμετρο που ολοκληρώνει τη διατριβή. Αναφέρεται στην προετοιμασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην Κρήτη, προκειμένου να διασφαλιστούν οι αρχαιολογικοί θησαυροί της Μεγαλονήσου, εν' όψει του μεγάλου Πολέμου. Υπενθυμίζεται εδώ η τελευταία χρονικά ηρωική συμβολή της Υπηρεσίας στην προστασία των κρητικών αρχαιοτήτων, η οποία εστέφθη, εκ του αποτελέσματος, από επιτυχία. Μια εξαιρετικά δύσκολη επιχείρηση, η οποία τερματίζει μια εποχή κατά την οποία στοιχεία όπως η υπερεντατική προσπάθεια, το πείσμα, η αυτοθυσία, ο άπελπις αγώνας, κοντολογίς δηλαδή ο ηρωισμός, υπήρξαν γνωρίσματα συχνά συναντώμενα στους επίσημους εκπροσώπους της κρητικής αρχαιολογίας. Στο σύνολό της, η ανά χείρας διατριβή επιχείρησε όμως να συμβάλει και στην περαιτέρω κατανόηση, συνολικά, της εποχής που εξετάζεται, έστω και αν αυτή ερευνάται από την σκοπιά των αρχαιολογικών μόνο γεγονότων. Πολύ χρήσιμα είναι, για παράδειγμα, τα συμπεράσματα για την κρητική κοινωνία του Μεσοπολέμου, ιδίως εκείνη του Ηρακλείου, που, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, δοκιμαζόταν τα χρόνια εκείνα από την πολιτική και πολιτειακή αστάθεια και τον διχασμό, την οικονομική κρίση και το μέγα προσφυγικό ζήτημα. Η στάση, λόγου χάρη, μεγάλης μερίδας της κοινωνίας αυτής στις υποθέσεις της ανέγερσης του Μουσείου, το 1935 και της κλοπής του, το 1939, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αφήνει μεγάλο περιθώριο πολιτικών, κοινωνιολογικών και άλλων αναλύσεων. Με βάση την παραπάνω ανασκόπηση των όσων από την ιστορία της κρητική αρχαιολογίας περιγράφηκαν στην ανά χείρας εργασία, δεν θα ήταν άτοπη μια σύγκριση του παρόντος με το αντίστοιχο ιστορικό παρελθόν. Γίνεται άλλωστε έγκαιρα αντιληπτό πως πολλά από τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε η κρητική αρχαιολογία τα χρόνια που εξετάστηκαν, δε διαφέρουν πλήρως από τα αντίστοιχα σημερινά: Η οξύτατη -με έναν ή δύο αρχαιολόγους τότε για ολόκληρη την Κρήτη- υποστελέχωση, και η τραγική υποχρηματοδότηση -σε συνθήκες διαρκούς σχεδόν οικονομικής καχεξίας του Κράτους-, συνιστούσαν διαρκή τροχοπέδη που καθιστούσε πραγματικό άθλο το όποιο έργο των Υπηρεσιών. Επιπλέον, οι άστοχες συχνά προτεραιότητες και η όχι σπάνια εισπήδηση της κακώς εννοούμενης Πολιτικής στο πεδίο της Αρχαιολογίας, υπονόμευαν τις Υπηρεσίες και τις περισπούσαν από την κύρια αποστολή τους. Είναι όμως γεγονός ότι οι Έφοροι του παρελθόντος που περιγράφτηκε απολάμβαναν αξιοσημείωτη έναντι του Υπουργείου αυτονομία, στον τρόπο που οργάνωναν τις προτεραιότητες, επιστημονικές και διοικητικές, στην Υπηρεσία τους. Μια αυτονομία την οποία, όπως όμως φάνηκε, και οι ίδιοι περιφρουρούσαν με κάθε τρόπο και θυσία, προκειμένου να διεκδικήσουν πράγματα που έκριναν ως δίκαια για τις Υπηρεσίες τους. Για την αυτονομία αυτή, την οποία συνέδεαν, όπως φάνηκε συχνά, με την προσωπική τους αξιοπρέπεια, δε δίστασαν ενίοτε να επισείσουν ακόμη και την απειλή της παραίτησης,-όπως συχνά ο Μαρινάτος-, στο αρμόδιο Υπουργείο, από το οποίο διατηρούσαν -διεκδικώντας σθεναρά- οικονομική και μόνο εξάρτηση. Αυτό απέχει βέβαια έτη φωτός από τον σημερινό δαίδαλο της γραφειοκρατίας, των τοπικών και κεντρικών Υπηρεσιών και Διευθύνσεων, των τοπικών και κεντρικών Συμβουλίων, κι έπειτα τους Υπουργούς, Υφυπουργούς και Γενικούς Γραμματείς, των οποίων η υποχρεωτική ενίοτε ανάμειξη, αφενός επιβραδύνει δραματικά τις αποφάσεις και αφετέρου, καλλιεργεί στους τοπικούς αρμοδίους μια γενικευμένη νοοτροπία αναποφασιστικότητας, ευθυνοφοβίας, έλλειψη οράματος, ή, χειρότερα, πολιτικής και υπηρεσιακής εξάρτησης. Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν έγινε προσπάθεια να ανασυντεθεί η εν πολλοίς άγνωστη αλλά γοητευτική ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας. Της αρχαιολογίας που γεννήθηκε ως ερασιτεχνική αλλά θερμή ενασχόληση μιας λόγιας αστικής μερίδας της πόλης του Ηρακλείου που στελέχωνε τον υπό τον Ιω. Χατζιδάκη Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο, για να μετεξελιχθεί ταχέως σε πραγματική επιστήμη, υπαγόμενη στις δομές τους επίσημου Κράτους, με επιτεύγματα και κύρος αξιοζήλευτα. Μια επιστήμη που παρά τις όποιες αστοχίες και παραλείψεις της χαρακτηρίστηκε από το πάθος των πρωταγωνιστών, να προστατέψουν και αναδείξουν με το έργο τους τα αρχαία μνημεία και τον πολιτισμό της πατρίδας τους. Τα όσα πολλά περιγράφηκαν παραπάνω, για την ελληνική πλευρά της κρητικής αρχαιολογίας, πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικά από τρεις μόνο Έλληνες αρχαιολόγους που υπηρέτησαν την Κρήτη από τα χρόνια του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου έως και το τέλος του Μεσοπολέμου: Τον Ιωσήφ Χατζιδάκη, τον Στέφανο Ξανθουδίδη και τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στα κρητικά αρχαιολογικά πράγματα από τη θέση του Εφόρου Αρχαιοτήτων. Έκαστος εξ αυτών έχει την προσωπική του συμβολή και διάφορο βαθμό συμμετοχής στη διαμόρφωση της κρητικής αρχαιολογίας, ανάλογα της προσωπικότητας και βέβαια της εποχής του. Με ευρύτατη πάντως αντίληψη των ευθυνών και των καθηκόντων τους, κοινό γνώρισμα και των τριών υπήρξε η υπερπροσπάθεια σε βαθμό ηρωισμού για την εξυπηρέτηση των σκοπών της Υπηρεσίας τους και της αρχαιολογικής επιστήμης. Με την περιγραφή της δράσης τους στα διάφορα κεφάλαια της παρούσας εργασίας σκιαγραφείται και η προσωπικότητα του καθενός, από το ύφος, την αποφασιστικότητα, και την αποτελεσματικότητα, τέλος, του τιτάνιου αγώνα τους να υπηρετήσουν την αποστολή τους, την οποία οι ίδιοι ανήγαγαν σε πολλά επίπεδα, σε συνθήκες μάλιστα που αντικειμενικά υπήρξαν πολύ πιο αντίξοες από τις σημερινές. Θα ήταν πραγματικά θετικό, τα έργα, τα γεγονότα και οι νοοτροπίες που αναδεικνύονται από την εργασία αυτή να προκαλέσουν γόνιμο προβληματισμό στους άρχοντες και στα μέλη της σημερινής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που μοιάζει από χρόνια να αναζητεί το βηματισμό της.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The target of the present thesis is to shed light on the early years of archaeology in Crete, from the very beginning of its history in the time of the Heraklion Educational Society to the Interwar period (1884-1940).It is believed that this target has been achieved, at least up to a point, as this thesis, through its different chapters, has presented important figures of Cretan archaeology, beliefs, mentality and tendencies of their times and of course major events that have played a crucial role in the history of archaeology in Crete during the long period examined. It is a fact that this thesis is mainly focused on the presentation of different archaeological issues that arose during the Interwar years, a period that has been hardly examined until today. Meanwhile, the display of earlier major events has been considered as necessary, in order to have a full understanding of what has followed. Therefore, an introductory chapter deals with the dawn of archaeology in Crete, particularl ...
The target of the present thesis is to shed light on the early years of archaeology in Crete, from the very beginning of its history in the time of the Heraklion Educational Society to the Interwar period (1884-1940).It is believed that this target has been achieved, at least up to a point, as this thesis, through its different chapters, has presented important figures of Cretan archaeology, beliefs, mentality and tendencies of their times and of course major events that have played a crucial role in the history of archaeology in Crete during the long period examined. It is a fact that this thesis is mainly focused on the presentation of different archaeological issues that arose during the Interwar years, a period that has been hardly examined until today. Meanwhile, the display of earlier major events has been considered as necessary, in order to have a full understanding of what has followed. Therefore, an introductory chapter deals with the dawn of archaeology in Crete, particularly the early researches conducted by M. Kalokairinos, the work of the Heraklion Educational Society, the years of the Cretan State and the period right after the union with Greece and until 1922, a year considered as a chronological starting point in the Greek Interwar period. The second part of the thesis is devoted to the presentation of archaeological events and relevant questions that arose during the Interwar period. Here selected archaeological issues are being presented, that have been evaluated as the most crucial ones, exactly because of their duration and importance. They are also considered indicative of the tendencies and beliefs of the period and sufficiently describe the major characteristics of Cretan archaeology. In Cretan archaeology the Interwar period has been one of numerous and important events, a period both of innovation and continuity, full of success stories but also faults, with various interesting realignments, impossible to ignore. Therefore, after the introductory chapters dealing with the dawn of archaeology in Crete and the general description of the Interwar period, it has been considered as necessary the incorporation of an extended chapter, in form of a timeline, including all major incidents of the Archaeological Service in Crete, so a great number of issues, that preoccupied from time to time all the participants, is highlighted. Although concise, as a matter of fact, this record is extremely useful, as it is the first extensive chronicle of archaeological issues in Crete during the Interwar period.Several archaeological issues, seen as extremely important ones, are thoroughly examined in chapters 3-10. Due to their characteristics, their duration and breadth it has been thought that they present to a considerable extent the overall archaeological process in Crete, not only during the Interwar period but generally speaking. It has been attempted to examine these major archaeological issues taking into account previous periods in order to comprehend their management over time, through the change of the people in charge and the change of political and administrative status. Actually, all these questions, although dated in the Interwar period, arose earlier, already in the time of the Heraklion Educational Society, or usually in the years of the Cretan State. The discussion is about all these diachronic issues that have been always preoccupying archaeology in Crete, like the organization of the Archaeological Service and its priorities, the impact of the big earthquakes, the question of Heraklion museum, the Foreign Archaeological Schools, the restorations of the Minoan palaces, the illicit trade of antiquities and many more. The chapter related to the history of the Heraklion Archaeological Museum deals with the earthquakes that stroke its first building and the treasures kept there and highlights the tremendous efforts of the Ephors, Xanthoudides at first and Marinatos later, to save the antiquities from the disaster that the ramshackle building could provoke, considering also the successive earthquakes of the Interwar period. Moreover, it is accentuated the fact that these three earthquakes and their destructive effects on Cretan antiquities, actually affected the construction of the new Heraklion museum in 1935, which is obviously the museum par excellence in Crete until today. The attention is also drawn to the generally unknown role of the Ephor Sp. Marinatos who was the first to have the vision of a modern museum in Crete and worked with dedicated self-sacrifice and at all costs for its construction. One comes to useful conclusions about the history of Foreign Archaeological Schools in Crete, from the early presence of foreign representatives during the age of the Heraklion Educational Society to the organized presence of Foreign Schools during the Interwar period. Also, the issue of the concession of important excavations to Foreign Schools in Crete during the period of the Cretan State is examined from a new point of view. To the stereotyped opinion that these concessions where actually the result of a blackmail of the Great Powers, as the new-born state was under their guarantee, it is opposed the opinion that the excavations were really conceded to institutions or persons accordingly by the powerful Ephor Iossif Hatzidakis, that was permanent President of the Educational Society. Besides Hatzidakis was the first from those in charge to conceive the necessity of internationalization of Cretan archaeology, an idea he supported with faith throughout his service. The generally good relationships between the Foreign Schools and the local Archaeological Service have been also examined in the same chapter. It is emphasized though that several tensions have been attested, basically because of the sovereign perceptions of some members of the Schools. In some cases these behaviors even led to situations that lie beyond the limits of archaeological science, seen in other areas too, where politics interfere with archaeology. The chapter finishes with an overview related to the absence of the Archaeological Society at Athens in the Cretan archaeological works, here seen simply as the result of unwillingness of the Society and its members. Despite some announcements from time to time and relevant assurance, for example about Aptera at first and about Malia later on, they never undertook the implementation of any excavation programme in Crete.Some useful conclusions derive also from the chapter devoted to the subject of restoration of the Minoan palaces, especially the case of Knossos. The present thesis did not focus on presenting neither the largely known row of restoration works at Knossos, nor the negative, in general, criticism that Evans’ restoration work provoked. On the contrary, for the first time an attempt is taking place to research and analyse the approach of the Greek state and those in charge, during the long restoration programme that Evans conducted. For this purpose, all the related reports of the Ephors to the Ministry, that have been preserved, are being presented meticulously, some dated already in the first year of excavations at Knossos. For the first time, those facts and perceptions that led to Evans’ extended restoration works at Knossos with the consent, as it seems, of the Greek state, are highlighted here. In fact these restorations have marked the image and understanding of Minoan civilization. An important chapter is also the one devoted to the archaeological policy adopted especially for west Crete, where constantly poor concern in archaeological matters is attested, throughout the period examined. The mentality that has provoked this neglect of the archaeological importance of west Crete is highlighted. This has unarguably played a role on the penury in archaeological work that characterized the area until recently. The so-called lack of prehistoric finds in west Crete, a belief that has been widely accepted already at the dawn of research in the island, has been the basic cause of this misunderstanding, a fact that was rather impossible to alter, bearing in mind that already from the age of the European travelers in the 19th century Heraklion was considered to be the core of archaeology in Crete. In the same chapter the history of the museum at Chania is presented, as well as its destruction, largely unknown, because of a fire in 1934, another fact directly related to the general and perennial depreciation of the archaeological importance of west Crete. In any case, this destruction confirmed the general bad luck of this museum, which although was inaugurated with great ambitions, it never gained a better role than that of a provincial archaeological collection. An important chapter, especially for the conclusions derived, is the one devoted to employees of the archaeological service that played a secondary role in Cretan archaeology in the shadow of the Ephors. The chapter is illuminating both the role of archaeologists that worked as Curators of Antiquities and of teachers of the secondary school that worked periodically as Curators of Antiquities for the archaeological service in Crete in the Interwar period. Their neglected role and their often enormous work in the archaeological matters of Crete are highlighted here. At the same time, it is pointed out how hard their working conditions were, being underpaid, with no scientific rights and a great deal of fair complaints, as they served a science and a state service that maintained the Ephor of Antiquities at the center of attention. The chapter related to illicit trade in antiquities is probably the first relevant attempt to approach this issue in Crete, especially during the Interwar period. It is being attempted to record and analyze the methods of the illicit dealers, the means they used for their purpose, any difficulties they were facing and of course the ways the state and especially the local responsible Ephors dealt with the issue from time to time. It is quite a surprise to realize that the treatment of this acute problem, that was a scourge for Crete too, was not a result of central planning, but it was directly depended on the personality of each Ephor, his personal vigor and dynamism. Two case studies have been also examined in the same chapter, as two of the most important relevant incidents of the Interwar period, largely unknown until today: a) the big robbery in Heraklion Museum in 1938 from the museum guards themselves, and b) the extended illicit excavation in Arkalochori cave in 1934. The reference to these two particular cases has been made on purpose, because they reveal the factors that in total made it impossible to fight the illicit trade of antiquities in Crete and elsewhere: on the one hand the impediments of the understaffed Archaeological Service, that occasionally derive even from members of the staff that violated their oath of office and on the other hand the perennial delays of the bureaucratic system of the Greek state or even the often failure of the archaeological legislation that either occasionally obstructed the prosecution from the part of the Archaeological Service or in other cases even protected unintentionally the trafficking of antiquities. Moreover, the two case studies reveal the delays from the part of the Greek juridical system, from the beginning of interrogation to the final imposition of penalties to those found guilty. In many cases the penalties were extremely lenient, based on the barely strict relevant legislation. Anyway, both cases of illicit antiquity trade tested the strength of the state and of the local Archaeological Service and, especially the case of the museum robbery, mainly revealed the fragile relationship between archaeologists and the local community. The conclusions of the chapter devoted to the extroversion of the different leading figures of archaeology in Crete, both as scientists and as employees of the archaeological service, can be quite a surprise. The various newspaper articles, in local and Athenian press, that are presented here, prove that the archaeologists constantly insisted on maintaining their communication with the local community, even at inconvenient times. Despite differentiation in frequency, all representatives of Cretan archaeology, beginning with Iossif Hatzidakis and later Xanthoudides and especially Marinatos, ranked as a priority among their duties the contact with the local community, to keep people informed about the archaeological matters, their problems and achievements. Actually it is really a surprise to attest that the present movement for public archaeology had been a self-evident scientific and official duty for the former representatives of archaeology, so it is simply desirable to regain it. The tenth and last chapter is a kind of appendix that completes the thesis. It refers to the preparations of the Archaeological Service in Crete in order to protect the archaeological treasures of the island against the imminent war (Second World War). The chapter is recalling the heroic contribution of the Archaeological Service for the protection of Cretan antiquities that was proved to be a success. It had been an extremely difficult operation that comes at the end of an era when intense effort, willfulness, self-sacrifice, hopeless fights, in short heroism itself, where the elements that usually characterized the representatives of Cretan archaeology. As a whole the present thesis attempted to contribute to the further understanding of the period examined, even if the research is focusing only on archaeological work. For example, there are useful conclusions about the Cretan society during the Interwar period, especially in Heraklio, that, like the rest of Greece, was struggling under unstable political conditions and division, economic crisis and the huge issue of refugees from Asia Minor. For instance, the public opinion about the erection of the new museum in 1935 and the robbery of the museum in 1939 is extremely interesting and allows a great deal of explanations with respect to politics and sociology. Taking into consideration the review of Cretan archaeology displayed in this thesis, it is reasonable to compare the present state of archaeology to the past. Anyway, it is easily understandable that many of the basic issues that Cretan archaeology faced at the period examined are not entirely different than what takes place today: the extreme understaffing (with one or two archaeologists for the whole of Crete at that time) and the extreme underfunding (when the State was under a long economic crisis) were permanent impediments for the work of the Archaeological Service, that was proved to be a real labour. Additionally, void priorities and the interventions of politics in archaeology more than often, undermined the Archaeological Service and distracted it from its main mission. It is though a fact that the Ephors of the period examined enjoyed a remarkable autonomy from the Ministry, in the way they would set priorities both scientific and administrative in their department. An autonomy they guarded with any possible way or sacrifice, as it was proven, in order to claim what they considered fair for their departments. It was often shown that they related this autonomy to their dignity, so they did not hesitate to threaten the Ministry, to which they were only economically dependent, with their resignation, like Marinatos very often did. This is far different from the present bureaucratic monster, formed of local and central Services and Departments, of local and central Councils, and then the often compulsory interference of ministers, undersecretaries, general secretaries is on the one hand a dramatic impediment for any decision making and on the other hand creates a general behavior of indecision to the local authorities, a fear of responsibility, a lack of vision or even worse in some cases political and official dependency. In the abovementioned chapters there has been an attempt to make the puzzle of the generally unknown but charming history of Cretan archaeology. Initially born as amateur but passionate hobby of the literate class of Heraklion under the auspices of the Educational Society run by Iossif Hatzidakis, quite soon archaeology evolved into a real science run by the state with admirable attainments and status. A science that has been characterized by the passionate ambition of its representatives to protect and promote with their work, the ancient monuments and culture of their country, despite occasional faults and omissions. The Greek contribution in Cretan archaeology that has been presented here was actually the work of three Greek archaeologists that offered their service as Ephors of Antiquities in Crete from the years of the Educational Society to the end of the Interwar period, precisely Iossif Hatzidakis, Stefanos Xanthoudides and Spiridon Marinatos. Each of them contributed and participated in a different level to the formation of Cretan archaeology, according to his personality and his era, of course. Characterized by a broad understanding of their responsibilities and duties, they shared as a common feature the heroic endeavor with the goals of their Department and of archaeology in general. Describing their actions in the different chapters of this thesis the personality, the character and the determination of each of them has been outlined, as well as through the results of their enormous effort to serve their position, a position they extended themselves in many levels under far more difficult conditions than the present ones.
περισσότερα
![]() | |
![]() | Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (2.46 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης


ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.


ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα