Περίληψη
Η παρούσα μελέτη αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο, εστιάζει στην τροφική οικολογία του Νανόμπουφου και το δεύτερο στην επιλογή του ενδιαιτήματος του και την έκταση του ζωτικού του χώρου κατά την περίοδο του χειμώνα (εκτός αναπαραγωγικής περιόδου).Αρχικά αναλύεται η σύνθεση των διατροφικών συνηθειών και προτύπων του είδους στα Μεσογειακά αγροοικοσυστήματα της Κεντρικής Κρήτης για μία περίοδο έξι ετών δηλ. από το 2009 έως 2015. Συνολικά βρέθηκαν 2819 θηράματα από την ανάλυση 1207 εμετικών συμπήκτων τα οποία ανήκουν σε έξι είδη μικροθηλαστικών, 22 είδη πτηνών και τέσσερα είδη εντόμων. Τα μικροθηλαστικά αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα διατροφής με συχνότητα εύρεσης 75.8% που αντιστοιχεί σε βιομάζα 79.5%, και ακολουθούν τα πτηνά με συχνότητα εύρεσης 23.2% και βιομάζα 20.1%, με το τελευταίο να προσδίδει στο είδος νησιωτικά χαρακτηριστικά αφού το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο σε ηπειρωτικούς πληθυσμούς. Το πιο συχνό είδος στη δίαιτα του Νανόμπουφου είναι ...
Η παρούσα μελέτη αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο, εστιάζει στην τροφική οικολογία του Νανόμπουφου και το δεύτερο στην επιλογή του ενδιαιτήματος του και την έκταση του ζωτικού του χώρου κατά την περίοδο του χειμώνα (εκτός αναπαραγωγικής περιόδου).Αρχικά αναλύεται η σύνθεση των διατροφικών συνηθειών και προτύπων του είδους στα Μεσογειακά αγροοικοσυστήματα της Κεντρικής Κρήτης για μία περίοδο έξι ετών δηλ. από το 2009 έως 2015. Συνολικά βρέθηκαν 2819 θηράματα από την ανάλυση 1207 εμετικών συμπήκτων τα οποία ανήκουν σε έξι είδη μικροθηλαστικών, 22 είδη πτηνών και τέσσερα είδη εντόμων. Τα μικροθηλαστικά αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα διατροφής με συχνότητα εύρεσης 75.8% που αντιστοιχεί σε βιομάζα 79.5%, και ακολουθούν τα πτηνά με συχνότητα εύρεσης 23.2% και βιομάζα 20.1%, με το τελευταίο να προσδίδει στο είδος νησιωτικά χαρακτηριστικά αφού το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο σε ηπειρωτικούς πληθυσμούς. Το πιο συχνό είδος στη δίαιτα του Νανόμπουφου είναι ο Σπιτοποντικός (Mus musculus) με ποσοστό εύρεσης 56.3%, ενώ ακολουθεί ο Δασοποντικός (Apodemus sylvaticus) με 9.51% και ο Αρουραίος (Rattus rattus) με 7.9%. Ο Νανόμπουφος αποδείχθηκε δεινός θηρευτής τρωκτικών σε μεσογειακά αγροσυστήματα δηλαδή σε καλλιέργειες ελαιώνα και αμπελώνα με προτίμηση στον Δασοποντικό σε νεαρά άτομα του είδους Rattus rattus που θηρεύτηκε περισσότερο από το προσδοκώμενο.Στο δεύτερο μέρος της μελέτης αναλύθηκε το μέγεθος του ζωτικού χώρου και η επιλογή ενδιαιτήματος από 11 άτομα του πληθυσμού του Νανόμπουφου στην περιοχή μελέτης, εφαρμόζοντας τεχνικές ραδιοτηλεμετρίας και με την χρήση δορυφορικών εικόνων τηλεπισκόπησης. Χρησιμοποιήθηκαν έξι μεταβλητές για το μοντέλο της ονομαστικής κλίμακας και 11 για το μοντέλο κλίμακας τοπίου. Για την ανάλυση της επιλογής ενδιαιτήματος χρησιμοποιήθηκε προσέγγιση της μεγίστης εντροπίας. Το μέγεθος του ζωτικού χώρου κυμάνθηκε από 337 έως και 969 εκτάρια, ενώ παρατηρήθηκε 52% επικάλυψη των περιοχών τροφοληψίας , πράγμα που υποδηλώνει ότι το είδος δεν είναι χωροκρατικό κατά τη διαχείμασή του. Για την ονομαστική κλίμακα η απόσταση από τα δέντρα που χρησιμοποιούνται για κούρνιες ήταν η μεταβλητή με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο μοντέλο ακολουθούμενη από την ετερογένεια της βλάστησης. Για την κλίμακα τοπίου το ποσοστό των ανοικτών ενδιαιτημάτων βελτίωνε σημαντικά την απόδοση του μοντέλου. Η ενσωμάτωση ωστόσο της ετερογένειας τοπίου βελτίωσε την πρόβλεψη επιλογής ενδιαιτήματος σε σύγκριση με τη χρήση μόνο της διακριτής ταξινόμησης κάλυψης γης.Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι Νανόμπουφοι παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα ανοχής σε διάφορους τύπους οικοτόπων με προτίμηση σε μικτά αγροσυστήματα αποφεύγοντας τις πολύ ανοιχτές περιοχές και τους εκτεταμένους ομοιογενείς ελαιώνες. Η μελέτη σχετίζεται και αναδεικνύει πτυχές εν’ όψη των νέων μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπου υπογραμμίζεται η σημασία της δομής του τοπίου για την διατήρηση της βιοποικιλότητας στις γεωργικές περιοχές της Ευρώπης. Τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματά της θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βελτιωμένη διαχείριση της γης και των καλλιεργητικών πρακτικών στα αγροτικά τοπία της Μεσογείου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study consists into two main parts. Τhe first focuses on the food ecology of Long-eared owl (Asio otus) and the second in habitat selection of the species. In the first part we analyzed the diet composition and dietary patterns of the Long-eared Owl (Asio otus) in Mediterranean agrosystems in central Crete (Greece) over the winters of 2009–2015. Overall, 2,819 prey items were recovered from 1,207 pellets, belonging to six taxa of mammals, 22 taxa of birds and four taxa of insects. Small mammals were the most common prey species, accounting for 75.8% by frequency and 79.7% by biomass, followed by birds (23.2% and 20.1%); the latter being rather an island component compared to continental regions. The House Mouse (Mus musculus) was the most important prey species in the owl’s diet (56.3%) ahead of the Wood Mouse (Αpodemus sylvaticus) (9.51%) and the Black Rat (Rattus rattus) (7.9%). The species proved to be a significant rodent predator in olive groves and vineyards during winter m ...
This study consists into two main parts. Τhe first focuses on the food ecology of Long-eared owl (Asio otus) and the second in habitat selection of the species. In the first part we analyzed the diet composition and dietary patterns of the Long-eared Owl (Asio otus) in Mediterranean agrosystems in central Crete (Greece) over the winters of 2009–2015. Overall, 2,819 prey items were recovered from 1,207 pellets, belonging to six taxa of mammals, 22 taxa of birds and four taxa of insects. Small mammals were the most common prey species, accounting for 75.8% by frequency and 79.7% by biomass, followed by birds (23.2% and 20.1%); the latter being rather an island component compared to continental regions. The House Mouse (Mus musculus) was the most important prey species in the owl’s diet (56.3%) ahead of the Wood Mouse (Αpodemus sylvaticus) (9.51%) and the Black Rat (Rattus rattus) (7.9%). The species proved to be a significant rodent predator in olive groves and vineyards during winter months, selecting Wood Mouse and young Black Rat more than expected.In the second part of this study, we analysed the home range size and habitat selection of 11 Long-eared Owls inside olive groves in the plain of central Crete using radio tracking data and remote sensing images. Six nominal scale and 11 landscape scale predictors were used for habitat selection analysis, using a maximum entropy approach. Home range size ranged between 337 and 969 ha while a 52% of home range overlap was observed suggesting that Long-eared Owls do not defend hunting territories. At the nominal scale, distance to potential roosts (trees) was the most important contributor to model performance, followed by vegetation heterogeneity. Furthermore, local heterogeneity of greenness was a better predictor than simply greenness at the presence location. At the landscape scale the amount of habitat openness significantly improved model performance. Incorporating landscape heterogeneity improved habitat selection prediction compared to using only discrete land cover classification. Results of our study pinpoint that although Long-eared Owls exhibit a wide range of habitat tolerance, they prefer mixed habitat conditions avoiding particularly open areas or dense olive plantations. The research has implications in the face of new reforms of European Common Agricultural policy which emphasised the importance of landscape structure in preserving biodiversity in agricultural areas of Europe.
περισσότερα