Το πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren (ΣΣ) είναι ένα σχετικά συχνό αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή του επιθηλίου των εξωκρινών αδένων, κυρίως των σιελογόνων και δακρυϊκών αδένων, με αποτέλεσμα την ξηρότητα των βλεννογόνων. Το ΣΣ εμφανίζει ευρύ κλινικό φάσμα που εκτείνεται από πάθηση περιορισμένη στους εξωκρινούς αδέ
ες (οργανοειδική εξωκρινοπάθεια), σε νόσημα με ποικίλες εξωαδενικές εκδηλώσεις (συστηματική νόσος στο 30% περίπου), έως στην ανάπτυξη μη-Hodgkin λεμφώματος (προερχόμενο συνήθως από τον λεμφικό ιστό που σχετίζεται με βλεννογόνους, τύπος MALT-NHL [Mucosa-Associated Lymphoid Tissue], στο 5% περίπου των ασθενών). Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών παρουσιάζουν κλινικο-εργαστηριακά χαρακτηριστικά που αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης λεμφώματος [ΣΣ τύπου-I, SS-I), σε αντιδιαστολή με την νόσο τύπου-II (SS-II, που δεν εμφανίζει δυσμενείς προγνωστικούς παράγοντες]. Η παθογένεια της νόσου παραμένει ασαφής, υπάρχουν ωστόσο πειραματικά δεδομένα που α ...d': '46579',
'item_year': '2019'
});
window.dataLayer.push({
'event': 'gtm_read-online',
'item_nd': '46579',
'item_year': '2019',
'item_subject': 'Ιατρική και Επιστήμες Υγείας'
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Το πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren (ΣΣ) είναι ένα σχετικά συχνό αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή του επιθηλίου των εξωκρινών αδένων, κυρίως των σιελογόνων και δακρυϊκών αδένων, με αποτέλεσμα την ξηρότητα των βλεννογόνων. Το ΣΣ εμφανίζει ευρύ κλινικό φάσμα που εκτείνεται από πάθηση περιορισμένη στους εξωκρινούς αδένες (οργανοειδική εξωκρινοπάθεια), σε νόσημα με ποικίλες εξωαδενικές εκδηλώσεις (συστηματική νόσος στο 30% περίπου), έως στην ανάπτυξη μη-Hodgkin λεμφώματος (προερχόμενο συνήθως από τον λεμφικό ιστό που σχετίζεται με βλεννογόνους, τύπος MALT-NHL [Mucosa-Associated Lymphoid Tissue], στο 5% περίπου των ασθενών). Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών παρουσιάζουν κλινικο-εργαστηριακά χαρακτηριστικά που αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης λεμφώματος [ΣΣ τύπου-I, SS-I), σε αντιδιαστολή με την νόσο τύπου-II (SS-II, που δεν εμφανίζει δυσμενείς προγνωστικούς παράγοντες]. Η παθογένεια της νόσου παραμένει ασαφής, υπάρχουν ωστόσο πειραματικά δεδομένα που αναδεικνύουν τη συμβολή τόσο της έμφυτης, όσο και της προσαρμοστικής ανοσίας στις φλεγμονώδεις αντιδράσεις που χαρακτηρίζουν την πάθηση. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, μελετήσαμε την διαχείριση των προϊόντων ιστικής καταστροφής στους ασθενείς με ΣΣ που ως γνωστόν συμμετέχουν στην επαγωγή φλεγμονωδών αποκρίσεων στο πλαίσιο της έμφυτης ανοσίας. Η απόπτωση αποτελεί το βασικότερο μηχανισμό προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου και κατέχει σημαντικό ρόλο κατά την εμβρυική ανάπτυξη των ιστών, αλλά και για την διατήρηση της ομοιόστασης τους. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα κύτταρα που αποπίπτουν υπόκεινται σε τροποποιήσεις με στόχο την ταχεία κάθαρση τους από τα επαγγελματικά φαγοκύτταρα, όπως τα μακροφάγα. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην παραγωγή αντι-φλεγμονωδών παραγόντων από τα φαγοκύτταρα οδηγώντας σε μια «ανοσολογικά σιωπηρή» απομάκρυνση των αποπτωτικών κυττάρων. Η γρήγορη και αποτελεσματική αποκομιδή των αποπτωτικών κυττάρων (γνωστή και ως “εφεροκυττάρωση”) αποτελεί μια απαραίτητη βιολογική διαδικασία, καθώς τα κύτταρα που παραμένουν αποπτωτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα προχωρούν σε κατάσταση «δευτερογενούς νέκρωσης» (όψιμη απόπτωση). Υπό αυτή τη μορφή, τα δευτερογενώς νεκρωτικά κύτταρα επάγουν φλεγμονώδεις αποκρίσεις μέσω της απελευθέρωσης ανοσογόνων ενδοκυττάριων συστατικών, συμπεριλαμβανομένων τροποποιημένων αυτοαντιγόνων και «σημάτων κινδύνου». Συνολικά, η απόπτωση και η εφεροκυττάρωση δρουν συντονισμένα για να ρυθμίσουν σύνθετες διαδικασίες, όπως η εμβρυογένεση, η ομοιοστασία των ιστών, η διατήρηση της ανοσολογικής ανοχής, η απομάκρυνση των κατεστραμμένων κυττάρων και η ρύθμιση της φλεγμονής. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένων των φλεγμονογόνων ιδιοτήτων των δευτερογενώς νεκρωμένων κυττάρων, η αναποτελεσματική απομάκρυνση των αποπτωτικών κυττάρων θεωρείται ότι εμπλέκεται στην παθογένεια ορισμένων παθήσεων. Μεταξύ αυτών, ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) αποτελεί την πρότυπη νόσο όπου η ελαττωματική αποκομιδή των αποπτωτικών κυττάρων από τα μακροφάγα πιστεύεται ότι επάγει χρόνιες αυτοάνοσες αποκρίσεις και χρόνια βλάβη των οργάνων-στόχων. Δεδομένων των ομοιοτήτων (ορολογικών, ανοσογενετικών και κλινικών) μεταξύ του ΣΕΛ και του ΣΣ, του σημαντικού ρόλου της απόπτωσης στην παθογένεση του ΣΣ και της συμμετοχής των μακροφάγων στην ανάπτυξη των λέμφο-επιθηλιακών βλαβών, ένας από τους αρχικούς στόχους της παρούσας διατριβής ήταν η μελέτη της ικανότητας των μακροφάγων των ασθενών με ΣΣ για φαγοκυττάρωση αποπτωτικών κυττάρων αλλά και για διαχείριση νεκρωτικού υλικού. Συγκριτικές μελέτες ανέδειξαν ότι περίπου οι μισοί ασθενείς με ΣΣ ή ΣΕΛ που μελετήθηκαν (αλλά κανένας από τους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα) παρουσίασαν ελαττωμένη ικανότητα φαγοκυττάρωσης αποπτωτικών κυττάρων από τα φαγοκύτταρα του περιφερικού αίματος. Δείξαμε ότι η διαταραχή αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην ανασταλτική επίδραση αυτοαντισωμάτων έναντι των αποπτωτικών κυττάρων, τα οποία ανευρέθηκαν αυξημένα στον ορών ασθενών με ΣΣ ή με ΣΕΛ και, όπως φάνηκε σε λειτουργικά πειράματα, ήταν ικανά να εμποδίζουν την φυσιολογική φαγοκυττάρωση αποπτωτικών κυττάρων. Μάλιστα, η ανασταλτική δράση του ορού αίματος των ασθενών με ΣΣ ή με ΣΕΛ ανευρέθηκε ότι εδράζεται στο κλάσμα ανοσοσφαιρίνης IgG και μάλιστα ότι συσχετίζεται γραμμικά με τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι των αποπτωτικών κυττάρων, καθώς και με την παρουσία υποσυμπληρωματιναιμίας C3 και C4 στους παραπάνω ασθενείς. Στην ελαττωματική φαγοκυττάρωση αποπτωτικών κυττάρων στο ΣΣ και στον ΣΕΛ δείξαμε ότι πιθανότατα συμβάλλει και η ενδογενής δυσλειτουργία των φαγοκυττάρων των ασθενών, όπως υποδεικνύεται από την μειωμένη ικανότητα των κυκλοφορούντων μονοκυττάρων, καθώς και των in-vitro διαφοροποιημένων μακροφάγων (monocyte-derived macrophages, MDM) των ασθενών για φαγοκυττάρωση μικροσφαιριδίων. Τα ευρήματα μας υποδεικνύουν ότι, κατά παρόμοιο τρόπο με τον ΣΕΛ, η ελαττωματική φαγοκυττάρωση χαρακτηρίζει το ΣΣ και πιθανότατα συμβάλλει στην παθογένεια των χρόνιων φλεγμονωδών αντιδράσεων.Προηγούμενα πειραματικά δεδομένα έχουν υποδείξει ότι οι ασθενείς με ΣΕΛ, εκτός από την ελαττωματική εφεροκυττάρωση, εμφανίζουν από την μία πλευρά ελαττωμένη αποδόμηση του υλικού των νεκρωμένων κυττάρων στον ορό του αίματος και από την άλλη πλευρά αυξημένη πρόσληψη από τα φαγοκύτταρα, γεγονότα που επίσης εμπλέκονται παθογενετικά στις χρόνιες φλεγμονώδεις αποκρίσεις που χαρακτηρίζουν αυτό το νόσημα. Στην βάση αυτή, μελετήσαμε την ορολογική ικανότητα των ορών αίματος ασθενών με ΣΣ να αποδομούν το υλικό νεκρών κυττάρων και το DNA, η οποία οφείλεται στην δραστικότητα της κυκλοφορούσας ενδονουκλεάσης DNase I. Καταρχήν δείξαμε ότι οι ασθενείς με ΣΣ εμφανίζουν σημαντικά αυξημένες ποσότητες νουκλεοσωμάτων και εξωκυττάριου DNA (cf-DNA) στο περιφερικό αίμα. Επιπλέον δείξαμε ότι συγκρινόμενοι με τους υγιείς δότες, οι οροί αίματος τόσο των ασθενών με ΣΣ, όσο και των ασθενών με ΣΕΛ (αλλά όχι αυτών με ρευματοειδή αρθρίτιδα) εμφανίζουν σημαντικά μειωμένη ικανότητα αποδόμησης νεκρωτικού υλικού και μειωμένη δραστικότητα της DNase Ι, η οποία μάλιστα σχετίζεται αντίστροφα με τους δείκτες ενεργότητας των παραπάνω νοσημάτων. Από την άλλη πλευρά, παρατηρήσαμε ότι οι ασθενείς με ΣΣ και ΣΕΛ (αλλά όχι αυτοί με ρευματοειδή αρθρίτιδα) εμφανίζουν σημαντικά αυξημένη φαγοκυττάρωση νεκρωτικού υλικού από τα μονοκύτταρα και τα κοκκιοκύτταρα του περιφερικού αίματος, γεγονός το οποίο συσχετιζόταν με την βαρύτητα των παραπάνω νοσημάτων. Είναι σημαντικό ότι οι οροί αίματος των ασθενών με ΣΣ ή με ΣΕΛ με χαμηλή ενεργότητα DNase Ι επήγαγαν την φαγοκυττάρωση νεκρωτικού υλικού από υγιή μονοκύτταρα. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, η αναστολή της DNase Ι σε δείγματα ορού αίματος υγιών δοτών (με την προσθήκη γ-ακτίνης) οδήγησε από την μια πλευρά σε σημαντικά μειωμένη αποδόμηση του νεκρωτικού υλικού και από την άλλη πλευρά σε σημαντικά αυξημένη φαγοκυττάρωσή του από υγιή φαγοκύτταρα. Τα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν τον σημαντικό φυσιολογικό ρόλο της DNase Ι τόσο στην αποδόμηση των εκλυόμενων προϊόντων των νεκρών κυττάρων, όσο και στον περιορισμό της πρόσληψης νεκρωτικού υλικού από τα κυκλοφορούντα φαγοκύτταρα και την επακόλουθη ενεργοποίηση τους. Επιπλέον, διαπιστώθηκε αυξημένη πρόσδεση της ολικής IgG ανοσοσφαιρίνης των ασθενών με ΣΣ και ΣΕΛ σε υλικό νεκρών κυττάρων, γεγονός το οποίο αφενός ανέστειλε σημαντικά τη φυσιολογική αποδόμηση του υλικού αυτού μετά από προσθήκη DNase Ι ή από δείγματα ορού αίματος υγιών μαρτύρων (φαινόμενο κάλυψης, shielding), και αφετέρου οδήγησε σε αυξημένη φαγοκυττάρωση του νεκρωτικού υλικού από υγιή μονοκύτταρα. Τα παραπάνω πειραματικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι μετά τη νέκρωση κυττάρων, το ανοσολογικό σύστημα των ασθενών με ΣΣ ή ΣΕΛ εκτίθεται σε σημαντικές ποσότητες υπολειμμάτων νεκρωμένων κυττάρων, γεγονός το οποίο φαίνεται ότι συμβάλλει σημαντικά στην γένεση των έντονων φλεγμονωδών αποκρίσεων που χαρακτηρίζει αυτά τα νοσήματα.Συνοπτικά, τα παραπάνω αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με ΣΣ εμφανίζουν α) ανώμαλη κάθαρση των αποπτωτικών κυττάρων από τα φαγοκύτταρα και β) μειωμένη αποδόμηση υπολειμμάτων νεκρωμένων κυττάρων από την DNαση I του ορού. Και οι δύο αυτές διαταραχές συνδέονται με την εμφάνιση αυξημένων ποσοτήτων νουκλεοσωμάτων και ελεύθερου εξωκυττάριου DNA (cf-DNA) στο περιφερικό αίμα. Στο πλαίσιο αυτό, στην συνέχεια μελετήσαμε κατά πόσο στους ασθενείς με ΣΣ υπάρχει συσσώρευση εξωπυρηνικού DNA στα μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος και εξωκυττάριου DNA στους σιελογόνους αδένες, καθώς και εάν αυτή η συσσώρευση οδηγεί στην ενεργοποίηση του συστήματος των φλεγμονοσωμάτων (inflammasomes) που αποτελούν κεντρικό μηχανισμό της έμφυτης ανοσίας. Τα φλεγμονοσώματα αποτελούν ομάδα πολυμοριακών πρωτεϊνικών συμπλοκών, η ενεργοποίηση των οποίων επάγει την έμφυτη ανοσιακή απόκριση, οδηγώντας στην ενεργοποίηση της κασπάσης-1 με συνέπεια την παραγωγή δραστικών μορφών των φλεγμονωδών κυτταροκινών IL-1β και IL-18, καθώς και την επαγωγή πυρόπτωσης που αποτελεί μια ιδιαίτερα φλεγμονογόνο μορφή αποπτωτικού θανάτου των κυττάρων. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα νουκλεϊκά οξέα και ποικίλα άλλα ενδογενή μόρια που ελευθερώνονται μετά την ιστική βλάβη, επάγουν την ενεργοποίηση των φλεγμονοσωμάτων, κατά παρόμοιο τρόπο με τα προϊόντα των παθογόνων μικροβίων.Με βάση αυτά τα πειραματικά δεδομένα, διερευνήσαμε τα επίπεδα ενεργοποίησης των φλεγμονοσωμάτων στον ορό, στα μονοπύρηνα κύτταρα του περιφερικού αίματος, καθώς και σε δείγματα από ελάσσονες σιελογόνους αδένες προερχόμενα από ομάδες ασθενών με ΣΣ με ποικίλης βαρύτητας νόσο. Για τον σκοπό αυτό, στην μελέτη συμπεριελήφθησαν ομάδες α) ασθενών με ήπια νόσο, β) ασθενών με παράγοντες υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση λεμφώματος, καθώς και γ) ασθενών που είχαν ήδη εμφανίσει λέμφωμα μη-Hodgkin (λέμφωμα τύπου ΜALT-NHL). Οι ασθενείς με ΣΣ με παράγοντες υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση λεμφώματος, καθώς και η ομάδα ασθενών που είχαν ήδη εμφανίσει λέμφωμα εξέφραζαν: α) υψηλά επίπεδα ελεύθερου κυκλοφορούντος DNA στον ορό του αίματος (cell-free DNA, cf-DNA), β) σημαντική συσσώρευση εξωπυρηνικού DNA στα περιφερικά μονοκύτταρα και στους σιελογόνους αδένες, γ) ενεργοποίηση γονιδίων σχετιζόμενων με το μονοπάτι του NLRP3 φλεγμονοσώματος στα περιφερικά μονοκύτταρα, και δ) σημαντικά αυξημένα επίπεδα της κυτταροκίνης IL-18 και της πρωτεΐνης ASC στον ορό του αίματος τους. Σε αυτούς τους ασθενείς, τα κυκλοφορούντα μονοκύτταρα εμφάνιζαν ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος NLRP3 και αυξημένη απόκριση σε παράγοντες που επάγουν το φλεγμονόσωμα NLRP3. Παράλληλα, στους σιελογόνους αδένες των ασθενών, τα διηθούντα μακροφάγα εμφάνιζαν επίσης σημεία ενεργοποίησης του NLRP3 και πυρόπτωση. Επιπλέον δείξαμε ότι τα νουκλεϊκά οξέα που κυκλοφορούν στο περιφερικό αίμα των ασθενών με ΣΣ έχουν ιδιαίτερα φλεγμονογόνες ιδιότητες, δεδομένου ότι είναι ικανά να πυροδοτούν την ενεργοποίηση των φλεγμονοσωμάτων NLRP3 και AIM2 σε υγιή μονοκύτταρα. Η συσσώρευση φλεγμονογόνων μορίων DNA φυσιολογικά αναστέλλεται από την δράση δεοξυριβονουκλεασών που δρουν στον ορό (DNase Ι), το κυτταρόπλασμα (TREX1/ DNase III) και τα λυσοσώματα (DNase II). Οι αναλύσεις μας επιβεβαίωσαν την ελαττωμένη δραστικότητα DNase I στον ορό του αίματος των ασθενών με ΣΣ, σε συμφωνία με τις προηγούμενες παρατηρήσεις μας, ενώ επιπλέον υπέδειξαν την μειωμένη έκφραση της DNase II στα μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος τους. Μάλιστα, οι παραπάνω διαταραχές συσχετίσθηκαν αντίστροφα με ποικίλους δείκτες ενεργοποίησης του φλεγμονοσώματος στο περιφερικό αίμα των ασθενών. Επιπλέον, βρέθηκε ότι η αποσιώπηση του γονιδίου της DNase II σε υγιή μονοκύτταρα οδηγεί στην αύξηση του κυτταροπλασματικού DNA και την επαγωγή γονιδίων που σχετίζονται με την ενεργοποίηση των φλεγμονοσωμάτων και την κασπάση-1. Συμπερασματικά, η σοβαρή μορφή του συνδρόμου Sjögren χαρακτηρίζεται από συστημική ενεργοποίηση του NLRP3 φλεγμονοσώματος γεγονός που συνδέεται με την εκτεταμένη εξωπυρηνική συσσώρευση φλεγμονογόνων μορίων DNA, μη επαρκώς αποδομημένων από την δράση της DNase I στον ορό του αίματος και της DNase II στα μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος των ασθενών. Τα ευρήματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην ανάδειξη νέων βιοδεικτών και νέων θεραπευτικών στόχων για το ΣΣ.Πολλαπλές προηγούμενες μελέτες από την ερευνητική μας ομάδα έχουν υποδείξει ότι τα επιθηλιακά κύτταρα των πόρων των σιελογόνων αδένων των ασθενών με ΣΣ διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των φλεγμονωδών αποκρίσεων τόσο στους ιστούς των σιελογόνων αδένων, όσο και συστημικά. Το γεγονός αυτό έχει καλά αναδειχθεί σε συγκριτικές μελέτες ασθενών με ΣΣ και μαρτύρων (ατόμων χωρίς ΣΣ), τόσο σε ιστούς σιελογόνων αδένων, όσο και σε καλλιεργημένες μη-νεοπλασματικές σειρές επιθηλιακών κυττάρων σιελογόνων αδένων (ΕΚΣΑ, πορικού τύπου). Ειδικότερα, η (από 20ετίας περίπου) ανάπτυξη και χρησιμοποίηση μιας ειδικής και επαναλήψιμης τεχνικής στο εργαστήριο μας για την μακρόχρονη καλλιέργεια μη-νεοπλαστικών επιθηλιακών ΕΚΣΑ επέτρεψε την μελέτη της φυσιολογίας των κυττάρων αυτών, καθώς και την ανάδειξη του σημαντικού ρόλου που αυτά κατέχουν στην παθογένεια του συνδρόμου Sjögren.Στην παρούσα διατριβή, ερευνήσαμε την έκφραση και λειτουργία του υποδοχέα PPARγ (peroxisome proliferator-activated receptor gamma) στα επιθηλιακά κύτταρα των ασθενών με ΣΣ. Ο υποδοχέας PPARγ είναι ένας πυρηνικός μεταγραφικός παράγοντας του οποίου η ενεργοποίηση του έχει συσχετιστεί μεταξύ των άλλων με την καταστολή κυτταρικών φλεγμονωδών αποκρίσεων (αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες). Η μελέτη των ιστών σιελογόνων αδένων ανέδειξε σημαντική υποέκφραση της πρωτεΐνης PPARγ στα επιθήλια των πόρων των ασθενών, γεγονός το οποίο συσχετιζόταν με την βαρύτητα των λεμφοκυτταρικών διηθήσεων. Από την άλλη πλευρά, στις καλλιεργημένες σειρές ΕΚΣΑ των ασθενών με ΣΣ ανευρέθη σημαντικά μειωμένη ενδογενής έκφραση του γονιδίου και της πρωτεΐνης PPARγ, των γονιδίων-στόχων αυτής, καθώς επίσης και σημαντικά μειωμένη ικανότητα δέσμευσης του μορίου PPARγ στις DNA-ακολουθίες στόχους. Η μειωμένη δραστικότητα του PPARγ στις σειρές ΕΚΣΑ των ασθενών συσχετίσθηκε αιτιολογικά με την ενδογενή ενεργοποίηση του μεταγραφικού παράγοντα NF-κΒ και της αυξημένης ενδογενούς σηματοδότησης μέσω της κυτταροκίνης IL-1β, και επιπλέον συσχετίσθηκε με τις σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου. Επιπλέον, δείξαμε ότι η in-vitro διέγερση του PPARγ (με ειδικά μόρια-αγωνιστές του υποδοχέα αυτού) σε σειρές ΕΚΣΑ μαρτύρων οδήγησε σε μειωμένη ενεργοποίηση του NF-kB και προστάτευσε από τον αποπτωτικό θάνατο που επάγεται από φλεγμονογόνους διεγέρτες. Μάλιστα, η in-vitro ενεργοποίηση του PPARγ στις σειρές ΕΚΣΑ προερχόμενες από ασθενείς με ΣΣ φάνηκε ικανή να μειώσει την ενδογενή ενεργοποίηση των κυττάρων αυτών. Μάλιστα στις σειρές αυτές, η φαρμακολογική καταστολή των μονοπατιών της IL-1β ή του NF-κΒ οδήγησε στην αποκατάσταση της έκφρασης του PPARγ. Συμπερασματικά, τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι ο ενδοκυττάριος αντιφλεγμονώδης παράγοντας PPARγ εμφανίζει εγγενώς μειωμένη έκφραση στο επιθήλιο των πόρων των σιελογόνων αδένων των ασθενών με έντονες λεμφοκυτταρικές διηθήσεις στους ιστούς αυτούς και σοβαρή κλινική μορφή της νόσου, πιθανότατα μέσω της χρόνιας ενδογενούς ενεργοποίησης του NF-κΒ στα κύτταρα αυτά και της αυτοκρινούς επίδρασης της IL-1β που παράγεται. Τα αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα των αγωνιστών του PPARγ στις in-vitro μελέτες, αλλά και των αναστολέων της IL-1β και του NF-kB υποδεικνύουν τις φαρμακευτικές αυτές ουσίες ως υποψήφιους θεραπευτικούς παράγοντες σε μελλοντικές κλινικές μελέτες του ΣΣ. Τα παραπάνω αποτελέσματά μας ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τον κεντρικό ρόλο των ενεργοποιημένων επιθηλιακών κυττάρων των ασθενών με ΣΣ, όχι μόνο στην παθογένεση των λεμφοεπιθηλιακών βλαβών στους σιελογόνους αδένες, αλλά και στην ανάπτυξη των σοβαρών συστημικών εκδηλώσεων της νόσου, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης Β-κυτταρικού λεμφώματος. Στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής, η συγκριτική ανάλυση του μεταγραφώματος σε σειρές ΕΚΣΑ από ασθενείς με ΣΣ και μάρτυρες-νόσου υπέδειξε τη διαταραχή ποικίλων μονοπατιών σηματοδότησης που σχετιζόταν με την ανάπτυξη φλεγμονής και τον μεταβολισμό, οι οποίες μάλιστα ήταν πιο έντονες σε αυτές που προέρχονται από ασθενείς με σοβαρές ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις στις βιοψίες των σιελογόνων αδένων τους. Μεταξύ άλλων, οι αναλύσεις του μεταγραφώματος ανέδειξαν την ενδογενή ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος στις κυτταρικές σειρές των ασθενών, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανεύρεση της ενεργοποιημένης μορφής της πρωτεΐνης κασπάσης-1 και της υψηλής αυθόρμητης παραγωγής της κυτταροκίνης IL-1β από αυτά τα κύτταρα. Στην τελευταία εργασία της παρούσας διατριβής, μελετήθηκε ο βαθμός ενεργοποίησης των φλεγμονοσωμάτων στα επιθηλιακά κύτταρα των ασθενών με ΣΣ, καθώς και οι πιθανοί μηχανισμοί ενεργοποίησής τους. Η συγκριτική ανάλυση σειρών ΕΚΣΑ και ιστικών δειγμάτων σιελογόνων αδένων ανέδειξε την ενδογενή ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος AIM2 στα πορικά επιθηλιακά κύτταρα των ασθενών με ΣΣ. Επιπλέον ανευρέθηκε οτι η ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος AIM2 στα επιθηλιακά κύτταρα συσχετιζόταν με την παρουσία έντονων κυτταροπλασματικών συσσωρεύσεων κατεστραμμένου DNA (damaged DNA), οι οποίες από την άλλη πλευρά συσχετιζόταν με ελλαττωματική έκφραση και λειτουργία της κυτταροπλασματικής DNase I στα κύτταρα των ασθενών. Συνολικά, τα αποτελέσματα αυτά παρέχουν μια μηχανιστική εξήγηση για την χρόνια ενδογενή ενεργοποίηση που χαρακτηρίζει τα επιθήλια των σιελογόνων αδένων των ασθενών με ΣΣ, η οποία πιθανότατα πρωτογενώς οφείλεται στην αδόκιμη ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος AIM2 από κυτταροπλασματικές συσσωρεύσεις κατεστραμμένου DNA, οι οποίες με την σειρά τους οφείλονται σε ελαττωματική αποδόμηση του από την ενδοκυττάρια DNase I. Μεταξύ των άλλων, τα ευρήματα αυτά πιθανότατα υποδεικνύουν νέους βιοδείκτες για την διάγνωση και παρακολούθηση των ασθενών με ΣΣ, καθώς και ενδεχόμενους νέους θεραπευτικούς στόχους για το νόσημα.