Περίληψη
Η έρευνα με αντικείμενο τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια έθεσε δύο βασικούς στόχους, πρώτον, να μελετήσει τις συνέχειες και ασυνέχειες στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συγκροτήματος και, δεύτερον, την κινητικότητα και κοινωνικότητα των αποφοίτων του διδασκαλείου στη διάρκεια λειτουργίας των Αρχιγενείων αλλά και μετά το τέλος της ως το 1949 (έτος ίδρυσης του τρίτου κατά σειρά συλλόγου από απόφοιτες των Αρχιγενείων). Τα ερευνητικά δεδομένα προέρχονται από όλο το φάσμα του τεκμηριωτικού υλικού που ανέδειξε το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νέα ιστοριογραφία: γραπτές και μη γραπτές πηγές (οπτικές, προφορικές, κατάλοιπα υλικού πολιτισμού), όπου ακόμη και η απουσία πηγών θεωρείται ένα είδος ψευδούς πηγής για τα ερωτήματα που υποβάλλει. Τα δεδομένα αυτά ερμηνεύονται με την εφαρμογή της αρχής της τεκμηρίωσης ή της διαψευσιμότητας και τη συνδρομή συμπερασμάτων και θεωριών και από άλλες επιστήμες εκτός της κοινωνικής και της πολιτισμικής ιστορίας, όπως της ιστορίας της επικοινωνίας και της νομικής ε ...
Η έρευνα με αντικείμενο τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια έθεσε δύο βασικούς στόχους, πρώτον, να μελετήσει τις συνέχειες και ασυνέχειες στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συγκροτήματος και, δεύτερον, την κινητικότητα και κοινωνικότητα των αποφοίτων του διδασκαλείου στη διάρκεια λειτουργίας των Αρχιγενείων αλλά και μετά το τέλος της ως το 1949 (έτος ίδρυσης του τρίτου κατά σειρά συλλόγου από απόφοιτες των Αρχιγενείων). Τα ερευνητικά δεδομένα προέρχονται από όλο το φάσμα του τεκμηριωτικού υλικού που ανέδειξε το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νέα ιστοριογραφία: γραπτές και μη γραπτές πηγές (οπτικές, προφορικές, κατάλοιπα υλικού πολιτισμού), όπου ακόμη και η απουσία πηγών θεωρείται ένα είδος ψευδούς πηγής για τα ερωτήματα που υποβάλλει. Τα δεδομένα αυτά ερμηνεύονται με την εφαρμογή της αρχής της τεκμηρίωσης ή της διαψευσιμότητας και τη συνδρομή συμπερασμάτων και θεωριών και από άλλες επιστήμες εκτός της κοινωνικής και της πολιτισμικής ιστορίας, όπως της ιστορίας της επικοινωνίας και της νομικής επιστήμης για τη δημόσια εικόνα, της πολιτικής θεωρίας για τα γλωσσικά δικαιώματα και της φεμινιστικής φιλοσοφίας για τον εαυτό/εαυτούς. Τα Αρχιγένεια συν-ιδρύθηκαν από τον καθηγητή της Αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής Σαράντη Αρχιγένη και τη σύζυγό του Ελένη στη γενέτειρα του πρώτου, τους Επιβάτες της (Ανατολικής) Θράκης. Η ίδρυσή τους είναι εμπνευσμένη από τις διαφωτιστικές ιδέες της προόδου δια μέσου της παιδείας και της συμμετοχής όλων των ατόμων, ανεξαιρέτως κοινωνικής καταγωγής, σε αυτήν, και αποσκοπούσε να συμβάλλει στις διαδικασίες εκσυγχρονισμού και εθνικής συγκρότησης της ελληνορθόδοξης κοινότητας στο πλαίσιο της οθωμανικής μεταρρυθμιστικής κίνησης. Τα Αρχιγένεια συμπεριλάμβαναν συγκρότημα θηλέων 5 στρεμμάτων με τέσσερα κτίρια, Παρθεναγωγείο, Ναό, Ορφανοτροφείο-Οικοτροφείο και Νηπιαγωγείο, και συγκρότημα αρρένων 35 στρεμμάτων με δύο κτίρια, Γυμνάσιο Αρρένων με ορφανοτροφείο-οικοτροφείο και την Αρχιγένειο Οικία για τη διαμονή των διευθυντών. Η λειτουργία των Αρχιγενείων υπήρξε συνεχής και πολυκύμαντη. Αλλά η συνέχεια αφορά στο ένα σκέλος του εκπαιδευτικού συγκροτήματος, το συγκρότημα των θηλέων, το οποίο λειτούργησε από την ίδρυσή του το 1857 ως το 1922, γεγονός που το καθιστά ένα από τα παλαιότερα και μακροβιότερα εκπαιδευτήρια της ελληνορθόδοξης κοινότητας, ενώ το συγκρότημα των αρρένων έπαυσε να λειτουργεί είκοσι έξι χρόνια μετά την ίδρυσή του (1868-1894) και το σύνολο της περιουσίας του μεταβιβάστηκε στο συγκρότημα των θηλέων. Η λειτουργία δηλαδή των Αρχιγενείων καθορίσθηκε από τομές, που επηρέασαν, εκτός από τη δομή, τη διοίκηση και τον τρόπο λειτουργίας, ακόμη και την (ευρεία) φήμη του συγκροτήματος. Συνεπώς, τα Αρχιγένεια γνώρισαν διαφορετικές διοικήσεις και τρόπους λειτουργίας (με διαφορετικό αριθμό επιμέρους εκπαιδευτηρίων σε λειτουργία σε κάθε διοικητική περίοδο): την «αρχιγένειο διοίκηση» (1857-1892), κατά την οποία λειτούργησαν ως εκπαιδευτικό ίδρυμα που συνδιαλέγεται με το γαλλικό κυρίως εκπαιδευτικό σύστημα, την «πατριαρχική» (1892-1921), κατά την οποία λειτούργησαν ως ανώτερο εθνικό ίδρυμα, και εκείνη της «Ελληνικής Πολιτικής Διοίκησης Θράκης» ([1919]1921-1922), όταν το ίδρυμα λειτούργησε κατά το πρότυπο του Αρσακείου Παρθεναγωγείου/Διδασκαλείου. Επίσης, η πρόσληψη του έργου που επιτελούσαν τα Αρχιγένεια δεν υπήρξε σταθερή: θετική δημόσια εικόνα και ευρεία φήμη κατά την «αρχιγένειο διοίκηση», που μεταβλήθηκαν, από το τέλος της ίδιας περιόδου, σε αμφιλεγόμενη δημόσια εικόνα και περιορισμένη φήμη στη σύγχρονή τους ιστοριογραφία αλλά και τη νεότερη. Η λειτουργία των Αρχιγενείων καθορίσθηκε επίσης από βίαιες ρήξεις, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων του Α΄ Βαλκανικού και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσαν παύσεις της λειτουργίας του συγκροτήματος αλλά και έντονη κινητοποίηση για την επαναλειτουργία τους.Κατά τη διάρκεια των διαφορετικών διοικήσεων, σταθερά υπήρξαν κάποια γνωρίσματα του εκπαιδευτικού τους χαρακτήρα, όπως o συνεχής διάλογος με ευρωπαϊκά παιδαγωγικά ή μουσικά ρεύματα και η προσήλωση στην εκκλησιαστική μουσική, ο πρακτικός προσανατολισμός των σπουδών και η δωρεάν εκπαίδευση ορφανών μαθητριών αλλά και μαθητριών όλων των κοινωνικών στρωμάτων, η οποία, μετά την επιβολή διδάκτρων σε εύπορες μαθήτριες, αφορούσε μαθήτριες οικονομικά αδύναμων οικογενειών, οι οποίες ήταν πάντοτε περισσότερες και εκείνες που συνήθως ακολουθούσαν το επάγγελμα της δασκάλας ή/και της νηπιαγωγού. Η αναπαραγωγή της κοινωνικής ιεραρχίας στα Αρχιγένεια γινόταν δια του προσανατολισμού σε διαφορετικές κατευθύνσεις σπουδών: απολυτήριο γυμνασίου για τα κορίτσια εύπορων οικογενειών και διδασκαλικό πτυχίο για τα υπόλοιπα. Ο πρακτικός προσανατολισμός των Αρχιγενείων και η καταγωγή των μαθητριών από τα οικονομικά αδύναμα κοινωνικά στρώματα προσδιόρισαν το ιδιαίτερο ήθος/habitus των αποφοίτων του διδασκαλείου των Αρχιγενείων, που εκδηλωνόταν με την αποδοχή θέσεων διδασκαλίας σε σχολεία της περιφέρειας και σε ιδιαίτερα απομακρυσμένες από το κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, περιοχές, και επηρέασε την κινητικότητα αλλά και την κοινωνικότητά τους.Το δίκτυο κινητικότητάς τους επεκτάθηκε σταδιακά προς κάθε κατεύθυνση: δυτικά ως την Αδριατική, βόρεια ως τη νότια Ρωσία, ανατολικά πέρα από τον Πόντο και νότια ως την Αίγυπτο, με εξαίρεση τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, στα οποία κυριαρχούσε και εκπαιδευτικά η πόλη της Σμύρνης. Η εξέταση του θρακικού και μικρασιατικού (βόρειου και κεντρικού) τμήματος του δικτύου, στα οποία επικεντρώθηκε η μελέτη αυτή, ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την κεντρικότητα του δικτύου λόγω της συγκέντρωσης αποφοίτων διαθέσιμων για εργασία σε έναν τόπο (τους Επιβάτες, το Ξάστερο και άλλους γειτονικούς οικισμούς), που έφερνε κατά κάποιο τρόπο πιο κοντά την περιοχή της Μικράς Ασίας με την αποστολή δημογερόντων για την επιλογή διδασκαλικού προσωπικού. Η εξέταση αυτή ανέδειξε επίσης και τις ιδιαιτερότητες του κάθε τμήματος, δηλαδή τις μυστικές οδούς αποστολής αποφοίτων του διδασκαλείου των Αρχιγενείων προς σλαβόφωνες συνοικίες και χωριά του θρακικού τμήματος του δικτύου κατά τη διάρκεια του αντιβουλγαρικού αγώνα και τη διπλή λειτουργία του μικρασιατικού τμήματος του δικτύου στις τουρκόφωνες περιοχές: εκπαιδευτική ή/ και γαμήλια. Η κοινωνικότητα μελετήθηκε από την οικοδόμηση αυτοεκτίμησης ως την άσκηση της αυτονομίας των αποφοίτων λαμβάνοντας υπόψη τα «πορτρέτα» αποφοίτων που καταρτίσθηκαν με βάση υπάρχουσες πηγές και τη βοήθεια των οικογενειών τους. Πιο συγκεκριμένα, η αυτοεκτίμηση των αποφοίτων οικοδομείται δια της εισόδου στη συλλογικότητα των «αρχιγενίδων» και του τρόπου προβολής των ιδρυτών ως προτύπων της συλλογικότητας, καθώς εκτός από πρότυπα φιλανθρωπίας και κοινωνικής προσφοράς, προβάλλονται και ως νεωτερικά πρότυπα: ο «ταπεινής» καταγωγής Σαράντης Αρχιγένης προβάλλεται ως πρότυπο φιλομάθειας και προσωπικού αγώνα για μάθηση, όπως και πρότυπο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, ενώ η «αριστοκρατικής» καταγωγής Ελένη Αρχιγένους ως ένας τύπος της νέας γυναίκας με ικανότητα να εμπνέει, να επωμίζεται πολλαπλούς ρόλους και να λειτουργεί αυτόνομα. Όσο για την άσκηση της αυτονομίας, οι απόφοιτες του διδασκαλείου, επιθυμώντας να παραμείνουν στο επάγγελμα από αρκετά νωρίς (ο αριθμός αυτών που επιθυμούσαν να παραμείνουν στο επάγγελμα άρχισε να αυξάνει από τα τέλη της ιδρυτικής περιόδου 1857-1873), όταν εθιμικός κανόνας ήταν η απομάκρυνση από αυτό μετά τον γάμο, βρέθηκαν από νωρίς στη δίνη του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Οι χώροι αυτοί, κατά την πατριαρχική αντίληψη, είναι διακριτοί, ο πρώτος για τις γυναίκες και ο δεύτερος για τους άνδρες, και έπρεπε οι απόφοιτες του διδασκαλείου των Αρχιγενείων να αναπτύξουν τις δικές τους στρατηγικές για να παραμείνουν στον δημόσιο χώρο. Τα στοιχεία που αφορούν στην ανταπόκριση των αποφοίτων στις απαιτήσεις ιδιωτικού-δημόσιου χώρου καταγράφουν ατομικές και συλλογικές προσπάθειες για υπέρβαση των περιορισμών με πολύμορφες προσαρμογές: προσωρινή αποχή από το επάγγελμα, συνδυασμός έγγαμης ζωής και διδασκαλικού επαγγέλματος, αποφυγή δημιουργίας προσωπικής οικογένειας, συλλογική παρέμβαση πριν και μετά το 1922.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This doctoral research on the Archigeneion Institute (1857-1922) had two main aims: firstly, studying the continuities and discontinuities in the operation of the school during its lifespan, and secondly, examining the mobility and sociability of the teaching academy graduates during this period and beyond until 1949 (when the third association established by Archigeneion graduates was founded). The research data are drawn from the full range of sources emerging from the transition from traditional to modern historiography, written and other (visual, oral and relics of material culture), where even the absence of sources is regarded as a false source for the questions raised. These data are interpreted through the application of the documentation principle, supported by theories and conclusions drawn not only from social and cultural history, but also from disciplines such as the history of communication and legal science concerning the public image, political theory on language rights ...
This doctoral research on the Archigeneion Institute (1857-1922) had two main aims: firstly, studying the continuities and discontinuities in the operation of the school during its lifespan, and secondly, examining the mobility and sociability of the teaching academy graduates during this period and beyond until 1949 (when the third association established by Archigeneion graduates was founded). The research data are drawn from the full range of sources emerging from the transition from traditional to modern historiography, written and other (visual, oral and relics of material culture), where even the absence of sources is regarded as a false source for the questions raised. These data are interpreted through the application of the documentation principle, supported by theories and conclusions drawn not only from social and cultural history, but also from disciplines such as the history of communication and legal science concerning the public image, political theory on language rights, and the feminist philosophy of the self /selves. The Archigeneion Institute was co-founded by Professor Sarantis Archigenis of the Imperial School of Medicine and his wife Eleni in his birthplace, Epivates in (Eastern) Thrace. It was inspired by the Enlightenment ideals of progress through education and the participation of all individuals, regardless of social origin, and aimed to contribute to the modernization and nation-building of the Greek Orthodox community in the context of the Ottoman reform movement. The Archigeneion Institute consisted of a 0.5-hectare girls’ complex of four buildings – Girls’ School, Church, Orphanage/Boarding School and Nursery – and a 3.5-hectare boys’ complex of two buildings: a Boys’ High School taking orphans and boarders, and the Archigenis Residence for the school directors. The school’s operation was uninterrupted and turbulent. However, this continuity only applies to the girls’ complex, which operated from its establishment to 1922, making it one of the oldest and longest-running schools of the Greek-Orthodox community; the boys’ complex ceased to operate 26 years after its establishment and its property was transferred to the girls’ complex. Thus the operation of the Archigeneion Institute was subject to radical changes which affected not only its structure but also its administration and the schooling provided, and even the extensive reputation of the school. Consequently, the school was subject to a series of different administrative schemes and schooling methods (with varying numbers of buildings operational in each): the Archigenis family administration (1857-1892), mainly influenced by the French educational system; the Patriarchal administration (1892-1921), during which the school was a national higher institute of education; and the administration of the Greek Civil Administration of Thrace ([1919]1921-1922), when it was modeled on the Arsakeion Girls’ School of Athens. The perception of the educational work carried out by the Archigeneion Institute also changed: its positive public image and wide reputation during the Archigenis family administration declined towards the end of the same period, making its public image ambiguous, and reducing its reputation in both contemporary and later historiography. The Archigeneion Institute experienced violent rifts during the First Balkan War and the First World War, interrupting its operation, but also intensive mobilization for its reopening. Some educational characteristics remained stable over the different administration periods: the continuous dialogue with the European pedagogical and musical currents, the devotion to church music, the practical focus of the school. Another lasting feature was the free education of orphans and girls of all social strata, and, following the imposition of tuition fees on girls from affluent families, the free education of lower-class girls, who were always more numerous and those who usually entered the teaching profession. The social hierarchy was steadily maintained through the different goals of each class: high-school diplomas for the affluent girls and teaching diplomas for the rest. The practical focus of the school and the lower social status of the teaching academy graduates defined the special ethos/habitus of the graduates, demonstrated in their acceptance of teaching positions in schools of the periphery no matter how far they were from Istanbul, thereby affecting both their mobility and their sociability. The network of their mobility gradually extended in every direction: west to the Adriatic Sea, north to Southern Russia, east past the Black Sea and south to Egypt, with the exception of Western Asia Minor, where the city of Smyrna dominated in the educational field. The present study focused on the Thracian and Asia Minor (north-central) part of the network, revealing, inter alia, the centrality of the network due to the concentration of graduates available for work in a single place (Epivates, Xastero and other neighboring villages). This brought the Asia Minor region closer in a way, as community elders were sent to select teachers to work in their areas. The study also revealed the distinctive features of each region: the secret routes by which graduates were sent to Slavic-speaking districts and villages in the Thracian part of the network during the anti-Bulgarian struggle, and the double function of the network in the Turkish-speaking Orthodox areas of the Asia Minor sector: professional and/or for the purpose of marriage. Sociability was studied from the building of the graduates’ self-esteem to their exercise of autonomy, taking into account the “portraits” of graduates assembled based on the available sources and with the assistance of their families. Specifically, the graduates’ self-esteem was built through their entrance into the community of Archigeneion graduates (“Archigenides”) and the way in which the founders were promoted as models of that community. This was not simply for their charitable deeds and their contribution to society, but also as models of the modernist self: Sarantis Archigenis, a man of “humble” origins, was praised for his love of learning and his personal struggle to educate himself, and also as a model of social and economic betterment, while Eleni Archigenous, of “aristocratic” family, was a model of the new woman, capable of providing inspiration, assuming multiple roles and operating independently. As regards the exercise of autonomy, the graduates of the teaching academy, many of whom wished to remain in the profession from an early stage (their numbers began to increase from the end of the 1875-1873 founding period), at a time when it was customary for women to stop teaching after marriage, soon found themselves plunged in the vortex of private and public space. These spaces, in the patriarchal view, are separate, the former for women and the latter for men, and the graduates of the Archigeneion Institute had to develop their own strategies in order to remain in the public space. The data on the graduates' response to the requirements of private and public space record individual and collective efforts to overcome the limitations by means of multiform adaptations: temporary non-participation in the profession, combining married life with teaching, avoiding creating their own families, and collective intervention before and after 1922.
περισσότερα