Περίληψη
Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στους έχοντες μεγαλύτερη θεωρητική επεξεργασία μεταξύ των σύγχρονων «λόγων» του από πολεμική σκοπιά χαρακτηρισθέντος «στρατοπέδου/ κουλτούρας των underdogs» (αδόκιμες μεταφράσεις που έχουν κατατεθεί στη βιβλιογραφία για τον όρο underdogs: των υποχωρούντων, των παρωχημένων, των υπόσκυλων). Η μελέτη επιχειρεί να εξετάσει αυτές τις θεωρητικές αποχρώσεις με τους δικούς τους όρους και, στη συνέχεια, να τις αξιολογήσει μέσω του ερμηνευτικού φακού της κριτικής γεωπολιτικής, της μετα-εκκοσμίκευσης και των μετα-αποικιακών σπουδών. Η μελέτη ξεκινά με την εξέταση της αφήγησης περί «πολιτισμικού δυϊσμού» που έχει διατυπωθεί και υποστηριχθεί από αρκετούς διανοούμενους της ελλαδικής τέχνης της κρατικής διακυβέρνησης (statecraft), η οποία αναγνωρίζεται εδώ ως μια ουσιαστικά οριενταλιστική αφήγηση, που περιλαμβάνει έναν ιδιόμορφο «ελληνικό νεο-οριενταλισμό» (νεο- με την έννοια μιας συγκεκριμένης μετάλλαξης στο οριενταλιστικό βλέμμα, σύμφωνα με την οποία είναι ο λαός και η ...
Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στους έχοντες μεγαλύτερη θεωρητική επεξεργασία μεταξύ των σύγχρονων «λόγων» του από πολεμική σκοπιά χαρακτηρισθέντος «στρατοπέδου/ κουλτούρας των underdogs» (αδόκιμες μεταφράσεις που έχουν κατατεθεί στη βιβλιογραφία για τον όρο underdogs: των υποχωρούντων, των παρωχημένων, των υπόσκυλων). Η μελέτη επιχειρεί να εξετάσει αυτές τις θεωρητικές αποχρώσεις με τους δικούς τους όρους και, στη συνέχεια, να τις αξιολογήσει μέσω του ερμηνευτικού φακού της κριτικής γεωπολιτικής, της μετα-εκκοσμίκευσης και των μετα-αποικιακών σπουδών. Η μελέτη ξεκινά με την εξέταση της αφήγησης περί «πολιτισμικού δυϊσμού» που έχει διατυπωθεί και υποστηριχθεί από αρκετούς διανοούμενους της ελλαδικής τέχνης της κρατικής διακυβέρνησης (statecraft), η οποία αναγνωρίζεται εδώ ως μια ουσιαστικά οριενταλιστική αφήγηση, που περιλαμβάνει έναν ιδιόμορφο «ελληνικό νεο-οριενταλισμό» (νεο- με την έννοια μιας συγκεκριμένης μετάλλαξης στο οριενταλιστικό βλέμμα, σύμφωνα με την οποία είναι ο λαός και η χώρα του ίδιου του οριενταλιστή που προσδιορίζεται με οριενταλιστικό τρόπο).Ό,τι έχει περιγραφεί από πολεμική σκοπιά ως «νεο-ορθόδοξο κίνημα» στην Ελλάδα, καθώς και οι θεωρητικοί εκ των πρωταγωνιστών του, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, ξεδιαλέγεται σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι πιο θεωρητικά επεξεργασμένες αποχρώσεις μεταξύ των «υποχωρούντων/παρωχημένων». Αναγνωρίζεται ότι αυτές οι ιδέες σχετίζονται αιτιωδώς με τις εξελίξεις στην ελληνική θεολογία του εικοστού αιώνα, οι οποίες στη συνέχεια εξετάζονται. Παρατίθεται μια ανάλυση της Νεορθοδοξίας και των ιδεών του Γιανναρά και του Ζιάκα, καταλήγοντας σε μια αντιπαραβολή τους με την προσέγγιση της κριτικής γεωπολιτικής και της μετα-εκκοσμίκευσης. Τα συμπεράσματα της μελέτης περιλαμβάνουν τη διαπίστωση ότι, παρά τις όποιες ελλείψεις τους, οι υπό συζήτηση θεωρητικοί μπορούν να θεωρηθούν ως υποκείμενα, όχι απλώς ως αντικείμενα, μιας κριτικής γεωπολιτικής, ως διανοούμενοι αντίθετοι με τις πολιτικές προβολές της ελλαδικής statecraft στη γεωγραφία και ως (μετα-)νεωτερικοί στοχαστές σύστοιχοι με παγκόσμιες θεωρητικές εξελίξεις τις οποίες δεν έχουν κατ’ ανάγκην οι ίδιοι υπ’ όψιν.Συγκεκριμένα, το πρώτο κεφάλαιο μελετά την επικράτηση, την υπεροχή και τις προϋποθέσεις του αφηγήματος του «πολιτισμικού δυϊσμού» (cultural dualism), το οποίο διαιρεί την ελληνική κοινωνία και την πολιτική της ζωή, με έναν σχεδόν ανιστορικό τρόπο (π.χ. ήδη από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τους «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς»), αφ’ ενός σε μια συντηρητική κουλτούρα «υποχωρούντων/ παρωχημένων» (underdogs) και αφ’ ετέρου σε μια «μεταρρυθμιστική» κουλτούρα στραμμένη στη Δύση. Αυτή η αφήγηση αναγνωρίζεται εδώ με την ευρεία της έννοια ως η σιωπηρή ερμηνευτική προσέγγιση που χρησιμοποιείται σχεδόν καθολικά όταν μελετάται η όποια ασυνήθιστη πολιτική και πολιτιστική σκέψη στην Ελλάδα σήμερα, η οποία και ονομάζεται «underdog»: άλλες μορφές της περιλαμβάνουν τις διχοτομήσεις των «φυσιολογικών/ αντικειμενικών» έναντι των «αντιδυτικιστών», των «Ευρωπαϊστών» έναντι των «εθνο-λαϊκιστών» (που, περιέργως πώς, με τον όρο δεν εννοείται ποτέ ό,τι θα λέγαμε στη διεθνή βιβλιογραφία ethno-populism ή national-populism)», «εκκοσμικευμένων» έναντι των «θρησκόληπτων/ Ορθοδόξων/ μεσαιωνικών» κ.λπ. Προκύπτει η ανάγκη μιας εναλλακτικής ερευνητικής ατζέντας που θα εξέταζε, για πρώτη φορά, την «ασυνήθιστη» ελληνική πολιτική σκέψη που προσεγγίζει το βυζαντινό παρελθόν και το ορθόδοξο πολιτισμικό πρόσημο της Ελλάδας όχι μέσω της προσέγγισης πολιτισμικού δυισμού, αλλά μέσω μιας μεθοδολογίας κατάλληλης για το σκοπό αυτό.Μετά τον εντοπισμό της ανάγκης αυτής για μια εναλλακτική ερευνητική ατζέντα, το δεύτερο κεφάλαιο προτείνει δύο περιπτωσιολογικές μελέτες για την προσέγγιση αυτή, δύο περιπτώσεις «νεο-ορθοδόξων»: την πολιτική θεολογία και φιλοσοφία του Χρήστου Γιαννάρα και την κοινωνική οντολογία του Θεόδωρου Ζιάκα — λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψιν τις αναστροφές τους από τον Στέλιο Ράμφο και τον Κώστα Ζουράρι. Και καθορίζει τη μεθοδολογία που θα εφαρμοστεί, δηλαδή μια μεθοδολογία που θα αντλεί από τις μετα-αποικιακές σπουδές, την κριτική γεωπολιτική και τη θεωρία της μετα-εκκοσμίκευσης. Με αυτόν τον τρόπο εντοπίζεται η ανάγκη για μια γενικότερη επισκόπηση της εξέλιξης της Ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα (αλλά και στο εξωτερικό) ως αναγκαίο ερμηνευτικό πλαίσιο, μια επισκόπηση που λαμβάνει χώρα στο τρίτο κεφάλαιο. Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει τις κύριες εξελίξεις και τάσεις στην ορθόδοξη θεολογία του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα ως προϋπόθεση και σημείο εισόδου για την εδώ έρευνα. Ξεκινώντας από την «Βαβυλώνια αιχμαλωσία» της ελληνικής θεολογίας, το κεφάλαιο εξετάζει τη θεολογική έκρηξη της δεκαετίας του '60, την πρόσληψη της θεολογίας της ρωσικής διασποράς και την εστίασή της στην πατερική μαρτυρία, την εκκλησιαστική ζωή και την εξωστρέφεια. Μετά από μια επισκόπηση των βασικών στοιχείων αυτών των εξελίξεων, το κεφάλαιο επικεντρώνεται στη θεολογική συμβολή των πιο σημαντικών θεολογικών μορφών της δεκαετίας του ‘60. Συγκρίνονται η συμβολή και οι προοπτικές της θεολογικής γενιάς μετά τη δεκαετία του ‘60, ενώ το κεφάλαιο ολοκληρώνεται διερευνώντας πιθανές μελλοντικές εξελίξεις στην Ορθόδοξη θεολογία. Μετά από αυτήν την αναγκαία επισκόπηση, η μελέτη προχωρά στο τέταρτο κεφάλαιο, όπου εξετάζεται η πολιτική φιλοσοφία/θεολογία που μπορεί να εξαχθεί από τα έργα του Χρήστου Γιανναρά. Το κεφάλαιο εκκινεί με το ερώτημα εάν η πολιτική σκέψη του Γιανναρά μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολιτική θεολογία», καθώς μια σημαντική πτυχή της είναι θεολογικής φύσεως. Το κεφάλαιο εστιάζει (α) στην έννοια του «τρόπου υπάρξεως» για την εκκλησιαστική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή, (β) στον τρόπο με τον οποίο μια πολιτική κοινότητα, όταν στοχεύει στο αληθεύειν και όχι αποκλειστικά στη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα, ενδέχεται να επιχειρεί έναν τριαδικό εικονισμό, (γ) στη γιανναρική κριτική της ιδεολογίας, ενώ (δ) διακρίνεται το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκαν για πρώτη φορά αυτές οι ιδέες. Μετά την εξέταση της γιανναρικής «σύγκρουσης πολιτισμών» μεταξύ Ορθοδοξίας και «Δύσης» και τον Ορθόδοξο κοινοτισμό ως τοποθετούμενο πέρα από τον κολλεκτιβισμό και τον ατομικισμό, το κεφάλαιο προχωρά στη μελέτη της ερμηνευτικής του πρότασης για την ευρωπαϊκή ιστορία και την αντίληψή του για τη «Δύση», μια έννοια θεμελιώδη στη σκέψη του. Το κεφάλαιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Γιανναράς φιλοδοξεί να διατυπώσει μια ολοκληρωμένη εξ αντιθέτου πρόταση για τη σημερινή πολιτική και τον πολιτισμό, η οποία προέρχεται από το ιστορικό παρελθόν και επενδύεται από τον Ορθόδοξο χριστιανισμό, αλλά δεν συνίσταται στην έκκληση για επιστροφή στο εν λόγω παρελθόν (κάτι που θα ήταν μια συνηθισμένη συντηρητική χειρονομία). Αντίθετα, είναι μια έκκληση για να δημιουργηθεί κάτι νέο στη βάση της συλλογικής ιστορικής εμπειρίας, μια έκκληση για ανατροπή/υπονόμευση (subversion) σε κάθε επίπεδο, δηλαδή το πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτιστικό, νομικό και φιλοσοφικό επίπεδο — ό,τι θα ονομάζαμε «ανατρεπτική/ υπονομευτική ορθοδοξία/ Ορθοδοξία» (subversive orthodoxy/ Orthodoxy).Στο επόμενο κεφάλαιο, σε μια διάρρηξη της «φυσιολογικής» σειράς, εξετάζεται το «νεο-ορθόδοξο κίνημα» ως το πλαίσιο στο οποίο αναδύθηκαν οι εν λόγω ανατρεπτικές/ υπονομευτικές Ορθοδοξίες. Στο κεφάλαιο κατατίθεται το ερώτημα εάν η «νεο-ορθοδοξία» αποτελεί δόκιμο όρο και εξετάζονται οι συνιστώσες της, το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο και τα πρόσωπα του «κινήματος». Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον Θεόδωρο Ι. Ζιάκα. Σε αυτό το κεφάλαιο εξετάζεται το θεωρητικό σύστημα ενός από τους λιγότερο γνωστούς στοχαστές του «νεο-ορθόδοξου κινήματος», με επίκεντρο τη δεύτερη, ώριμη τριλογία βιβλίων του (2001–2005). Ο Ζιακάς ξεκινά τη διαδρομή του στη μαρξιστική Αριστερά και, στην προσπάθειά του να βρει το θεωρητικό κλειδί για την κοινωνική αλλαγή, βαθμιαία στρέφεται προς μια βαθύτερη έρευνα σχετικά με τη φύση της εθνότητας ως πολιτισμικού φαινομένου, καθώς και σε μιαν επανεκτίμηση της ελληνικής ταυτότητας μέσα από τις ασυνέχειές της. Ο Ζιάκας θεωρεί πως υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στη φιλοσοφική ανθρωπολογία μιας εκάστοτε κοινωνίας, στην κοινωνική της θεωρία και στη μεταφυσική της στάση. Δηλαδή, υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ του εννοιολογικού περιεχομένου που προβάλλεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα: στο ανθρώπινο άτομο (ατομικό υποκείμενο), την κοινωνία (συλλογικό υποκείμενο), τον Θεό, το θείο ή το νόημα (θεϊκό υποκείμενο). Στη συνέχεια εντοπίζονται τρία πιθανά μοντέλα: το κολλεκτιβιστικό, το ατομικιστικό και το προσωποκεντρικό. Ο Ζιάκας θεωρεί ότι ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος βιώνει έναν μηδενισμό που συνιστά ακύρωση και στα τρία επίπεδα (το ατομικό, το συλλογικό και το θείο) και που, όσον αφορά την ελληνική ιστορική εμπειρία, θυμίζει έναν συγκρίσιμο μηδενισμό κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο. Υποστηρίζει ότι ο μηδενισμός μετά την ακμή του και κατά την παρακμή του ή καταλήγει σε μια κολλεκτιβιστική/δεσποτική υποστροφή ή σε μια προσωποκεντρική μετεξέλιξη. Η εργασία του Ζιάκα καταλήγει εν τέλει σε μια πολιτική θεωρία, αφού το κύριο μέλημα στις αναλύσεις του, παρά την φαινομενική εστίαση στο φιλοσοφικά ανθρωπολογικό ζήτημα της θέσμισης του υποκειμένου, έγκειται στο είδος και στην ανάπτυξη των κοινωνιών και στα πολιτικά τους συστήματα.Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο η μετα-αποικιακή «νεο-ορθοδοξία» του Χρήστου Γιανναρά και του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα εξετάζεται υπό το πρίσμα της κριτικής γεωπολιτικής με βάση κυρίως το έργο του Gearóid Ó Tuathail, καθώς και της μετα-εκκοσμίκευσης. Δεδομένου ότι οι εξεταζόμενοι στοχαστές αποδίδουν κεντρική σημασία σε ό,τι συνήθως αναφέρεται ως «θρησκεία», προκύπτει ένα δίλημμα ως προς την «καταλογογράφησή τους»: στην μία του πλευρά βρίσκεται η επίκληση της θρησκείας ως προνεωτερικό, αντιδραστικό ή φονταμενταλιστικό στοιχείο. Στην άλλη του πλευρά βρίσκεται η επίκληση της θρησκείας ως στοιχείο μετα-εκκοσμίκευσης, διερώτησης για τα μετά την νεωτερικότητα. Πού πρέπει να «καταλογογραφηθούν» οι υπονομευτικές Ορθοδοξίες; Η λύση προκύπτει από τη σύγκριση και την αντιπαραβολή των ιδεών αυτών με τρία θεωρητικά ρεύματα μετα-εκκοσμίκευσης, ήτοι με τη βοήθεια τριών παρεκβάσεων: (i) με την κατάδειξη της κατασκευασμένη φύση της κατηγορίας «θρησκεία» όπως κατατέθηκε στο έργο του ιστορικού Peter Harrison, (ii) με το Αγγλο-Καθολικό κίνημα της «ριζοσπαστικής ορθοδοξίας» (Radical Orthodoxy) του John Milbank και τις συνέπειές του για τις κοινωνικές επιστήμες, και (iii) με την αθεϊστική πολιτική θεολογία του Slavoj Žižek. Το γεγονός ότι μια τέτοια έρευνα αποτελεί ένα μετα-αποικιακό βλέμμα στο συγκεκριμένο θέμα συνάγεται εμμέσως ως το νήμα που συνδέει αυτές τις προσεγγίσεις. Η μελέτη ολοκληρώνεται με το ερώτημα για το τι συνεπάγονται αυτές οι «ανατρεπτικές Ορθοδοξίες» για την Ελλάδα και το μέλλον της.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study focuses on the more theoretically nuanced among the contemporary outputs of what has been polemically designated Greece’s “underdog camp” or “underdog culture.” The study attempts to examine these theoretical nuances on their own terms and, subsequently, to assess them through the hermeneutic lens of critical geopolitics, post-secularism, and an understanding of the “underdog” endeavour as a postcolonial endeavour. The study begins with an examination of the “cultural dualism” narrative articulated and endorsed by various intellectuals of Greek statecraft, which is recognised here as an essentially Orientalistic narrative, comprising a peculiar “Greek Neo-Orientalism” (neo- in the sense of a particular mutation in the Orientalistic gaze, according to which one’s own people and country is Orientalised in an unprompted way). Following this, what has been polemically described as Greece’s “Neo-Orthodox movement” and its prime theoreticians, Christos Yannaras and Theodoros I. Zi ...
This study focuses on the more theoretically nuanced among the contemporary outputs of what has been polemically designated Greece’s “underdog camp” or “underdog culture.” The study attempts to examine these theoretical nuances on their own terms and, subsequently, to assess them through the hermeneutic lens of critical geopolitics, post-secularism, and an understanding of the “underdog” endeavour as a postcolonial endeavour. The study begins with an examination of the “cultural dualism” narrative articulated and endorsed by various intellectuals of Greek statecraft, which is recognised here as an essentially Orientalistic narrative, comprising a peculiar “Greek Neo-Orientalism” (neo- in the sense of a particular mutation in the Orientalistic gaze, according to which one’s own people and country is Orientalised in an unprompted way). Following this, what has been polemically described as Greece’s “Neo-Orthodox movement” and its prime theoreticians, Christos Yannaras and Theodoros I. Ziakas, are singled out in an attempt to locate the more theoretically nuanced among the “underdogs.” These theoretical nuances are prompted by developments in twentieth-century Greek theology, which are then examined. An analysis of Neo-Orthodoxy and of the ideas of Yannaras and Ziakas follows, concluding with an account of them in terms of critical geopolitics and post-secularism. The study’s conclusions include the realisation that, all their shortcomings aside, the theorists in question may well be treated as subjects rather than as objects of critical geopolitics, countering Greek statecraft’s political projections upon geographical, and as surprisingly (post-)modern thinkers in tune with global theoretical developments that are unbeknownst to them.
περισσότερα