Περίληψη
Αυτή η εργασία ξεκινάει από την παραδοχή ότι η τεχνολογία «κατασκευάζεται κοινωνικά». Το βασικό της θέμα όμως δεν είναι αυτή η αυτονόητη παραδοχή, αλλά τα προφανή συνοδευτικά της ερωτήματα: Τι λογής είναι η κοινωνία που «κατασκευάζει κοινωνικά» την τεχνολογία; Πώς η τεχνολογία κατασκευάζεται «κοινωνικά» ως εννοήσεις και «τεχνικά» ως υλικές διατάξεις ώστε να ενταχθεί σε συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνικές σχέσεις; Και το σημαντικότερο: μπορεί η «κοινωνική κατασκευή» της τεχνολογίας, όχι πια ως θεώρημα προς απόδειξη, αλλά ως αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών, να χρησιμοποιηθεί ιστοριογραφικά ώστε η ιστορία των μηχανών να μιλήσει για την ιστορία των κοινωνιών; Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την απάντηση αυτών των ερωτημάτων είναι οι μέθοδοι της μαρξιστικής ιστορίας της τεχνολογίας και της μαρξιστικής εργατικής ιστορίας όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μετά. Το σκεπτικό για την υιοθέτηση αυτών των μεθόδων περιγράφεται ...
Αυτή η εργασία ξεκινάει από την παραδοχή ότι η τεχνολογία «κατασκευάζεται κοινωνικά». Το βασικό της θέμα όμως δεν είναι αυτή η αυτονόητη παραδοχή, αλλά τα προφανή συνοδευτικά της ερωτήματα: Τι λογής είναι η κοινωνία που «κατασκευάζει κοινωνικά» την τεχνολογία; Πώς η τεχνολογία κατασκευάζεται «κοινωνικά» ως εννοήσεις και «τεχνικά» ως υλικές διατάξεις ώστε να ενταχθεί σε συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνικές σχέσεις; Και το σημαντικότερο: μπορεί η «κοινωνική κατασκευή» της τεχνολογίας, όχι πια ως θεώρημα προς απόδειξη, αλλά ως αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών, να χρησιμοποιηθεί ιστοριογραφικά ώστε η ιστορία των μηχανών να μιλήσει για την ιστορία των κοινωνιών; Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την απάντηση αυτών των ερωτημάτων είναι οι μέθοδοι της μαρξιστικής ιστορίας της τεχνολογίας και της μαρξιστικής εργατικής ιστορίας όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μετά. Το σκεπτικό για την υιοθέτηση αυτών των μεθόδων περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο. Στα υπόλοιπα κεφάλαια αυτές οι μέθοδοι εμπλουτίζονται μέσω μιας σωρευτικής διαδικασίας. Δηλαδή κάθε κεφάλαιο απαντάει σε ερωτήματα που προέκυψαν από τα προηγούμενα, εμπλουτίζει τις μεθόδους και θέτει καινούρια ερωτήματα. Για παράδειγμα, η εισαγωγή του αυτοκινήτου στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμεύει, εκτός των άλλων, για να εντοπιστεί μια συνθήκη που για συντομία ονομάζουμε «παγκόσμιο τεχνικό ταυτόχρονο». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, πληθώρα «νέων» υλικών διατάξεων και τεχνικών διαχύθηκε σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Ταυτόχρονα, πλήθη εργατικών πληθυσμών αγροτικής προέλευσης μετακινούνταν προς τις ΗΠΑ. Αποδεικνύεται ότι η παγκόσμια διάχυση των υλικών διατάξεων και η εργατική μετανάστευση μπορεί να χρησιμεύσουν προκειμένου να εντοπιστούν σχέσεις και διαφορές μεταξύ διαφορετικών εθνικών περιπτώσεων και – στη δική μας περίπτωση – προκειμένου να αποσαφηνιστούν συγκεκριμένα ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας. Ο προσδιορισμός των στόχων και των μεθόδων της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και η αντανάκλασή τους στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα και στα σχετικά ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας καταλαμβάνουν το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο. Στο τρίτο κεφάλαιο υποστηρίζεται ότι η «τεϊλορική» επανάσταση ήταν ένα φιλόδοξο τεχνοπολιτικό εγχείρημα που είχε στόχο την ανάκτηση του ελέγχου των χώρων εργασίας από τους ειδικευμένους μάστορες της αμερικανικής βιομηχανίας. Αποδεικνύεται ότι αυτή η επαναδιεκδίκηση μπορούσε να έλθει εις πέρας μέσω της καταστροφής τόσο των χώρων εργασίας όσο και των μαστόρων. Στο τέταρτο κεφάλαιο εντοπίζονται συγκεκριμένα ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας στα οποία μπορεί να συνεισφέρει η προσέγγιση που προτείνεται εδώ. Συγκεκριμένα πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης – ή της ανυπαρξίας – της εργατικής τάξης στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, για το ζήτημα της «κακοδαιμονίας» της ελληνικής βιομηχανίας και για την ιστοριογραφική σημασία των διαρκών πολεμικών εμπλοκών του ελληνικού κράτους. Το δεύτερο και το πέμπτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα σε δύο συγκεκριμένες μελέτες περιπτώσεως που αφορούν την εισαγωγή καινοτόμων μηχανών στην ελληνική κοινωνία των αρχών του εικοστού αιώνα. Παράλληλα οι μέθοδοί μας εφαρμόζονται για την πραγμάτευση των ιστοριογραφικών ερωτημάτων που εντοπίστηκαν στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο. Η μελέτη περιπτώσεως που καταλαμβάνει το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την εισαγωγή του αυτοκινήτου στην Ελλάδα, από το 1900 και την αγορά των πρώτων αυτοκινήτων της βασιλικής οικογένειας, μέχρι το 1912 και την κατάρτιση της πρώτης σχετικής νομοθεσίας. Το αυτοκίνητο παρουσιάζεται ως μια επιμέρους τεχνική έκφραση μιας υπόκωφης ταξικής σύγκρουσης που σοβούσε στην Αθήνα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Επίσης υποστηρίζεται ότι το αυτοκίνητο έγινε αντιληπτό ως μια μηχανή κατάλληλη για την έκφραση συγκεκριμένων ταξικών και κρατικών ζητούμενων, όπως η ομογενοποίηση της ελληνικής επικράτειας, η βίαιη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου για λογαριασμό των «αυτοκινητιστών» και η προετοιμασία για τους επερχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους. Η μελέτη περιπτώσεως που καταλαμβάνει το πέμπτο κεφάλαιο αφορά την εισαγωγή των πρώτων «αυτόματων» σιγαροποιητικών μηχανών στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα. Η πραγμάτευση των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και των σιγαροποιητικών μηχανών εκτός Ελλάδας, στην Αίγυπτο την Ισπανία και τις ΗΠΑ, συμβάλλει στην ανασύσταση των χώρων εργασίας της ελληνικής σιγαροποιίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Αποδεικνύεται ότι οι αυτόματες σιγαροποιητικές μηχανές εισήχθησαν στην Ελλάδα λιγότερο ως μηχανές κατασκευής τσιγάρων και περισσότερο ως μηχανές διεκδίκησης του ελέγχου του εργασιακού χώρου για λογαριασμό των αφεντικών της παραγωγικής διαδικασίας. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εργατικός έλεγχος που ασκούσαν οι ειδικευμένοι εργάτες της ελληνικής σιγαροποιίας συνίστατο σε ένα «τεχνικό» κομμάτι εργατικής ειδίκευσης και σε ένα «πολιτισμικό» κομμάτι «ηθικής οικονομίας» αξεδιάλυτα μπλεγμένα αναμεταξύ τους. Tα συμπεράσματα των μελετών περιπτώσεως του δεύτερου και του πέμπτου κεφαλαίου χρησιμεύουν στην πραγμάτευση των ιστοριογραφικών ερωτημάτων που προκύπτουν στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο. Υποστηρίζεται ότι οι διαρκείς πολεμικές εμπλοκές του ελληνικού κράτους είναι σημαντικές για την κατανόηση όψεων της ελληνικής ιστορίας που συνήθως θεωρούνται «άσχετες με τον πόλεμο», όπως οι αθλητικοί και εκδρομικοί σύλλογοι των αρχών του εικοστού αιώνα, ή και το ίδιο το αυτοκίνητο. Επίσης υποστηρίζεται ότι η εργατική τάξη «συνέβαινε» στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα, όχι ως συνδικαλιστική οργάνωση, ή μεγάλα πλήθη βιομηχανικών εργατών, αλλά ως συλλογική έκφραση υλικών συμφερόντων και ως τεχνοπολιτικές μέθοδοι καταστολής με συλλογικούς αποδέκτες. Τέλος υποστηρίζεται ότι η απόδοση της «κακοδαιμονίας της ελληνικής βιομηχανίας» στην «σπάνη τεχνικώς μορφωμένων εργατών» είναι λανθασμένη. Όχι γιατί στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε πληθώρα «τεχνικώς μορφωμένων εργατών», αλλά γιατί η ελληνική ιστοριογραφία αντιλαμβάνεται λάθος την έννοια του «τεχνικώς μορφωμένου εργάτη» όπως αυτή είχε κατά τη διάρκεια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού. Τελικά δηλαδή, η «ιστορία των μηχανών» χρησιμεύει προκειμένου να μιλήσουμε για «την ιστορία των κοινωνιών». Το επιχείρημα κλεινει με μια σύντομη νύξη ότι μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να είναι επίκαιρη: χρήσιμη ώστε να θέσει ερωτήματα και να δώσει απαντήσεις που να αντιστοιχούν στις σημερινές ιστοριογραφικές ανάγκες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This essay takes the ‘Social Contruction of Technology’ dictum as a given. But what mainly concerns us here much more than this rather self evident truth, are the obvious accompanying questions: Exactly what sort of societies are the ones ‘constructing’ our technologies? In what ways is our technical apparatus designed and constructed in order to fit in certain historically conditioned social relations? And more importantly: can the social construction of technology, not any more as a theorem to be proved, but as an undisputed social fact, be used so that the history of technology contributes to social and labor history? The methods used here stem from the marxist history of technology and labor history as they came to be since the early ‘60s. These methods, as well as the reasons for their adoption are described in the first chapter of the essay. In the following chapters, these methods are enriched and applied through an accumulative process. Each chapter answers to historiographica ...
This essay takes the ‘Social Contruction of Technology’ dictum as a given. But what mainly concerns us here much more than this rather self evident truth, are the obvious accompanying questions: Exactly what sort of societies are the ones ‘constructing’ our technologies? In what ways is our technical apparatus designed and constructed in order to fit in certain historically conditioned social relations? And more importantly: can the social construction of technology, not any more as a theorem to be proved, but as an undisputed social fact, be used so that the history of technology contributes to social and labor history? The methods used here stem from the marxist history of technology and labor history as they came to be since the early ‘60s. These methods, as well as the reasons for their adoption are described in the first chapter of the essay. In the following chapters, these methods are enriched and applied through an accumulative process. Each chapter answers to historiographical questions posed by previous chapters, enriches our methods and poses questions of its own. For example, the introduction of the automobile in Greece during the turn of the century provides us with a notion that could be abridged as ‘international technical coinstantaneity’. Indeed, during the Second Industrial Revolution, various ‘new’ material apparatus and technical methods were diffused all over the world. At the same time large numbers of workers (many of them of greek origin) emigrated to the United States. The international diffusion of technical apparatus as well as the large shifts of labor immigration can be used in order to detect relations and differences between different countries. In our case they are used in order to dwell into some of the questions posed by Greek historiography from 1975 onwards. The goals and methods of the second industrial revolution and their reflection on Greek historiography are dealt with in the third and fourth chapter of the essay. In chapter 3 the ‘taylorist’ movement is shown to be an ambitious ‘technopolitical’ project aimed at reclaiming control of the workplace. It is argued that this reclamation of the workplace could only be carried through by destroying old methods of work organization and at the same time by destroying what David Montgomery calls ‘functional autonomy’ of the workers. In chapter 4 we detect historiographical questions posed by greek historiography to which our methods can contribute. Such questions concern the existence – or inexistence – of a working class in Greece during the turn of the century, the supposedly ‘underdeveloped’ character of the greek industry, as well as the historiographical significance of the greek military entanglements in the Balkans from 1897 onwards. Chapters 2 and 5 are dedicated to two case studies concerning the introduction of ‘innovative’ machinery in Greece during the beginning of the twentieth century. At the same time, our methods are used in order to dwell into the historiographical questions detected in chapters 3 and 4.The case study presented in chapter 2 concerns the introduction of the automobile in Greece during the first decade of the twentieth century. The automobile is presented as a technical exrpession of a class conflict simmering in turn-of-the-century Athens. It is also argued that the automobile was conceived as a machine compatible with larger class and state concerns such as the homogenization of the Greek territory, as well as the preparation for the Balkan wars of 1912-1913.The case study presented in chapter 5 concerns the introduction of cigarette making machines in Greece in 1910. An historical essay concerning the organization of labor and the introduction of the Bonsack cigarette making machine in countries such as Egypt, Spain and the U.S. from 1880 onwards, serves to better understand the organization of the workplaces of the Greek cigarette making industry during the same period. It is argued that cigarette making machines were introduced in Greece less as a means of efficiently producing cigarettes and more as a means for the reclamation of workplace control from skilled cigarette rollers. It is also argued that the control of the workplace exercised by Greek cigarette rollers during the turn of the century was equally based on a ‘technical’ knowledge of the production process, and on a ‘moral economy’, the two being irrevocably intertwined. In chapter 6 the conclusions of our two case studies are used in order to answer the historiographical questions posed in chapters 3 and 4. We argue that the various Greek military entanglements are historiographically significant in order to understand processes usually considered to be ‘irrelevant to war’ such as turn-of-the-century Greek ‘touring and athletic clubs’, or the introduction of the automobile in Greece. We also argue that the working class was ‘happening’ in Greece during the turn of the century, not as the rise of large workers’ unions or as a concentration of large numbers of ‘industrial workers’, but as various forms of collective expression of material interests and as technopolitical methods of state repression. Finally, we argue that the usual historiographical connection made between greek ‘industrial underdevelopment’ and the ‘lack of skilled workers in Greece’ is mistaken. Not because of some supposed ambundance of skilled industrial workers in Greece, but because Greek historiography tends to perceive mistakenly the ‘skilled worker’ notion as it appeared in Greece and elsewhere during the second industrial revolution. It is in such ways that the history of technology is used in order to contribute to historiographical questions posed by social history and labor history. The argument closes by indicating that such a contribution may indeed be particulaly up to date, in the sense that it can contribute to historiographical questions and answers relevant to today’s historiographical needs.
περισσότερα