Περίληψη
Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση της ατορβαστατίνης, επί των επιπέδων της 24ωρης αρτηριακής πίεσης, επί της αρτηριακής σκληρίας, επί της αποβαλλόμενης ποσότητας αλβουμίνης στα ούρα και επί της ινσουλινοευαισθησίας σε ασθενείς με ήπια αρτηριακή υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία. 50 ασθενείς με ήπια αρτηριακή υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία συμμετείχαν σε αυτή τη διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη. Τα κριτήρια ένταξης περιελάμβαναν 1) πρόσφατα διαγνωσθείσα ήπια αρτηριακή υπέρταση για την οποία δεν ελάμβαναν αγωγή ή ανεπαρκή ρύθμιση προϋπάρχουσας υπέρτασης, 2) ήπια υπερλιπιδαιμία με επίπεδα LDL-χοληστερόλης >160 mg/dL για τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου και >130 mg/dL για τους ασθενείς μέτριου κινδύνου, 3) απουσία οποιασδήποτε υπολιπιδαιμικής αγωγής. Από τη μελέτη αποκλείστηκαν ασθενείς άνω των 70 ετών, γυναίκες σε κύηση ή γαλουχία, ασθενείς με έμφραγμα μυοκαρδίου, ασταθή στηθάγχη ή παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, με καρδιακή ...
Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση της ατορβαστατίνης, επί των επιπέδων της 24ωρης αρτηριακής πίεσης, επί της αρτηριακής σκληρίας, επί της αποβαλλόμενης ποσότητας αλβουμίνης στα ούρα και επί της ινσουλινοευαισθησίας σε ασθενείς με ήπια αρτηριακή υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία. 50 ασθενείς με ήπια αρτηριακή υπέρταση και υπερχοληστερολαιμία συμμετείχαν σε αυτή τη διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη. Τα κριτήρια ένταξης περιελάμβαναν 1) πρόσφατα διαγνωσθείσα ήπια αρτηριακή υπέρταση για την οποία δεν ελάμβαναν αγωγή ή ανεπαρκή ρύθμιση προϋπάρχουσας υπέρτασης, 2) ήπια υπερλιπιδαιμία με επίπεδα LDL-χοληστερόλης >160 mg/dL για τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου και >130 mg/dL για τους ασθενείς μέτριου κινδύνου, 3) απουσία οποιασδήποτε υπολιπιδαιμικής αγωγής. Από τη μελέτη αποκλείστηκαν ασθενείς άνω των 70 ετών, γυναίκες σε κύηση ή γαλουχία, ασθενείς με έμφραγμα μυοκαρδίου, ασταθή στηθάγχη ή παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, με καρδιακή ανεπάρκεια σταδίου III-IV, με χρόνια νεφρική νόσο σταδίου ΙΙΙ-V, με ενεργό ηπατική νόσο, με ιστορικό κακοήθειας, κατάχρησης αλκοόλ ή φαρμάκων ή υπό θεραπεία με κορτικοειδή. Οι ασθενείς προσέρχονταν μετά από 12ωρη νηστεία προκειμένου να υποβληθούν στη λήψη δειγμάτων αίματος, ενώ ακολουθούσε η 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης, ακολούθως προσδιορίστηκε η κεντρική αορτική αρτηριακή πίεση καθώς και άλλοι δείκτες αρτηριακής σκληρίας. Μετά την ολοκλήρωση των δοκιμασιών οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε 10 mg ατορβαστατίνης ή σε εικονικό φάρμακο για διάστημα 26 εβδομάδων. Στους ασθενείς συνεστήθη να διατηρήσουν αμετάβλητη την προϋπάρχουσα φαρμακευτική αγωγή. Μετά από 26 εβδομάδες παρακολούθησης επαναλήφθηκαν οι ανωτέρω δοκιμασίες. Κύριο εύρημα της μελέτης αποτέλεσε το γεγονός ότι η χορήγηση 10 mg ατορβαστατίνης ημερησίως για διάστημα 26 εβδομάδων συσχετίστηκε με ήπια αλλά στατιστικά σημαντική ελάττωση των επιπέδων της μέσης 24ωρης ΣΑΠ, ΔΑΠ και ΜΑΠ καθώς και του συστολικού και του διαστολικού φορτίου έναντι του εικονικού φαρμάκου. Παράλληλα συσχετίστηκε και με σημαντική μείωση των επιπέδων της αορτικής ταχύτητας σφυγμικού κύματος στην ομάδα της ατορβαστατίνης και με μειωμένη αντανάκλαση του σφυγμικού κύματος από την περιφέρεια όπως αυτή καταγράφηκε μέσω της μεταβολής του σταθμισμένου προς την καρδιακή συχνότητα δείκτη αορτικής ενίσχυσης (AIx). Επιπρόσθετα η χορήγηση ατορβαστατίνης συσχετίστηκε με μείωση της αποβολής λευκωματίνης στα ούρα έναντι του εικονικού φαρμάκου ανεξάρτητα από τη μέθοδο προσδιορισμού της λευκωματουρίας που χρησιμοποιήθηκε. Καμία μεταβολή του μετρούμενου δείκτη αντίστασης στην ινσουλίνη (HOMA-IR) δεν παρατηρήθηκε σε καμία από τις δύο ομάδες. Όπως ήταν αναμενόμενο κατά τη λήξη της μελέτης η χορήγηση ατορβαστατίνης συσχετίστηκε με σημαντική βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ των ασθενών, ενώ στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές. Παράλληλα τα επίπεδα της ομοκυστεΐνης και της hs-CRP μειώθηκαν σημαντικά μετά τη χορήγηση ατορβαστατίνης και παρέμειναν αμετάβλητα στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, ενώ και η νεφρική λειτουργία των ασθενών που μετείχαν στη μελέτη παρέμεινε αμετάβλητη μεταξύ έναρξης και λήξης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present clinical study aimed to evaluate the potential effects of low-dose atorvastatin treatment on ambulatory blood pressure, urinary albumin excretion, insulin resistance and arterial stiffness in patients with mild hypertension and hypercholesterolemia. 50 patients with mild hypertension and hypercholesterolemia were enrolled in this single-center, double-blind, randomized, placebo-controlled study. Inclusion criteria consisted of i) mild hypertension with inadequate control under treatment or stage I hypertension of recent onset; ii) recently diagnosed hypercholesterolemia (LDL>150 mg/dl for patients at low cardiovascular risk and LDL>130 mg/dl for patients with 1-2 additional risk factors); iii) absence of hypolipidemic treatment. Patients were excluded in case of: i) current pregnancy; ii) history of myocardial infraction, unstable angina, or transient ischemic attack; iii) stage III-IV congestive heart failure; iv) chronic kidney disease; v) active liver disease; vi) histor ...
The present clinical study aimed to evaluate the potential effects of low-dose atorvastatin treatment on ambulatory blood pressure, urinary albumin excretion, insulin resistance and arterial stiffness in patients with mild hypertension and hypercholesterolemia. 50 patients with mild hypertension and hypercholesterolemia were enrolled in this single-center, double-blind, randomized, placebo-controlled study. Inclusion criteria consisted of i) mild hypertension with inadequate control under treatment or stage I hypertension of recent onset; ii) recently diagnosed hypercholesterolemia (LDL>150 mg/dl for patients at low cardiovascular risk and LDL>130 mg/dl for patients with 1-2 additional risk factors); iii) absence of hypolipidemic treatment. Patients were excluded in case of: i) current pregnancy; ii) history of myocardial infraction, unstable angina, or transient ischemic attack; iii) stage III-IV congestive heart failure; iv) chronic kidney disease; v) active liver disease; vi) history of malignancy, drug and alcohol abuse or current corticosteroid treatment. Eligible patients came to our department, after a 12-hour fast, after blood sampling, ambulatory BP recordings were started, subsequently central aortic BP and parameters of arterial stiffness and wave reflections were determined by performing applanation tonometry of peripheral arteries. Subjects were randomized to receive double-blind treatment with either atorvastatin 10 mg or masked placebo for 26 weeks. Background treatment remained unchanged. At 26 weeks all baseline measurements were repeated. The main finding of this study was that treatment with 10 mg atorvastatin daily for 26 weeks produced mild but statistically significant and clinically meaningful reductions in mean 24-hour SBP and DBP, as well as in systolic and diastolic BP loads between baseline and study-end. These BP lowering effects of atorvastatin were consistent in both daytime and nighttime periods. Treatment with atorvastatin 10mg daily for 26 weeks significantly reduced aortic PWV and wave reflections from peripheral sites as compared to placebo This improvement was associated with a parallel significant reduction in central aortic SBP and PP levels compared to placebo after 26 weeks of treatment, whereas peripheral BP at the level of brachial remained unchanged during follow-up in the atorvastatin group.Additionally, low dose atorvastatin treatment was associated with significant reduction in microalbuminuria as compared to placebo, regardless of the method being used. However, no significant alterations in insulin sensitivity were noted between baseline and study-end in atorvastatin group, as well as compared to placebo. As it was anticipated low dose atorvastatin significantly improved lipid profile, whereas placebo had no effect. Moreover, homocysteine and hs-CRP levels were significantly reduced in atorvastatin treated patients, whereas renal function remained unchanged between baseline and end of the study, in both groups.
περισσότερα