Περίληψη
Αυτή η διατριβή περιλαμβάνει μια μικτή (ποιοτική και ποσοτική) ερευνητική προσέγγιση για τη διερεύνηση των αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Η προσέγγιση αυτή εκτείνεται σε δυο παράλληλα ερευνητικά μονοπάτια που ανταποκρίνονται σε δύο συμπληρωματικά ερευνητικά ερωτήματα. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα εστιάζει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους που ακολουθείται σε οργανισμούς. Το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα επικεντρώνεται στους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους όταν αυτή αφορά μια πιο συγκεκριμένη επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού. Τα δύο ερευνητικά ερωτήματα βασίζονται στα πορίσματα δύο διερευνητικών προκαταρκτικών μελετών.Η πρώτη κύρια μελέτη αυτής της διατριβής αφορά ποιοτική (qualitative) μελέτη που αποσκοπεί στην ανάλυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Βασιζόμενη στη θεωρία απόδοσης νοήματος (sensemaking theory) και αντλώντας πληρ ...
Αυτή η διατριβή περιλαμβάνει μια μικτή (ποιοτική και ποσοτική) ερευνητική προσέγγιση για τη διερεύνηση των αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Η προσέγγιση αυτή εκτείνεται σε δυο παράλληλα ερευνητικά μονοπάτια που ανταποκρίνονται σε δύο συμπληρωματικά ερευνητικά ερωτήματα. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα εστιάζει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους που ακολουθείται σε οργανισμούς. Το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα επικεντρώνεται στους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους όταν αυτή αφορά μια πιο συγκεκριμένη επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού. Τα δύο ερευνητικά ερωτήματα βασίζονται στα πορίσματα δύο διερευνητικών προκαταρκτικών μελετών.Η πρώτη κύρια μελέτη αυτής της διατριβής αφορά ποιοτική (qualitative) μελέτη που αποσκοπεί στην ανάλυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Βασιζόμενη στη θεωρία απόδοσης νοήματος (sensemaking theory) και αντλώντας πληροφορίες από συνεντεύξεις με Υπεύθυνούς Πληροφορικής και Διευθύνοντες Σύμβουλους / Διευθυντές, η έρευνα αυτή σχηματίζει ένα θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με τη διαδικασία απόδοσης νοήματος για την υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους μέσα από φάσεις, κύκλους και χαρακτηριστικά. Η ανάλυση των δεδομένων αυτής της έρευνας επίσης οδηγεί στην αναγνώριση των προτύπων (patterns) που ακολουθούνται από τους υπευθύνους της διαδικασίας λήψης αποφάσεων κατά την εξέταση της υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Επίσης, η έρευνα αυτή συζητά τις παραλλαγές των προτύπων που ακολουθούνται στις περιπτώσεις οργανισμών μικρότερου μεγέθους χωρίς τμήμα πληροφορικής καθώς και της απόρριψης του ενδεχομένου υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Η δεύτερη κύρια μελέτη αφορά ποσοτική μελέτη που στοχεύει στη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την απόφαση υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους όταν αυτή αφορά μια πιο συγκεκριμένη επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού. Με βάση τη θεωρία της διάχυσης της καινοτομίας (diffusion of innovation theory) και τη θεωρία που σχετίζεται με τις οργανωτικές ικανότητες (organization capabilities theory), η μελέτη αυτή διαμορφώνει ένα ερευνητικό μοντέλο που εξετάζει την επίδραση του σχετικού πλεονεκτήματος των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους και της οργανωτικής καινοτομικότητας στην απόφαση υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους όταν αυτή αφορά μια πιο συγκεκριμένη επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι παράγοντες όπως η «δυνατότητα απομακρυσμένη πρόσβασης» (remote access), η «μείωση του κόστους» (cost reduction) και η «καινοτομικότητα προσωπικού» (personnel innovativeness) έχουν στατιστικά σημαντική επίδραση στην απόφαση υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους ενώ οι «ανησυχίες για θέματα ασφάλειας» (security concerns) και η «καινοτομικότητα της διοίκησης» (managerial innovativeness) δεν είναι στατιστικά σημαντικές.Από τη διατριβή αυτή προκύπτουν αρκετά θεωρητικά και πρακτικά συμπεράσματα. Η διατριβή προτείνει τη χρήση της θεωρία απόδοσης νοήματος ως μία εναλλακτική θεώρηση για την κατανόηση των αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους και προτείνει ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο σκιαγραφεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους και των συστατικών της. Συνεισφέρει στην βιβλιογραφία που ασχολείται με την υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους δείχνοντας ότι οι αποφάσεις υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους είναι συνυφασμένες με την επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού στην οποία υιοθετούνται και, ως εκ τούτου, δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη για μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση σχετικά με τη μελέτη αποφάσεων υπολογιστικού νέφους. Δείχνει επίσης ότι υπάρχει ένας συνεχιζόμενος διάλογος ανάμεσα στις «αυστηρά καθορισμένες» (hard) και τις «ευμετάβλητες» (soft) επιλογές που γίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων υπολογιστικού νέφους. Αναδεικνύει ότι οι αποφάσεις υιοθέτησης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους συμπεριλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά χαρακτηριστικά και ότι παρά την ελαχιστοποίηση του ρίσκου επένδυσης και τη δυνατότητα αγοράς μέσω διαδικτύου υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους που είναι έτοιμες για χρήση, τα στελέχη που εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων υπολογιστικού νέφους εξακολουθούν να δείχνουν ενδιαφέρον στο να γνωρίσουν τον πάροχο της υπηρεσίας από κοντά. Τα αποτελέσματα της διατριβής δείχνουν ότι όταν η υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους συσχετίζεται με την επιχειρηματική περιοχή του οργανισμού στην οποία η υπηρεσία θα υιοθετηθεί, η αντίληψη των στελεχών που εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την αξία των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους γίνεται πιο συγκεκριμένη. Πράγματι, μέσα σε ένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό πλαίσιο, τα οφέλη και οι κίνδυνοι γίνονται προφανείς και τα οφέλη είναι πιο πιθανό να επικρατούν έναντι των ρίσκων που συνδέονται με την υιοθέτηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Η διατριβή επίσης ερμηνεύει το σχετικό πλεονέκτημα των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους και εξακριβώνει τη σημασία της οργανωτικής καινοτομικότητας (organizational innovativeness) στις αποφάσεις υιοθέτησης υπολογιστικού νέφους. Με βάση αυτά τα συμπεράσματα, η διατριβή παρουσιάζει πιθανές κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation provides a mixed-method (qualitative and quantitative) approach for the investigation of cloud adoption decisions, spanning across two concurrent research streams, to address two complementary research questions. The first research question focuses on the cloud adoption decision-making process followed in organizations. The second research question focuses on the factors influencing cloud adoption when adopting cloud services in a specific business area. The two research questions build on the findings of two exploratory preliminary studies.The first research stream, represented by the main qualitative study of this dissertation, aims at analytically decomposing the cloud adoption decision making process into its constituent parts. It employs sensemaking theory as its lens and, by drawing on interviews with CIOs and CEOs/Directors, it theorizes the process of cloud adoption sensemaking as phases, cycles and features. The analysis of the data leads to the identificatio ...
This dissertation provides a mixed-method (qualitative and quantitative) approach for the investigation of cloud adoption decisions, spanning across two concurrent research streams, to address two complementary research questions. The first research question focuses on the cloud adoption decision-making process followed in organizations. The second research question focuses on the factors influencing cloud adoption when adopting cloud services in a specific business area. The two research questions build on the findings of two exploratory preliminary studies.The first research stream, represented by the main qualitative study of this dissertation, aims at analytically decomposing the cloud adoption decision making process into its constituent parts. It employs sensemaking theory as its lens and, by drawing on interviews with CIOs and CEOs/Directors, it theorizes the process of cloud adoption sensemaking as phases, cycles and features. The analysis of the data leads to the identification of these patterns followed by decision makers when considering cloud adoption. It also elaborates on the variations of the patterns for organizations of smaller size without an IT department and for the case of rejecting the cloud. The second research stream, represented by the main quantitative study, aims at investigating cloud adoption factors when cloud adoption concerns a specific business area. By employing the theories of diffusion of innovation and organizational capabilities, it formulates a research model examining the impact of cloud’s relative advantage and organizational innovativeness on the decision to adopt cloud when considering a specific business area of the organization. The findings of the study show that impact of factors such as ‘remote access’, ‘cost reduction’ and ‘personnel innovativeness’ on cloud adoption is significant whereas ‘security concerns’ and ‘managerial innovativeness’ are not statistically significant. This dissertation has several theoretical and practical implications. It theorizes a sensemaking approach as an alternative lens for understanding cloud adoption decisions and depicts the cloud adoption decision making and its constituents. It contributes to the cloud adoption literature by showing that computing decisions are considered with respect to the context (business area) of the adoption and, hence, showing that there is need for a more pragmatic approach for exploring cloud adoption. It reveals an on-going dialogue between the ‘soft’ and the ‘’hard’ choices made within the cloud adoption process. It demonstrates that cloud adoption decisions involve a lot of social interaction and that despite the minimized risk and the off-the-shelf online purchasing concept associated with cloud computing, decision makers remain interested in getting to know the cloud provider. It shows that as cloud adoption and the relative business area are considered as interwoven, cloud’s value perception becomes more evident to the decision makers. Indeed, within a specific business context, the benefits and risks are more obvious and benefits are more likely to trade-off the risks of cloud adoption. The dissertation also provides an interpretation of cloud’s relative advantage with respect to cloud’s characteristics and identifies the relevance of organizational innovativeness to the decision to adopt cloud computing. Based on these conclusions, avenues for further research are also presented.
περισσότερα