Περίληψη
Στόχος της παρούσας διεπιστημονικής εργασίας ήταν αφενός η κατανόηση των μακραίωνων στυλιστικών και τεχνολογικών αναζητήσεων που οδήγησαν στην ευρύτατη χρήση του γυαλιού κατά την ρωμαϊκή περίοδο και αφετέρου η κατανόηση και η ερμηνεία της παραγωγής και της κυκλοφορίας των γυάλινων αγγείων των Πατρών από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ., προς ενίσχυση των ιστορικών μας γνώσεων σχετικά με μία σημαίνουσα ρωμαϊκή αποικία της Πελοποννήσου. Ύστερα από την λεπτομερή αρχαιολογική μελέτη του υλικού, ορισμένος αριθμός αγγείων αναλύθηκε με την μη καταστρεπτική τεχνική της Φασματοσκοπίας ακτίνων-Χ Φθορισμού και τα αποτελέσματα των αναλύσεων συγκρίθηκαν με ανάλογα από την Αρχαία Κόρινθο και την Αρχαία Μεσσήνη. Τελικά διαπιστώθηκε πως τα γυάλινα αντικείμενα χρησιμοποιούνταν σε ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, αλλά εντοπίστηκαν και αγγεία αποκλειστικής ταφικής χρήσης. Τα πρωϊμότερα γυάλινα ρωμαϊκά αγγεία αποτελούσαν πολυτελή συμποσιακά σκεύη που σχετίζονταν με τις προτιμήσεις μιας ιτ ...
Στόχος της παρούσας διεπιστημονικής εργασίας ήταν αφενός η κατανόηση των μακραίωνων στυλιστικών και τεχνολογικών αναζητήσεων που οδήγησαν στην ευρύτατη χρήση του γυαλιού κατά την ρωμαϊκή περίοδο και αφετέρου η κατανόηση και η ερμηνεία της παραγωγής και της κυκλοφορίας των γυάλινων αγγείων των Πατρών από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ., προς ενίσχυση των ιστορικών μας γνώσεων σχετικά με μία σημαίνουσα ρωμαϊκή αποικία της Πελοποννήσου. Ύστερα από την λεπτομερή αρχαιολογική μελέτη του υλικού, ορισμένος αριθμός αγγείων αναλύθηκε με την μη καταστρεπτική τεχνική της Φασματοσκοπίας ακτίνων-Χ Φθορισμού και τα αποτελέσματα των αναλύσεων συγκρίθηκαν με ανάλογα από την Αρχαία Κόρινθο και την Αρχαία Μεσσήνη. Τελικά διαπιστώθηκε πως τα γυάλινα αντικείμενα χρησιμοποιούνταν σε ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, αλλά εντοπίστηκαν και αγγεία αποκλειστικής ταφικής χρήσης. Τα πρωϊμότερα γυάλινα ρωμαϊκά αγγεία αποτελούσαν πολυτελή συμποσιακά σκεύη που σχετίζονταν με τις προτιμήσεις μιας ιταλικής αριστοκρατικής τάξης η οποία, περί τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., εποχή κατά την οποία το γυαλί φαίνεται ότι γίνεται προσβάσιμο στα χαμηλότερα κοινωνικά μεγαλοαστικά στρώματα, απορρίπτει αυτό το υλικό αναφορικά με τις κοινωνικές της εκδηλώσεις. Οι πρώτοι δύο αυτοκρατορικοί αιώνες χαρακτηρίζονται για την πληθώρα των εισαγωγών από τα ιταλικά εργαστήρια παραγωγής, γεγονός που αντανακλά τον εκρωμαϊσμό της πόλης. Εντοπίζονται, επίσης, επείσακτα αγγεία από την Συροπαλαιστίνη, την Κύπρο, την Μικρά Ασία και λιγότερο από την Αίγυπτο, καταδεικνύοντας την έντονη εμπορική της υπόσταση αυτήν την εποχή. Παράλληλα, κατά τον 1ο αι. μ.Χ. παρατηρούνται πειραματισμοί αναφορικά με την τεχνολογία παραγωγής των αγγείων, αλλά διαπιστώνεται ότι για ειδικές κατηγορίες πολυτελέστερων ή συγκεκριμένης χρήσης σκευών ο έλεγχος της διαδικασίας παρασκευής είναι πιο αυστηρός. Στυλιστικά παρατηρείται ανταλλαγή γνώσεων και τεχνικών μεταξύ της παραδοσιακής ανατολικής υαλουργικής παράδοσης και των νεοσύστατων ιταλικών εργαστηρίων. Η σταθεροποίηση των διαδικασιών παραγωγής και μορφοποίησης των γυάλινων αγγείων λαμβάνει χώρα περί τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., εποχή κατά την οποία τοποθετείται η έναρξη της λειτουργίας του τοπικού εργαστηρίου που παράγει αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Κατά την διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. παρατηρείται σταδιακή αύξηση των μυροδοχείων από τις ανατολικές επαρχίες γεγονός που συνδέεται με την σταδιακή αλλαγή στα ταφικά έθιμα και τον ταυτόχρονο εξελληνισμό των Ρωμαίων. Από τον όψιμο 2ο αι. και για έναν αιώνα ο αριθμός των αγγείων μειώνεται κατακόρυφα λόγω των ταραγμένων πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, ενώ η κυκλοφορία των γυάλινων αγγείων αναβιώνει από τον 4ο αι., όπου πλέον, λόγω των πολιτικών και θρησκευτικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα, επικρατούν τα αγγεία των ανανεωμένων εργαστηρίων της Ανατολικής Μεσογείου με ελάχιστες βορειοαφρικανικές εισαγωγές κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τέλος, οι αρχαιομετρικές αναλύσεις απέδειξαν πως τρία μεγάλα ρωμαϊκά κέντρα της περιόδου, με αποδεδειγμένη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων αρχαιολογικά, χρησιμοποιούσαν παρόμοια πρώτη ύλη για την παραγωγή των τελικών τους τέχνεργων, επιβεβαιώνοντας το μέχρι στιγμής ισχύον μοντέλο περί πρωτογενούς και δευτερογενούς επεξεργασίας της υάλου κατά την ρωμαϊκή εποχή.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The purpose of this interdisciplinary research was on the one hand, to understand the various stylistical and technological searches that led to the widespread use of glass during the Roman period, and on the other hand to understand and interpret the production and circulation of glass vessels in the city of Patras from the 1st century BC up to the 7th century AD in order to strengthen our historical knowledge about a significant Roman colony in the Western Peloponnese. After the detailed archaeological study, a number of vessels were analyzed via the non-destructive technique of X-Ray Fluorescence Spectroscopy. The analytical results were then compared with analogues of ancient Corinth and ancient Messene. Eventually, it was discovered that glass objects were used in various aspects of everyday life, but also, some vessels found were for the exclusive use in burials. The earliest Roman glass vessels were luxurious dinner tableware associated with the preferences of an Italian aristoc ...
The purpose of this interdisciplinary research was on the one hand, to understand the various stylistical and technological searches that led to the widespread use of glass during the Roman period, and on the other hand to understand and interpret the production and circulation of glass vessels in the city of Patras from the 1st century BC up to the 7th century AD in order to strengthen our historical knowledge about a significant Roman colony in the Western Peloponnese. After the detailed archaeological study, a number of vessels were analyzed via the non-destructive technique of X-Ray Fluorescence Spectroscopy. The analytical results were then compared with analogues of ancient Corinth and ancient Messene. Eventually, it was discovered that glass objects were used in various aspects of everyday life, but also, some vessels found were for the exclusive use in burials. The earliest Roman glass vessels were luxurious dinner tableware associated with the preferences of an Italian aristocratic class which, by the mid-1st century AD, a time when glass appears to be accessible to the lower social strata of the upper middle class, rejects this material for its social events. The first two Imperial centuries are characteristic for the plethora of imports from the Italian production centres, reflecting the city's Romanization. Also identified were imported vases mainly from Syropalestine, Cyprus, Asia Minor and some from Egypt, which points to the city’s intense trade status. Moreover, it is observed that during the 1st century AD, although glassworkers were experimenting in the production technology of the vessels, at the same time it was found that for more luxurious vases or for vases of specific use there had been a stricter control over the manufacturing process. At the same time, stylistic and technical knowledge exchange occurs between the traditional Eastern glass-making tradition and the newly established Italian glass workshops. The standardization of the production processes and the types of the glass vessels takes place towards the end of the 1st century AD, where the local workshops producing objects of daily use begin to operate. During the 2nd century AD a gradual increase of unguentaria from the eastern provinces is observed, which is related to the gradual change in burial customs and the simultaneous hellinisation of the Romans. From the late 2nd century and for a century onward the number of vessels decrease significantly due to troubled political and economic circumstances, while the circulation of glass vessels revives from the 4th century AD, when the vessels of the Eastern Mediterranean renewed glassworkshops dominate due to the political and religious changes that took place. Meanwhile, some scatter North African imports have been identified during the Early Byzantine period. Finally, archaeometrical analyses proved that three Peloponnesian major centres of the Roman period, with archaeologically proven operation of local glassworkshops, were using similar raw material for the production of their final artefacts, confirming the so far existing model of primary and secondary glass production during the Roman era.
περισσότερα