Περίληψη
Η κατανόηση του ψυχολογικού προφίλ των Ελλήνων καπνιστών που αποτελεί βασικό στόχο της παρούσας διατριβής εκτός από το θεωρητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει κρίνεται απαραίτητη στη διαδικασία διακοπής καπνίσματος προκειμένου να εκτιμηθούν τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση μιας προσπάθειας διακοπής.Η παρούσα μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2007-2010 στο Εξωτερικό Ιατρείο Διακοπής Καπνίσματος της Μονάδας Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που λειτουργεί στο Γ.Π.Ν. «Γ. Παπανικολάου». Οι συμμετέχοντες (Ν=750), οι οποίοι ήταν 558 καπνιστές με βαριά εξάρτηση από τη νικοτίνη, 168 με μέτρια εξάρτηση, και 24 καπνιστές με μικρή εξάρτηση από τη νικοτίνη προσήλθαν εθελοντικά στο Εξωτερικό Ιατρείο Διακοπής καπνίσματος. Οι συμμετέχοντες ήταν Ελληνικής υπηκοότητας (52% άνδρες; Μ.Ο.=47 =11), ο Μ.Ο. ηλικίας έναρξης καπνίσματος ήταν 19.4 (SD=3.30) και ο Μ.Ο. αριθμός τσιγάρων που κατανάλωναν τη μέρα ήταν 32.18 (SD=15.3). Δεδομένα σχετικά μ ...
Η κατανόηση του ψυχολογικού προφίλ των Ελλήνων καπνιστών που αποτελεί βασικό στόχο της παρούσας διατριβής εκτός από το θεωρητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει κρίνεται απαραίτητη στη διαδικασία διακοπής καπνίσματος προκειμένου να εκτιμηθούν τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση μιας προσπάθειας διακοπής.Η παρούσα μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2007-2010 στο Εξωτερικό Ιατρείο Διακοπής Καπνίσματος της Μονάδας Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που λειτουργεί στο Γ.Π.Ν. «Γ. Παπανικολάου». Οι συμμετέχοντες (Ν=750), οι οποίοι ήταν 558 καπνιστές με βαριά εξάρτηση από τη νικοτίνη, 168 με μέτρια εξάρτηση, και 24 καπνιστές με μικρή εξάρτηση από τη νικοτίνη προσήλθαν εθελοντικά στο Εξωτερικό Ιατρείο Διακοπής καπνίσματος. Οι συμμετέχοντες ήταν Ελληνικής υπηκοότητας (52% άνδρες; Μ.Ο.=47 =11), ο Μ.Ο. ηλικίας έναρξης καπνίσματος ήταν 19.4 (SD=3.30) και ο Μ.Ο. αριθμός τσιγάρων που κατανάλωναν τη μέρα ήταν 32.18 (SD=15.3). Δεδομένα σχετικά με το καπνιστικό ιστορικό και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά προέκυψαν από την χορήγηση ερωτηματολογίου σχετικά με το καπνιστικό ιστορικό και τα παρακάτω ψυχομετρικά εργαλεία: 1) Τεστ Εξάρτησης από τη Νικοτίνη (FTND), 2) Κλίμακα Ικανοποίησης από τη Ζωή (SWLS), 3) Κλίμακα Αυτό-αξιολόγησης Κατάθλιψης Zung (SRDS), 4) Κλίμακα Εστίασης Ελέγχου για την Υγεία (HLOC), 5) Ερωτηματολόγιο Άγχους του Spielberger (STAI), 6) Ερωτηματολόγιο Τρόπων Διαχείρισης Προβλημάτων (COPE),και 7) Ερωτηματολόγιο μέτρησης προσωπικότητας κατά Eysenck (EPQ).Σχετικά με την φαρμακευτική αγωγή, οι περισσότεροι συμμετέχοντες 635 (84.7 %) έλαβαν Βαρενικλίνη, 66 (8.8 %) έλαβαν Θεραπεία Υποκατάστασης Νικοτίνης, και 30 (4%) αρνήθηκαν φαρμακευτική αγωγή. Η Βαρενικλίνη χορηγήθηκε στην πλειοψηφία των συμμετεχόντων γιατί έχει επιβεβαιωθεί η κλινική της αποτελεσματικότητα αλλά και γιατί πρόσφατες έρευνες συνιστούν πως η χρήση της απαιτεί ελάχιστη υποστήριξη από τον ΕΥ κι επιπλέον προσφέρει υψηλότερα ποσοστά αποχής. Όλες οι μορφές χορήγησης νικοτίνης επίσης βελτιώνουν τα ποσοστά διακοπής όπως αναφέρει και μια πρόσφατη Cochrane ανασκόπηση που περιελάμβανε 150 μελέτες Θεραπείας Υποκατάστασης Νικοτίνης (NRT) στις οποίες συμμετείχαν περισσότερα από 50,000 άτομα. Τέλος, η διάρκεια της θεραπείας ποικίλε από τουλάχιστον 8 εβδομάδες για θεραπεία NRT σε 12 εβδομάδες που ήταν η συνιστώμενη διάρκεια θεραπείας για τη Βαρενικλίνη. Οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες να ξεκινήσουν NRT 2 εβδομάδες και Βαρενικλίνη μία εβδομάδα πριν από την ημερομηνία διακοπής καπνίσματος που οι ίδιοι είχαν ορίσει.Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας το στατιστικό πρόγραμμα SPSS. 20.0 (Statistical Program for Social Sciences). Η περιγραφή των κατηγορικών μεταβλητών έγινε με την χρήση ποσοστών, ενώ οι ποσοτικές μεταβλητές περιγράφηκαν με τους μέσους όρους (Μ.Ο.) και τις σταθερές αποκλίσεις (Σ.Α.). Αρχικά πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος κανονικότητας των μεταβλητών με την εφαρμογή του test Kolmogorov-Smirnoff, όπου p0.05 υποδεικνύει ομαλή κατανομή. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι μεταβλητές τηρούσαν το κριτήριο κανονικότητας για την εφαρμογή μη παραμετρικού τεστ.Για τη σύγκριση των μέσων τιμών των ψυχολογικών παραμέτρων και της διακοπής καπνίσματος στον 6άμηνο και 12άμηνο επανέλεγχο, επιλέχθηκε η μη παραμετρική στατιστική δοκιμασία independent samples t-test για τις μεταβλητές που ακολουθούσαν κανονική κατανομή. Οι μέθοδοι της Μη Παραμετρικής Στατιστικής θεωρήθηκαν καταλληλότερες από αυτές της Παραμετρικής, στις περιπτώσεις όπου για τις εμπλεκόμενες μεταβλητές η υπόθεση της Κανονικότητας των κατανομών τους δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθεί και να επιβεβαιωθεί. Ο συντελεστής συσχέτισης του Pearson εφαρμόστηκε για να αποτιμήσει τις πιθανές σχέσεις μεταξύ των συνεχών μεταβλητών, ενώ η δοκιμασία χ2 εφαρμόστηκε για να αποτιμηθούν οι σχέσεις μεταξύ των κατηγορικών μεταβλητών.Προκειμένου να εντοπιστούν ποιοι παράγοντες μπορούν να προβλέψουν την διακοπή καπνίσματος λαμβάνοντας υπόψη και τις υπόλοιπες μεταβλητές, κρίθηκε απαραίτητο να διερευνηθεί πολυπαραγοντικά η σχέση των ψυχολογικών χαρακτηριστικών και της διακοπής καπνίσματος με τα υπόλοιπα στοιχεία από το δημογραφικό και καπνιστικό ιστορικό. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η Ανάλυση Πολλαπλής Γραμμικής Εξάρτησης κατά βήματα (Stepwise Multiple Linear Regression Analysis), όπου η εξαρτημένη μεταβλητή (βαθμολογία της κλίμακας) εκφράζεται μέσα από μια εξίσωση που περιλαμβάνει τις ανεξάρτητες μεταβλητές που ερευνώνται στο μοντέλο.Αντίστοιχα, για τη διερεύνηση διαφορών σε ομάδες καπνιστών έγιναν πολλαπλές συγκρίσεις επιλέγοντας τον post-hoc έλεγχο κατά Tukey (Tukey’s honestly significant difference test).Η διακοπή καπνίσματος εξακριβώθηκε μέσω αυτό-αναφοράς (στη διάρκεια των διπλών ΕΟ, 6 και 12 μηνών, που διεξήχθησαν τηλεφωνικά). Τα ποσοστά διακοπής καπνίσματος στον ΕΟ των 6 μηνών ήταν 33,7 ενώ στον ΕΟ των 12 μηνών ήταν μόλις 9,4%. Η εξάρτηση από τη νικοτίνη βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά με τα τσιγάρα που καταναλώνει ημερησίως ο καπνιστής (r=.35, n=750, p<.000). Οι άνδρες καπνιστές με υψηλή εξάρτηση από τη νικοτίνη είχαν περισσότερες πιθανότητες να διακόψουν το κάπνισμα στον ΕΟ των 6 μηνών [t (748) =2.56, p<.010]. Η εξάρτηση από τη νικοτίνη (ανεξάρτητα από τις τιμές της) βρέθηκε επίσης να σχετίζεται σημαντικά με την πιθανότητα να προσπαθήσει κάποιος να διακόψει το κάπνισμα (OR=0.86; 95 % CI: 0.80, 0.92). Σχετικά με το ρόλο του φύλου στη διακοπή, το φύλο βρέθηκε να σχετίζεται μόνο με τη διακοπή στον ΕΟ των 12 μηνών, με τις γυναίκες καπνίστριες να έχουν πέντε φορές παραπάνω πιθανότητες να διακόψουν το κάπνισμα συγκριτικά με τους άνδρες καπνιστές (OR: 4.97, 95 %, CI: 3.15-7.84). Σχετικά με τις τρέχουσες φαρμακευτικές θεραπείες, δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές σε κανέναν ΕΟ διακοπής.Οι υποθέσεις μας ότι οι καπνιστές που ανέφεραν προ-θεραπείας, πως είχαν κάνει προσπάθειες διακοπής παλιότερα, είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι θα διακόψουν, και ανέφεραν λόγους υγείας ως τα κίνητρα διακοπής τους, διέκοψαν το κάπνισμα όπως επιβεβαίωσε ο ΕΟ των 6 μηνών μέσω των αντίστοιχων σημαντικών συσχετίσεων, (χ 2 (3, n=750) =11.37, p<.010), (χ2 (2, n=750)=7.85, p<.020), και (χ2 (2, n=750) =7.01, p<.030). Επίσης, καπνιστές που ανέφεραν το στερητικό σύμπτωμα από τη νικοτίνη που αφορά στη δυσκολία συγκέντρωσης (p<.049) είχαν περισσότερες πιθανότητες να διακόψουν το κάπνισμα στον ΕΟ των 6 μηνών. Όσον αφορά στην έννοια της εστίασης ελέγχου για την υγεία, η εσωτερική εστίαση ως ψυχολογικό χαρακτηριστικό βρέθηκε να σχετίζεται με την διακοπή στον ΕΟ των 6 μηνών, t (750)=1.42, p<.020. Όσο για τη διακοπή καπνίσματος, όπως καταγράφηκε στον ΕΟ των 12 μηνών, φάνηκε να σχετίζεται με το σύμπτωμα στέρησης από τη νικοτίνη που αφορά στην αυξημένη όρεξη ή πρόσληψη βάρους (p<.059), τη μη κατανάλωση αλκοόλ σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση (OR: 1.82, 95 %, CI: 1.20–2.75), και το άγχος ως χαρακτηριστικό προσωπικότητας (t (750)=1.42, p<.040. Μέσω της Ανάλυσης Πολλαπλής Γραμμικής Εξάρτησης κατά βήματα (stepwise multiple logistic regression analysis) διαπιστώθηκαν οι παρακάτω τρεις μεταβλητές ως ανεξάρτητοι παράγοντες διακοπής καπνίσματος: προηγούμενες προσπάθειες διακοπής r=.014, p<.050, (OR: .778, 95 %, CI: .317–1), ικανοποίηση από τη ζωή r=.000, p<.050, (OR: .319, 95 %, CI: .105–.971), και εσωτερική εστίαση ελέγχου για την υγεία (μια σημαντικότατη μεταβλητή και από βιβλιογραφική άποψη) r=.019, p<.050, (OR: 1.04, 95 %, CI: 1.00–1.08).Μελετώντας συνολικά τα αποτελέσματα διαπιστώσαμε πως οι καπνιστές διαφέρουν ως προς την έκβαση της διακοπής, επιχειρήσαμε μέσω μεθόδων συσταδοποίησης (cluster analysis) να εντοπίσουμε ομάδες καπνιστών που ενδεχομένως να διαφέρουν με βάση τα καπνιστικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά τους. Με βάση λοιπόν τα καπνιστικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά τους που αποτέλεσαν τα κριτήρια ομαδοποίησης προέκυψαν οι παρακάτω τέσσερεις ομάδες: 1) καπνιστές που δεν κατάφεραν να διακόψουν σε κανέναν ΕΟ, 2) καπνιστές που διέκοψαν στον ΕΟ των 6 μηνών, 3) καπνιστές που διέκοψαν στον ΕΟ των 12 μηνών, και 4) καπνιστές που διέκοψαν το κάπνισμα από την αρχή οριστικά. Η ομάδα των καπνιστών που διέκοψε με επιτυχία συγκριτικά με την ομάδα των καπνιστών που δεν κατάφερε να διακόψει διέφερε σημαντικά (p<.05) στα παρακάτω καπνιστικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά: ικανοποίηση από τη ζωή [F(3,745)=6.66, p=0.000], στερητικό σύμπτωμα από τη νικοτίνη που αφορά στη δυσκολία συγκέντρωσης (DSM-IV5) [F(3,745)=3.44, p=0.016], και εσωτερική εστίαση ελέγχου για την υγεία [F(3,745)=3.62, p=0.013]. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναγνωρίζουν τον πολύπλοκο ρόλο της προσωπικότητας του καπνιστή στη διαδικασία διακοπής και καταλήγουν στο ότι η μελέτη των ψυχολογικών χαρακτηριστικών του καπνιστή μπορεί να έχει σημαντικές ερευνητικές εφαρμογές την κλινική πράξη. Αυτά τα πρώτα αποτελέσματα που προκύπτουν από δύο διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, της ιατρικής αλλά και της ψυχολογίας, παρέχουν χρήσιμα στοιχεία για τις ιδιαίτερες κοινωνικές νόρμες και κοινωνικές επιρροές οι οποίες συγκροτούν το προφίλ του Έλληνα καπνιστή. Επιπλέον, συνιστούν την άμεση ανάγκη από τους επαγγελματίες υγείας να αξιολογούν τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά Οι μελλοντικές μελέτες είναι απαραίτητες σε διαφορετικά δείγματα καπνιστών (π.χ. καπνιστές που δεν προσέρχονται σε Ιατρεία Διακοπής Καπνίσματος και άρα δεν είναι κινητοποιημένοι, καπνιστές με ψυχικά νοσήματα, κτλ) αλλά με βασικό στόχο την αξιολόγηση του ψυχολογικού προφίλ του Έλληνα καπνιστή ως βασική θεραπευτική παράμετρο στα προγράμματα διακοπής καπνίσματος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the current study was to identify the role of psychological characteristics of treatment-seeking smokers and examine their role in cessation outcomes. Participants (Ν=750) were 558 heavily dependent, 168 moderate dependent and 24 light dependent smokers who were self-referred to an Outpatient Smoking Cessation Clinic. The sample was not demographically diverse; instead, it was a Greek Caucasian sample of smokers (52 % male, 48 % female, ±47 years, SD=11.4). The mean age of smoking initiation, i.e. age of first cigarette was 19.4 (SD=3.30) and the mean number of cigarettes consumed per day was 32.18 (SD=15.3). Data on smoking and psychological assessment was obtained from the Fagerström Test for Nicotine Dependence, the Satisfaction With Life Scale, the Self-Rating Zung Depression Scale, the Health Locus of Control Scale, the State-Trait Anxiety Inventory, the Coping Orientations to Problems Experienced Inventory, and the Eysenck Personality Inventory. Regarding medication tr ...
The aim of the current study was to identify the role of psychological characteristics of treatment-seeking smokers and examine their role in cessation outcomes. Participants (Ν=750) were 558 heavily dependent, 168 moderate dependent and 24 light dependent smokers who were self-referred to an Outpatient Smoking Cessation Clinic. The sample was not demographically diverse; instead, it was a Greek Caucasian sample of smokers (52 % male, 48 % female, ±47 years, SD=11.4). The mean age of smoking initiation, i.e. age of first cigarette was 19.4 (SD=3.30) and the mean number of cigarettes consumed per day was 32.18 (SD=15.3). Data on smoking and psychological assessment was obtained from the Fagerström Test for Nicotine Dependence, the Satisfaction With Life Scale, the Self-Rating Zung Depression Scale, the Health Locus of Control Scale, the State-Trait Anxiety Inventory, the Coping Orientations to Problems Experienced Inventory, and the Eysenck Personality Inventory. Regarding medication treatment, a total of 635 (84.7 %) participants were prescribed Varenicline, 66 (8.8 %) received Nicotine Replacement Therapy (NRT), and 30 (4 %) wanted to quit without the use of medication. No criteria are available to assess which pharmacotherapy will prove most effective in a given patient. As a result, treatment decisions usually take into account the smoker’s history but also his/her preferred quit method. Varenicline was provided to the majority of the participants because it has been proven to be more effective in smoking cessation outcomes but also, because current research suggests that Varenicline use with minimal professional support appears to be more effective in achieving short-term abstinence. All forms of NRT also improve smoking cessation outcomes as it is evidenced by a recent Cochrane review that includes 150 trials of NRT, with over 50,000 people in the main analysis. Finally, duration of treatment varied from at least eight weeks for NRT (depending again on NRT products) to 12 weeks which is the recommended treatment duration for Varenicline. Participants were instructed to start NRT two weeks and Varenicline one week prior to targeted quit day.Data was analyzed using SPSS 20.0 and p-values less than 0.05 were considered statistically significant. The Pearson correlation coefficient was used for the assessment of linear relationships between continuous variables. Differences in demographic and smoking variables were compared to cessation at 6 months and at 12 months with t-tests for continuous variables and chi-square tests for categorical variables which was followed by odds ratio. Odds ratios with 95 % confidence intervals were calculated and reported with p-values. Independent samples t-tests were conducted for the comparison of smoking cessation groups regarding mean scores of STAI, SRDS, and HLC scale and scores of severity of nicotine withdrawal symptoms. Logistic regression modeling was carried out to evaluate associations between psychological characteristics and smoking cessation at 6 and 12 months while adjusting for demographic characteristics such as age and gender. Α stepwise modeling procedure was followed along the lines proposed by Homer to identify the independent predictors of smoking cessation. Independent variables with p<0.20 were entered into a multivariable logistic regression model in the first step. Variables with p<0.05 were kept in the final model. Cluster analysis was conducted and clustering variables (demographic, smoking, and psychological characteristics) were measured at baseline and were standardized to z-scores. Significant multivariate results were followed by univariate analysis of variance(ANOVA) and post hoc Tukey tests, which are suitable and reliable tests for multiple tests between may subsamples.Smoking status was made by self-report and abstinence was defined as “not a single puff of smoke during the last week”. The self-reported abstinence rate at six-month follow-up was 33.7 % versus 9.4 % in one-year follow-up. Nicotine dependence was found to be associated with the number of cigarettes smoked per day (r=.35, n=750, p<.000). Higher nicotine dependent male smokers were more likely to quit at 6 months [t (748) =2.56, p<.010]. FTND scores were associated with increased likelihood of a quit attempt (OR=0.86; 95 % CI: 0.80, 0.92). Gender was positively related only to 12 months cessation, increasing the odds of abstinence for female smokers by about 5 times (OR: 4.97, 95 %, CI: 3.15-7.84). No significant differences were found between medication and smoking cessation at both follow-ups. Our hypothesis that those smokers who would report at baseline, a number of quit attempts (χ 2 (3, n=750) =11.37, p<.010), high self-confidence (χ2 (2, n=750)=7.85, p<.020), and health reasons for quitting (χ2 (2, n=750) =7.01, p<.030) would quit successfully was confirmed through significant correlations at six-month cessation. Smokers who experienced nicotine withdrawal symptoms and reported difficulty concentrating (p<.049) were more likely to quit at the six-month follow-up. Regarding HLC, I-HLC was found to be associated with smoking cessation at six-month follow-up, t (750)=1.42, p<.020. The smoking, demographic, and behavioral/dependence variables associated withsmoking cessation at 6-month follow-up are summarized in Table 2. Smoking cessation at 12-months follow-up was associated with nicotine withdrawal symptoms and reported increased appetite or weight gain (p<.059), no alcohol consumption (OR: 1.82, 95 %, CI: 1.20–2.75), and trait-anxiety (t (750)=1.42, p<.040. Stepwise multivariate logistic regression was performed to investigate the predictors of smoking cessation in one model. In the regression model, we entered only the variables that were significantly associated with smoking cessation at both follow-ups. The final stepwise modeling procedure identified the following three variables as independent predictors of smoking cessation: past quit attempts r=.014, p<.050, (OR: .778, 95 %, CI: .317–1), current life satisfaction r=.000, p<.050, (OR: .319, 95 %, CI: .105–.971), and I-internal health locus of control r=.019, p<.050, (OR: 1.04, 95 %, CI: 1.00–1.08) while adjusting for baseline demographics. In continuous abstinence at 12 months follow-up, in both women and men, no psychological characteristic was involved in the model, and the only significant predictor of continuous abstinence was nicotine dependence. Because the results presented in this study suggest that smokers may vary in terms of their cessation outcomes, cluster analytic procedures were used in a preliminary effort to discover subtypes of smokers based on their smoking and psychological characteristics. The smoking and the psychological characteristics served as the clustering variables and the four cluster groups which emerged were: (1) smokers who had never quit, (2) smokers who had quit successfully at 6-month follow-up, (3) smokers who had quit successfully at 12-month follow-up, and (4) smokers who had quit from the beginning. A one-way between subjects ANOVA was conducted to compare the effect of smoking and psychological characteristics on the four groups that differed in terms of smoking cessation. Tukey’s HSD (“Honestly Significant Difference”) was performed after the ANOVA in order to determine which g The group of smokers who had quit successfully compared to the group of smokers who hadn’t quit at all differed significantly (p<.05) in the following smoking and psychological variables: life satisfaction [F(3,745)=6.66, p=0.000], DSM-IV5 nicotine withdrawal symptom [F(3,745)=3.44, p=0.016], and internal HLC [F(3,745)=3.62, p=0.013]. Post-hoc comparisons using the Tukey HSD showed that the group of smokers who had quit from the beginning and the group of smokers who hadn’t quit differed significantly at p<.05.roups differ from each other.We can conclude that the study of smokers’ psychological characteristics can have important research implications in clinical practice. Our findings provide useful information on the unique cultural norms and social influences of Greek smokers and suggest the urgent need in primary care settings to address psychological characteristics along with cultural differences in order to change the smoking culture and achieve successful smoking cessation outcomes. Future research should target the psychological profile of Greeks smokers as key treatment components in routine smoking cessation practice.
περισσότερα