Περίληψη
Στη φυσική αγωγή και στον αθλητισμό κυρίαρχο ζήτημα για την εκμάθηση δεξιοτήτων είναι η δημιουργία ενός κινητικού προγράμματος που πρέπει ο ασκούμενος να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει κατά τη διαδικασία της εξάσκησής του. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός προτύπου, σχετικού με τη δεξιότητα που καλείται να εκτελέσει ο ασκούμενος. Η μελέτη του προτύπου βασίζεται στη σχετική θεωρία του Bandura (1986), η οποία ορίζει ότι οι περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές μαθαίνονται μέσω της παρατήρησης ενός προτύπου, που παρέχει πληροφορίες οι οποίες επιδρούν περισσότερο από εκείνες του προφορικού λόγου. Κύριος σκοπός της έρευνας είναι να αποδείξει ότι, η ταυτόχρονη και συντονισμένη επίδειξη του προτύπου και της εκτέλεσης του ίδιου του ασκούμενου, υποστηριζόμενη από προφορικές οδηγίες, θα αποτελούσε ένα τύπον ανατροφοδότησης, που θα επιδρούσε θετικά και περισσότερο, συγκριτικά με τους ήδη δοκιμασμένους τύπους, για την εκμάθηση δεξιοτήτων πετοσφαίρισης σε ασκούμενους νεαρής ηλικίας ...
Στη φυσική αγωγή και στον αθλητισμό κυρίαρχο ζήτημα για την εκμάθηση δεξιοτήτων είναι η δημιουργία ενός κινητικού προγράμματος που πρέπει ο ασκούμενος να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει κατά τη διαδικασία της εξάσκησής του. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός προτύπου, σχετικού με τη δεξιότητα που καλείται να εκτελέσει ο ασκούμενος. Η μελέτη του προτύπου βασίζεται στη σχετική θεωρία του Bandura (1986), η οποία ορίζει ότι οι περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές μαθαίνονται μέσω της παρατήρησης ενός προτύπου, που παρέχει πληροφορίες οι οποίες επιδρούν περισσότερο από εκείνες του προφορικού λόγου. Κύριος σκοπός της έρευνας είναι να αποδείξει ότι, η ταυτόχρονη και συντονισμένη επίδειξη του προτύπου και της εκτέλεσης του ίδιου του ασκούμενου, υποστηριζόμενη από προφορικές οδηγίες, θα αποτελούσε ένα τύπον ανατροφοδότησης, που θα επιδρούσε θετικά και περισσότερο, συγκριτικά με τους ήδη δοκιμασμένους τύπους, για την εκμάθηση δεξιοτήτων πετοσφαίρισης σε ασκούμενους νεαρής ηλικίας. Παράλληλα με την προσπάθεια επαλήθευσης ή όχι της παραπάνω κύριας υπόθεσης επιδιώκεται η απάντηση σε μία σειρά ερευνητικών ερωτημάτων, σχετικών με την επίδραση των τύπων ανατροφοδότησης στους μηχανισμούς επίτευξης στόχων, εσωτερικής παρακίνησης και αυτοαποτελεσματικότητας. Πενήντα τρεις μαθήτριες του 2ου Γυμνασίου της πόλεως του Κορωπίου ηλικίας 12-15 ετών, που ήταν άπειρες ως προς την Πετοσφαίριση και τον αθλητισμό επιλέχθηκαν με την μέθοδο της ¨κατά στρώματα¨ τυχαίας δειγματοληψίας και σχημάτισαν τρεις ομάδες, δύο πειραματικές και μία ελέγχου. Οι μαθήτριες και των τριών ομάδων ασκήθηκαν με το ίδιο ελεγχόμενο πρόγραμμα, ενώ λάμβαναν διαφορετικό τύπο ανατροφοδότησης. Η πρώτη πειραματική ομάδα (Ν=18) λάμβανε ανατροφοδότηση με επίδειξη των δεξιοτήτων από πρότυπο μέσω κοινής ηλεκτρονικής οθόνης, ενώ ταυτόχρονα λάμβανε και προφορικές οδηγίες. Η δεύτερη πειραματική ομάδα (Ν=16) λάμβανε ανατροφοδότηση με επίδειξη των δεξιοτήτων από μαγνητοσκοπημένο πρότυπο ταυτόχρονα με μαγνητοσκοπημένη εκτέλεση της ίδιας της δοκιμαζόμενης σε προσωπική οθόνη, ενώ λάμβανε και προφορικές οδηγίες. Και οι δύο πειραματικές ομάδες λάμβαναν την ανατροφοδότηση σε παράπλευρο, του γηπέδου, ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο. Η τρίτη ομάδα (Ν=19), που αποτελούσε την ομάδα ελέγχου λάμβανε ανατροφοδότηση με προφορικές οδηγίες μόνο κατά τη διαδικασία της εξάσκησης. Οι δοκιμαζόμενες και των τριών ομάδων εφάρμοσαν ένα κοινό πρόγραμμα ασκήσεων σε 12 συνεδρίες, που η κάθε μία διαρκούσε 60 λεπτά. Η συχνότητα των συνεδριών ήταν δύο φορές ανά εβδομάδα και συνολικά το πρόγραμμα παρέμβασης 7 εβδομάδες, ενώ ακολούθησε και η εβδομάδα της διατήρησης χωρίς παρέμβαση για να γίνει ο έλεγχος της μάθησης. Οι δεξιότητες στις οποίες ασκήθηκαν οι μαθήτριες ήταν το σερβίς και η μανσέτα της πετοσφαίρισης. Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης διακύμανσης με 2 ανεξάρτητους παράγοντες με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (3Χ3), όπου ο ένας είναι ο χρόνος (αρχική, τελική και μέτρηση διατήρησης) και ο δεύτερος ήταν η ομάδα. Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων των μηχανισμών παρακίνησης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ανάλυσης διακύμανσης με 2 παράγοντες (3Χ2). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν βρέθηκε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο επίπεδο των μετρήσεων. Βρέθηκε όμως στατιστικά σημαντική επίδραση του κύριου παράγοντα χρόνου στην επίδοση και την τεχνική των δοκιμαζόμενων και των τριών ομάδων τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο επίπεδο μέτρησης. Συγκεκριμένα κατά τη τελική μέτρηση βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη τεχνική του σερβίς και στη μανσέτα καθώς στην επίδοση της μανσέτας. Ενώ κατά τη μέτρηση διατήρησης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μόνο στην τεχνική του σερβίς. Παρουσιάστηκε όμως μία υψηλότερη τάση βελτίωσης στις δοκιμαζόμενες της δεύτερης πειραματικής ομάδας που ακολουθούσαν το σύνθετο τύπο ανατροφοδότησης έναντι των άλλων ομάδων. Συμπερασματικά με την παρέμβαση του καθηγητή της φυσικής αγωγής ή προπονητή στην εξάσκηση όλοι οι τύποι εξωτερικής ανατροφοδότησης, που παρέχουν πληροφορίες στους δοκιμαζόμενους με προφορικές οδηγίες ή με παρατήρηση προτύπου ή με ταυτόχρονη επίδειξη προτύπου και εκτέλεσης της ίδιας της δοκιμαζόμενης, φαίνεται ότι είναι κατάλληλοι να συμβάλουν στη μάθηση δεξιοτήτων. Στους ψυχολογικούς μηχανισμούς τα αποτελέσματα δεν έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, αλλά τάσεις υπέρ της δεύτερης πειραματικής ομάδας. Με επιφύλαξη θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο τύπος της ταυτόχρονης ανατροφοδότησης προτύπου και εκτέλεσης της ίδιας της ασκούμενης σε συνδυασμό με προφορικές οδηγίες θα μπορούσε να επιδράσει περισσότερο θετικά στη μάθηση δεξιοτήτων εφόσον γίνουν μερικές αλλαγές στη μεθοδολογία.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In physical education and in sports, the generation of a motor program that the participant must process and use during his practice is a prevailing issue for skill acquisition. For this purpose, it is necessary to create a model related with the skill that the participant is asked to perform. Modeling observation is based on Bandura's theory (1986), which defines that “most human behaviour is learned by observation through modeling” that provides information, which induce a greater effect than verbal information. The main purpose of this investigation is to prove that simultaneous and co-ordinated model demonstration and execution of the skill by the participant, supported by verbalinstructions, would constitute a feedback type that would affect more positively than the already tested feedback types skill learning on volleyball in participants of young age. In parallel with the attempt to verify or reject the main research hypothesis, it is attempted to respond to a series of research ...
In physical education and in sports, the generation of a motor program that the participant must process and use during his practice is a prevailing issue for skill acquisition. For this purpose, it is necessary to create a model related with the skill that the participant is asked to perform. Modeling observation is based on Bandura's theory (1986), which defines that “most human behaviour is learned by observation through modeling” that provides information, which induce a greater effect than verbal information. The main purpose of this investigation is to prove that simultaneous and co-ordinated model demonstration and execution of the skill by the participant, supported by verbalinstructions, would constitute a feedback type that would affect more positively than the already tested feedback types skill learning on volleyball in participants of young age. In parallel with the attempt to verify or reject the main research hypothesis, it is attempted to respond to a series of research questions, related with the influence of feedback types on the mechanisms of target achievement, inner motivation and self-efficacy. Fifty three pupils of the 2nd high school of Koropi, Attica, 12 to 15 years of age, without any experience in volleyball, were selected with the method of stratified random sampling and were assigned to 3 groups, 2 experimental and 1 control group. Pupils from 3 groups practised at the same controlled program, while receiving different feedback type. The first experimental group (N=18) received as feedback the demonstration of the skill by the model on a common electronic monitor, while it simultaneously received verbal instructions. The second experimental group (N=16) received as feedback the simultaneous videotaped demonstration of the skill by the model and by the participants' videotaped performance (self-modeling), while it received verbal instructions. Both experimental groups received feedback in a especially formed room, close to the court. The third group (N=19), the control group, received asfeedback verbal instructions during the practice procedure. Participants in all 3 groups followed a common program of volleyball exercises in 12 sessions, with duration of 60' each session. The frequency of the sessions was twice a week and in total the intervention program lasted 7 weeks, while there was the retention week without intervention to control for learning. The skills on which the participants practiced were serve and reception in volleyball. In statistical analysis, analysis of variance with 2 independent factors (3 x 3) with repeated measures was applied, where time was the first factor (initial, final and retention measurement) and the second factor was the group. Statistical analysis of the results on motivations mechanisms used analysis of variance with 2 factors (3 x 2). Results showed that there was no statistical significant difference among groups in thefirst as well as in the second level of measurements. However, there was a statistically significant main effect of time on performance and technique of participants in all 3 groups in the first, as well as in the second level of measurements. In particular, in the final measurement, a statistical significant difference was found in serve and reception technique and in performance in reception. During the retention measurement, a statistical significant difference was only found in technique in serve. However, a higher trend of improvement was found in participants of the second experimental group, which received the complex feedback type. In conclusion, all types of exterior feedback with the intervention of the physical education teacher or coach in practice, which provide information on participants either with verbal instructions or model observation, as well as with simultaneous model demonstration and self-modeling, appear to be appropriate to contribute in skillacquisition. In the psychological mechanisms, results did not show statistically significant differences among groups, but trends in favor of the second experimental group were nevertheless observed. With every precaution, we could argue that the feedback type of simultaneous model demonstration and self-modeling in combination with verbal instructions could have a more positive effect on skill acquisition, on the precondition that certain changes in methodology occur.
περισσότερα