Περίληψη
Η παρούσα μελέτη κάλυψε το σύνολο των επιδημιών της πανώλους που ενέσκηψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από το έτος της ίδρυσης της πρωτεύουσάς της έως και την πτώση της (330-1453 μ.Χ.). Οι πηγές που αποτέλεσαν τον πυρήνα της μελέτης, είναι κατά βάση οι περιγραφές ή οι αναφορές της πανώλους, όπως αποτυπώθηκαν στα κείμενα επιφανών Βυζαντινών ιστορικών και χρονικογράφων αλλά και Πατέρων της Εκκλησίας. Η μελέτη κινήθηκε σε δυο άξονες, στην κλινική εικόνα και τον επιδημιολογικό κύκλο της πανώλους, όπως είναι ιατρικά αποδεκτές στις μέρες μας, και το οποίο θα αποτελέσει το ερμηνευτικό αλλά και το συγκριτικό εργαλείο των περιγραφών της Βυζαντινής νόσου.
Αναφορικά με την Πρώτη Πανδημία, το Λοιμό του Ιουστινιανού, η παρούσα μελέτη κινήθηκε σε τέσσερις άξονες: την ανεύρεση της πραγματικής πύλης εισόδου, το πρόβλημα της προέλευσης της Πανδημίας, την παρουσίαση και την ομαδοποίηση όλων των επιδημιών της περιόδου 541-750 και τέλος τη μελέτη της περιοδικότητας των εμφανίσεων της πανώλους για την εν ...
Η παρούσα μελέτη κάλυψε το σύνολο των επιδημιών της πανώλους που ενέσκηψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από το έτος της ίδρυσης της πρωτεύουσάς της έως και την πτώση της (330-1453 μ.Χ.). Οι πηγές που αποτέλεσαν τον πυρήνα της μελέτης, είναι κατά βάση οι περιγραφές ή οι αναφορές της πανώλους, όπως αποτυπώθηκαν στα κείμενα επιφανών Βυζαντινών ιστορικών και χρονικογράφων αλλά και Πατέρων της Εκκλησίας. Η μελέτη κινήθηκε σε δυο άξονες, στην κλινική εικόνα και τον επιδημιολογικό κύκλο της πανώλους, όπως είναι ιατρικά αποδεκτές στις μέρες μας, και το οποίο θα αποτελέσει το ερμηνευτικό αλλά και το συγκριτικό εργαλείο των περιγραφών της Βυζαντινής νόσου.
Αναφορικά με την Πρώτη Πανδημία, το Λοιμό του Ιουστινιανού, η παρούσα μελέτη κινήθηκε σε τέσσερις άξονες: την ανεύρεση της πραγματικής πύλης εισόδου, το πρόβλημα της προέλευσης της Πανδημίας, την παρουσίαση και την ομαδοποίηση όλων των επιδημιών της περιόδου 541-750 και τέλος τη μελέτη της περιοδικότητας των εμφανίσεων της πανώλους για την εν λόγω περίοδο. Προτάθηκε έτσι η ύπαρξη μιας πόλης ως πιθανής πύλης εισόδου της πανώλους κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ., το Κλύσμα στην Ερυθρά Θάλασσα, αφού οι αφηγήσεις «στοχοποιούν» μεν το Πηλούσιο αλλά, όπως αποδεικνύεται, ήταν απλά ένα κρίκος στην αλυσίδα της πανώλους που ξεκινούσε μακριά από το Μεσογειακό χώρο. Στο θέμα της προέλευσης της Πρώτης Πανδημίας επιχειρήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση από τις έως σήμερα προσεγγίσεις, μέσω της φυλογενετικής-εξελικτικής μελέτης της Yersinia pestis, αφού φαίνεται εφικτή μια μεταφορά των στελεχών της πανώλους από την Ινδία στην Αφρική. Ο δε επαναπροσδιορισμός των επιδημικών κυμάτων της Πρώτης Πανδημίας κρίθηκε αναγκαίος με δεδομένο ότι οι ισχύουσες προτεινόμενες ομαδοποιήσεις δεν διέκριναν επακριβώς τα επιδημικά κύματα από τις κοινές επιδημικές εκρήξεις. Διαπιστώθηκε ότι η πανώλη εμφανιζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας κάθε 10 -15 χρόνια. Η πανώλη έπληξε την Κωνσταντινούπολη δέκα φορές σε χρονικά διαστήματα 11-17 ετών, με ένα μέσο όρο 14,2 έτη. Στα 208 χρόνια της Πρώτης Πανδημίας σημειώνονται συνολικά 79 επιδημίες με μέσο όρο διάρκειας τα 2 έτη. Η μελέτη της περιοδικότητας προσεγγίστηκε επίσης με διαφορετικό τρόπο, όχι δηλαδή με βάση το κλασσικό μοντέλο του ρόλου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά με στοιχεία για την πιθανή ύπαρξη φυσικών εστιών στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, κυρίως στις επαρχίες της Παλαιστίνης, Συρίας και Μεσοποταμίας.
Η μελέτη της Δεύτερης Πανδημίας, του Μαύρου Θανάτου, κινήθηκε επίσης σε τέσσερις άξονες: τη διασπορά της νόσου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Κεντρική Μεσόγειο, την κοιτίδα προέλευσης του Μαύρου Θανάτου, το πρόβλημα της κλινικής μορφής των επιδημιών της Δεύτερης Πανδημίας και την ομαδοποίηση όλων των επιδημικών κυμάτων της περιόδου 1347-1453. Σχετικά με τη εξάπλωση της νόσου, η μελέτη κατέληξε στην κατάρριψη του μύθου της αφήγησης του de Mussi αναφορικά με τη διασπορά της πανώλους κατά το 14ο αιώνα και πρότεινε ένα εναλλακτικό δρομολόγιο της επιδημίας από τη Κριμαία στην Κωνσταντινούπολη του 1347. Το πρόβλημα της προέλευσης του Μαύρου Θανάτου μελετήθηκε σε συνδυασμό επιδημιολογικών και ιστορικών δεδομένων σε σχέση και με τα επιδημιολογικά συμπεράσματα της Πρώτης Πανδημίας. Λαμβάνοντας υπόψη τους βιότυπους της Yersinia pestis που ανευρέθησαν στις περιοχές της Υπερκαυκασίας και της Κεντρικής Ασίας, τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της ενζωοτίας των άγριων τρωκτικών της Δυτικής Ασίας αλλά και τα ιστορικά στοιχεία, προτάθηκε μια εναλλακτική πορεία. Σε συνέχεια της άποψης που διατυπώθηκε για την πιθανή ύπαρξη φυσικής ενζωοτικής εστίας στην περιοχή της Συρίας και της Μεσοποταμίας θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή και εφικτή η σταδιακή μεταφορά της Yersinia pestis από τη Μέση Ανατολή προς την Ανατολή. Σύμφωνα με την εναλλακτική πορεία που προτάθηκε, η πανώλη πρέπει σταδιακά να εξαπλώθηκε βόρεια προς την Κασπία Θάλασσα και τον Καύκασο. Η νόσος στη συνέχεια μέσω του Βόρειου Ιράκ και του Κουρδιστάν κινήθηκε Ανατολικά προς τις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Στη μετακίνηση αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ενζωοτία των τρωκτικών της περιοχής του Καυκάσου η οποία προσέβαλλε άλλα είδη τρωκτικών της Δυτικής Ασίας, όπως οι μαρμότες και οι ζερβίλλοι, καθιστώντας κατά αυτό τον τρόπο τις περιοχές αυτές ενζωοτικές. H Yersinia pestis προφανώς κατάφερε να επιβιώσει στις δύσκολες περιβαλλοντολογικές συνθήκες της περιοχής εκμεταλλευόμενη έναν ιδιαίτερο φυσιολογικό μηχανισμό, αυτόν της χειμερίας νάρκης. Υπό αυτό το πρίσμα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί πλήρως η περίπτωση της συντήρησης της Yersinia pestis μέσω επιδεκτικών πληθυσμών τρωκτικών καθιστώντας έτσι τη νόσο ενζωοτική στις περιοχές του Καυκάσου, πολύ πριν από την πρώτη επίσημη καταγραφή της επανεμφάνιση της πανώλους στη Νοτιοανατολική Ρωσία το 1346.
Από τη μελέτη των επιδημιών του Μαύρου Θανάτου στο Βυζάντιο διακρίθηκαν εννέα επιδημικά κύματα, έντεκα επιδημικές εκρήξεις αλλά και 17 περίοδοι ελεύθερες από την ασθένεια. Από τη γεωγραφική κατανομή των επιδημιών φαίνεται ότι η Κωνσταντινούπολη με τα περίχωρά της και η Πελοπόννησος ήταν οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο, ακολουθούμενες από την Κρήτη, την Κύπρο και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους.
Η Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι ήταν η πόλη που έπληττε πιο συχνά η νόσος με μια συχνότητα 11,1 έτη κατά μέσο όρο.
Η σύγκριση της περιοδικότητας ανάμεσα στις δύο Πανδημίες είναι δυσχερής λόγω του διαφορετικού εξεταζόμενου αριθμού ετών παρόλα αυτά μπορεί να καταδειχθεί η γενική τάση και συμπεριφορά των επιδημιών. Κατά την Πρώτη Πανδημία οι επιδημίες έχουν μέσο όρο διάρκειας τα 2 έτη, ενώ τα διαστήματα που δεν εμφανίζεται επιδημία 4,5 χρόνια. Αντίστοιχα στο Μαύρο Θάνατο ο μέσος όρος διάρκειας είναι 2,5 και 3,2. Από τη μελέτη των στοιχείων αυτών φαίνεται ότι οι επιδημίες του Μαύρου Θανάτου είχαν μεγαλύτερο μέσο όρο διάρκειας από αυτές του Λοιμού του Ιουστινιανού αλλά ο μέσος όρος διάρκειας των άνοσων περιόδων τους ήταν μικρότερος. Ίσως για το λόγο αυτό τα επιδημικά κύματα του Μαύρου Θανάτου στο Βυζαντινό, και μετέπειτα Οθωμανικό, χώρο συνέχισαν με αμείωτη ένταση έως τα τέλη του 16ου αιώνα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study covered all plague outbreaks that occurred in the Byzantine Empire since the founding of its capital until its fall (330-1453 AD). The core sources of the study are mainly the descriptions and reports of the plague, as depicted in the texts of Byzantine historians, prominent annalists and the Church Fathers. The study focused on two issues, the clinical image and the epidemiological cycle of the plague as is medically acceptable today, which will serve as the interpretative and comparative tool for the descriptions of the Byzantine disease.
Regarding the first pandemic, the plague of Justinian, the present study focused on four areas: the discovery of its actual point of entry, the problem of the origin of the pandemic, the presentation and grouping of all the epidemics of the period 541-750, and, finally, the study of the frequency of plague outbreaks in that period. Thus, we proposed the existence of a city that acted as a possible point of entry for the plague in the 6t ...
This study covered all plague outbreaks that occurred in the Byzantine Empire since the founding of its capital until its fall (330-1453 AD). The core sources of the study are mainly the descriptions and reports of the plague, as depicted in the texts of Byzantine historians, prominent annalists and the Church Fathers. The study focused on two issues, the clinical image and the epidemiological cycle of the plague as is medically acceptable today, which will serve as the interpretative and comparative tool for the descriptions of the Byzantine disease.
Regarding the first pandemic, the plague of Justinian, the present study focused on four areas: the discovery of its actual point of entry, the problem of the origin of the pandemic, the presentation and grouping of all the epidemics of the period 541-750, and, finally, the study of the frequency of plague outbreaks in that period. Thus, we proposed the existence of a city that acted as a possible point of entry for the plague in the 6th century AD. (Tsiamis C., Poulakou-Rebelakou E., Androutsos G. The role of the Egyptian sea and land routes in the Justinian plague: The case of Pelusium. 1st Interdisciplinary Conference «Medicine in the Ancient Mediterranean World», Nicosia, Cyprus 2008). This appears to be Clysma in the Red Sea, because, while narrations “incriminate” Pelusium, as demonstrated this was just one link in a chain of the plague that started far from the Mediterranean area. (Tsiamis C., Poualakou-Rebelakou E., Petridou E. The Red Sea and the port of Clysma : a possible gate of Justinian’s plague. Gesnerus) In the question of the origin of the first pandemic, we tried a different approach from those to date, through a phylogenetic-evolutionary study of Yersinia pestis, as it seems possible that the plague strains were transported from India to Africa. The redefinition of the epidemic waves of the first pandemic was necessary, given that the currently proposed groupings do not accurately distinguish epidemic waves from common outbreaks. It was found that the plague appeared in major urban centres of the Empire every 10-15 years. The plague hit Constantinople ten times at intervals of 11-17 years with an average duration of 14.2 years. In the 208 years of the first pandemic, we record a total of 79 outbreaks with an average duration of 2 years. The periodicity also adopted a different approach, based not on the classic model of the role of human activities, but on data concerning the possible existence of natural foci in the Byzantine Empire, especially in the provinces of Palestine, Syria and Mesopotamia. ( Tsiamis C., Poulakou-Rebelakou E., Tsakris A., Petridou E. Epidemic waves during the Justinian’s plague in Byzantine Empire 6th- 8th c. AD. Emerging Infectious Diseases)
The study of the Second Pandemic, the Black Death, also focused on four areas: the spread of the disease in the Byzantine Empire and the Central Mediterranean, the cradle of the Black Death, the problem of the clinical forms of epidemics in the Second Pandemic and the grouping of all epidemic waves of the period 1347-1453. Regarding the spread of disease, the study managed to tear down of the myth of de Mussi’s narrative regarding its spread during the 14th century, and proposed an alternative route of the epidemic from the Crimea to Constantinople in 1347. The problem of the origin of the Black Death was studied through a combination of epidemiological and historical data in relation to the epidemiological findings of the first pandemic. Given the biotypes of Yersinia pestis found in regions of the Transcaucasus and Central Asia, the epidemiological enzootic profile of wild rodents in Western Asia but also historical data, proposed an alternative. Following the view expressed on the possible existence of a natural enzootic focus in the region of Syria and Mesopotamia, a gradual transfer of Yersinia pestis from the Middle East to the East could be considered probable and possible. Under the proposed alternative route, the plague would have gradually spread north to the Caspian Sea and the Caucasus. Then, through northern Iraq and Kurdistan, the disease moved east to the steppes of Central Asia. An important role in this journey was played by the enzootic disease in rodents in the Caucasus region, which affected other rodent species in Western Asia, such as woodchucks and gerbils, rendering these areas enzootic. Yersinia pestis apparently managed to survive in the difficult environmental conditions of the region, taking advantage of a specific physiological mechanism, that of hibernation. In this light, the survival of Yersinia pestis through receptive rodent populations, thus rendering the disease enzootic in the Caucasus - long before the first official record of the recurrence of the plague in Southeast Russia in 1346 - should not be totally excluded.
The study of Black Death epidemics in Byzantium distinguished nine epidemic waves, eleven outbreaks and 17 disease-free periods. The geographical spread of epidemics show that Constantinople with its surroundings and the Peloponnese were the most affected areas, followed by Crete, Cyprus and the Ionian islands. Constantinople seems to be the city the disease plagued most often, with an incidence of 11.1 years on average.
The comparison of the frequencies between the two pandemics is difficult because of the different number of years examined; nevertheless, we can see the general trend and behaviour of the epidemics. In the first pandemic, epidemics have an average duration of 2 years, with 4.5-year disease-free intervals. Similarly, in the Black Death, the average duration was 2.5 and 3.2 years. The study of these figures shows that the epidemics of the Black Death had a greater average duration than those of the plague of Justinian, but the average duration of disease-free periods was shorter. Perhaps for this reason, the epidemic waves of the Black Death in the Byzantine, and later Ottoman, area continued with undiminished intensity until the late 16th century.
περισσότερα