Περίληψη
Πετρογραφική, ορυκτολογική και γεωχημική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε κεραμικά όστρακα ρωμαϊκών ερυθροβαφών και άβαφων λυχναριών ( τέλη 1ου - τέλος του 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ.) και ελληνιστικών (3ος-2ος αι. π.Χ.) και αρχαϊκών αγγείων (τέλη 7ου αρχές 6ου αι. π.Χ.), προερχόμενα από ανασκαφές στην πόλη των Πατρών και της Κάτω Αχαΐας (ΒΔ Πελοπόννησος), με σκοπό να καθοριστεί η πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης τους και η τεχνολογία παραγωγής τους. Σαφής διαχωρισμός μεταξύ των κεραμικών των τριών χρονικών περιόδων δεν προέκυψε κατά την ανάλυση των δειγμάτων. Όλα τα δείγματα έχουν παραχθεί από μία ασβεστούχο (μέση τιμή CaO ≈8.09 % κ.β) πρώτη ύλη με αρκετά υψηλό ποσοστό σιδήρου (μέση τιμή Fe2O3≈7.75 % κ.β.). Η γεωλογική πηγή προέλευσης της ασβεστούχου πρώτης ύλης για την παραγωγή τους προέρχεται από τα τοπικά τεφρά έως πρασινότεφρα Πλειο-Πλειστοκαινικά λιμναία και λιμνοθαλάσσια αργιλικά ιζήματα της ΒΔ Πελοποννήσου. Σύγκριση των πετρογραφικών, ορυκτολογικών, ορυκτοχημικών και γεωχημικών (ιχνοσ ...
Πετρογραφική, ορυκτολογική και γεωχημική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε κεραμικά όστρακα ρωμαϊκών ερυθροβαφών και άβαφων λυχναριών ( τέλη 1ου - τέλος του 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ.) και ελληνιστικών (3ος-2ος αι. π.Χ.) και αρχαϊκών αγγείων (τέλη 7ου αρχές 6ου αι. π.Χ.), προερχόμενα από ανασκαφές στην πόλη των Πατρών και της Κάτω Αχαΐας (ΒΔ Πελοπόννησος), με σκοπό να καθοριστεί η πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης τους και η τεχνολογία παραγωγής τους. Σαφής διαχωρισμός μεταξύ των κεραμικών των τριών χρονικών περιόδων δεν προέκυψε κατά την ανάλυση των δειγμάτων. Όλα τα δείγματα έχουν παραχθεί από μία ασβεστούχο (μέση τιμή CaO ≈8.09 % κ.β) πρώτη ύλη με αρκετά υψηλό ποσοστό σιδήρου (μέση τιμή Fe2O3≈7.75 % κ.β.). Η γεωλογική πηγή προέλευσης της ασβεστούχου πρώτης ύλης για την παραγωγή τους προέρχεται από τα τοπικά τεφρά έως πρασινότεφρα Πλειο-Πλειστοκαινικά λιμναία και λιμνοθαλάσσια αργιλικά ιζήματα της ΒΔ Πελοποννήσου. Σύγκριση των πετρογραφικών, ορυκτολογικών, ορυκτοχημικών και γεωχημικών (ιχνοστοιχεία, σπάνιες γαίες) αναλύσεων δειγμάτων τοπικής αργίλου που συλλέχθηκαν από την ευρύτερη περιοχή των ανασκαφών και αρχαίων κεραμικών έδειξε πλήρη αντιστοιχία. Η πιθανή θερμοκρασία όπτησης των κεραμικών κυμάνθηκε από Τ<700°C έως Τ≥1000°C και με οξειδωτική ατμόσφαιρα να επικρατεί ως επί το πλείστον εντός των κλιβάνων. Οι αρχαίοι κεραμείς των Αρχαϊκών και Ελληνιστικών χρόνων φαίνεται πως έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή των συνθηκών όπτησης (θερμοκρασία, ατμόσφαιρα, χρόνος όπτησης) από τους κεραμείς των Ρωμαϊκών χρόνων. Η πρώτη ύλη των λυχναριών δεν φαίνεται να έχει υποστεί κάποια μορφή επεξεργασίας (π.χ. καθίζηση), ενώ η πρώτη ύλη των αρχαϊκών και ελληνιστικών αγγείων υπέστη μία μικρή επεξεργασία καθίζησης πριν τη χρήση της για την απομάκρυνση των πιο αδροκρυσταλλικών κλαστικών κόκκων. Για την ‘ταυτοποίηση’ της πρώτης ύλης και των συνθηκών όπτησης των αρχαίων κεραμικών, κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο κεραμικά δοκίμια χρησιμοποιώντας δείγματα τοπικής αργίλου, τα οποία ψήθηκαν σε τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες 850°, 950° και 1050°C με αργό ρυθμό όπτησης. Η μακροσκοπική, πετρογραφική, ορυκτολογική και ορυκτοχημική ανάλυση των κεραμικών δοκιμίων έδωσε αποτελέσματα παρόμοια έως ταυτόσημα με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των αρχαίων κεραμικών.
Η αρχαιομετερική έρευνα των λεπτοκρυσταλλικών αρχαίων κεραμικών της ΒΔ Πελοποννήσου θα συνεισφέρει σε μελλοντικές συγκρίσεις : 1.Των πατρινών λυχναριών με λυχνάρια που έχουν παραχθεί από εργαστήρια της Κορίνθου και των Αθηνών ώστε να μπορέσει να γίνει ο διαχωρισμός της πρώτης ύλης τους και της τεχνολογίας τους και 2. Των αρχαϊκών και ελληνιστικών λεπτοκρυσταλλικών αγγείων που έχουν παραχθεί από εργαστήρια του νομού Αχαΐας με αντίστοιχα κεραμικά αγγεία (ίδιας τυπολογίας και χρονολογίας) από ανασκαφές άλλων περιοχών για να προκύψουν συμπεράσματα για πιθανές εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Petrographic, mineralogical and geochemical research was carried out on Roman ceramic lamps (the second half of the 1st c. AD until the end of the 3rd –early 4th c. AD) and Hellenistic (3th –2nd c. BC) and Archaic (the late 7th – early 6th c. BC) wares derived from excavations in in the city of Patras and Kato Achaia, NW Peloponnese. The study of the petrographic, mineralogical and geochemical characteristics of ceramic samples allowed us to determine the provenance of their raw materials and to elucidate the manufacturing technologies employed. Clear discrimination between the ceramics of three historical periods has not resulted from the analyses. All samples have been produced from a calcium rich clay (mean value CaO≈8.09 wt %) with a high enough content of iron (mean value Fe2O3≈7.75 wt %). The provenance of raw materials used for their production is similar and derived from the local Plio-Pleistocene lagoon and lacustrine sediments of NW Peloponnese. Clay samples were collected ...
Petrographic, mineralogical and geochemical research was carried out on Roman ceramic lamps (the second half of the 1st c. AD until the end of the 3rd –early 4th c. AD) and Hellenistic (3th –2nd c. BC) and Archaic (the late 7th – early 6th c. BC) wares derived from excavations in in the city of Patras and Kato Achaia, NW Peloponnese. The study of the petrographic, mineralogical and geochemical characteristics of ceramic samples allowed us to determine the provenance of their raw materials and to elucidate the manufacturing technologies employed. Clear discrimination between the ceramics of three historical periods has not resulted from the analyses. All samples have been produced from a calcium rich clay (mean value CaO≈8.09 wt %) with a high enough content of iron (mean value Fe2O3≈7.75 wt %). The provenance of raw materials used for their production is similar and derived from the local Plio-Pleistocene lagoon and lacustrine sediments of NW Peloponnese. Clay samples were collected from the Plio-Pleistocene deposits around the excavations and they were subjected to petrographic, mineralogical and geochemical (trace elements, REEs) analyses. The comparison of the results of their analyses with those of ancient ceramics indicated complete similarity. The possible firing-temperature of ceramics was estimated that it ranged from Τ<700°C to Τ≥1000°C with a prevailing oxidizing atmosphere in the kilns. The potters in Archaic and Hellenistic times paid greater attention to the application of the firing conditions such as temperature, atmosphere and firing time than potters in Roman period. For Roman lamps their raw material does not seem to have been subjected to any initial processes (e.x. levigation, settling, sieving) in contrast to the raw materials of the Archaic and Hellenistic sherds which could have been subjected to a small refinement in order to remove the coarse grains before its blending by potters. Using local clay material, ceramic bricks produced in the laboratory in order to facilitate through their comparison the ‘identification’ of raw materials and firing conditions of ancient ceramics. The macroscopic, petrographic, mineralogical results of ceramic bricks are similar or identical to those of ancient ceramics.
The archaeometric study of ancient fine-wares from excavations in NW Peloponnese aims to contribute to future comparison such as: 1. Between lamps produced in Patraian workshops with lamps produced in Corinthian, Athenian and Italian workshops in order to determine the provenance of their raw materials and technology and 2. The Archaic and Hellenistic fine sherds studied here were produced in workshops established in the county of Achaia. The comparison of their archaeometric data with that data of fine wares (same typology and chronology) collected in excavations of other regions may give information about the commercial and financial dealings of the inhabitants of the Achaia county (Ancient Dyme).
περισσότερα