Περίληψη
Το αντικείµενο της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων της πολιτικής συµπεριφοράς (φύλο, ηλικία, επίπεδο εκπαίδευσης, θέση στην απασχόληση, αστικότητα, συχνότητα εκκλησιασµού) και η ιδιαίτερη επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης, µε τη χρήση ποσοτικών µεθόδων ανάλυσης δεδοµένων εµπειρικών πολιτικών ερευνών. Πεδίο διερεύνησης και χρονικής αναφοράς της έρευνας, αποτελεί το σύνολο της χώρας στις εθνικές εκλογές του 2000. Πηγή της έρευνας υπήρξε η πανελλαδική έρευνα πεδίου υπ. αριθµ. 1103-2004 (ψηφοφόροι των εθνικών εκλογών του 2000), της εταιρείας VPRC. Η επεξεργασία των πρωτογενών δεδοµένων της ανωτέρω εµπειρικής έρευνας έγινε µε τυποποιηµένες στατιστικές τεχνικές (crosstabs, ανάλυση αντιστοιχιών-correspondence analysis), µε χρήση του πακέτου SPSS [∆αφέρµος, 2005], [Norušis, 2005], [Καρλής, 2005]. Τα κυριότερα ευρήµατα της διατριβής είναι: • Η αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης µειώνει το δικοµµατισµό (εντονότερα στις γυναίκες), οδηγεί σε αριστερότερη ιδεολογική ...
Το αντικείµενο της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων της πολιτικής συµπεριφοράς (φύλο, ηλικία, επίπεδο εκπαίδευσης, θέση στην απασχόληση, αστικότητα, συχνότητα εκκλησιασµού) και η ιδιαίτερη επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης, µε τη χρήση ποσοτικών µεθόδων ανάλυσης δεδοµένων εµπειρικών πολιτικών ερευνών. Πεδίο διερεύνησης και χρονικής αναφοράς της έρευνας, αποτελεί το σύνολο της χώρας στις εθνικές εκλογές του 2000. Πηγή της έρευνας υπήρξε η πανελλαδική έρευνα πεδίου υπ. αριθµ. 1103-2004 (ψηφοφόροι των εθνικών εκλογών του 2000), της εταιρείας VPRC. Η επεξεργασία των πρωτογενών δεδοµένων της ανωτέρω εµπειρικής έρευνας έγινε µε τυποποιηµένες στατιστικές τεχνικές (crosstabs, ανάλυση αντιστοιχιών-correspondence analysis), µε χρήση του πακέτου SPSS [∆αφέρµος, 2005], [Norušis, 2005], [Καρλής, 2005]. Τα κυριότερα ευρήµατα της διατριβής είναι: • Η αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης µειώνει το δικοµµατισµό (εντονότερα στις γυναίκες), οδηγεί σε αριστερότερη ιδεολογική αυτοτοποθέτηση (ιδιαίτερα στις γυναίκες), αυξάνει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον για την πολιτική (εντονότερα στις γυναίκες), µειώνει το βαθµό έκθεσης στην πολιτική επικοινωνία, αυξάνει ιδιαίτερα την παρακολούθηση της προεκλογικής εκστρατείας (ιδιαίτερα στις γυναίκες), αυξάνει ιδιαίτερα τη συχνότητα αφιέρωσης χρόνου υπέρ ενός κόµµατος ή υποψηφίου (εντονότερα στους άνδρες), δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη συχνότητα να πείσουν κάποιο να ψηφίσει όπως αυτοί, µειώνει ιδιαίτερα την κοµµατική ταύτιση (ιδιαίτερα στις γυναίκες), µειώνει την αποκρυστάλλωση (εντονότερα στις γυναίκες). Κατά συνέπεια η αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης οδηγεί µάλλον προς την κατεύθυνση της ορθολογικής επιλογής-θεµατικής ψήφου. • ∆ύο ευδιάκριτα τµήµατα ανιχνεύονται στο νεοελληνικό εκλογικό σώµα. Το πρώτο τµήµα, το οποίο θα µπορούσε, ως τυπολογία, να ονοµαστεί «κοινωνία της ανασφάλειας». Συγκροτείται κατά κύριο λόγο από αγρότες µικρής ιδιοκτησίας, ανέργους, ηµιαπασχολούµενους, συνταξιούχους, γυναίκες. Είναι συνήθως κατώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου και ως εκ τούτου δε δύνανται να παρακολουθήσουν τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Χαρακτηρίζεται επίσης από τις έντονες ανάγκες επιβίωσης βιοπορισµού. Οι ψηφοφόροι αυτοί δε δύνανται ή δε θέλουν να αναλάβουν το «κόστος πληροφορίας» και έτσι οδηγούνται επαναπαυόµενοι, στην υιοθέτηση της κοµµατικής ταύτισης. Η διάκριση Αριστερά-∆εξιά συµπυκνώνει όλες τις αναγκαίες πολιτικές πληροφορίες για τις διαφορές µεταξύ των κοµµάτων, ελαχιστοποιώντας το «κόστος πληροφορίας». Το δεύτερο τµήµα θα µπορούσε σχηµατικά να ονοµαστεί «κοινωνία των υψηλών προσδοκιών». Συγκροτείται κατά κύριο λόγο από ψηφοφόρους µε υψηλό µορφωτικό επίπεδο, που εµφορούνται από µεταυλιστικές αξίες, απασχολούνται κυρίως στον τριτογενή τοµέα, έχουν υψηλό εισόδηµα και αποτελούν τα νέα ανερχόµενα µεσοστρώµατα. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται συνήθως για τη διάκριση Αριστερά-∆εξιά, αυτοτοποθετούµενοι στις µεσαίες θέσεις, εµφανίζονται λιγότερο ταυτισµένοι µε κάποιο κόµµα, είναι περισσότερο αναποφάσιστοι, επιλέγοντας συνήθως τις τελευταίες ηµέρες προ των εκλογών. Αυτοί αναλαµβάνουν συνήθως το «κόστος πληροφορίας» και κατά συνέπεια οδηγούνται στην υιοθέτηση της ορθολογικής επιλογής. • Η διαιρετική τοµή ανάµεσα στην κοµµατική ταύτιση - διαιρετική ψήφο - παλαιά πολιτική (old politics) και στην ορθολογική επιλογή - θεµατική ψήφο - µετα-υλιστικές αξίες - νέα πολιτική (new politics), είναι ανιχνεύσιµη και σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα ευδιάκριτη. • Η εξεταζόµενη διαιρετική τοµή συµπυκνώνει, ως ο τελευταίος κρίκος µιας µεγάλης χρονοσειράς, όλες τις πρότερες διαιρέσεις και τις απεικονίζει µε αξιοσηµείωτη ενάργεια. Η διαίρεση µοιάζει να διατρέχει όλες τις κοινωνικο-δηµογραφικές µεταβλητές, τεµαχίζοντας εν συνόλω την νεοελληνική κοινωνία. Στην κοµµατική ταύτιση - διαιρετική ψήφο - παλαιά πολιτική (old politics), εντάσσονται περισσότερο οι γυναίκες, οι µεγάλες ηλικίες, οι µισθωτοί του ∆ηµόσιου Τοµέα, οι συνταξιούχοι, οι κάτοικοι των αγροτικών κέντρων και οι εκκλησιαζόµενοι. Στην ορθολογική επιλογή - θεµατική ψήφο - µετα-υλιστικές αξίες - νέα πολιτική (new politics), φαίνονται να εντάσσονται περισσότερο οι άνδρες, οι νέοι, οι εργοδότες αυτοαπασχολούµενοι, οι φοιτητές, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και οι µη εκκλησιαζόµενοι. ∆εσπόζουσας σηµασίας παράµετρο αποτελεί το επίπεδο εκπαίδευσης, το οποίο καταγράφεται ως διεγέρτης-υποκινητής επηρρεάζον προς τη µια ή την άλλη κατεύθυνση. Το κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης ωθεί τους ψηφοφόρους προς την πρώτη τυπολογία, ενώ το ανώτερο επίπεδο κατεύθυνσης προς τη δεύτερη.
περισσότερα