Περίληψη
Το πεδίο μελέτης των αρχαίων κεφαλληνιακών οχυρώσεων κατ' αρχάς ορίζεται από τα φυσικά στοιχεία του νησιού. Ωστόσο, η συνεκτίμηση χαρακτηριστικών, όπως το πλήθος, η ευρύτητα, η συγκέντρωση ή διασπορά, η κατάσταση διατήρησης, η οικοδομική τεχνολογία και η ανισοβαρής σπουδαιότητα των υπό μελέτη αντικειμένων, αναγκαστικά οδηγεί σε προσαρμογή του γεωγραφικού πεδίου της έρευνας, ώστε ακόμη και στο βραχύ πλαίσιο μιας μικρής μονάδας, όπως είναι το νησί, να παρουσιάζεται η ανάγκη εξαίρεσης πολλών σημείων, κατά κανόνα ήσσονος πληροφοριακής σπουδαιότητας¹. Η επιλογή συγκεκριμένων προς μελέτη αντικειμένων εισάγει ένα βαθμό υποκειμενικότητας στην αξιολογική ιεράρχηση, ωστόσο αποσκοπεί στη μελέτη των σημαντικότερων τμημάτων των οχυρώσεων, για τη διαμόρφωση μιας κατά το δυνατό σαφούς γενικής εικόνας περί του αμυντικού συστήματος της αρχαίας Κεφαλληνίας. Εξετάζονται κατά κύριο λόγο τα τέσσερα μεγάλα αμυντικά κέντρα, που αντιστοιχούσαν στην αρχαία Κεφαλληνιακή τετράπολη², συγκεκριμένα η Σάμη, η Κράνη, ...
Το πεδίο μελέτης των αρχαίων κεφαλληνιακών οχυρώσεων κατ' αρχάς ορίζεται από τα φυσικά στοιχεία του νησιού. Ωστόσο, η συνεκτίμηση χαρακτηριστικών, όπως το πλήθος, η ευρύτητα, η συγκέντρωση ή διασπορά, η κατάσταση διατήρησης, η οικοδομική τεχνολογία και η ανισοβαρής σπουδαιότητα των υπό μελέτη αντικειμένων, αναγκαστικά οδηγεί σε προσαρμογή του γεωγραφικού πεδίου της έρευνας, ώστε ακόμη και στο βραχύ πλαίσιο μιας μικρής μονάδας, όπως είναι το νησί, να παρουσιάζεται η ανάγκη εξαίρεσης πολλών σημείων, κατά κανόνα ήσσονος πληροφοριακής σπουδαιότητας¹. Η επιλογή συγκεκριμένων προς μελέτη αντικειμένων εισάγει ένα βαθμό υποκειμενικότητας στην αξιολογική ιεράρχηση, ωστόσο αποσκοπεί στη μελέτη των σημαντικότερων τμημάτων των οχυρώσεων, για τη διαμόρφωση μιας κατά το δυνατό σαφούς γενικής εικόνας περί του αμυντικού συστήματος της αρχαίας Κεφαλληνίας. Εξετάζονται κατά κύριο λόγο τα τέσσερα μεγάλα αμυντικά κέντρα, που αντιστοιχούσαν στην αρχαία Κεφαλληνιακή τετράπολη², συγκεκριμένα η Σάμη, η Κράνη, οι Πρόννοι και η Πάλη. Η ίδρυση, ανάπτυξη και οριοθέτηση των τεσσάρων πόλεων - κρατών στις συγκεκριμένες περιοχές του νησιού, υπαγορεύθηκε κυρίως από όρους φυσικής διαίρεσης, τη διαχρονικότητα των οποίων επιβεβαιώνει η δημιουργία των σύγχρονων οικισμών της Σάμης, του Αργοστολίου, του Πόρου και του Ληξουρίου κατά γεωγραφική αντιστοιχία με την επικράτεια των αρχαίων πόλεων (εικ. 2-3). Στην παρούσα μελέτη αναλύονται αυτές οι οχυρώσεις (εικ. 3-4) με έμφαση στα πιο αξιόλογα τμήματα τους, κυρίως ίχνη τειχών, συναπτόμενους σε αυτά πύργους, πύλες και πυλίδες ενώ δεν αναλύονται εκτενώς συναφείς κατασκευές επικουρικού αμυντικού χαρακτήρα σε άλλες τοποθεσίες (όπως για παράδειγμα μικροί περίβολοι, ίχνη τοίχων ή πύργοι της ενδοχώρας), έστω κι αν παρουσιάζουν μελετητικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, τα τμήματα στα οποία εστιάζει το ενδιαφέρον της η μελέτη δεν καλύπτουν το σύνολο των αναρίθμητων σωζόμενων ιχνών των οχυρωματικών περιβόλων των πόλεων αυτών, αλλά αφορούν κατά κανόνα τα χαρακτηριστικότερα, τα ευρισκόμενα σε σχετικώς καλύτερη κατάσταση διατήρησης και τα πιο ενδιαφέροντα από δομικής απόψεως³, ώστε να θεωρούνται τα πλέον σημαντικά και αντιπροσωπευτικά για τη διαμόρφωση πλήρους εικόνας. Περισσότερο εκτεταμένη είναι η έρευνα των οχυρώσεων της Σάμης και της Κράνης, διότι ανέκυψε πληθώρα ενδιαφερόντων τεχνικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της μελέτης τους. Συν τοις άλλοις φαίνεται γενικώς πως τα τείχη τους ήταν πολυτελέστερα, δαπανηρότερα και ίσως καλύτερης κατασκευαστικής ποιότητας. Οι οχυρώσεις του Πόρου και του Παλαιοκάστρου στα νοτιοανατολικά του νησιού, χάριν της γεωγραφικής τους εγγύτητας μελετώνται ομού, θεωρούμενες ως υποσύνολα του ευρύτερου συστήματος οχύρωσης της επικράτειας των Πρόννων. Τέλος, η έκταση της έρευνας για την Πάλη είναι ανάλογη του βαθμού διατήρησης των τειχών της. Παρά ταύτα δεν παραλείπεται, διότι αυτό θα αποτελούσε μονομέρεια ή ανεπάρκεια ως προς μια αρχαία πόλη, που η πορεία τεκμηριώνεται ιστορικά παράλληλα με τις υπόλοιπες της Κεφαλονιάς. Ως προς τη χρονική οριοθέτηση της η έρευνα εκτείνεται στο πλαίσιο του αρχαίου κόσμου. Ο όρος «αρχαίες» αναφέρεται εδώ κυρίως στις οχυρώσεις των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, στους οποίους χρονολογούνται τα υπό εξέταση μνημεία. Από την ανάλυση δεν εξαιρούνται κατ' ανάγκη τμήματα ιστορικών φάσεων, που ανήκουν σε λίγο πρωιμότερες ή μεταγενέστερες εποχές των προαναφερθεισών περιόδων. Η οικοδομική τεχνολογία άκμασε στον ελλαδικό χώρο την κλασική και ελληνιστική εποχή, προσφέροντας έργα, που διακρίνονται εκτός άλλων για τη λιθοξοϊκή τους ποιότητα, την καλή συνάρμοση, τους τρόπους μετακίνησης μεγάλων όγκων και το σχεδιασμό τους γενικότερα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, κυρίως από τη ρωμαϊκή κατάκτηση του νησιού και έπειτα, οι οχυρώσεις υπέστησαν αλλοιώσεις⁴, προσθήκες και μετασκευές, ώστε σήμερα να διακρίνονται ποικίλες ιστορικές φάσεις. Οι τελευταίες αναλύονται, στο βαθμό που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των αρχαίων κατασκευών και συνεπώς φωτίζουν ζητήματα θεωρητικής αποκατάστασης. Λόγω των περιορισμένων ανασκαφικών ερευνών στους οχυρωματικούς περιβόλους⁵, δεν έχουμε επαρκή δημοσιευμένα πορίσματα. Συχνά παρουσιάζεται σχετικό σφάλμα ως προς την ακρίβεια του χρονολογικού προσδιορισμού, συνεπώς είναι ευκολότερο να ορίζουμε μια διαδοχή ιστορικών φάσεων με οικοδομικά στοιχεία, παρά να επιχειρούμε απόλυτη χρονολόγηση. […]
περισσότερα