Περίληψη
Το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο ακολουθήθηκε από τη δεκαετία του ‘50 δημιούργησε σημαντικά προβλήματα. Ένα από τα προβλήματα αυτά ήταν η αυξανόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση η οποία έλαβε χώρα σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, απειλώντας την υγεία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Σε συνδυασμό, με τη γενικότερη στρατηγική απελευθέρωσης των κεφαλαιαγορών και του εμπορίου κατά τη δεκαετία του 1990 και στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το πρόβλημα της πολιτικής και διαχείρισης του περιβάλλοντος επαναπροσδιορίζεται. Η συνεχής περιβαλλοντική επιβάρυνση αλλά και η σταδιακή συνειδητό ποίηση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών οδήγησε στην προώθηση και ενίσχυση των περιβαλλοντικών πολιτικών σε διεθνές, ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πολλές ανεπτυγμένες χώρες διαμόρφωσαν ειδικά θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος και ανέπτυξαν εξειδικευμένες περιβαλλοντικές πολιτικές κανονιστικού τύπου σε εθνικό επίπε ...
Το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο ακολουθήθηκε από τη δεκαετία του ‘50 δημιούργησε σημαντικά προβλήματα. Ένα από τα προβλήματα αυτά ήταν η αυξανόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση η οποία έλαβε χώρα σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, απειλώντας την υγεία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Σε συνδυασμό, με τη γενικότερη στρατηγική απελευθέρωσης των κεφαλαιαγορών και του εμπορίου κατά τη δεκαετία του 1990 και στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το πρόβλημα της πολιτικής και διαχείρισης του περιβάλλοντος επαναπροσδιορίζεται. Η συνεχής περιβαλλοντική επιβάρυνση αλλά και η σταδιακή συνειδητό ποίηση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών οδήγησε στην προώθηση και ενίσχυση των περιβαλλοντικών πολιτικών σε διεθνές, ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πολλές ανεπτυγμένες χώρες διαμόρφωσαν ειδικά θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος και ανέπτυξαν εξειδικευμένες περιβαλλοντικές πολιτικές κανονιστικού τύπου σε εθνικό επίπεδο (π.χ. έλεγχος επιπέδου της ρύπανσης, προσδιορισμός ανωτάτων τιμών ρύπων, κανονιστική νομοθεσία). Αντίστοιχα, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες για την συνολικότερη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, στο βαθμό που συνειδητοποιήθηκε ότι τα προβλήματα αυτά δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά προϋπόθεταν συμφωνίες και δράσεις υπερεθνικού χαρακτήρα. Με την κρίση του κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης (δεκαετία του 70) αμφισβητήθηκε κατά πόσο οι κανονιστικές πολιτικές για το περιβάλλον μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα νέα προβλήματα του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα της οικονομικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται για πρώτη φορά, ο στόχος της «αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης» που υποδηλώνει την ανάγκη διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάπτυξης. Τα προτεινόμενα νέα μέσα άσκησης της περιβαλλοντικής πολιτικής προσανατολίστηκαν σε νέου τύπου δράσεις εθελοντικής μορφής που επικεντρώνονται στην αποδοχή και εθελούσια εφαρμογή τους από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια μετατόπιση του περιεχομένου των πολιτικών περιβάλλοντος, από κανονιστικού τύπου σε εθελοντικού τύπου. Βασικό αίτιο της μετακύλισης αυτής δεν είναι απλά η ωρίμανση των περιβαλλοντικών συνειδήσεων αλλά κυρίως, η αύξηση του πληθυσμού της γης και των κοινωνικό-οικονομικών συναλλαγών στο 2° μισό του 20ου αιώνα, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των αμοιβαίων οχλήσεων (εξωτερικές επιδράσεις) αλλά και της αύξησης του κόστους της κανονιστικής πολιτικής (έλεγχοι κ.λπ.). Παράλληλα το γενικότερο πλαίσιο απελευθέρωσης των αγορών ενθαρρύνει πολιτικές που δεν βασίζονται στα κανονιστικά πλαίσια (επιβολή και έλεγχος) αλλά σε ευέλικτα πλαίσια που προκύπτουν από διαπραγματεύσεις και συνεργασίες των βασικών συντελεστών και υιοθετούνται εκούσια από τους δρώντες στη αγορά. Η δυσκολία του προϋπάρχοντος θεσμικού κανονιστικού πλαισίου να ανταποκριθεί στις νέες συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, εξαιτίας κυρίως της δυσκαμψίας και της αδυναμίας συντονισμού και επικαιροποίησης πολυάριθμων νομοθετημάτων, αλλά και της έλλειψης συστηματικού μηχανισμού επιβολής και ελέγχου αυτών των πολιτικών αποτελεί έναν περαιτέρω λόγω της στροφής προς τα εθελοντικές περιβαλλοντικές πολιτικές. Παράλληλα στις νέες συνθήκες, οι ίδιες οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν αυτόνομα δράσεις αυτορύθμισης και αυτοελέγχου επιδιώκοντας την απόδειξη της συμμόρφωσής τους με τη νομοθεσία, τη βελτίωση του περιβαλλοντικού τους προφίλ και της διαφύλαξης της ίδιας της ύπαρξης τους (πιέσεις για απαγόρευση λειτουργίας, κλείσιμο μονάδων κ.λπ.). Η νέα περιβαλλοντική πολιτική προσπάθησε να ενσωματώσει πολλές από τις παραπάνω τάσεις σε μάκρο και σε μικρό επίπεδο προωθώντας κίνητρα για μείωση των παραγόμενων ρύπων, ενίσχυση των τεχνολογικών βελτιώσεων καθώς και ενδυνάμωση της συμμετοχής των νέων κοινωνικών ομάδων οι οποίες αναδύονται και ζητούν ρόλο (περιβαλλοντικά κινήματα, τοπική αυτοδιοίκηση, καταναλωτές κ.α.). Ένα από τα μέσα/εργαλεία της νέας περιβαλλοντικής πολιτικής είναι και τα εθελοντικά Συστήματα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης (ISO 14001, EMAS), τα οποία αποτελούν το βασικό αντικείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των προϋποθέσεων διαμόρφωσης των Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης, η ανάλυση των βασικών αρχών και στόχων που επιδιώκουν και η αξιολόγηση της εφαρμογής τους στην Ελλάδα. Ειδικότερα, κρίθηκε απαραίτητο να διερευνηθεί αρχικά το εννοιολογικό πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών, ανατρέχοντας σε βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις που αναφέρονται στη σχέση οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος και ειδικά στην αδυναμία των μηχανισμών της αγοράς να λειτουργήσουν αποτελεσματικά εξαιτίας των εξωτερικών επιπτώσεων (εξωτερικές οικονομίες). Αλλά και στην επάρκεια των κανονιστικών πολιτικών να βελτιώσουν αποτελεσματικά το γενικότερο κλίμα. Παράλληλα, εξετάζονται οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες (δημιουργία οργανισμών, διεθνείς συνδιασκέψεις, συνθήκες κ.α.), μέσα στις οποίες διαμορφώνονται οι αρχές των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης. […]
περισσότερα