Περίληψη
Από τις μέχρι σήμερα μελέτες φαίνεται ότι οι χορεύτριες, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στα σωματικά πρότυπα που επικρατούν στο χορό, αντιμετωπίζουν προβλήματα ανεπαρκούς θρέψης και αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη προβλημάτων διαταραγμένης διαιτητικής συμπεριφοράς. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν αφενός η αξιολόγηση της διατροφικής κατάστασης μίας ομάδας νεαρών χορευτριών και αφετέρου ο σχεδιασμός και υλοποίηση προγράμματος διατροφικής παρέμβασης για τη βελτίωση παραμέτρων διαιτητικής συμπεριφοράς.Στο πρώτο στάδιο της μελέτης συμμετείχαν 42 χορεύτριες, σπουδάστριες του επαγγελματικού χορού της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ) (μέση ηλικία: 20,8 ± 1,9 έτη). Ως ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχη ομάδα 41 φοιτητριών που δεν είχαν σχέση με το χορό (μέση ηλικία: 20,3 ± 1,5 έτη). Στα πλαίσια του σταδίου αυτού αξιολογήθηκαν και τυποποιήθηκαν μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη διαιτητική συμπεριφορά και τη σύσταση σώματος. Χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματολόγια π ...
Από τις μέχρι σήμερα μελέτες φαίνεται ότι οι χορεύτριες, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στα σωματικά πρότυπα που επικρατούν στο χορό, αντιμετωπίζουν προβλήματα ανεπαρκούς θρέψης και αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη προβλημάτων διαταραγμένης διαιτητικής συμπεριφοράς. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν αφενός η αξιολόγηση της διατροφικής κατάστασης μίας ομάδας νεαρών χορευτριών και αφετέρου ο σχεδιασμός και υλοποίηση προγράμματος διατροφικής παρέμβασης για τη βελτίωση παραμέτρων διαιτητικής συμπεριφοράς.Στο πρώτο στάδιο της μελέτης συμμετείχαν 42 χορεύτριες, σπουδάστριες του επαγγελματικού χορού της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ) (μέση ηλικία: 20,8 ± 1,9 έτη). Ως ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχη ομάδα 41 φοιτητριών που δεν είχαν σχέση με το χορό (μέση ηλικία: 20,3 ± 1,5 έτη). Στα πλαίσια του σταδίου αυτού αξιολογήθηκαν και τυποποιήθηκαν μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη διαιτητική συμπεριφορά και τη σύσταση σώματος. Χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματολόγια που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία, μία ημι-δομημένη συνέντευξη και το 3ήμερο ημερολόγιο καταγραφής τροφίμων. Για την εκτίμηση της σύστασης σώματος αναπτύχθηκαν ειδικές για χορεύτριες εξισώσεις με τη μέθοδο της βιοηλεκτρικής εμπέδησης (ΒΙΑ), χρησιμοποιώντας ως μέθοδο αναφοράς την απορροφησιομετρία ακτινών-χ διπλής ενέργειας. Η εφαρμογή τους επιτρέπει την εκτίμηση της σύστασης σώματος με τη ΒΙΑ, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα της ευκολίας της μεθόδου και βελτιώνοντας την αξιοπιστία της. Όσον αφορά την οστική πυκνότητα, η μέση τιμή στις χορεύτριες που εξετάσθηκαν ήταν 1,185 g/cm2 (εύρος: 1,024 - 1,298), αντιπροσωπεύοντας το 109% της οστικής πυκνότητας πληθυσμού αναφοράς αντίστοιχης ηλικίας και βάρους. Επίσης οι χορεύτριες με υψηλές προσλήψεις ασβεστίου (>1300 mg) είχαν στατιστικά υψηλότερες τιμές οστικής πυκνότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες συναδέλφους τους. Σχετικά με την αξιολόγηση της διαιτητικής πρόσληψης, υπήρξαν ενδείξεις ότι σημαντικό ποσοστό ατόμων (περίπου 30%) δεν κατέγραψαν επαρκώς τη δίαιτά τους. Οι χορεύτριες κατανάλωναν, κατά μέσον όρο, 1540 ± 426 kcal / ημέρα, ενώ οι φοιτήτριες 1703 ± 552 kcal (p=0,16). Εξετάζοντας τη συνεισφορά των μακροθρεπτικών συστατικών στη συνολική ενεργειακή πρόσληψη, οι χορεύτριες, σε σχέση με τις φοιτήτριες, κατέγραψαν ότι καταναλώνουν δίαιτα πιο πλούσια σε υδατάνθρακες (51,1 ± 8,1% σε σύγκριση με 44,2 ± 6,1%, p<0,001) και λιγότερο πλούσια σε λιπίδια (34,0 ± 6,5% σε σύγκριση με 40,2 ± 5,6%, p<0,001). Σημαντικός αριθμός χορευτριών διέτρεχε αυξημένο κίνδυνο για ανεπάρκεια σε βιταμίνη Α, ριβοφλαβίνη, φυλλικό οξύ, ασβέστιο και σίδηρο. Η δίαιτα της μέσης χορεύτριας περιελάμβανε αρκετά δημητριακά και φρούτα (τα τελευταία κυρίως ως σνακ), ενώ η κατανάλωση λαχανικών και γαλακτοκομικών προϊόντων κρίθηκε ανεπαρκής. Το 80% πίστευαν ότι το βάρος τους τη στιγμή της συνέντευξης ήταν από λίγο έως πολύ μεγαλύτερο από το επιθυμητό και περίπου οι μισές ακολουθούσαν συχνά δίαιτες αδυνατίσματος τον τελευταίο χρόνο ή ήταν συνεχώς σε «κατάσταση δίαιτας». Τα τρόφιμα των οποίων η κατανάλωση προκαλούσε ενοχές ήταν και αυτά που σχετίζονταν με πρόκληση αδηφαγικού επεισοδίου. Προβλήματα διαιτητικής συμπεριφοράς επισημάνθηκαν και στην ομάδα ελέγχου, αν και σε μικρότερη κλίμακα από ό,τι στις χορεύτριες. Στο επόμενο στάδιο της μελέτης σχεδιάσθηκε πρόγραμμα διατροφικής παρέμβασης με στόχο την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, την πρόληψη προβλημάτων διαιτητικής συμπεριφοράς και την ανάπτυξη θετικών στάσεων απέναντι στο φαγητό και στο σώμα. Περιελάμβανε 12 εβδομαδιαίες συναντήσεις και εφαρμόσθηκε σε 32 χορεύτριες. Η σύσταση σώματος, η διαιτητική συμπεριφορά και πρόσληψη αξιολογήθηκαν στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος (1η αξιολόγηση), ενώ ακολούθησε και 2η αξιολόγηση της διαιτητικής συμπεριφοράς μετά από 6 μήνες. Στο τέλος της παρέμβασης μειώθηκε το ποσοστό χορευτριών με βαθμολογία στο ΕΑΤ-26 > 20 (13,8% σε σύγκριση με 34,5%). Στο ερωτηματολόγιο DEBQ παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στην κλίμακα «Περιοριστική συμπεριφορά απέναντι στο φαγητό» (p = 0,001), η οποία διατηρήθηκε κατά τη 2η αξιολόγηση. Στη 2η αξιολόγηση επίσης παρατηρήθηκε βελτίωση στην «Εξωγενή Συμπεριφορά απέναντι στο φαγητό» (p = 0,011). Οι γνώσεις διατροφής αυξήθηκαν. Σημαντικό εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι οι συμμετέχουσες που διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάπτυξη προβλημάτων λήψης τροφής ήταν και αυτές που ωφελήθηκαν περισσότερο από το πρόγραμμα παρέμβασης. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι υπάρχουν παράμετροι της διαιτητικής συμπεριφοράς στις οποίες μπορεί να παρέμβει ο ειδικός σε θέματα διατροφής. Από όσο γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, πρώτη φορά δημοσιεύεται ανάλογη διατροφική παρέμβαση, στην οποία η αξιολόγηση έχει γίνει με αντικειμενικά εργαλεία. Τα αποτελέσματά της ήταν άκρως ενθαρρυντικά για το σχεδίασμά αντίστοιχων παρεμβάσεων σε νεαρές γυναίκες με πρώιμα συμπτώματα διαταραγμένης διαιτητικής συμπεριφοράς.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In their effort to be slim and maintain a low body weight, dancers often consume diets low in energy and deficient in many nutrients. They are also frequently mentioned as a high risk group for the development of eating disorders. A substantial amount of research has focused on the eating practices they adopt for losing weight and controlling their dietary intake. The aim of the present study was to assess the nutritional status of a group of young dancers and to develop and implement a nutrition intervention program mainly for the improvement of eating behaviour. The study was carried out in two parts. During the first part, problems of dancers concerning food intake and body shape were recognized, by assessing their body composition, health status, dietary intake and eating behaviour. Forty-two students of the Greek State School of Dance participated in the study (age range: 18- 26 yrs), whereas 41 non-dance students, matched for age, were used as controls. Eating behaviour and dieta ...
In their effort to be slim and maintain a low body weight, dancers often consume diets low in energy and deficient in many nutrients. They are also frequently mentioned as a high risk group for the development of eating disorders. A substantial amount of research has focused on the eating practices they adopt for losing weight and controlling their dietary intake. The aim of the present study was to assess the nutritional status of a group of young dancers and to develop and implement a nutrition intervention program mainly for the improvement of eating behaviour. The study was carried out in two parts. During the first part, problems of dancers concerning food intake and body shape were recognized, by assessing their body composition, health status, dietary intake and eating behaviour. Forty-two students of the Greek State School of Dance participated in the study (age range: 18- 26 yrs), whereas 41 non-dance students, matched for age, were used as controls. Eating behaviour and dietary intake were assessed by a series of self-administered, widely used questionnaires, a semi-structured interview, and a 3-day food record. It was found that bioelectrical impedance (BIA) could accurately be used for the estimation of the body composition of young female dancers. New equations have been developed for dancers, allowing for an accurate routine assessment of body composition. Dual x-ray absorptiometry was used as a criterion method. The estimated regression equation was the following: FFM (kg) = 0.247•W + 0.214•H2/R) + 0.191•Η - 14.96 (R2= 0.83, SEE= 1.45), and it is the first dancer- specific equation for the estimation of body composition with the use of BIA. As far as their bone mineral density (BMD) is concerned, the mean total BMD was estimated at 1.185 g/cm2 (± 0.07), ranging from 1.024 to 1.298 g/cm2, representing, on the average, 109% of the BMD of an age- and weight matched reference population. Interestingly, dancers in the highest quartile of calcium intake (> 1300 mg) had significantly higher total BMDs than dancers in the other three quartiles. Calcium intake appears to exert beneficial effects in bone health of highly exercising, premenopausal women only, at high levels. With regard to dietary intake, a significant number of dancers and controls (30% of the total sample) were found to underreport their dietary intake. Dancers consumed, on average, 1540 ± 426 kcal/day, whereas the controls 1703 ± 552 kcal (p=0.16). Dancers, compared to controls, reported diets higher in carbohydrates (51,1 ± 8,1% vs. 44,2 ± 6,1%, p < 0,001) and lower in fats (34,0 ± 6,5% vs. 40,2 ± 5,6%, p < 0,001). Alcohol consumption was higher among dancers, in absolute values, as well, in the % of the total energy intake. Dancers were at risk for consuming diets low in vitamin A, riboflavin, folic acid, calcium and iron. Regarding food groups, dancer's diet was rich in cereals and fruits, but poorer in vegetables and dairy products compared to recommendations. The usual diet was based on the frequent consumption of snacks, which covered approximately 3A of the total eating episodes on a daily basis. Eighty percent of dancers believed that their body weight was well above the desired one, and approximately half of them were following slimming diets. Food items which triggered binge eating episodes were the ones that resulted in a more pronounced feeling of guilt. Controls were also found to exhibit symptoms of abnormal eating; however, the prevalence of eating problems was higher among dancers. During the second part of the study, a nutrition intervention programme was designed for providing nutrition education and preventing disordered eating. The intervention was carried out in a group of 2nd and 3rd year students of the Greek State School of Dance (n=32), and it consisted of twelve weekly 2-hour sessions. Body composition, dietary intake and eating behaviour were assessed pre- and post intervention. Eating behaviour was also evaluated at 6-month follow-up. A significant decrease in the number of students, who scored at or above 20 in the EAT-26 post intervention, compared to the pre-intervention scores, was detected (13.8% vs. 34.5%). In the DEBQ, a statistically significant reduction was observed in the Restraint scale (p = 0.001); this improvement of the eating behavior was maintained at the follow-up. A significant improvement in the External eating was observed 6 months after the completion of the intervention (p = 0.011). A marked improvement in the nutrition knowledge was noticed for all program participants. Interestingly, participants who were at higher risk for adopting abnormal eating behaviour, benefited the most from the programme. In summary, a nutrition related professional can intervene in the improvement of eating behaviour. To the best of our knowledge, this is the first published study which assessed the effectiveness of such a nutrition intervention. The findings are very promising and encourage the implementation of nutrition programs and therapeutic schemes in young women experiencing increased pressures for controlling their body weight.
περισσότερα