Περίληψη
Βασικό ζητούμενο της παρούσας έρευνας είναι η λεπτομερειακή περιγραφή και ανάλυση της συνομιλιακής ικανότητας Ποντίων μεταναστριών/τών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που δεν έχουν παρακολουθήσει μαθήματα νεοελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Τα ηχογραφημένα δεδομένα συλλέχθηκαν σε συνθήκες ημι-δομημένης/αδόμητης συνέντευξης και απομαγνητοφωνήθηκαν επιλεκτικά. Το θεωρητικό πλαίσιο αποτελείται από τη συνδυαστική αξιοποίηση της Ανάλυσης της Συνομιλίας (Sacks, Schegloff & Jefferson 1974) και της Ανάλυσης της Κατηγοριοποίησης των Μελών (Sacks 1992a, 1992b), εντός της Εθνομεθοδολογικής μελέτης του λόγου στη διάδραση (Garfinkel 1967). Η ημική εθνομεθοδολογική προσέγγιση εμπλουτίζεται με τη θεωρία της Συγκειμενοποίησης (Gumperz 1982, 1992), η οποία εντοπίζει συμβατικοποιημένους ενδείκτες επικοινωνιακού νοήματος, καθώς και με τη θεωρία του Προσώπου (Brown & Levinson 1987), σε αντιστοίχηση με την έννοια της ‘προτίμησης’ στην Ανάλυση της Συνομιλίας. Η συγκεκριμένη θεωρητική βάση επιτρέπει την ενδελεχ ...
Βασικό ζητούμενο της παρούσας έρευνας είναι η λεπτομερειακή περιγραφή και ανάλυση της συνομιλιακής ικανότητας Ποντίων μεταναστριών/τών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που δεν έχουν παρακολουθήσει μαθήματα νεοελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Τα ηχογραφημένα δεδομένα συλλέχθηκαν σε συνθήκες ημι-δομημένης/αδόμητης συνέντευξης και απομαγνητοφωνήθηκαν επιλεκτικά. Το θεωρητικό πλαίσιο αποτελείται από τη συνδυαστική αξιοποίηση της Ανάλυσης της Συνομιλίας (Sacks, Schegloff & Jefferson 1974) και της Ανάλυσης της Κατηγοριοποίησης των Μελών (Sacks 1992a, 1992b), εντός της Εθνομεθοδολογικής μελέτης του λόγου στη διάδραση (Garfinkel 1967). Η ημική εθνομεθοδολογική προσέγγιση εμπλουτίζεται με τη θεωρία της Συγκειμενοποίησης (Gumperz 1982, 1992), η οποία εντοπίζει συμβατικοποιημένους ενδείκτες επικοινωνιακού νοήματος, καθώς και με τη θεωρία του Προσώπου (Brown & Levinson 1987), σε αντιστοίχηση με την έννοια της ‘προτίμησης’ στην Ανάλυση της Συνομιλίας. Η συγκεκριμένη θεωρητική βάση επιτρέπει την ενδελεχή διερεύνηση της συνομιλιακής (και όχι απλά γλωσσικής) ικανότητας των μεταναστριών/τών εντός πραγματικών συνθηκών, και από τη σκοπιά των ίδιων των συνομιλητριών/τών – της ερευνήτριας/συνεντευξιάστριας συμπεριλαμβανομένης. Επομένως, ως μέτρα αξιολόγησης της ικανότητας των μη-φυσικών ομιλητριών/των καθορίζονται μόνον όσα προκύπτουν ως σημαντικά κατά τις συγκεκριμένες συνομιλίες, και όχι όσα a priori προτείνονται από τις κυρίαρχες γλωσσικές/γνωστικές θεωρίες απόκτησης δεύτερης/ξένης γλώσσας. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων καταδεικνύει ότι τα γραμματικά λάθη στο λόγο των μεταναστριών/τών δεν εμποδίζουν εντέλει την επίτευξη μιας κοινής οπτικής (διυποκειμενικότητα) ανάμεσα στα συνομιλούντα μέλη, αλλά η ανεπαρκής γλωσσική ικανότητά τους είναι δυνατόν να επηρεάσει την εξέλιξη της συνομιλίας, προβάλλοντας και την κατηγοριοποίησή τους ως μη-φυσικών ομιλητριών/τών. Αντίστροφα, ορθές γραμματικά δομές συχνά πραγματώνουν ένα σύστημα εναλλαγής συνεισφορών στον λόγο, προτίμησης και διόρθωσης ασύμβατο με εκείνο της φυσικής ομιλήτριας/συνεντευξιάστριας, με αποτέλεσμα η τελευταία να καταφεύγει σε υπερβολική συνομιλιακή προσαρμογή η οποία, μοιραία, παρεμποδίζει την κοινωνικοποίησή των μεταναστριών/τών στις επικρατούσες νεοελληνικές συνομιλιακές νόρμες. Τα εν λόγω ευρήματα συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας μιας ευρείας διαδραστικής προσέγγισης στη μελέτη της δεύτερης/ξένης γλώσσας, και της ελληνικής ειδικότερα, και προσφέρονται για αξιοποίηση στον (αποτελεσματικότερο) σχεδιασμό συναφών εκπαιδευτικών και κοινωνικών προγραμμάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation aims at a detailed and empirically verified analysis of the interactional competence displayed by Pontic-Greek immigrants from the former USSR who have not attended Modern Greek language classes. It combines two strands of the Ethnomethodological study of talk-in-interaction (Garfinkel 1967), i.e. Conversation Analysis (Sacks, Schegloff & Jefferson 1974) and Membership Categorization Analysis (Sacks 1992a, b), to analyze authentic conversational data culled from semi-/un-structured interviews with the native researcher herself. The ethnomethodological perspective is further supplemented by Contextualisation (Gumperz 1982, 1992) which studies conventionalised cues, as well as with the concept of ‘Face’ (Brown & Levinson 1987), which is equivalent to the conversation analytic notion of ‘preference’. Within this theoretical framework, the immigrants’ interactional competence is investigated as the accountable product of the co-conversationalists’ interaction –not excludi ...
This dissertation aims at a detailed and empirically verified analysis of the interactional competence displayed by Pontic-Greek immigrants from the former USSR who have not attended Modern Greek language classes. It combines two strands of the Ethnomethodological study of talk-in-interaction (Garfinkel 1967), i.e. Conversation Analysis (Sacks, Schegloff & Jefferson 1974) and Membership Categorization Analysis (Sacks 1992a, b), to analyze authentic conversational data culled from semi-/un-structured interviews with the native researcher herself. The ethnomethodological perspective is further supplemented by Contextualisation (Gumperz 1982, 1992) which studies conventionalised cues, as well as with the concept of ‘Face’ (Brown & Levinson 1987), which is equivalent to the conversation analytic notion of ‘preference’. Within this theoretical framework, the immigrants’ interactional competence is investigated as the accountable product of the co-conversationalists’ interaction –not excluding the researcher herself–, and not with reference to pre-established criteria of assessment, as instantiated in mainstream second language theories. The analysis of the non-native/native conversations show that, while grammatical deficits in the incomers’ talk do not ultimately impede the accomplishment of ‘reciprocity of perspectives’ or intersubjectivity, the incomers’ insufficient linguistic competence can affect the development of the interaction, in the form of production difficulties–occasionally making relevant the incomers’ non-nativeness as an occasioned category. Inversely, grammatically correct structures often contribute to the accomplishment of actions by the incomers which make available the co-conversationalists’ divergent and incompatible turn-taking, preference and repair organisations. When the clashes in the co-conversationalists’ orientations are not attributed to the intercultural/interlanguage character of the interaction, the incomers’ action emerge as blameworthy, which in turn contributes to their treatment as socially deficient. The particular categorisation is further reinforced through the native speaker’s curtailment of the incomers’ accountability, due to the consequentiality of the research/interview context. On these grounds, the findings point to the necessity for an interactional turn in research that deals with L2 in general, and with Modern Greek in particular, and aim to inform the (effective) design of educational and social policies.
περισσότερα